Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Παῦλος, ἀπόστολος οὐκ ἀπ’ ἀνθρώπων, οὐδὲ δι’ ἀνθρώπου, ἀλλὰ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ πατρὸς τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, | 1 Εγώ ο Παύλος, Απόστολος, που δεν έλαβα το αποστολικόν αξίωμα από ανθρώπους, ούτε δια της μεσιτείας ανθρώπου, αλλά κατ' ευθείαν δια του Ιησού Χριστού και του Θεού Πατρός, ο οποίος τον ανέστησεν εκ νεκρών | 1 Εγὼ ὁ Παῦλος, Ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος, οὔτε ἀπὸ ἀνθρώπους ἔλαβα τὸ ἀξίωμα αὐτό, οὔτε διὰ μέσου ἀνθρώπου ἐκλήθην εἰς αὐτό, ἀλλὰ κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὸν Θεὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν· |
2 καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ πάντες ἀδελφοί, ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας· | 2 και όλοι οι αδελφοί, που είναι μαζή μου, απευθύνομεν την επιστολήν αυτήν εις τας Εκκλησίας της Γαλατίας | 2 καὶ ὅλοι οἱ ἀδελφοί, ποὺ εἶναι μαζί μου, γράφομεν τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν πρὸς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Γαλατίας. |
3 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, | 3 και ευχόμεθα να είναι πάντοτε μαζή σας η χάρις και η ειρήνη από τον Θεόν και Πατέρα και από τον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν, | 3 Εἴθε νὰ εἶναι μαζί σας χάρις καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον μας Ἰησοῦν Χριστόν, |
4 τοῦ δόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, ὅπως ἐξέληται ἡμᾶς ἐκ τοῦ ἐνεστῶτος αἰῶνος πονηροῦ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ πατρὸς ἡμῶν, | 4 ο οποίος παρέδωσε τον ευατόν του εις σταυρικόν θάνατον, δια να εξαλείψη τας αμαρτίας μας, δια να μας αποσπάση και μας ελευθερώση από τον παρόντα αιώνα της πονηρίας και της κακίας, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και Πατρός μας. | 4 ὁ ὁποῖος παρέδωκε θεληματικῶς τὸν ἑαυτόν του εἰς θάνατον διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν πονηρίαν καὶ κακίαν, ποὺ ἐπικρατεῖ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Καὶ ὁ θάνατός του αὐτὸς διὰ τὴν ἐλευθερίαν καὶ ἀπολύτρωσίν μας ἔγινε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ Πατήρ μας. |
5 ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν. | 5 Εις αυτόν οφείλεται και πρέπει να αναπέμπεται η δόξα στους αιώνας των αιώνων. Αμήν. | 5 Εἰς αὐτὸν πρέπει πᾶσα ἡ δόξα εἰς τοὺς ἀπεράντους καὶ ἀτελειώτους αἰῶνας. Ἀμήν. |
6 Θαυμάζω ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, | 6 Κατέχομαι από βαθείαν έκπληξιν και απορίαν εκ του γεγονότος, ότι τόσον εύκολα και γρήγορα φεύγετε από τον Θεόν, ο οποίος σας αποκάλεσε δια της χάριτος του Ιησού Χριστού και μεταπηδάτε εις άλλην διδασκαλίαν, την οποίαν οι ψευδοδιδάσκαλοι παρουσιάζουν ως ευαγγέλιον τάχα του Χριστού. | 6 Ἀπορῶ, διότι τόσον γρήγορα ἀπομακρύνεσθε ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐκάλεσεν ἐξ αἰτίας τῆς χάριτος καὶ τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ, καὶ μεταπηδᾶτε εἰς ἄλλην περὶ σωτηρίας διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν αὐτοὶ ποὺ σᾶς τὴν διδάσκουν, κακῶς τὴν λέγουν εὐαγγέλιον. |
7 ὃ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μὴ τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. | 7 Αυτό δε το ψευδοευαγγέλιον δεν είναι τίποτε άλλο, ει μη ότι υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι σας αναταράσσουν και θέλουν να μεταβάλουν και νοθεύσουν το Ευαγγέλιον του Χριστού. | 7 Πράγματι· αὐτὸ ποὺ λέγουν αὐτοὶ εὐαγγέλιον, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον ὅτι ὑπάρχουν μερικοί, οἱ ὁποῖοι σᾶς ταράττουν καὶ θέλουν νὰ μεταβάλουν καὶ νὰ ἀλλοιώσουν τὸ ἀληθὲς περὶ Χριστοῦ κήρυγμα. |
8 ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. | 8 Αλλά προσέξατε τούτο· Εάν και ημείς ακόμη οι Απόστολοι η και άγγελος από τον ουρανόν σας κηρύττη Ευαγγέλιον διαφορετικόν από εκείνο, το οποίον ημείς απ' αρχής σας έχομεν κηρύξει, ας είναι αυτός αναθεματισμένος και χωρισμένος από τον Θεόν. | 8 Ἀλλὰ νὰ ἠξεύρετε τὸ ἑξῆς: Ἐὰν ἀκόμη καὶ ἡμεῖς οἰ ἀπόστολοι ἢ καὶ ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸν κηρύττῃ εἰς σᾶς ἄλλα εὐαγγέλιον, διαφορετικὸν ἀπὸ ἐκεῖνο, ποὺ σᾶς ἐκηρύξαμεν, ἂς εἶναι ἀνάθεμα καὶ χωρισμένος διὰ παντὸς ἀπὸ τὸν Χριστόν. |
9 ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω. | 9 Οπως και προφορικώς, προηγουμένως σας είχαμε πει και τώρα πάλιν σας λέγω· Εάν κανείς σας διδάσκη άλλο Ευαγγέλιον, διαφορετικόν από εκείνο, που έχετε παραλάβει, ας είναι αναθεματισμένος. | 9 Καθὼς καὶ προτήτερα, ὅταν ἤμεθα μαζί σας, σᾶς ἔχομεν εἴπει, καὶ τώρα πάλιν σᾶς λέγω: Ἐὰν κανεὶς κηρύττῃ εἰς σᾶς εὐαγγέλιον ἄλλο ἐκτὸς ἐκείνου, τὸ ὁποῖον ἐδιδάχθητε ἀπὸ ἐμέ, ἂς εἶναι ἀναθεματισμένος καὶ χωρισμένος ἀπὸ τὸν Χριστόν. |
10 ἄρτι γὰρ ἀνθρώπους πείθω ἢ τὸν Θεόν; ἢ ζητῶ ἀνθρώποις ἀρέσκειν; εἰ γὰρ ἔτι ἀνθρώποις ἤρεσκον, Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἂν ἤμην. | 10 Εν πάση περιπτώσει σας ερωτώ· με το Ευαγγέλιον που εκήρυξα εις σας και κηρύττω, τι επιδιώκω; Μηπως θέλω να πείθω ανθρώπους, δια να τους κάνω ιδικήν μου παράταξιν η επιζητώ να αρέσω στον Θεόν; Μωπως τυχόν ζητώ να αρέσω στους ανθρώπους; Οχι βέβαια διότι εάν και τώρα επιζητούσα να αρέσω στους ανθρώπους, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού. | 10 Τὸ εὐαγγέλιον, ποῦ σᾶς ἐδιδάξαμεν, αὐτὸ καὶ μόνον εἶναι τὸ ἀληθινὸν εὐαγγέλιον. Διότι τώρα θέλω νὰ πείθω καὶ νὰ ἑξασφαλίζω τὴν ἐπιδοκιμασίαν τῶν ἀνθρώπων ἢ προσπαθῶ πῶς νὰ εἶμαι ἐν τάξει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἢ μήπως ζητῶ νὰ ἀρέσκω εἰς ἀνθρώπους; Ὄχι. Διότι, ἐὰν ἀκόμη καὶ τώρα ἐπεδίωκον νὰ ἀρέσκω εἰς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἤμην δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. |
11 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· | 11 Σας καθιστώ δε γνωστόν, αδελφοί, ότι το Ευαγγέλιον, το οποίον εγώ εκήρυξα εις σας δεν είναι έργον ανθρώπου και δεν εκφράζει σκέψεις ανθρώπων. | 11 Σᾶς γνωστοποιῶ δέ, ἀδελφοί, ὅτι τὸ εὐαγγέλιον, ποὺ ἐκηρύχθη εἰς σᾶς ἀπὸ ἑμέ, δὲν εἶναι ἐπινόημα ἀνθρώπου. |
12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. | 12 Διότι εγώ-όπως άλλωστε και οι άλλοι Απόστολοι-δεν έχω παραλάβει αυτό από άνθρωπον ούτε το εδιδάχθην από άνθρωπον, αλλά το παρέλαβα κατ' ευθείαν δι' αποκαλύψεων, τας οποίας ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μου εφανέρωσε. | 12 Διότι ὄχι μόνον οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ δὲν παρέλαβον αὐτὸ ἀπὸ ἄνθρωπον, οὔτε τὸ ἐδιδάχθην ἀπὸ ἄνθρωπον, ἀλλὰ παρέλαβον αὐτὸ κατ’ εὐθεῖαν δι’ ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀμέσως μοῦ ἐφανέρωσε καὶ μοῦ ἀπεκάλυψε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. |
13 Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, | 13 Βεβαίως και σεις οι ίδιοι έχετε πληροφορηθή την ζωήν και συμπεριφοράν που είχα, όταν έμενα πιστός εις την θρησκείαν των Εβραίων και ακολουθούσα όσα ο Ιουδαϊσμός εδίδασκε. Εχετε δηλαδή πληροφορηθή ότι, επηρεασμένος βαθύτατα από τας παλαιάς διδασκαλίας του Νομου και τα έθιμα των Ιουδαίων, κατεδίωκα με πολύν φανατισμόν και σκληρότητα την Εκκλησίαν του Χριστού και προσπαθούσα να την ερημώσω και αφανίσω. | 13 Ὅτι δὲ μὲ ὑπερφυσικὴν ἀποκάλυψίν μου παρεδόθη ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεὸν τὸ εὐαγγέλιον, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν κατὰ τὸ παρελθὸν δρᾶσίν μου. Διότι ἠκούσατε τὴν διαγωγήν, ποὺ ἔδειξα κάποτε, ὅταν ἠκολούθουν τὸν νόμον καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων. Ἠκούσατε δηλαδή, ὅτι ὑπερβολικὰ κατεδίωκον τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ προσεπάθουν νὰ τὴν καταστρέψω. |
14 καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. | 14 Χαρις δε στον φανατισμόν μου αυτόν προώδευα στον Ιουδαϊσμόν παραπάνω από πολλούς ομοεθνείς συνομήλικάς μου, διότι εδείκνυα περισσότερον από αυτούς ζήλον δια τας πατροπαραδότους παραδόσεις μας. | 14 Καὶ προώδευα εἰς τὸν Ἰουδαϊσμὸν περισσότερον ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικάς μου εἰς τὸ ἔθνος μου καὶ ἐδείκνυον περισσότερον ἀπὸ αὐτοὺς ζῆλον ὑπὲρ τῶν παραδόσεων, ποὺ παρελάβομεν ἀπὸ τοὺς πατέρας. |
15 Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ | 15 Οταν δε ευδόκησεν ο πανάγαθος Θεός, ο οποίος με είχε ξεχωρίσει και προορίσει από την κοιλίαν ακόμη της μητρός μου, και με εκάλεσε δια της χάριτος του | 15 Ὅταν ὅμως εὐηρεστήθη ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ ἐξεχώρισε καὶ μὲ ἐξέλεξεν ἀπὸ τὸν καιρὸν ἀκόμη, ποὺ ἤμην εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου, καὶ μὲ ἐκάλεσε διὰ τῆς χάριτός του, χωρὶς ἐγὼ ἀπὸ τὰ ἔργα μου νὰ εἶμαι ἄξιος διὰ μίαν τέτοιαν ἐκλογήν, |
16 ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, | 16 να αποκαλύψη εις την καρδίαν και την ψυχήν μου τον Υιόν αυτού, δια να τον κηρύττω ως Σωτήρα εις τα έθνη, αμέσως δεν εζήτησα από κανένα άνθρωπον συμβουλήν και καθοδήγησιν δια την μεγάλην αυτήν κλήσιν. | 16 διὰ νὰ ἀποκαλύψῃ τὸν Υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου, διὰ νὰ τὸν κηρύττω μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, εὐθὺς δὲν συνεβουλεύθην σάρκα καὶ αἷμα, δηλαδὴ ἄνθρωπόν τινα οἰονδήποτε. |
17 οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. | 17 Ούτε ανέβηκα εις τα Ιεροσόλυμα, δια να συναντήσω και συμβουλευθώ τους Αποστόλους, που είχαν κληθή προ εμού στο αποστολικόν έργον, αλλ' ανεχώρησα εις τα μέρη της Αραβίας και πάλιν επέστρεψα εις Δαμασκόν. | 17 Οὔτε ἀνέβην εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς συνάντησιν τῶν Ἀποστόλων, ποὺ εἶχον κληθῆ πρὸ ἑμοῦ εἰς τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα, ἀλλὰ ἐπῆγα εἰς τὴν Ἀραβίαν καὶ πάλιν ἐπέστρεψα εἰς τὴν Δαμασκόν. |
18 Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· | 18 Επειτα, τρία έτη μετά την ημέραν που εκλήθην από τον Χριστόν, ανέβηκα εις τα Ιεροσόλυμα, δια να συναντήσω και γνωρίσω προσωπικώς τον Πετρον και έμεινα κοντά του δεκαπέντε μόνον ημέρας. | 18 Ἔπειτα, μετὰ τρία ἔτη ἀφ’ ὅτου ἐπέστρεψα εἰς τὸν Χριστόν, ἀνέβην εἰς Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ γνωρίσω τὸν Πέτρον καὶ ἔμεινα πλησίον τοῦ δεκαπέντε ἡμέρας. |
19 ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου. | 19 Αλλον δε από τους Αποστόλους δεν είδα, παρά μόνον τον Ιάκωβον, τον αδελφόν του Κυρίου. | 19 Ἄλλον δὲ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν εἶδον παρὰ μόνον τὸν Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου. |
20 ἃ δὲ γράφω ὑμῖν, ἰδοὺ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι οὐ ψεύδομαι. | 20 Αυτά δε που σας γράφω είναι η απόλυτος και καθαρά αλήθεια. Ιδού σας διαβεβαιώνω ενώπιον του Θεού, ότι δεν ψεύδομαι. (Σας τα γράφω δε, δια να πεισθήτε απολύτως, ότι τον θησαυρόν του Ευαγγελίου δεν τον παρέλαβα από κανένα άνθρωπον, ούτε από Απόστολον, αλλά κατ' ευθείαν από τον Χριστόν). | 20 Ἀπὸ αὐτά, ποὺ σᾶς γράφω, ἀποδεικνύεται, ὅτι τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα καὶ τὸ Εὐαγγέλιον δὲν τὰ ἔλαβα ἀπὸ ἄνθρωπον, οὔτε ἀπὸ ἄλλον ἀπόστολον. Εἶναι δὲ ταῦτα ἀλήθεια, καὶ ἰδοὺ βεβαιώνω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι δὲν ψεύδομαι. |
21 Ἔπειτα ἦλθον εἰς τὰ κλίματα τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας. | 21 Επειτα δε από την δεκαπενθήμερον αυτήν παραμονήν μου εις την Ιερουσαλήμ, ήλθα εις τας περιοχάς της Συρίας και της Κιλικίας. | 21 Ἔπειτα μετὰ τὴν διαμονήν μου αὐτὴν εἰς Ἱεροσόλυμα ἦλθον εἰς τὰ μέρη τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας. |
22 ἤμην δὲ ἀγνοούμενος τῷ προσώπῳ ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Ἰουδαίας ταῖς ἐν Χριστῷ· | 22 Ημουν δε άγνωστος προσωπικώς εις τας Εκκλησίας της Ιουδαίας, αι οποίαι απετελούντο από Ιουδαίους που είχαν πιστεύσει στον Χριστόν. | 22 Ἤμην δὲ ἄγνωστος προσωπικῶς εἰς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Ἰουδαίας, ποὺ ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμὸν ἐπέστρεψαν εἰς Χριστὸν καὶ διατελοῦν ἐν κοινωνίᾳ μετὰ τοῦ Χριστοῦ. |
23 μόνον δὲ ἀκούοντες ἦσαν ὅτι ὁ διώκων ἡμᾶς ποτὲ νῦν εὐαγγελίζεται τὴν πίστιν ἥν ποτε ἐπόρθει, | 23 Αυτοί δε μόνον εξ ακοής επληροφορούντο, ότι εκείνος ο οποίος άλλοτε μας κατεδίωκε, κηρύττει τώρα το χαρμόσυνον μήνυμα της πίστεώς μας, την οποίαν άλλοτε κατεδίωκε και προσπαθούσε να αφανίση. | 23 Μόνον δὲ ἤκουαν συνεχῶς οἱ Χριστιανοὶ τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν, ὅτι ἐκείνος, ὁ ὁποῖος ἄλλοτε μᾶς κατεδίωκε, τώρα κηρύττει τὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν ἄλλοτε προσεπάθει νὰ ἀφανίσῃ. |
24 καὶ ἐδόξαζον ἐν ἐμοὶ τὸν Θεόν. | 24 Και εδόξαζαν όλοι τον Θεόν δια το μεγάλο θαύμα, που επραγματοποίησε εις εμέ. | 24 Καὶ ἐδοξολόγουν τὸν Θεὸν διὰ τὴν θαυμαστὴν αὐτὴν μεταβολήν μου. |