Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Λέγω δέ, ἐφ’ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, 1 Σας λέγω δε και τούτο· ότι όσον χρόνον ο κληρονόμος είναι νήπιος και ανήλικος, δεν διαφέρει τίποτε από τον δούλον, καίτοι είναι κύριος όλης της κληρονομίας. 1 Καὶ διὰ νὰ σᾶς διασαφήσω τὴν ἀλήθειαν αὐτήν, χρησιμοποιῶ ἄλλο ἓν παράδειγμα. Λέγω δὲ τοῦτο: Ἐφ’ ὅσον χρόνον κάθε κληρονόμος εἶναι ἀνήλικος, δὲν διαφέρει εἰς τίποτε ἀπὸ δοῦλον, καίτοι εἶναι κύριος ὅλης τῆς πατρικῆς περιουσίας, τὴν ὁποίαν ἐκληρονόμησε.
2 ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. 2 Αλλ' ευρίσκεται πάντοτε κάτω από την κηδεμονίαν και την εξουσίαν των επιτρόπων, που τον εκπροσωπούν, και κάτω από τους οικονόμους, που διαχειρίζονται την κληρονομίαν, μέχρι της προσθεμίας, που έχει ορίσει με την διαθήκην του ο πατήρ. 2 Καὶ δὲν διαφέρει ἀπὸ δοῦλον, διότι εἶναι μὲν κύριος τῆς πατρικῆς κληρονομίας, ἀλλ’ εἶναι κάτω ἀπὸ ἐπιτρόπους, ποὺ τὸν κηδεμονεύουν, καὶ κάτω ἀπὸ οἰκονόμους ποὺ θὰ διαχειρίζωνται τὴν πατρικὴν περιουσίαν, μέχρι τοῦ χρόνου, τὸν ὁποῖον ὥρισεν ὁ διαθέτης πατήρ.
3 οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· 3 Ετσι και ημείς οι Χριστιανοί, εφ' όσον διαρκούσε η νηπιακή μας ηλικία, από πνευματικής απόψεως, ήμεθα υποδουλωμένοι κάτω από τας στοιχειώδεις διατάξστου μωσαϊκού Νομου και των άλλων θρησκειών, που έχουν οι άνθρωποι της αγνοίας. 3 Ἔτσι καὶ ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί, ὅταν ἤμεθα εἰς νηπιώδη πνευματικὴν κατάστασιν, ἤμεθα δουλωμένοι κάτω ἀπὸ τὴν στοιχειώδη καὶ ἀνεπαρκῆ θρησκευτικὴν γνῶσιν, ποὺ ἔχει ὁ κόσμος τῶν ἀτελῶν καὶ παχυλῶν ἀνθρώπων.
4 ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, 4 Οταν δε συνεπληρώθη ο χρόνος και ήλθεν ο κατάλληλος καιρός, που είχεν ορισθή μέσα στο θείον σχέδιον, έστειλεν ο Θεός, από τον ουρανόν εις την γην, τον Υιόν του, ο οποίος έλαβε σάρκα ανθρωπίνην δια μέσου παρθένου γυναικός και υπετάχθη θεληματικά στον μωσαϊκόν Νομον. 4 Ὅταν ὅμως συνεπληρώθη ὁ χρόνος, ποὺ εἶχεν ὁρίσει ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱόν του εἰς τὸν κόσμον, ὁ ὁποῖος ἔγινεν ἄνθρωπος ἀπὸ γυναῖκα, καὶ συνεμορφώθη πρὸς τὸν μωσαϊκὸν νόμον,
5 ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν. 5 Και τούτο, δια να εξαγοράση εκείνους που ευρίσκοντο κάτω από την κατάραν του Νομου, δια να πάρωμεν όλοι την υιοθεσίαν, που μας είχεν υποσχεθή ο Θεός. 5 διὰ νὰ ἑξαγοράσῃ ἐκείνους, ποὺ ἦσαν ὑπὸ τὴν κατάραν τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, διὰ νὰ λάβωμεν τὴν υἱοθεσίαν, ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς εἶχεν ὑποσχεθῆ.
6 Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ. 6 Ακριβώς δε διότι τώρα είσθε υιοί του Θεού, δια τούτο έστειλεν ο Θεός από τον ουρανόν το Πνεύμα του Υιού του εις τας καρδίας σας, ώστε να σας δίδη το προνόμιον και την χάριν, να απευθύνεσθε προς τον Θεόν κράζοντες· Αββά, δηλαδή Πατέρα μας. 6 Ναί· δὲν εἶσθε πλέον δοῦλοι, ἀλλὰ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Διότι δὲ εἶσθε υἱοὶ τοῦ ἐπουρανίου Πατρός, διὰ τοῦτο ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ του εἰς τὰς καρδίας σας, τὸ ὁποῖον δίδει τὴν πληροφορίαν καὶ τὴν παρρησίαν νὰ ἀπευθύνεσθε εἰς τὸν Θεὸν μὲ τὴν κραυγὴν καὶ ἐπίκλησιν: Ἀββᾶ, δηλαδὴ πάτερ.
7 ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ’ υἱός· εἰ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ. 7 Ωστε σύμφωνα με αυτά συ, ο Χριστιανός, δεν είσαι πλέον δούλος των στοιχείων του κόσμου, αλλ' υιός του Θεού. Εάν δε είσαι υιός του Θεού, είσαι κατά συνέπειαν και κληρονόμος του Θεού δια μέσου του Ιησού Χριστού. 7 Ὥστε σύμφωνα μὲ τὰ λεχθέντα σύ, ποὺ ἐπίστευσες εἰς τὸν Χριστόν, δὲν εἶσαι πλέον δοῦλος, ἀλλ’ εἶσαι κατὰ χάριν υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν δὲ εἶσαι υἱός, εἶσαι συγχρόνως καὶ κληρονόμος τοῦ Θεοῦ. Γίνεσαι δὲ κληρονόμος διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ.
8 Ἀλλὰ τότε μὲν οὐκ εἰδότες Θεὸν ἐδουλεύσατε τοῖς μὴ φύσει οὖσι θεοῖς· 8 Αλλά τότε μεν, εις την εποχήν της αγνοίας και ειδωλολατρίας σας, που δεν είχατε γνωρίσει τον αληθινόν Θεόν, εδουλεύσατε εις θεούς, οι οποίοι εις την πραγματικότητα δεν είναι θεοί. 8 Ἀλλὰ τότε μέν, ὅταν ἦσθε εἰς τὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρείας, ἐπειδὴ δὲν ἐγνωρίζατε Θεόν, ἐδουλεύσατε εἰς θεούς, ποὺ δὲν εἶναι πραγματικοὶ θέοι.
9 νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα, οἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε; 9 Τωρα όμως που εγνωρίσατε τον αληθινόν Θεόν, η μάλλον έχετε γνωρισθή και αναγνωρισθή από τον Θεόν ως παιδιά του, πως ξαναγυρίζετε πάλιν εις τα ατελή και αδύνατα και φτωχά στοιχεία της ειδωλολατρικής θρησκείας και των τυπικών διατάξεων του Νομου, εις τα οποία θέλετε, όπως και πριν, να υποδουλωθήτε πάλιν; 9 Τώρα ὅμως, ποὺ ἐγνωρίσατε τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἢ διὰ νὰ εἴπω καλύτερα, τώρα ποὺ ἐγνωρίσθητε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα του, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν εἰς τὴν στοιχειώδη καὶ ἀτελῆ θρησκευτικὴν διδασκαλίαν, τὴν πτωχὴν καὶ ἀδύνατον καὶ ἀνίκανον νὰ σᾶς σώσῃ, εἰς τὴν ὁποίαν πάλιν καὶ ἐξ ἀρχῆς, ὅπως προτήτερα, θέλετε καὶ τώρα νὰ δουλεύετε;
10 ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας καὶ καιροὺς καὶ ἐνιαυτούς; 10 Εξετάζετε τώρα και φυλάσσετε, όπως οι Εβραίοι, ωρισμένας ημέρας της εβδομάδος και μήνας και εποχάς του έτους και εορτάς των ετών; 10 Ἔτσι ἐκαταντήσατε νὰ φυλάττετε τὰς ἡμέρας ἐκείνας τῆς ἑβδομάδος, τὰς ὁποίας καὶ οἱ Ἑβραῖοι, καὶ τὰς ἑορτὰς ἐκάστου μηνὸς καὶ τὰς ἐορτασίμους ἐποχὰς καὶ τὰς ἑορτὰς τῶν ἐτῶν.
11 φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς. 11 Φοβούμαι, μήπως ματαίως και ανωφελώς έχω κοπιάσει δια σας. 11 Σᾶς φοβοῦμαι, μήπως ματαίως ἐκοπίασα διὰ σᾶς.
12 Γίνεσθε ὡς ἐγώ, ὅτι κἀγὼ ὡς ὑμεῖς, ἀδελφοί, δέομαι ὑμῶν. οὐδέν με ἠδικήσατε. 12 Θελήστε, αδελφοί, να γίνετε όπως τώρα είμαι εγώ, ο οποίος άλλοτε ήμουν όπως σεις τώρα, (και επρόσεχα με πολύν ζήλον τας διατάξστου Νομου, τας εβραϊκάς εορτάς και τα άλλα ιουδαϊκά έθιμα, τα οποία όμως τώρα έχω αποκηρύξει και ακολουθώ τον Χριστόν). Σας παρακαλώ δια τούτο, αδελφοί· δεν με έχετε αδικήσει εις τίποτε, (ώστε εγώ να θέλω να σας βλάψω. Εξ αντιθέτου, εγώ σας αγαπώ και ποθώ πάντοτε το καλόν σας). 12 Λάβετε παράδειγμα ἐμὲ καὶ γίνεσθε ὅμοιοι μὲ ἑμέ, διότι καὶ ἐγὼ ἄλλοτε ἤμην ζηλωτὴς τοῦ νόμου, καθὼς θέλετε νὰ γίνετε καὶ σεῖς τώρα, ἀδελφοί. Σᾶς παρακαλῶ, ὅπως ἐγὼ ἀπεκήρυξα τὰς τυπικὰς διατάξεις τοῦ νόμου καὶ προσεκολλήθην εἰς τὸν Χριστόν, ἔτσι νὰ γίνετε καὶ σεῖς. Δὲν μὲ ἠδικήσατε εἰς τίποτε, ὥστε νὰ θέλω τὸ κακόν σας καὶ νὰ σᾶς ὁμιλῶ ἐκ πάθους. Τοὐναντίον ἔχω λόγους νὰ σᾶς ἀγαπῶ πολύ.
13 οἴδατε δὲ ὅτι δι’ ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς εὐηγγελισάμην ὑμῖν τὸ πρότερον, 13 Ξεύρετε άλλωστε, ότι ένεκα σωματικής ασθενείας έμεινα μεταξύ σας, καθώς επερνούσα από την χώρα σας, και εκύρυξα εις σας πρώτην φοράν το Ευαγγέλιον του Χριστού. 13 Διότι ἠξεύρετε, ὅτι λόγῳ ἀσθενείας τοῦ σώματός μου ἠναγκάσθην νὰ μείνω μεταξύ σας καὶ ἐκήρυξα εἰς σᾶς τὸ εὐαγγέλιον, ὅταν διὰ πρώτην φορὰν ἦλθον πρὸς σᾶς.
14 καὶ τὸν πειρασμόν μου τὸν ἐν τῇ σαρκί μου οὐκ ἐξουθενήσατε οὐδὲ ἐξεπτύσατε, ἀλλ’ ὡς ἄγγελον Θεοῦ ἐδέξασθέ με, ὡς Χριστὸν Ἰησοῦν. 14 Και την θλίψιν μου αυτήν την σωματικήν δεν την περιφρονήσατε, ούτε και με αηδιάσατε, αλλά τουναντίον με εδέχθητε σαν άγγελον Θεού, σαν αυτόν τον Ιησούν Χριστόν. 14 Καὶ σεῖς τότε τὸν πειρασμόν μου, τὸν ὁποῖον εἶχον εἰς τὸ σῶμά μου, δὲν ἐξουθενήσατε, οὔτε μὲ ἀηδιάσατε δι’ αὐτόν, ἀλλὰ μὲ ἐδέχθητε σὰν ἄγγελον Θεοῦ, ὅπως θὰ ἐδέχεσθε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
15 τίς οὖν ἦν ὁ μακαρισμὸς ὑμῶν; μαρτυρῶ γὰρ ὑμῖν ὅτι εἰ δυνατὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἂν ἐδώκατέ μοι. 15 Τι έγινε, λοιπόν, ο μακαρισμός σας εκ μέρους των ανθρώπων, που με εδεχθήκατε με τέτοιαν διάθεσιν και προθυμίαν; Διότι, το καταθέτω προς τιμήν σας, ότι αν ήτο δυνατόν και αυτά ακόμη τα μάτια σας θα τα εβγάζατε και θα μου τα εδίδατε. Τοσον πολύ με είχατε εκτιμήσει και αγαπήσει. 15 Πόσον λοιπὸν μεγάλος ἦτο ὁ μακαρισμός, τὸν ὁποῖον σᾶς ἐμακάριζαν διὰ τὴν διάθεσιν καὶ προθυμίαν, ποὺ ἐδείξατε τότε εἰς ἑμέ; Δικαίως δὲ σᾶς ἐπαινοῦσαν καὶ σᾶς ἐμακάριζαν. Διότι δίδω μαρτυρίαν διὰ σᾶς, ὅτι ἂν ἦτο δυνατὸν καὶ τὰ μάτια σας ἀκόμη θὰ ἐβγάζατε καὶ θὰ μοῦ τὰ ἐδίδατε. Τόσον πολὺ μὲ ἠγαπᾶτε.
16 ὥστε ἐχθρὸς ὑμῶν γέγονα ἀληθεύων ὑμῖν; 16 Ωστε έχω γίνει τώρα εχθρός σας, επειδή σας λέγω την αλήθειαν; 16 Ὥστε τώρα ἔγινα ἐχθρός σας, ἐπειδὴ σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν;
17 ζηλοῦσιν ὑμᾶς οὐ καλῶς, ἀλλὰ ἐκκλεῖσαι ὑμᾶς θέλουσιν, ἵνα αὐτοὺς ζηλοῦτε. 17 Διατί πείθεσθε στους ψευδοδιδασκάλους; Αυτοί δεικνύουν ζήλον για σας, όχι βέβαια δια το καλόν σας, αλλά διότι θέλουν να σας αποκλείσουν από την ορθήν πίστιν του Χριστού, δια να δεικνύετε ζήλον και υπακοήν εις αυτούς τους ιδίους και να γίνετε έτσι όργανα εξυπηρετήσεως των. 17 Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι δεικνύουν ζῆλον καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς σᾶς ὄχι πρὸς καλὸν σκοπόν, ἀλλὰ θέλουν νὰ σᾶς ἀποκλείσουν ἀπὸ τὸ ἀληθὲς εὐαγγέλιον, διὰ νὰ δεικνύετε ζῆλον καὶ ἀφοσίωσιν εἰς αὐτούς.
18 καλὸν δὲ ζηλοῦσθαι ἐν καλῷ πάντοτε καὶ μὴ μόνον ἐν τῷ παρεῖναί με πρὸς ὑμᾶς. 18 Καλόν είναι το να είσθε πάντοτε ζηλευτοί και αξιομίμητοι, στο καλόν όμως και το σύμφωνον προς το θέλημα του Θεού. Και αυτό πρέπει να γίνεται πάντοτε, και όχι μόνον όταν εγώ ευρίσκωμαι μαζή σας. 18 Εἶσθε δηλαδὴ ζηλευτοὶ καὶ ποθητοί. Καλὸν δὲ εἶναι νὰ γίνεσθε ζηλευτοὶ πράττοντες τὸ καλὸν καὶ προοδεύοντες εἰς τὴν ἀρετὴν πάντοτε καὶ ὄχι μόνον ὅταν εἶμαι παρών. Σᾶς γράφω ἔτσι, διότι τώρα, ποῦ εἶμαι ἀπών, ἐξεφύγατε ἀπὸ τὸν δρόμον, ποὺ σᾶς κάνει ἀληθινὰ ζηλευτούς.
19 τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν! 19 Παιδάκια μου, αγαπημένα μου πνευματικά παιδιά, δια τους οποίους πάλιν ξαναδοκιμάζω πόνους και ωδίνας, μέχρις ότου η προσωπικότης του Χριστού μορφωθή μέσα σας. 19 Παιδάκια μου, ποὺ σᾶς ἀνεγέννησα πνευματικῶς καὶ ποὺ ξαναδοκιμάζω τώρα πόνους καὶ ὠδῖνας διὰ τὴν ἀναγέννησίν σας, ἕως ὅτου ὁ χαρακτὴρ τοῦ Χριστοῦ μορφωθῇ μέσα σας.
20 ἤθελον δὲ παρεῖναι πρὸς ὑμᾶς ἄρτι καὶ ἀλλάξαι τὴν φωνήν μου, ὅτι ἀποροῦμαι ἐν ὑμῖν. 20 Ηθελα δε να είμαι πάλιν παρών μεταξύ σας τώρα και να αλλάξω τον πατρικόν τόνον της φωνής μου εις θρήνον και δάκρυα, διότι ευρίσκομαι εις απορίαν και δεν γνωρίζω πως να φερθώ απέναντί σας. 20 Ναί· πονῶ καὶ τώρα διὰ σᾶς. Ἤθελα δὲ νὰ παρευρίσκωμαι μεταξύ σας τώρα καὶ νὰ ἀλλάξω τὸν τόνον τῆς φωνῆς μου εἰς θρῆνον, διότι εὑρίσκομαι εἰς ἀπορίαν διὰ σᾶς καὶ δὲν ἠξεύρω, πῶς νὰ σᾶς ὁμιλήσω.
21 Λέγετέ μοι οἱ ὑπὸ νόμον θέλοντες εἶναι· τὸν νόμον οὐκ ἀκούετε; 21 Πεστε μου, σεις οι οποίοι θέλετε να είσθε κάτω από την εξουσίαν του Νομου, δεν ακούετε τι λέγει αυτός ο Νομος; 21 Καὶ ἂν τὰ δάκρυά μου δὲν σᾶς πείθουν, προσέξατε εἰς τὰ λογικά μου ἐπιχειρήματα. Εἴπατέ μου σεῖς, οἱ ὁποῖοι θέλετε νὰ εἶσθε ὑπὸ τὸν νόμον, δὲν ἀκούετε τί λέγει ὁ νόμος;
22 γέγραπται γὰρ ὅτι Ἀβραὰμ δύο υἱοὺς ἔσχεν, ἕνα ἐκ τῆς παιδίσκης καὶ ἕνα ἐκ τῆς ἐλευθέρας. 22 Διότι εκεί έχει γραφή, ότι ο Αβραάμ απέκτησε δύο παιδιά, ένα παιδί από την δούλην του, την Αγαρ, και ένα παιδί από την ελευθέραν, από την Σαρραν. 22 Σᾶς κάνω τὴν ἐρώτησιν αὐτήν, διότι ἔχει γραφῆ εἰς τὸν νόμον, ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ἀπέκτησε δύο υἱούς, ἕνα υἱὸν ἀπὸ τὴν δούλην Ἄγαρ καὶ ἕνα υἱὸν ἀπὸ τὴν ἐλευθέραν Σάρραν.
23 ἀλλ’ ὁ μὲν ἐκ τῆς παιδίσκης κατὰ σάρκα γεγέννηται, ὁ δὲ ἐκ τῆς ἐλευθέρας δι’ ἐπαγγελίας. 23 Αλλ' ο μεν πρώτος υιός, ο από την δούλην, έχει γεννηθή, όπως συνήθως, κατά τους βιολογικούς νόμους της σαρκός, χωρίς καμμίαν ειδικήν εύνοιαν και υπόσχεσιν του Θεού. Ο δε άλλος, από την ελευθέραν, την Σαρραν, εγεννήθη σύμφωνα με την υπόσχεσιν, που έδωκεν ο Θεός στον Αβραάμ. 23 Ἀλλ’ ὁ μὲν υἱός, ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν δούλην, ἐγεννήθη φυσικῶς κατὰ τὸν νόμον τῆς σαρκός, ὁ δὲ υἱός, ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν ἐλευθέραν, ἐγεννήθη δυνάμει ὑποσχέσεως, ποὺ ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραάμ.
24 ἅτινά ἐστιν ἀλληγορούμενα. αὗται γάρ εἰσι δύο διαθῆκαι, μία μὲν ἀπὸ ὄρους Σινᾶ, εἰς δουλείαν γεννῶσα, ἥτις ἐστὶν Ἄγαρ· 24 Αυτά είναι αλληγορίαι, που προδιατυπώνουν άλλα γεγονότα. Διότι αι δύο αυταί γυναίκες εικονίζουν τας δύο διαθήκας. Η μεν μία διαθήκη είναι η του όρους Σινά, η οποία γεννά τα παιδιά της εις την δουλείαν του Νομου και η οποία εικονίζεται από την 'Αγαρ. 24 Αὐτὰ ὅμως ἔχουν ἀλληγορικὴν ἔννοιαν. Δηλαδὴ εἶναι μὲν γεγονότα ἱστορικά, ἀλλὰ συγχρόνως ἐπροτύπωναν καὶ ἐπροεικόνιζαν γεγονότα καὶ ἀληθείας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Διότι αἱ δύο αὐταὶ γυναῖκες, ἡ Ἄγαρ καὶ ἡ Σάρρα, εἶναι τύποι τῶν δύο διαθηκῶν· ἡ μὲν μία διαθήκη εἶναι ἐκείνη, ποῦ ἐδόθη ἀπὸ τὸ ὅρος Σινά, ἡ ὁποία γεννᾷ τέκνα, διὰ νὰ εὑρίσκωνται εἰς τὴν δουλείαν, καὶ ἡ ὁποία προτυπώνεται ἀπὸ τὴν Ἄγαρ.
25 τὸ γὰρ Ἄγαρ Σινᾶ ὄρος ἐστὶν ἐν τῇ Ἀραβίᾳ, συστοιχεῖ δὲ τῇ νῦν Ἰερουσαλήμ, δουλεύει δὲ μετὰ τῶν τέκνων αὐτῆς· 25 Διότι, όπως είναι γνωστόν, το όρος Σινά λέγεται και Αγαρ. Υπάρχει εις την Αραβίαν, αντιστοιχεί δε και προτυπώνει την επίγειον Ιερουσαλήμ. Αυτή δε η επίγειος Ιερουσαλήμ μαζή με τα τέκνα της είναι δούλη, όπως δούλη υπήρξε και η Αγαρ. 25 Προτυπώνεται δὲ ἡ διαθήκη ἐκείνη ἀπὸ τὴν Ἄγαρ, διότι τὸ Σινά, ποὺ καλεῖται καὶ Ἄγαρ, εἶναι ὄρος εἰς τὴν Ἀραβίαν, ὅπου κατοικοῦν οἱ ἀπόγονοι τῆς Ἄγαρ. Ἀντιστοιχεῖ δὲ καὶ προτυπώνει τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλήμ, εἰς τὴν ὁποίαν ἐδόθη ὁ νόμος τοῦ Σινᾶ. Ἡ δὲ ἐπίγειος Ἱερουσαλὴμ εἶναι δούλη μετὰ τῶν κατοίκων της, ὅπως δούλη ἦτο καὶ ἡ Ἄγαρ.
26 ἡ δὲ ἄνω Ἰερουσαλὴμ ἐλευθέρα ἐστίν, ἥτις ἐστὶ μήτηρ πάντων ἡμῶν. 26 Η δε επουράνιος Ιερουσαλήμ είναι ελευθέρα. Αυτή ακριβώς είναι η μητέρα όλων ημών των Χριστιανών. 26 Ἡ δὲ ἄνω ἐπουράνιος Ἱερουσαλήμ, ἡ θριαμβεύουσα ἐν οὐρανοῖς καὶ ἡ ἐπὶ γῆς στρατευομένη, ἀλλ’ εἰς τοὺς οὐρανοὺς καταλήγουσα Ἐκκλησία εἶναι ἐλευθέρα. Αὐτὴ εἶναι μητέρα ὅλων ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν.
27 γέγραπται γάρ· εὐφράνθητι στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα, ῥῆξον καὶ βόησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα· ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα. 27 Εχει άλλωστε γραφή προφητικώς εις την Π. Διαθήκην· “γέμισε με χαράν και ευφροσύνην συ η Εκκλησία, η οποία πριν έλθη ο Χριστός ήσουν στείρα και δεν εγεννούσες τέκνα. Κραύγασε με αγαλλίασιν και βόησε χαρμόσυνα συ, η οποία έως τώρα δεν είχες γεννήσει τέκνα και δεν είχες γνωρίσει τας ωδίνας του τοκετού. Διότι τα παιδιά σου, που ήσουν έρημη από άνδρα, θα είναι πολλά, περισσότερα από όσα είχεν αποκτήσει, η επίγειος Ιερουσαλήμ, η οποία, επειδή εγνώριζε τον αληθινόν Θεόν, εφαίνετο σαν να έχη άνδρα”. 27 Εἶναι δὲ μητέρα ὅλων μας, διότι ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν Ἡσαΐαν· Εὐφράνθητι σύ, ὦ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία προτοῦ ἔλθῃ ὁ Χριστὸς καὶ προτοῦ νὰ δοθῇ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἦσο στεῖρα καὶ δὲν ἐγέννας τέκνα. Βγάλε φωνὴν καὶ βόησον μὲ πολλὴν χαράν, σὺ, ποὺ δὲν ἐκοιλοπόνεις· διότι τὰ τέκνα σου, ποὺ ἦσο ἔρημος ἀπὸ ἄνδρα καὶ παιδιά, εἶναι περισσότερα παρὰ τὰ τέκνα τῆς ἐπιγείου Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία ἐγνώριζε τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ἐσχετίζετο μὲ αὐτὸν καὶ παρουσιάζετο ἔτσι ὅτι ἔχει ἄνδρα.
28 ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, κατὰ Ἰσαὰκ ἐπαγγελίας τέκνα ἐσμέν. 28 Ημείς δε οι Χριστιανοί, αδελφοί, είμεθα τέκνα, που εγεννήθημεν σύμφωνα με τας υποσχέσστου Θεού προς τον Αβραάμ, όπως είχε γεννηθή τότε και ο Ισαάκ. 28 Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, ὅσοι ἐπιστεύσαμεν εἰς τὸν Χριστόν, εἴμεθα τέκνα ἐπαγγελίας, ὅπως καὶ ὁ Ἰσαὰκ ἐγεννήθη σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβραάμ.
29 ἀλλ’ ὥσπερ τότε ὁ κατὰ σάρκα γεννηθεὶς ἐδίωκε τὸν κατὰ πνεῦμα, οὕτω καὶ νῦν. 29 Αλλ' όπως τότε ο υιός, που εγεννήθη κατά τους βιολογικούς νόμους της σαρκός, εφθονούσε και κατεδίωκε τον Ισαάκ, που είχε γεννηθή με την δύναμιν του Πνεύματος και με τρόπον υπερφυσικόν, έτσι και τώρα οι πνευματικοί απόγονοι του Αβραάμ, οι Χριστιανοί, διώκονται από τους κατά σάρκα απογόνους, δηλαδή από τους Εβραίους. 29 Ἀλλὰ καθὼς τότε ὁ Ἰσμαήλ, ποὺ ἐγεννήθη κατὰ τοὺς φυσικοὺς τῆς σαρκὸς νόμους, ἐπεβουλεύετο τὸν Ἰσαάκ, ποὺ ἐγεννήθη ὑπερφυσικῶς ἐξ ἐπαγγελίας, ἔτσι καὶ τώρα. Οἱ διὰ τοῦ Χριστοῦ πνευματικοὶ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καταδιώκονται ἀπὸ τοὺς σαρκικοὺς ἀπογόνους του.
30 ἀλλὰ τί λέγει ἡ γραφή; ἔκβαλε τὴν παιδίσκην καὶ τὸν υἱὸν αὐτῆς· οὐ μὴ γὰρ κληρονομήσει ὁ υἱὸς τῆς παιδίσκης μετὰ τοῦ υἱοῦ τῆς ἐλευθέρας. 30 Αλλά τι λέγει επί του γεγονότος αυτού η Γραφή; “Διώξε την δούλην, την Αγαρ, και το παιδί της, τον Ισμαήλ, είπεν ο Θεός στον Αβραάμ· διότι δεν θα κληρονομήση ο υιός της δούλης μαζή με τον υιόν της ελευθέρας”. 30 Τί λέγει ὅμως ἡ Γραφή; Εἶπεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραάμ· ἐκδίωξε τὴν δούλην Ἄγαρ καὶ τὸν υἱὸν τῆς Ἰσμαήλ· διότι δὲν θὰ ἀποκτήσῃ κληρονομικὰ δικαιώματα καὶ ὃ υἱὸς τῆς δούλης, ὅπως ὃ υἱὸς τῆς ἐλευθέρας.
31 Ἄρα, ἀδελφοί, οὐκ ἐσμὲν παιδίσκης τέκνα, ἀλλὰ τῆς ἐλευθέρας. 31 Κατά συνέπειαν, αδελφοί, δεν είμεθα παιδιά της δούλης, της επιγείου δηλαδή Ιερουσαλήμ, η οποία ευρίσκεται υπό την κυριαρχίαν του Νομου, αλλ' είμεθα τέκνα της ελευθέρας, δηλαδή της επουρανίου Ιερουσαλήμ, της Εκκλησίας του Χριστού. 31 Τὸ συμπέρασμα δέ, ποὺ βγαίνει ἀπὸ ὅσα εἴπομεν, ἀδελφοί, εἶναι, ὅτι δὲν εἴμεθα τέκνα δούλης, ἤτοι τῆς ἐπιγείου Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ τέκνα τῆς ἐλευθέρας, ἤτοι τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι Ἱερουσαλὴμ ἐπουράνιος.