Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἔπειτα διὰ δεκατεσσάρων ἐτῶν πάλιν ἀνέβην εἰς Ἱεροσόλυμα μετὰ Βαρνάβα, συμπαραλαβὼν καὶ Τίτον· 1 Επειτα , αφού επέρασαν δεκατέσσαρα όλα έτη από το ταξίδι μου εις την Συρίαν και Κιλικίαν, ανέβηκα πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα με τον Βαρνάβαν, παίρνοντας μαζή μου και τον Τιτον. 1 Κατόπιν ἀπὸ τὸ εἰς Συρίαν καὶ Κιλικίαν ταξίδιόν μου, μετὰ δεκατέσσερα ὅλα ἔτη ἀνέβην πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν καὶ ἐπῆρα μαζί μου καὶ τὸν Τίτον.
2 ἀνέβην δὲ κατὰ ἀποκάλυψιν· καὶ ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον ὃ κηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ’ ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσι, μήπως εἰς κενὸν τρέχω ἢ ἔδραμον. 2 Ανέβηκα δε σύμφωνα με ειδικήν φανέρωσιν, που μου έκαμεν ο Θεός, και εξέθεσα στους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ το Ευαγγέλιον, το οποίον κηρύττω μεταξύ των εθνικών, ιδιαιτέρως δε και λεπτομερέστερα εξέθεσα τούτο εις εκείνους, οι οποίοι εθεωρούντο και ήσαν οι επίσημοι μεταξύ των Αποστόλων. Εκαμα δε αυτάς τας ανακοινώσεις, δια να ελεγχθή, μήπως τυχόν ματαίως κοπιάζω η εκοπίσα έως τώρα. 2 Ἀνέβην δὲ σύμφωνα μὲ ἀποκάλυψιν, ποὺ μοῦ ἔκαμεν ὁ Θεός. Καὶ ἀνεκοίνωσα εἰς τοὺς Χριστιανοὺς τῶν Ἱεροσολύμων τὸ Εὐαγγέλιον, ποὺ κηρύττω μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν, ἰδιαιτέρως δὲ ἐξεθεσα τοῦτο εἰς τοὺς ἐπισήμους καὶ περιφανεῖς ἐκ τῶν ἀποστόλων, διὰ νὰ ἀποδειχθῇ μήπως ματαίως κοπιάζω ἢ ἐκοπίασα.
3 Ἀλλ’ οὐδὲ Τίτος ὁ σὺν ἐμοί, Ἕλλην ὤν, ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι, 3 Αι, λοιπόν! Οχι μόνον το Ευαγγέλιόν μου ανεγνωρίσθη από όλους ως γνήσιον, αλλ' ούτε ο Τιτος ο Ελλην και απερίτμητος, ο οποίος ήτο μαζή μου, δεν υπεχρεώθη να περιτμηθή. 3 Ὄχι δὲ μόνον τὸ Εὐαγγέλιόν μου εὑρέθη γνήσιον, ἀλλ’ οὐδὲ ὁ Τίτος, ὁ ὁποῖος ἦτο μαζί μου, καίτοι ἦτο Ἕλλην καὶ ἀπερίτμητος, δὲν ἠναγκάσθη νὰ περιτμηθῇ.
4 διὰ δὲ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἣν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα ἡμᾶς καταδουλώσωνται· 4 Και τούτο, όχι μόνον διότι η περιτομή είναι εντελώς άχρηστος δι' αυτούς, που πιστεύουν στον Χριστόν, αλλά και δια να μη δοθή αφορμή νοθεύσεως της αληθείας εκ μέρους των ψευδαδέλφων, οι οποίοι υπούλως είχαν εισχωρήσει εις την Εκκλησίαν σαν κατάσκοποι, δια να κλονίσουν και καταλύσουν την ελευθερίαν μας, την οποίαν έχομεν εν Χριστώ Ιησού και δια να μας υποδουλώσουν εις την καταθλιπτικήν δουλείαν των εβραϊκών τύπων. 4 Δὲν ἠναγκάσθη δὲ οὐδὲ ἠνέχθην ἐγὼ νὰ περιτμηθῇ, ἐξ αἰτίας τῶν εἰσχωρησάντων ὑπούλως εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ψευδαδέλφων, οἱ ὁποῖοι ἐμβῆκαν σὰν κατάσκοποι, διὰ νὰ ἐπιβουλευθοῦν τὴν ἐλευθερίαν μας ποὺ μᾶς ἔδωκεν ἡ μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἕνωσις καὶ κοινωνία μας, καὶ διὰ νὰ μᾶς ὑποδουλώσουν εἰς τὴν ἀνυπόφορον δουλείαν τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ νόμου.
5 οἷς οὐδὲ πρὸς ὥραν εἴξαμεν τῇ ὑποταγῇ, ἵνα ἡ ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου διαμείνῃ πρὸς ὑμᾶς. 5 Εις τους ψευδαδέλφους αυτούς ούτε προς στιγμήν δεν υπεχωρήσαμεν να περιτμηθή ο Τιτος, δια να μείνη έτσι καθαρά και ανόθευτος η αλήθεια του Ευαγγελίου εις σας. 5 Εἰς αὐτοὺς τοὺς ψευδαδέλφους οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν ὑπεχωρήσαμεν καὶ δὲν ὑπετάχθημεν εἰς τὴν ἀξίωσίν τους νὰ περιτμηθῇ ὁ Τίτος. Καὶ ἐκάμαμεν ὅλην αὐτὴν τὴν ἀντίστασιν, διὰ νὰ διατηρηθῇ εἰς σᾶς ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.
6 ἀπὸ δὲ τῶν δοκούντων εἶναί τι, ὁποῖοί ποτε ἦσαν οὐδέν μοι διαφέρει· πρόσωπον Θεὸς ἀνθρώπου οὐ λαμβάνει· ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο, 6 Δια δε τους επισήμους και μεγάλους μεταξύ των Αποστόλων, τι δηλαδή εφρονούσαν άλλοτε, που δεν εμπόδιζαν την περιτομήν και την τήρησιν των άλλων νομικών διατάξεων, δεν με ενδειαφέρει διόλου. Ο Θεός δεν λαμβάνει υπ' όψιν του πρόσωπον ανθρώπου και δεν μεροληπτεί, αλλά προσφέρει καθαράν την αυτήν εις όλους αλήθειαν. Δι' αυτό άλλωστε και οι επίσημοι μεταξύ των Αποστόλων δεν προσέθεσαν εις εμέ τίποτε περισσότερον από όσα εξ αποκαλύψεως Χριστού εγνώριζα και εκήρυττα. 6 Περὶ δὲ τῶν ἐπισήμων καὶ θεωρουμένων μεγάλων δὲν μὲ ἐνδιαφέρει διόλου τί ἐφρόνουν ἄλλοτε, ὅτε δὲν ἠμπόδιζον τὴν περιτομὴν καὶ τὴν τήρησιν τῶν διατάξεων τοῦ νόμου. Ὁ Θεὸς δὲν ἀποβλέπει εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου καὶ δὲν μεροληπτεῖ. Καὶ δὲν ἐνδιαφέρομαι τί ἐφρόνουν ἄλλοτε,διότι ὕστερον, ὅταν συνηντήθημεν καὶ συνεζητήσαμεν, οἱ ἐπίσημοι ἀπόστολοι δὲν προσέθεσαν εἰς ἐμὲ τίποτε περισσότερον ἀπὸ ὅσα ἐγνώριζον καὶ ἐκήρυττον.
7 ἀλλὰ τοὐναντίον ἰδόντες ὅτι πεπίστευμαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας καθὼς Πέτρος τῆς περιτομῆς· 7 Αλλά αντιθέτως, όταν είδαν ότι ο Θεός μου έχει εμπιστευθή να κηρύττω το Ευαγγέλιον στους απεριτμήτους, όπως ο Πετρος στους περιτμημένους Ιουδαίους, 7 Ἀλλὰ τοὐναντίον ἐπείσθησαν καὶ εἶδαν, ὅτι μοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Θεὸς νὰ κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τοὺς ἀπεριτμήτους ἐθνικούς, καθὼς καὶ ὁ Πέτρος εἰς τοὺς περιτμήμενους Ἰουδαίους.
8 ὁ γὰρ ἐνεργήσας Πέτρῳ εἰς ἀποστολὴν τῆς περιτομῆς ἐνήργησε καὶ ἐμοὶ εἰς τὰ ἔθνη· 8 διότι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος είχε κάμει ικανόν και άξιον τον Πετρον να είναι Απόστολος στους Εβραίους, αυτός αξίωσε και εμέ να κηρύττω εις τα έθνη· 8 Διότι ὁ αὐτὸς Κύριος, ὁ ὁποῖος ἔκαμεν ἄξιον τὸν Πέτρον νὰ εἶναι ἀπόστολος εἰς τοὺς περιτμήμενους Ἰουδαίους, ἀξίωσε καὶ ἐμὲ νὰ ἀποσταλῶ εἰς τοὺς ἐθνικούς.
9 καὶ γνόντες τὴν χάριν τὴν δοθεῖσάν μοι, Ἰάκωβος καὶ Κηφᾶς καὶ Ἰωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιὰς ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ κοινωνίας, ἵνα ἡμεῖς εἰς τὰ ἔθνη, αὐτοὶ δὲ εἰς τὴν περιτομήν· 9 και όταν εγνώρισαν πλέον πολύ καλά την χάριν, που μου είχε δοθή από τον Θεόν, ο Ιάκωβος και ο Πετρος και ο Ιωάννης, οι οποίοι θεωρούνται -και πολύ ορθώς- ότι είναι στύλοι της Εκκλησίας, επείσθησαν πλέον απολύτως εις την αποστολήν μου. Εδωκαν δε εις εμέ και τον Βαρνάβαν το δεξί των χέρι, δια να εκφράσουν έτσι ότι συμμετέχουν και συμφωνούν απολύτως στο έργον μας, να κηρύττωμεν δηλαδή ημείς το Ευαγγέλιον εις τα έθνη, αυτοί δε στους Εβραίους. 9 Καὶ ἐπειδὴ ἐπληροφορήθησαν ἀπὸ αὐτὰ τὰ πράγματα τὴν χάριν, ἡ ὁποία μοῦ ἐδόθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Κηφᾶς καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται ὅτι εἶναι στῦλοι στηρίζοντες τὴν Ἐκκλησίαν, ἔδωκαν εἰς ἐμὲ καὶ τὸν Βαρνάβαν τὰς δεξιὰς χεῖρας των εἰς σημεῖον ἐπικοινωνίας καὶ ὁμονοίας, καὶ συνεφώνησαν ἡμεῖς νὰ κηρύττωμεν εἰς τοὺς ἐθνικούς, αὐτοὶ δὲ νὰ κηρύττουν εἰς τοὺς περιτμημένους.
10 μόνον τῶν πτωχῶν ἵνα μνημονεύωμεν, ὃ καὶ ἐσπούδασα αὐτὸ τοῦτο ποιῆσαι. 10 Μας παρεκάλεσαν δε μόνον να ενθυμούμεθα τους πτωχούς Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ, πράγμα το οποίον ιδαιοτέρως εφρόντισα με πολλήν προθυμίαν να το κάμω. 10 Μᾶς συνέστησαν δὲ μόνον νὰ ἐνθυμούμεθα τοὺς πτωχοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καὶ φροντίζωμεν περὶ αὐτῶν. Αὐτὸ δὲ καὶ ἐπεμελήθην μὲ ζῆλον νὰ τὸ ἐκτελέσω ἐπακριβῶς·
11 Ὅτε δὲ ἦλθε Πέτρος εἰς Ἀντιόχειαν, κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην, ὅτι κατεγνωσμένος ἦν. 11 Οταν δε ήλθεν ο Πετρος εις την Αντιόχειαν, φανερά και κατά πρόσωπον του αντιστάθηκα και διεφώνησα μαζή του, διότι ήτο αξιόμεμπτος και αξιοκατάκριτος. 11 Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ Πέτρος εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ἐπὶ παρουσίας τοῦ ἀντέστην καὶ διεφώνησα πρὸς αὐτόν, διότι ἦτο ἀξιοκατάκριτος.
12 πρὸ τοῦ γὰρ ἐλθεῖν τινας ἀπὸ Ἰακώβου μετὰ τῶν ἐθνῶν συνήσθιεν· ὅτε δὲ ἦλθον, ὑπέστελλε καὶ ἀφώριζεν ἑαυτόν, φοβούμενος τοὺς ἐκ περιτομῆς. 12 Το γεγονός έχει ως εξής· Πριν έλθουν εις την Αντιόχειαν μερικοί από τους Χριστιανούς των Ιεροσολύμων, όπου επίσκοπος ήτο ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Κυρίου, ο Πετρος συνανεστρέφετο και έτρωγε ελεύθερα μαζή με τους εξ εθνών Χριστιανούς. Οταν όμως ήλθαν εκείνοι, άλλαξε αυτός τακτικήν, απέφευγε τους εξ εθνών Χριστιανούς και εξεχώριζε τον ευατόν του, επειδή εφοβείτο μήπως σκανδαλίση τους εξ Εβραίων Χριστιανούς. 12 Καὶ ἦτο ἀξιοκατάκριτος, διότι προτοῦ νὰ ἔλθουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ὁ Ἰάκωβος ἦτο ἐπίσκοπος, συνέτρωγε μὲ τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς. Ὅταν ὅμως ἦλθον οὖτοι, ἀπέφευγε καὶ ἀπεχωρίζετο, φοβούμενος μήπως σκανδαλίση τοὺς ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανούς.
13 καὶ συνυπεκρίθησαν αὐτῷ καὶ οἱ λοιποὶ Ἰουδαῖοι, ὥστε καὶ Βαρνάβας συναπήχθη αὐτῶν τῇ ὑποκρίσει. 13 Και μαζή με αυτόν υπεκρίθησαν ότι δεν έχουν τάχα επικοινωνίαν με τους εξ εθνών Χριστιανούς και οι άλλοι Ιουδαίοι Χριστιανοί, ώστε και αυτός ακόμη ο Βαρνάβας παρεσύρθη εις την υποκρισίαν των. 13 Καὶ ὑπεκρίθησαν μαζί του καὶ οἱ λοιποὶ ἐν Ἀντιοχείᾳ ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοί, ὥστε συμπαρεσύρθη εἰς τὴν ὑποκρισίαν των ἐκείνην καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ Βαρνάβας.
14 ἀλλ’ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου, εἶπον τῷ Πέτρῳ ἔμπροσθεν πάντων· εἰ σὺ Ἰουδαῖος ὑπάρχων ἐθνικῶς ζῇς καὶ οὐκ ἰουδαϊκῶς, τί τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις ἰουδαΐζειν; 14 Αλλ' όταν είδα εγώ, ότι δεν βαδίζουν ορθώς εις την προκειμένην περίστασιν ως προς την αλήθειαν του Ευαγγελίου, είπα στον Πετρον εμπρός εις όλους· “εάν συ, μολονότι είσαι Ιουδαίος, ζης και φέρεσαι τώρα που έγινες Χριστιανός όπως οι εξ εθνών Χριστιανοί και όχι όπως οι Ιουδαίοι, διατί με αυτό που κάμνεις, θέλεις να αναγκάζης τώρα τους εξ εθνών Χριστιανούς, να υποβληθούν εις τα Ιουδαϊκά έθιμα; 14 Ἀλλ’ ὅταν εἶδα ὅτι δὲν βαδίζουν ὀρθῶς ὡς πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου, εἶπα εἰς τὸν Πέτρον ἐμπρὸς εἰς ὅλους: Ἐὰν σύ, καίτοι εἶσαι ἐκ γενετῆς Ἰουδαῖος, ζῇς καὶ πολιτεύεσαι τώρα, ποὺ ἔγινες μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως οἱ ἐξ ἐθνικῶν Χριστιανοὶ καὶ ὄχι ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, διατὶ μὲ αὐτό, ποὺ κάνεις τώρα, ἀναγκάζεις τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς νὰ ἀκολουθοῦν τὰ ἔθιμα καὶ τὰς παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων;
15 Ἡμεῖς φύσει Ἰουδαῖοι καὶ οὐκ ἐξ ἐθνῶν ἁμαρτωλοί, 15 Ημείς είμεθα εκ γενετής Ιουδαίοι και δεν είμεθα αδιαφώτιστοι αμαρτωλοί από τα έθνη, 15 Ἡμεῖς εἴμεθα ἐκ γενετῆς Ἰουδαῖοι καὶ δὲν εἴμεθα ἐθνικοί, ποὺ ἀγνοοῦν τὸν ἀληθῆ Θεὸν καὶ δουλεύουν εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
16 εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. 16 Επειδή όμως εγνωρίσαμεν καλά ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται δίκαιος, δεν αποκτά την δικαίωσιν ενώπιον του Θεού από τας τυπικάς διατάξστου μωσαϊκού Νομου, αλλά μόνον δια της φωτισμένης ενεργείας και ενεργού πίστεως στον Ιησούν Χριστόν, και ημείς επιστεύσαμεν στον Χριστόν Ιησούν, δια να γίνωμεν δίκαιοι από την πίστιν και με την πίστιν στον Χριστόν και όχι από τα έργα του μωσαϊκού Νομου. Διότι, όπως άλλωστε έχει γραφή και εις την Παλαιάν Διαθήκην, “δεν θα δικαιωθή ποτέ κανείς από τα έργα του Νομου”. 16 Ἐπειδὴ ὅμως ἐμάθαμεν ἀπὸ τὴν προσωπικήν μας πεῖραν, ὅτι δὲν γίνεται δίκαιος ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν τήρησιν τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, ἀλλὰ μόνον διὰ μέσου τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ ἡμεῖς ἐπιστεύσαμεν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ νὰ γίνωμεν δίκαιοι ἀπὸ τὴν πίστιν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Διότι, καθὼς ἀναφέρεται καὶ εἰς τοὺς ψαλμούς, διὰ τῶν ἔργων τοῦ νόμου δὲν θὰ δικαιωθῇ κανένας ἄνθρωπος.
17 Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; μὴ γένοιτο. 17 Εάν δε ημείς, αφήσαντες τον Νομον και ζητούντες να επιτύχωμεν την δικαίωσίν μας δια της πίστεως και επικοινωνίας μας με τον Ιησούν Χριστόν, ευρεθήκαμεν στο κεφαλαιώδες αυτό θέμα αμαρτωλοί, τότε έρχεται στο στόμα το παράλογον ερώτημα· άρα γε ο Χριστός που μας εκάλεσεν εις αυτόν τον δρόμον, μας ηπάτησε και είναι υπηρέτης αμαρτίας; Μη γένοιτο να σκεφθώμεν ποτέ τέτοιαν βλασφημίαν. 17 Ἀλλ’ ἐὰν ὑποθέσωμεν, ὅτι ἡ τήρησις τοῦ νόμου εἶναι ἐπιβεβλημένη καὶ συνεπῶς ἠμεῖς ποὺ ἀφήκαμεν τὸν νόμον, ἡμαρτήσαμεν καὶ εὑρέθημεν ἁμαρτωλοί, μόνον καὶ μόνον διότι ἐζητοῦμεν νὰ δικαιωθῶμεν διὰ τῆς πίστεως καὶ κοινωνίας μας μὲ τὸν Χριστόν, τότε γεννᾶται τὸ ἄτοπον ἐρώτημα: Ἀραγε ὁ Χριστὸς εἶναι ὑπηρέτης ἁμαρτίας, ἀφοῦ αὐτὸς συνετέλεσε νὰ ἀφήσωμεν τὸν νόμον; Μὴ γένοιτο νὰ εἴπωμεν μίαν τέτοιαν βλασφημίαν.
18 εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. 18 Διότι, εάν εκείνα τα οποία έχω καταργήσει ως άχρηστα, δηλαδή τα τυπικά έργα του μωσαϊκού Νομου, αυτά πάλιν επαναφέρω εις την ισχύν και τα τηρώ, αποδεικνύω τον ευατόν μου παραβάτην, διότι έτσι ομολογώ, ότι η προηγουμένη παραμέλησις των τυπικών διατάξεων του Νομου ήτο αμαρτία. 18 Καταλήγομεν δὲ ὠρισμένως εἰς τὴν βλασφημίαν αὐτήν, ἐὰν δεχθῶμεν ὡς ἀληθῆ τὴν ὑπόθεσιν, ποὺ ἐκάμαμεν. Διότι, ἐὰν ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα κατήργησα καὶ ἠθέτησα ὡς ἀνωφελῆ, δηλαδὴ τὰς τυπικὰς διατάξεις τοῦ νόμου, ταῦτα πάλιν τηρῶ ὡς ἀναγκαῖα καὶ ἀπαραίτητα διὰ τὴν σωτηρίαν, μὲ τὴν ἐπάνοδόν μου αὐτὴν εἰς τὴν τήρησιν τοῦ νόμου ἀποδεικνύω παραβάτην τὸν ἑαυτόν μου, διότι βεβαιῶ ἐμπράκτως, ὅτι κακῶς προτήτερα ἠθέτησα τὸν νόμον, καὶ ἡμάρτησα, ὅταν ἐπροτίμησα τὴν διὰ τοῦ Χριστοῦ σωτηρίαν.
19 ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. 19 Αυτό όμως δεν είναι αληθινό, διότι εγώ δια του Νομου, τον οποίον κατήργησα και ο οποίος καταδικάζει εις θάνατον κάθε παραβάτην, έχω πλέον αποθάνει δι' αυτόν, δια να ζήσω πλέον εν τω Θεώ, χάρις εις την πίστιν μου προς τον Χριστόν. 19 Ἀλλ’ ὄχι· δὲν ἡμάρτησα, οὔτε εἶμαι παραβάτης. Διότι ἐγὼ διὰ τοῦ νόμου, τὸν ὁποῖον κατέλυσα καὶ ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ μὲ θάνατον κάθε παραβάτην του, ἀπέθανον ὡς πρὸς τὸν νόμον, διὰ νὰ ζήσω πρὸς δόξαν Θεοῦ.
20 Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ. 20 Εγώ έχω σταυρωθή μαζή με τον Χριστόν και δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός φυσικός άνθρωπος, αλλά ζη μέσα μου ο Χριστός. Αυτήν δε την ζωήν που ζω μέσα στο σώμα μου τώρα, την ζω με την χάριν και την δύναμιν της πίστεως στον Υιόν του Θεού, ο οποίος με έχει αγαπήσει και παρέδωκε τον ευατόν του εις σταυρικόν θάνατον, δια την σωτηρίαν μου. 20 Διὰ τοῦ βαπτίσματος ἔχω σταυρωθῆ καὶ ἀποθάνει μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, καὶ ἀφοῦ εἶμαι πεθαμένος, δὲν ἔχει πλέον καμμίαν ἰσχὺν δι' ἐμὲ ὁ νόμος. Ναί· ἔγινα κοινωνὸς τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶμαι πεθαμένος, δὲν ζῶ δὲ πλέον ἑγώ, ὁ παλαιὸς δηλαδὴ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ζῇ μέσα μου ὁ Χριστός. Τὴν φυσικὴν δὲ ζωὴν ποὺ ζῶ μέσα εἰς τὸ σῶμα μου τώρα, ποὺ ἐπέστρεψα εἰς τὸν Χριστόν, ζῶ ἐμπνεόμενος καὶ κυριαρχούμενος ἀπὸ τὴν πίστιν εἰς τὸν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ ἠγάπησε καὶ παρέδωκε τὸν ἑαυτόν του διὰ τὴν σωτηρίαν μου.
21 Οὐκ ἀθετῶ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ· εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη, ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν. 21 Οχι, δεν απορρίπτω την χάριν του Θεού. Μη γένοιτο να διαπράξω ποτέ τέτοιαν φοβεράν απερισκεψίαν. Μενω εις την χάριν. Διότι εάν η δικαίωσις ήτο έργον του Νομου, άρα ήτο μάταιος και ανωφελής ο θάνατος του Χριστού. Αυτό όμως είναι άτοπον και βλάσφημον”. 21 Ὄχι· δὲν ἀπορρίπτω ὡς ἀνωφελῆ τὴν χάριν, ποὺ μοῦ ἐχάρισεν ὁ Θεός. Ὠρισμένως δὲ θὰ ἀθετήσω τὴν χάριν ταύτην, ἐὰν ἐπανέλθω είς τὸν νόμον. Διότι διὰ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὸν νόμον, σημαίνει ὅτι παραδέχομαι, ὅτι ἠμπορῶ νὰ δικαιωθῶ καὶ νὰ σωθῶ διὰ τοῦ νόμου. Ἀλλ’ ἐὰν ἡ δικαίωσις τοῦ ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται διὰ τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ἕπεται ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέθανε χωρὶς λόγον καὶ ἦτο περιττὸς ὁ θάνατός του.