Τετάρτη, 04 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:26
Δύση: 17:07
Σελ. 4 ημ.
339-27
16ος χρόνος, 6136η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ - ΠΡΟΛΟΓΟΣ


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Συγγραφέας: Ὁ ἀπόστολος Παῦλος (α΄ 1).

Χρονολογία. Ἡ πρός Γαλάτας, γράφτηκε πιθανῶς τό 60 μ.Χ., κατά τήν τρίτη δηλαδή ἐπίσκεψη τοῦ Παύλου στήν Κόρινθο. Ὁ λόγος πού ἔκανε τόν Παῦλο νά γράψει τήν ἐπιστολή αὐτή, εἶναι φανερός. Εἶχε φθάσει στήν ἀκοή τοῦ Παύλου ὅτι οἱ ἄστατοι Γαλάτες, πού δέν ἦσαν Ἕλληνες, ἀλλά Κέλτες «ἕνα τμῆμα τοῦ χειμάρου τῶν βαρβάρων πού ξεχύθηκαν στήν Ἑλλάδα τόν τρίτο αἰῶνα πρό Χριστοῦ», εἶχαν γίνει ἕρμαιο τῶν νομοδιδασκάλων, τῶν Ἰουδαϊζόντων ἱεραποστόλων ἀπό τήν Παλαιστίνη.

Θέμα: Τό θέμα τῆς πρός Γαλάτας εἶναι ἡ ἀνάπτυξη τῶν λόγων πού συνιστοῦν τήν ἀποφυγή κάθε ἀναμίξεως τοῦ Εὐαγγελίου τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μέ τό Νόμο, πρᾶγμα πού θά κατέστρεφε τελικά τόν χαρακτῆρα τοῦ Εὐαγγελίου, πού εἶναι ἡ ἀνόθευτος χάρις τοῦ Θεοῦ στούς ἁμαρτωλούς.

Τό σφάλμα τῶν Γαλατῶν εἶχε δύο πλευρές, οἱ ὁποῖες στήν ἐπιστολή αὐτή ἐλέγχονται καί ἀνασκευάζονται. Ἡ πρώτη ἦταν ἡ διδασκαλία ὅτι ἡ ὑπακοή στό Νόμο μαζί μέ τήν πίστη, εἶναι ἡ βάση γιά τήν δικαίωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἡ δεύτερη ἦταν ὅτι ὁ δικαιωθείς πιστός γίνεται τέλειος διά τῆς τηρήσεως τοῦ Νόμου. Ὁ Παῦλος ἀπαντᾶ στό πρῶτο μέ τό παράδειγμα ὅτι ἡ δικαίωση γίνεται διά τῆς Συνθήκης μέ τόν Ἀβραάμ (Γενέσεως ιε΄ 18), καί ὅτι ὁ Νόμος, ὁ ὁποῖος δόθηκε μετά ἀπό 430 χρόνια μετά τήν ἐπιβεβαίωση τῆς Συνθήκης αὐτῆς, καί πού ὁ ἀληθής σκοπός του ἦταν καταδίκη καί ὄχι δικαίωση, δέν μπορεῖ νά ἀκυρώσει μιά σωτηρία πού βασίζεται πάνω στήν προηγούμενη αὐτή συνθήκη. Ὁ Παῦλος ἀπαντᾶ στό δεύτερο καί πλέον ἐπικίνδυνο σημεῖο, ὑποστηρίζοντας ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ Ἁγιαστής μας.

Ἡ ἐπιστολή χωρίζεται σέ ἑπτά μέρη:

Ι. Ἀσπασμός, α΄ 1-5.
ΙΙ. Θέμα, α΄ 6-9.
ΙΙΙ. Τό εὐαγγέλιο τοῦ Παύλου εἶναι κατ’ ἀποκάλυψη, α΄ 10-β΄ 14.
IV. Ἡ δικαίωση γίνεται διά τῆς πίστεως χωρίς τό νόμο, β΄ 15-γ΄24.
V. Ὁ κανών τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ εἶναι ἐν χάριτι καί ὄχι ἐν τῷ νόμῳ, γ΄ 25-ε΄15.
VI. Ὁ ἁγιασμός γίνεται διά τοῦ Πνεύματος καί ὄχι διά τοῦ νόμου, ε΄ 16-24.
VII. Προτροπές καί συμπεράσματα, ε΄ 25-στ΄ 18.