Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΡΟΥΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΑΥΤΗ ἡ βίβλος τῶν προσταγμάτων τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ νόμος ὁ ὑπάρχων εἰς τὸν αἰῶνα· πάντες οἱ κρατοῦντες αὐτὴν εἰς ζωήν, οἱ δὲ καταλείποντες αὐτὴν ἀποθανοῦνται. - 1 Αυτό είναι το βιβλίον, που περιέχει τας εντολάς του Θεού. Αυτός είναι ο Νομος, που εδόθη δια να υπάρχη στους αιώνας των αιώνων. Ολοι όσοι κατέχουν την σοφίαν θα ζήσουν· εκείνοι όμως, που την εγκαταλείπουν, θα αποθάνουν. 1 Αὐτὴ ἡ σοφία <περὶ τῆς ὁποίας ἔγινε λόγος εἰς τὸ προηγούμενον κεφάλαιον> εἶναι τὸ βιβλίον, τὸ ὁποῖον περιέχει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ νόμος, ὁ ὁποῖος ἐδόθη διὰ να ὑπάρχῃ αἰωνίως. Ὅλοι ὅσοι ἀποκτοῦν τὴν σοφίαν αὐτὴν καὶ τὴν τηροῦν θὰ ζήσουν, ἐκεῖνοι δὲ οἱ ὁποῖοι τὴν ἐγκαταλείπουν θὰ ἀποθάνουν.
2 ᾿Επιστρέφου, ᾿Ιακώβ, καὶ ἐπιλαβοῦ αὐτῆς, διόδευσον πρὸς τὴν λάμψιν κατέναντι τοῦ φωτὸς αὐτῆς. 2 Επίστρεψε εν μετανοία προς τον Θεόν σου, ισραηλιτικέ λαέ, άρπαξε και κράτησε την σοφίαν, περιπατεί με την λάμψιν αυτής μέσα στο φως της. 2 Ἐπίστρεψε ἐν μετανοίᾳ εἰς τὸν Θεόν, λαέ· ἀπόγονε τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ, πιάσε καλὰ τὴν σοφίαν, κράτησέ την σφικτά· ἀκολούθησε καὶ περιπάτει κάτω ἀπὸ τὴν λάμψιν της, μέσα εἰς τὸ ἱλαρὸν καὶ καθαρὸν φῶς της, διότι σὲ φωταγωγεῖ καὶ σὲ καθοδηγεῖ πρὸς ζωήν.
3 μὴ δῷς ἑτέρῳ τὴν δόξαν σου καὶ τὰ συμφέροντά σοι ἔθνει ἀλλοτρίῳ. 3 Μη παραχωρήσης εις άλλον την δόξαν σου και τα συμφέροντά σου· την περιουσίαν και τα πλούτη σου μη τα δώσης εις ξένον έθνος. 3 Μὴ παραδώσῃς ἀστόχαστα εἰς ἄλλον τὰ ἔνδοξα προνόμιά σου καὶ τὰ συμφέροντά σου, δηλαδὴ τὰ θεόσδοτα ἀγαθά σου, εἰς ξένον ἔθνος.
4 μακάριοί ἐσμεν ᾿Ισραήλ, ὅτι τὰ ἀρεστὰ τῷ Θεῷ ἡμῖν γνωστά ἐστι. - 4 Τρισευτυχισμένοι και ευλογημένοι είμεθα ημείς, ω Ισραηλίται, διότι γνωρίζομεν εκείνα, τα οποία είναι ευάρεστα στον Θεόν. 4 Μακάριοι καὶ πανευτυχεῖς εἴμεθα ἐμεῖς, ὦ Ἰσραηλῖται, ἐπειδὴ δὲν ἔχομεν πρόφασιν ἀγνοίας· διότι αὐτὰ ποὺ ἀρέσουν καὶ εὐχαριστοῦν τὸν Θεόν, ἔχουν ἀποκαλυφθῆ εἰς ἡμᾶς!
5 Θαρσεῖτε λαός μου, μνημόσυνον ᾿Ισραήλ. 5 Παρε θάρρος, λαός μου, λαέ ισραηλιτικέ, συ που κρατείς και ενθυμείσαι το ένδοξον παρελθόν σου! 5 Πάρε θάρρος, λαέ μου, ποὺ εὐρίσκεσαι εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν, σὺ ὁ ὁποῖος κρατεῖς ζωντανὸν καὶ διαιωνίζεις τὸ λαμπρὸν ὄνομα καὶ τὴν ἔνδοξον ἱστορίαν τοῦ Ἰσραήλ.
6 ἐπράθητε τοῖς ἔθνεσιν οὐκ εἰς ἀπώλειαν, διὰ δὲ τὸ παροργίσαι ὑμᾶς τὸν Θεὸν παρεδόθητε τοῖς ὑπεναντίοις· 6 Επωλήθητε μεν εις τα έθνη ως δούλοι, οχι όμως εις καταστροφήν και απώλειαν, αλλά διότι παρωργίσατε τον Θεόν και δια τούτο παρεδόθητε στους εχθρούς σας, προς παιδαγωγικήν σας τιμωρίαν και διόρθωσιν. 6 Ἐπωληθήκατε μὲν εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη ὡς δοῦλοι, ἀλλ' ὄχι διὰ νὰ ἑξαφανισθῆτε. Ἔχετε παραδοθῇ ὡς δοῦλοι εἰς τοὺς ἐχθρούς σας, διότι ἔχετε ἐξοργίσει ὑπερβολικὰ τὸν Θεόν· τοῦτο δὲ ἔγινε πρὸς παιδαγωγίαν καὶ διόρθωσίν σας.
7 παρωξύνατε γὰρ τὸν ποιήσαντα ὑμᾶς θύσαντες δαιμονίοις καὶ οὐ Θεῷ. 7 Οντως, εξωργίσατε τον Δημιουργόν σας, διότι προσεφέρατε θυσίαν εις τα δαιμόνια και όχι στον Θεόν. 7 Διότι ἔχετε ἐξοργίσει ὑπερβολικὰ τὸν ποιητὴν καὶ δημιουργόν σας μὲ τὸ νὰ λατρεύσετε καὶ νὰ θυσιάσετε εἰς τὰ δαιμόνια <τοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς> καὶ ὄχι εἰς τὸν μόνον ἀληθινὸν καὶ ζῶντα Θεόν.
8 ἐπελάθεσθε τὸν τροφεύσαντα ὑμᾶς Θεὸν αἰώνιον, ἐλυπήσατε δὲ καὶ τὴν ἐκθρέψασαν ὑμᾶς ῾Ιερουσαλήμ· 8 Ελησμονήσατε τον αιώνιον Θεόν, ο οποίος σας ετροφοδότησε. Ελυπήσατε δε και την Ιερουσαλήμ, η οποία σας έχει αναθρέψει. 8 Ἐλησμονήσατε τὸν αἰώνιον Θεόν, ὁ ὁποῖος σᾶς ἔθρεψεν, ὡς στοργικὴ τροφός, ἐλυπήσατε δὲ καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία σᾶς ἀνέθρεψε καὶ σᾶς ἐμεγάλωσε.
9 εἶδε γὰρ τὴν ἐπελθοῦσαν ὑμῖν ὀργὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ εἶπεν· ἀκούσατε, οἱ πάροικοι Σιών, ἐπήγαγέ μοι ὁ Θεὸς πένθος μέγα· 9 Είδεν η Ιερουσαλήμ την εκ μέρους του Θεού εκραγείσαν οργήν και τιμωρίαν εναντίον σας και είπεν· Ακούσατε σεις, οι γειτονικοί προς την Σιών λαοί. Ο Θεός μου έστειλε μέγα πένθος. 9 Διότι ὅταν ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶδε τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐξέσπασεν ἐναντίον σας, εἶπεν: <Ἀκοῦστε σεῖς, οἱ γειτονικοὶ λαοὶ τῆς Σιών: Ὁ Θεὸς ἔστειλεν εἰς ἐμὲ πένθος μεγάλο!
10 εἶδον γὰρ τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν υἱῶν μου καὶ τῶν θυγατέρων μου, ἣν ἐπήγαγεν αὐτοῖς ὁ αἰώνιος. 10 Διότι είδα την αιχμαλωσίαν των υιών μου και των θυγατέρων μου, την οποίαν ο αιώνιος Θεός εξαπέστειλεν εναντίον των. 10 Διότι εἶδα τοὺς κατοίκους μου, τοὺς υἱούς μου καὶ τὶς θυγατέρες μου, νὰ ὁδηγοῦνται εἰς τὴν δεινὴν αἰχμαλωσίαν, τὴν ὁποίαν ἐπέφερεν ἐναντίον των ὁ αἰώνιος Θεός.
11 ἔθρεψα γὰρ αὐτοὺς μετ᾿ εὐφροσύνης, ἐξαπέστειλα δὲ μετὰ κλαυθμοῦ καὶ πένθους. 11 Ανέθρεψα αυτούς με αγαλλιασιν χαι χαράν. Τους προέπεμψα όμως εις την αιχμαλωσίαν με κλαυθμόν και πένθος. 11 Ἀνέθρεψα τὰ παιδιά μου αὐτὰ μὲ μεγάλην χαράν, ἀλλὰ τὰ προέπεμψα εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν μὲ θρῆνον καὶ πένθος.
12 μηδεὶς ἐπιχαιρέτω μοι τῇ χήρᾳ καὶ καταλειφθείσῃ ὑπὸ πολλῶν· ἠρημώθην διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν τέκνων μου, διότι ἐξέκλιναν ἐκ νόμου Θεοῦ, 12 Κανείς ας μη επιχαρή βλέπων με χήραν και εγκαταλελειμμένην από τα τέκνα μου ! Εμεινα έρημος δια τας αμαρτίας των τέκνων μου, διότι αυτά παρεξέκλιναν από τον νόμον του Θεού. 12 Κανεὶς ἂς μὴ ἐπιχαίρῃ διὰ τὴν συμφορὰν καὶ τὰ δεινὰ ἐμοῦ τῆς χήρας, ἡ ὁποία ἔχω ἐγκαταλειφθῇ ἀπὸ τὰ πολλὰ τέκνα μου. Ἔμεινα ἔρημη, ἀπωρφανισμένη ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν τέκνων <κατοίκων> μου, διότι παρεξέκλιναν ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ.
13 δικαιώματα δὲ αὐτοῦ οὐκ ἔγνωσαν οὐδὲ ἐπορεύθησαν ὁδοῖς ἐντολῶν Θεοῦ, οὐδὲ τρίβους παιδείας ἐν δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπέβησαν. 13 Δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν και να υποταχθούν εις τα προστάγματα αυτού, δεν επορεύθησαν εις τας τρίβους της αγίας αυτού διδασκαλίας μετά δικαιοσύνης. 13 Ὅσα δικαιοῦται ὁ Κύριος καὶ δημιουργός μας νὰ ἀξιώνῃ ὅπως φυλάττῃ ὁ καθένας μας, δὲν τὰ ἀνεγνώρισαν, δὲν τὰ ἐξετίμησαν, οὔτε ἐπορεύθησαν εἰς τοὺς ἀσφαλεῖς δρόμους τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἐβάδισαν τοὺς δρόμους τῆς παιδαγωγικῆς διδασκαλίας του μὲ δικαιοσύνην <ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Δὲν ἀφῆκαν τὸν Θεὸν νὰ τοὺς καθοδηγήσῃ καὶ νὰ τοὺς παιδαγωγήσῃ μὲ τὴν δικαιοσύνην του>.
14 ἐλθέτωσαν αἱ πάροικοι Σιών, καὶ μνήσθητε τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν υἱῶν μου καὶ θυγατέρων, ἣν ἐπήγαγεν αὐτοῖς ὁ αἰώνιος· 14 Ελάτε σεις, οι γειτονικοί λαοί της Σιών, και ενθυμηθήτε την αιχμαλωσίαν των υιών μου και των θυγατέρων μου, την οποίαν ο αιώνιος Θεός εξαπέστειλεν εναντίον των. 14 Ἐλᾶτε σεῖς, οἱ γειτονικοὶ λαοὶ τῆς Σιών, καὶ ἐνθυμηθῆτε τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν υἱῶν καὶ τῶν θυγατέρων μου, τὴν ὁποίαν ἐπέφερεν ἐναντίον των ὁ αἰώνιος Θεός.
15 ἐπήγαγε γὰρ ἐπ᾿ αὐτοὺς ἔθνος μακρόθεν, ἔθνος ἀναιδὲς καὶ ἀλλόγλωσσον, οἳ οὐκ ᾐσχύνθησαν πρεσβύτην οὐδὲ παιδίον ἠλέησαν 15 Επέφερεν εναντίον αυτών από μακράν ένα έθνος αναίσχυντον και ξενόγλωσσον, το οποίον ούτε τους γέροντας εσεβάσθη, ούτε τα μικρά παιδιά εσπλαγχνίσθη. 15 Διότι ὠδήγησε καὶ ἔφερεν ἐναντίον των ἀπὸ μακριὰ ἔθνος ἀδιάντροπον καὶ ξενόγλωσσον, τὸ ὁποῖον δὲν ἐσεβάσθη τοὺς γέροντας καὶ πρεσβύτας, οὔτε τὰ μικρὰ παιδιὰ εὐσπλαγχνίσθη.
16 καὶ ἀπήγαγον τοὺς ἀγαπητοὺς τῆς χήρας καὶ ἀπὸ τῶν θυγατέρων τὴν μόνην ἠρήμωσαν. 16 Απήγαγον εις αιχμαλωσίαν τους προσφιλείς υιούς εμού της χήρας. Με αφήκαν μόνην και έρημον, εστερημένην από τας θυγατέρας μου. 16 Ἔσυραν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν τοὺς ἀγαπητοὺς υἱοὺς ἐμοῦ τῆς χήρας <τῆς Ἱερουσαλήμ> καὶ ἐμέ, ἡ ὁποία εἶχα ἀπομείνει μόνη, ἐστέρησαν ἀπὸ τὶς θυγατέρες μου καὶ μὲ ἀφῆκαν μόνην.
17 ἐγὼ δὲ τί δυνατὴ βοηθῆσαι ὑμῖν; 17 Εγώ δέ, αγαπητά μου τέκνα, εις τι ημπορούσα να σας βοηθήσω μέσα εις την μεγάλην σας αυτήν θλίψιν; 17 Ἀλλ’ ἐγώ, ἡ μόνη καὶ ἐρήμη χήρα, τὶ ἠμπορῶ νὰ κάμω διὰ νὰ σᾶς βοηθήσω, ἐξόριστα καὶ αἰχμάλωτα παιδιά μου;
18 ὁ γὰρ ἐπαγαγὼν τὰ κακὰ ὑμῖν ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν ὑμῶν. 18 Μονον εκείνος, ο οποίος εξαπέστειλε τας συμφοράς και τιμωρίας αυτάς εναντίον σας, εκείνος είναι εις θέσιν να σας λυτρώση από τα χέρια των εχθρών σας. 18 Μόνον Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐπέφερεν ἐναντίον σας ὅλες αὐτὲς τὶς συμφορὲς καὶ τιμωρίες, ἠμπορεῖ νὰ σᾶς ἀπελευθερώσῃ καὶ σᾶς λυτρώσῃ ἀπὸ τὰ ἀρπακτικὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σας.
19 βαδίζετε, τέκνα, βαδίζετε, ἐγὼ γὰρ κατελήφθην ἔρημος· 19 Πηγαίνετε, παιδιά μου, πηγαίνετε εις την αιχμαλωσίαν, διότι εγώ απέμεινα πλέον μονή και έρημος ! 19 Βαδίζετε, παιδιά μου, βαδίζετε τὸν δρόμον σας πρὸς τὴν αἰχμαλωσίαν, διότι ἐγὼ ἀπέμεινα πλέον μόνη καὶ ἔρημη!
20 ἐξεδυσάμην τὴν στολὴν τῆς εἰρήνης, ἐνεδυσάμην δὲ σάκκον τῆς δεήσεώς μου, κεκράξομαι πρὸς τὸν αἰώνιον ἐν ταῖς ἡμέραις μου. - 20 Εβγαλα την στολήν της ειρήνης και της χαράς, εφορεσα σάκκινον ένδυμα πένθους και δεήσεως. Θα κράζω προς τον αιώνιον Θεόν κατά τας ημέρας αυτάς της δυστυχίας μου, ζητούσα την σωτηρίαν σας. 20 Ἔβγαλα τὴν λαμπρὰν στολήν, ποὺ ἐφοροῦσα ὅταν εὐτυχοῦσα καὶ εἶχα εἰρήνην μὲ τὸν Θεόν, καὶ ἐφόρεσα τὸ τρίχινον πένθιμον ἔνδυμα τῆς παρακλήσεως καὶ ἱκεσίας μου θὰ δέωμαι μὲ κραυγὴν ἰσχυρὰν πρὸς τὸν αἰώνιον Θεὸν κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν ἡμερῶν αὐτῶν τῆς χηρείας καὶ δυστυχίας μου διὰ νὰ σᾶς λυτρώσῃ>.
21 Θαρρεῖτε, τέκνα, βοήσατε πρὸς τὸ Θεόν, καὶ ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ δυναστείας, ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν. 21 Παρετε θάρρος, τέκνα μου, βοήσατε με θερμάς ικεσίας προς τον Θεόν και εκείνος ασφαλώς θα σας γλυτώση από την τυραννίαν, από τα χέρια των εχθρών. 21 <Ἔχετε θάρρος, παιδιά μου, φωνάξατε δυνατὰ μὲ θερμὴν ἱκεσίαν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Αὐτὸς θὰ σᾶς σώσῃ ἀπὸ τὴν καταπίεσιν καὶ τυραννίαν, ἀπὸ τὰ ἁρπακτικὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σας.
22 ἐγὼ γὰρ ἤλπισα ἐπὶ τῷ αἰωνίῳ τὴν σωτηρίαν ὑμῶν, καὶ ἦλθέ μοι χαρὰ παρὰ τοῦ ἁγίου ἐπὶ τῇ ἐλεημοσύνῃ, ἣ ἥξει ὑμῖν ἐν τάχει παρὰ τοῦ αἰωνίου σωτῆρος ὑμῶν. 22 Διότι εγώ στον αιώνιον Θεόν έχω στηρίξει τας ελπίδας μου δια την σωτηρίαν σας. Και μου ήλθε χαρά εκ μέρους του αγίου Θεού δια το έλεός του, που θα σας στείλη. Το έλεός του θα έλθη ταχέως προς σας από μέρος του αιωνίου σωτήρος σας. 22 Διότι ἐγὼ ἐστήριξα τὶς ἐλπίδες μου διὰ τὴν σωτηρίαν σας εἰς τὸν αἰώνιον Θεόν, καὶ ἦλθεν εἰς ἐμὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις ἐκ μέρους τοῦ μόνου Ἁγίου ἐξ αἰτίας τοῦ ἐλέους καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας του, ἡ ὁποία θὰ ἔλθῃ εἰς σᾶς πολὺ γρήγορα ἐκ μέρους τοῦ αἰωνίου Σωτῆρος σας.
23 ἐξέπεμψα γὰρ ὑμᾶς μετὰ κλαυθμοῦ καὶ πένθους, ἀποδώσει δέ μοι ὁ Θεὸς ὑμᾶς μετὰ χαρμοσύνης καὶ εὐφροσύνης εἰς τὸν αἰῶνα. 23 Σας προέπεμψα στον τόπον της εξορίας σας με κλαυθμόν και πένθος, με αγαλλίασιν όμως και χαράν θα σας επαναφέρη εις εμέ ο Θεός μας, δια να μένετε εδώ παντοτεινά. 23 Ἐγὼ μὲν σᾶς προέπεμψα εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν μὲ κλάματα, θρήνους καὶ πένθος, ὁ Θεὸς ὅμως θὰ σᾶς ἐπαναφέρῃ κοντά μου μὲ χαράν, ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, διὰ νὰ μένετε ἐδῶω παντοτινά.
24 ὥσπερ γὰρ νῦν ἑωράκασιν αἱ πάροικοι Σιὼν τὴν ὑμετέραν αἰχμαλωσίαν, οὕτως ὄψονται ἐν τάχει τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ὑμῶν σωτηρίαν, ἣ ἐπελεύσεται ὑμῖν μετὰ δόξης μεγάλης καὶ λαμπρότητος τοῦ αἰωνίου. 24 Οπως δε τώρα είδαν οι γειτονικοί λαοί της Σιών την αιχμαλωσίαν σας, έτσι θα ίδουν πολύ σύντομα την σωτηρίαν σας, την οποίαν θα σας αποστείλη με δόξαν και λαμπρότητα μεγάλην ο αιώνιος. 24 Καὶ ὅπως τώρα οἱ γειτονικοὶ λαοὶ τῆς Σιὼν εἶδαν τὴν αἰχμαλωσίαν σας, ἔτσι θὰ ἰδοῦν πολὺ σύντομα καὶ τὴν σωτηρίαν σας ἀπὸ τὸν Θεόν, ἡ ὁποία θὰ ἔλθῃ εἰς σᾶς μὲ δόξαν μεγάλην καὶ λαμπρότητα ἐκ μέρους τοῦ αἰωνίου Θεοῦ.
25 τέκνα, μακροθυμήσατε τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐπελθοῦσαν ὑμῖν ὀργήν· κατεδίωξέ σε ὁ ἐχθρός σου, καὶ ὄψει αὐτοῦ τὴν ἀπώλειαν ἐν τάχει καὶ ἐπὶ τραχήλους αὐτῶν ἐπιβήσῃ. 25 Παιδιά μου, μακροθυμήσατε και υπομείνατε την οργήν, η οποία επήλθεν εναντίον σας εκ μέρους του Θεού. Ο εχθρός σας κατεδίωξε. Πολύ σύντομα όμως θα ίδετε την καταστροφήν του και θα θέσετε τους πόδας σας επάνω στον τράχηλόν του. 25 Παιδιά μου, ὑπομείνατε μὲ καρτερίαν τὴν δικαίαν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἦλθεν ἐναντίον σας καὶ σᾶς ἐκτύπησεν. Ὁ ἐχθρός σας σᾶς κατεδίωξεν, ὅμως θὰ ἰδῆτε τὴν καταστροφήν του πολὺ σύντομα καὶ θὰ κατανικήσετε τοὺς ἐχθρούς σας· θὰ πατήσετε τὰ πόδια σας ἐπάνω εἰς τοὺς τράχηλους των, διὰ νὰ δηλώσετε μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν τὴν ὁλοκληρωτικὴν ἧτταν καὶ τὴν πλήρη ὑποταγήν των.
26 οἱ τρυφεροί μου ἐπορεύθησαν ὁδοὺς τραχείας, ἤρθησαν ὡς ποίμνιον ἡρπασμένον ὑπὸ ἐχθρῶν. - 26 Τα τρυφερά παιδιά μου εβάδισαν δρόμους δυσβάτους και δυσκόλους. Εσύρθησαν σαν ένα ποίμνιον, που έχει διαρπαγή από τους εχθρούς. 26 Τὰ ἁβροδίαιτα, πλούσια καὶ παραχαϊδεμένα παιδιά μου ἐβάδισαν δρόμους κακοτράχαλους, ἐσύρθησαν ὡσὰν ποίμνιον, τὸ ὁποῖον ἔχει διαρπαγῆ ἀπὸ ἐχθροὺς ἐπιδρομεῖς.
27 Θαρσήσατε τέκνα καὶ βοήσατε πρὸς τὸν Θεόν, ἔσται γὰρ ὑμῶν ὑπὸ τοῦ ἐπάγοντος μνεία. 27 Παρετε θάρρος, τέκνα μου, και βοήσατε με θερμάς ικεσίας προς τον Θεόν. Διότι εκείνος, ο οποίος επέφερεν εναντίον σας την θλίψιν αυτήν, σας ενθυμείται, δια να σας λύτρωση. 27 Λάβετε θάρρος, παιδιά μου, καὶ φωνάξατε δυνατὰ μὲ θερμὴν ἱκεσίαν πρὸς τὸν Θεόν, διότι Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐπήγαγεν ἐναντίον σας τὶς συμφορές, θὰ σᾶς ἐνθυμηθῇ διὰ νὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ.
28 ὥσπερ γὰρ ἐγένετο ἡ διάνοια ὑμῶν εἰς τὸ πλανηθῆναι ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, δεκαπλασιάσατε ἐπιστραφέντες ζητῆσαι αὐτόν. 28 Διότι, όπως η διάνοια σας σας απεπλάνησεν, ώστε να απομακρυνθήτε από τον Θεόν, ετσι τώρα επιστρέψατε εν μετανοία προς αυτόν. Δεκαπλασιάσατε τον ζήλον σας εις την αναζήτησίν του. 28 Διότι, ὅπως ἀκριβῶς ἡ διάνοιά σας εἶχε παραπλανηθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, ἔτσι τώρα δεκαπλασιάσατε τὴν προσπάθειαν καὶ τὸν ζῆλον σας δι’ ἐπιστροφὴν καὶ ἐκζήτησιν μὲ τὴν καρδιά σας τοῦ Κυρίου.
29 ὁ γὰρ ἐπαγαγὼν ὑμῖν τὰ κακὰ ἐπάξει ὑμῖν τὴν αἰώνιον εὐφροσύνην μετὰ τῆς σωτηρίας ὑμῶν. - 29 Διότι εκείνος, ο οποίος έστειλεν εναντίον σας αυτά τα κακά, θα στείλη μαζή με την σωτηρίαν σας και αιωνίαν ευφροσύνην. 29 Διότι Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐπήγαγεν ἐναντίον σας τὴν θλῖψιν καὶ τὴν καταστροφήν, θὰ σᾶς φέρῃ μαζὶ μὲ τὴν σωτηρίαν καὶ ἀπελευθέρωσίν σας καὶ τὴν αἰωνίαν εὐφροσύνην>.
30 Θάρσει ῾Ιερουσαλήμ, παρακαλέσει σε ὁ ὀνομάσας σε. 30 Παρε θάρρος, Ιερουσαλήμ, διότι εκείνος, ο οποίος σου έδωσε το όνομά σου θα σε παρηγόρηση και θα σε χαροποίηση. 30 <Ἔχε θάρρος, Ἱερουσαλήμ! Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος σὲ ἐξέλεξεν ἀπὸ ὅλες τὶς πόλεις καὶ σο ἔδωσε τὸ ὄνομα, θὰ σὲ παρηγορήσῃ καὶ θὰ σὲ ἀναπαύσῃ.
31 δείλαιοι οἱ σὲ κακώσαντες καὶ ἐπιχαρέντες τῇ σῇ πτώσει, 31 Δυστυχείς και αξιοδάκρυτοι είναι εκείνοι, οι οποίοι σου επέφεραν τα κακά αυτά και οι οποίοι εχάρησαν δια την πτώσιν σου. 31 Ἄθλιοι, δυστυχεῖς καὶ ταλαίπωροι εἶναι ὅσοι σὲ ἐκακοποίησαν καὶ σὲ ἐλεηλάτησαν καὶ ὅσοι ἐχάρησαν διὰ τὴν συμφορὰν καὶ τὴν πτῶσιν σου!
32 δείλαιαι αἱ πόλεις, αἷς ἐδούλευσαν τὰ τέκνα σου, δειλαία ἡ δεξαμένη τοὺς υἱούς σου. 32 Αθλιαι και δυστυχείς αι πόλεις, εις τας οποίας ως δούλοι έζησαν τα τέκνα σου. Αθλία θα είναι η περιοχή, η οποία εδέχθη ως αιχμαλώτους και εξορίστους τους υιούς σου. 32 Ἄθλιες, δυστυχεῖς καὶ ἀξιολύπητες εἶναι οἱ πόλεις, εἰς τὶς ὁποῖες τὰ τέκνα <οἱ κάτοικοί> σου διετέλεσαν δοῦλοι· ἀθλία, δυστυχὴς καὶ ταλαίπωρη εἶναι ἡ πόλις, ἡ ὁποία ἐδέχθη ὡς αἰχμαλώτους τοὺς υἱούς σου.
33 ὥσπερ γὰρ ἐχάρη ἐπὶ τῇ σῇ πτώσει καὶ εὐφράνθη ἐπὶ τῷ πτώματί σου, οὕτως λυπηθήσεται ἐπὶ τῇ ἑαυτῆς ἐρημίᾳ. 33 Διότι, όπως εχάρη δια την πτώσιν σου και ηυφράνθη δια την συντριβήν σου, έτσι θα λυπηθή δια την ερήμωσιν της, που την αναμένει. 33 Διότι, ὅπως ἀκριβῶς ἐχάρη διὰ τὴν ἅλωσιν καὶ τὴν πτῶσιν σου καὶ ἐδοκίμασεν εὐφροσύνην διὰ τὴν κατακρήμνισιν καὶ ἐρήμωσίν σου, ἔτσι θὰ λυπηθῇ διὰ τὴν ἰδικήν της ἐρήμωσιν καὶ καταστροφήν.
34 καὶ περιελῶ αὐτῆς τὸ ἀγαλλίαμα τῆς πολυοχλίας καὶ τὸ ἀγαυρίαμα αὐτῆς ἔσται εἰς πένθος. 34 Θα αφαιρέσω την χαράν από τον πολυάριθμον λαόν της και την αλαζονείαν της θα την μεταβάλω εις ένθος. 34 Θὰ τῆς ἀφαιρέσω καὶ θὰ τὴν ἀπογυμνώσω ἀπὸ τὴν χαρὰν ποὺ δοκιμάζει διὰ τὸν πολὺν λαόν της, ἡ δὲ αὐθάδεια, ἀλαζονεία καὶ ὑπερηφάνειά της θὰ μεταβληθοῦν εἰς θρῆνον καὶ πένθος.
35 πῦρ γὰρ ἐπελεύσεται αὐτῇ παρὰ τοῦ αἰωνίου εἰς ἡμέρας μακράς, καὶ κατοικηθήσεται ὑπὸ δαιμονίων τὸν πλείονα χρόνον. - 35 Διότι φωτιά θα επέλθη εναντίον αυτής εκ μέρους του αιωνίου Θεού επί πολύν χρόνον, και θα κατοικήται όχι από ανθρώπους, άλλα από δαιμόνια επί μακρούς χρόνους. 35 Διότι φωτιὰ θὰ ἔλθῃ ἐναντίον της ἐκ μέρους τοῦ αἰωνίου Θεοῦ ἐπὶ πολὺν χρόνον, θὰ κατοικηθῇ δὲ ἀπὸ δαιμόνια ἐπὶ αἰῶνες, ἐπὶ μακρὰν χρονικὸν διάστημα.
36 Περίβλεψον πρὸς ἀνατολάς, ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ἴδε τὴν εὐφροσύνην τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ σοι ἐρχομένην. 36 Γυρισε το βλέμμα σου προς ανατολάς, ω Ιερουσαλήμ, και ίδε την χαράν και αγαλλίασιν, η οποία εκ μέρους του Θεού έρχεται προς σέ. 36 Ἱερουσαλήμ, περίφερε τὸ βλέμμα σου ὁλοτρόγυρα καὶ κύτταξε μὲ θαυμασμὸν πρὸς ἀνατολὰς καὶ ἴδε τὴν χαρὰν καὶ εὐφροσύνην, ἡ ὁποία ἔρχεται εἰς σὲ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
37 ἰδοὺ ἔρχονται οἱ υἱοί σου, οὓς ἐξαπέστειλας, ἔρχονται συνηγμένοι ἀπὸ ἀνατολῶν ἕως δυσμῶν τῷ ρήματι τοῦ ἁγίου χαίροντες τῇ τοῦ Θεοῦ δόξῃ. 37 Ιδού, έρχονται τα παιδιά σου, τα οποία είδες να αποστέλλονται εις αιχμαλωσίαν. Ερχονται συνηθροισμένα από ανατολών έως δυσμών, κατόπιν εντολής του αγίου Θεού, χαίροντες και απολαμβάνοντες την δόξαν του Θεού. 37 Κύτταξε, ἰδού! ἔρχονται ἀπὸ τὴν ἐξορίαν οἱ υἱοί σου, τοὺς ὁποίους εἶδες νὰ ἐξαποστέλλωνται εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν ἔρχονται ὁμαδικῶς συγκεντρωμένοι ἀπὸ ἀνατολῶν ἕως δυσμῶν, ὄχι μὲ τὴν ἰδικήν των δύναμιν, ἀλλὰ μὲ τὴν δύναμιν καὶ τὸ πρόσταγμα τοῦ ἁγίου Θεοῦ, χαίροντες καὶ ἀγαλλόμενοι διὰ τὴν δόξαν, τὴν ὁποίαν θὰ παράσχῃ εἰς τὸν Θεὸν ἡ θαυμαστὴ ἀπελευθέρωσίς των.