Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΡΟΥΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΥΡΙΕ παντοκράτωρ ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, ψυχὴ ἐν στενοῖς καὶ πνεῦμα ἀκηδιῶν κέκραγε πρός σε. 1 Κυριε παντοκράτορ, συ ο Θεός του Ισραήλ, μία ψυχή ευρισκομένη εις εκτάκτως στενόχωρον κατάστασιν, ένα πνεύμα κυριευμένον από αθυμίαν και μελαγχολίαν, κράζει προς σέ. 1 Κύριε Παντοκράτορ, Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ, ψυχὴ ποὺ εὑρίσκεται εἰς ἀγωνίαν, στενοχώριαν καὶ πόνον, καὶ πνεῦμα γεμᾶτο κόπον, συντριβήν, μελαγχολίαν καὶ ἀθυμίαν φωνάζει δυνατὰ πρὸς Σέ.
2 ἄκουσον, Κύριε, καὶ ἐλέησον, ὅτι ἡμάρτομεν ἐναντίον σου, 2 Ακουσε Κυριε, την φωνήν του και στείλε το έλεός σου, διότι ημαρτήσαμεν ενώπιόν σου, 2 Ἄκουσε, Κύριε, τὴν φωνήν των καὶ ἐλέησέ μας, διότι ἁμαρτήσαμε ἐνώπιόν σου.
3 ὅτι σὺ καθήμενος τὸν αἰῶνα, καὶ ἡμεῖς ἀπολλύμενοι τὸν αἰῶνα. 3 διότι συ είσαι ο καθήμενος επί του ενδόξου αιωνίου θρόνου, ημείς δε είμεθα οι συνεχώς δια μέσου των αιώνων καταστρεφόμενοι. 3 Διότι Σὺ κάθεσαι ἐξουσιαστὴς ἀσάλευτος ἐπὶ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλειότητός σου αἰωνίως, ἐνῷ ἡμεῖς εἴμεθα προσωρινοί, θνητοί, οἱ ὁποῖοι φθειρόμεθα συνεχῶς διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
4 Κύριε παντοκράτωρ ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, ἄκουσον δὴ τῆς προσευχῆς τῶν τεθνηκότων ᾿Ισραὴλ καὶ υἱῶν τῶν ἁμαρτανόντων ἐναντίον σου, οἳ οὐκ ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν καὶ ἐκολλήθη ἡμῖν τὰ κακά. 4 Κυριε παντοκράτορ, ο Θεός του Ισραήλ, άκουσε τώρα την προσευχήν των αποθανόντων Ισραηλιτών και των υιών εκείνων, οι οποίοι ημάρτησαν ενώπιόν σου αυτών οι οποίοι δεν υπήκουσαν εις την φωνήν του Κυρίου και του Θεού των, και επάνω στους οποίους εκολλήθησαν αι συμφοραί και αι τιμωρίαι αυταί. 4 Κύριε Παντοκράτορ, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ἄκουσε λοιπὸν τώρα τὴν προσευχὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ εἶναι νεκροὶ λόγῳ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν μεγάλων δυστυχιῶν καὶ θλίψεων ποὺ τοὺς εὑρῆκαν· τῶν υἱῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἁμαρτήσει ἐνώπιόν σου· αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ των, γεγονὸς ποὺ εἶχεν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ μᾶς κτυπήσουν, κυριολεκτικὰ νὰ κολλήσουν ἐπάνω μας οἱ συμφορές, οἱ δυστυχίες καὶ οἱ τιμωρίες.
5 μὴ μνησθῇς ἀδικιῶν πατέρων ἡμῶν, ἀλλὰ μνήσθητι χειρός σου καὶ ὀνόματός σου ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ· 5 Μη ενθυμηθής και μη λάβης υπ' όψιν σου τας αδικίας των πατέρων μας, αλλά ενθυμήσου κατά τον χρόνον τούτον την παντοδύναμον χείρα σου και το άγιον Ονομά σου, 5 Μὴ ἐνυμηθῇς καὶ μὴ λογαριάσῃς τὶς ἀνομίες, ἀδικίες, κακουργίες τῶν πατέρων μας, ἀλλ’ ἀντ' αὐτῶν ἐνθυμήσου κατὰ τὴν κρίσιμον αὐτὴν ὥραν τὴν παντοδύναμον χεῖρα σου καὶ τὸ ἔνδοξον καὶ μέγα Ὄνομά σου·
6 ὅτι σὺ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ αἰνέσομέν σε, Κύριε. 6 διότι συ είσαι ο Κυριος και ο Θεός μας και σε ημείς θα υμνολογούμεν. 6 Διότι Σὺ εἶσαι Κύριος ὁ Θεός μας, καὶ Σέ, Κύριε, ἠμεῖς θὰ ὑμνοῦμε καὶ θὰ δοξάζωμεν.
7 ὅτι διὰ τοῦτο ἔδωκας τὸν φόβον σου ἐπί καρδίαν ἡμῶν τοῦ ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομά σου. καὶ αἰνέσομέν σε ἐν τῇ ἀποικίᾳ ἡμῶν, ὅτι ἀπεστρέψαμεν ἀπὸ καρδίας ἡμῶν πᾶσαν ἀδικίαν πατέρων ἡμῶν τῶν ἡμαρτηκότων ἐναντίον σου. 7 Προς τούτο άλλως τε συ ενέβαλες τον φόβον σου και τον σεβασμόν σου εντός των καρδιών μας, δια να επικαλούμεθα με πίστιν και ευλάβειαν το Ονομά σου. Σε δοξολογούμεν, Κυριε, στον τόπον αυτόν της εξορίας μας, διότι απεμακρύναμεν από τας καρδίας μας κάθε αδικίαν των πατέρων μας, οι οποίοι είχαν διαπράξει αμαρτίας ενώπιόν σου. 7 Ἐξ ἄλλου πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν ἔβαλες εἰς τὰ ἐσώτατα τῶν καρδιῶν μας τὸν βαθὺν σεβασμὸν καὶ τὴν βαθεῖαν εὐλάβειαν πρὸς Σέ, διὰ νὰ μᾶς ἐνθαρρύνῃς ὥστε νὰ ἐπικαλούμεθα τὸ Ὄνομά σου. Καὶ ἡμεῖς ποθοῦμεν νὰ Σὲ ὑμνοῦμε καὶ νὰ Σὲ δοξολογοῦμε εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν μας, διότι ἀπεμακρύναμεν ἀπὸ τὶς καρδιές μας κάθε ἀδικίαν τῶν πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἁμαρτήσει ἐνώπιόν σου.
8 ἰδοὺ ἡμεῖς σήμερον ἐν τῇ ἀποικίᾳ ἡμῶν, οὗ διέσπειρας ἡμᾶς ἐκεῖ εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς ἀρὰν καὶ εἰς ὄφλησιν κατὰ πάσας τὰς ἀδικίας πατέρων ἡμῶν, οἳ ἀπέστησαν ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν. 8 Ιδού, ημείς ευρισκόμεθα σήμερον εις την χώραν της εξορίας μας, εκεί όπου συ μας διεσκόρπισες, δια να γίνωμεν αντικείμενα εξευτελισμού και κατάρας, ώστε να εξοφλήσωμεν ετσι όλας τας αδικίας των προγόνων μας, οι οποίοι απεμακρύνθησαν από σέ, τον Κυριον και Θεόν μας. 8 Ἰδού· ἡμεῖς εὑρισκόμεθα σήμερα ἀκόμη εἰς τὴν χώραν τῆς αἰχμαλωσίας μας, εἰς τὴν ὁποίαν μᾶς διεσκόρπισες, διὰ νὰ καταντήσωμεν ἀντικείμενα χλεύης, ὀνειδισμοῦ καὶ κατάρας, ὥστε νὰ ἐξοφλήσωμεν ὅλες τὶς ἀδικίες καὶ τὰ κακουργήματα τῶν πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι ἀπεστάτησαν καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ <Σέ,> τὸν Κύριον καὶ Θεόν μας>.
9 ῎Ακουε ᾿Ισραὴλ ἐντολὰς ζωῆς, ἐνωτίσασθε γνῶναι φρόνησιν. 9 Ακουε, ισραηλιτικέ λαέ, τας εντολάς αυτάς του Θεού, που φέρουν ζωήν. Ακούσατε και βάλετέ τας εις τα αυτιά σας δια να αποκτήσετε σύνεσιν. 9 Ἄκουε, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες ὑπόσχονται ζωήν· ἀκοῦστε προσεκτικά, διὰ νὰ μάθετε καὶ ἀποκτήσετε φρόνησιν, σύνεσιν, ἱκανότητα διακρίσεως τοῦ τί πρέπει νὰ πράττετε καὶ τί νὰ ἀποφεύγετε.
10 τί ἐστιν ᾿Ισραήλ; τί ὅτι ἐν γῇ τῶν ἐχθρῶν εἶ; ἐπαλαιώθης ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ, συνεμιάνθης τοῖς νεκροῖς, 10 Τι σου συνέβη, ισραηλιτικέ λαέ; Διατί ευρίσκεσαι εις την χώραν των εχθρών σου; Διατί εγήρασες εις την ξένην γην και εμολύνθης ανάμεσα εις μολυσμένους νεκρούς; 10 Τί σοῦ σννέβη, Ἰσραηλιτικὲ λαέ; Διατὶ εὐρίσκεσαι εἰς τὴν χώραν τῶν ἐχθρῶν σου Βαβυλωνίων; Διατὶ ἐξησθένησες καὶ ἐγήρασες εἰς ξένην χώραν; Ἐμολύνθης μαζὶ μὲ τοὺς μολυσμένους καὶ ἀκαθάρτους νεκρούς·
11 προσελογίσθης μετὰ τῶν εἰς ᾅδου; 11 Συγκατηριθμήθης μεταξύ εκείνων, οι οποίοι κατεβαίνουν στον άδην; 11 διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῶν κακῶν ἔγινες ὅμοιος, ἔχεις συγκαταριθμηθῇ μεταξὺ τῶν νεκρῶν, οἱ ὁποῖοι κατεβαίνουν εἰς τὸν βαθὺν λάκκον τοῦ τάφου, εἰς τὸν Ἅδην;
12 ἐγκατέλιπες τὴν πηγὴν τῆς σοφίας. 12 Διότι εγκατέλειψες την πηγήν της σοφίας, τον Θεόν και τον Νομον του. 12 Τοῦτο συνέβη, διότι ἐγκατέλειψες τὴν πηγὴν τῆς σοφίας, τὸν ἅγιον νόμον τοῦ Θεοῦ!
13 τῇ ὁδῷ τοῦ Θεοῦ εἰ ἐπορεύθης, κατῴκεις ἂν ἐν εἰρήνῃ τὸν αἰῶνα. 13 Εάν είχες βαδίσει τον δρόμον του Θεού, θα κατοικούσες εις την πατρίδα σου εν ειρήνη δια παντός. 13 Ἐὰν ἐβάδιζες σύμφωνα μὲ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, θὰ κατοικοῦσες εἰς τὴν πατρίδα σου τὴν Παλαιστίνην ἥσυχα καὶ εἰρηνικὰ διὰ παντός.
14 μάθε ποῦ ἐστι φρόνησις, ποῦ ἐστιν ἰσχύς, ποῦ ἐστι σύνεσις τοῦ γνῶναι ἅμα ποῦ ἐστι μακροβίωσις καὶ ζωή, ποῦ ἐστι φῶς ὀφθαλμῶν καὶ εἰρήνη. - 14 Μαθε που υπάρχει σοφία και σύνεσις, που ευρίσκεται η δύναμις, που είναι η σύνεσις, δια να γνωρίσης συγχρόνως, που υπάρχει η μακρότης των ημέρων και ευτυχισμένη ζωη, που ευρίσκεται το φως και η χαρά των οφθαλμών, η πραγματική και αδιατάρακτος ειρήνη. 14 Μάθε λοιπόν, ἐφ’ ὅσον δὲν ἔμαθες προηγουμένως, ποῦ ὑπάρχει φρόνησις, ἱκανότης διακρίσεως μεταξὺ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τοῦ πονηροῦ, ποὺ ὑπάρχει δύναμις, ποὺ ὑπάρχει σύνεσις, διὰ νὰ γνωρίσῃς ταυτοχρόνως ποὺ ὑπάρχει μακροζωΐα, ποὺ ὑπάρχει ζωή, ποὺ ὑπάρχει τὸ φῶς καὶ ἡ χαρὰ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀληθινὴ εἰρήνη.
15 Τίς εὗρε τὸν τόπον αὐτῆς καὶ τίς εἰσῆλθεν εἰς τοὺς θησαυροὺς αὐτῆς; 15 Ποιός ευρήκε τον τόπον αυτής της θείας σοφίας και ποιός εισήλθεν στους θησαυρούς της; 15 Ποῖος ἄνθρωπος εὑρῆκε τὸν τόπον κατοικίας τῆς θείας σοφίας καὶ τῆς συνέσεως, καὶ ποῖος εἰσῆλθεν εἰς τὸ θησαυροφυλάκιόν της;
16 ποῦ εἰσιν οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν καὶ οἱ κυριεύοντες τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, 16 Που είναι οι άρχοντες των εθνών, δια να μας είπουν εάν την ευρήκαν, και οι εξουσιάζοντες επάνω εις τα θηρία της γης; 16 Ποὺ εἶναι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, διὰ νὰ μᾶς εἰποῦν ἐὰν τὴν εὑρῆκαν, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐξουσιάζουν καὶ δαμάζουν τὰ θηρία τῆς γῆς <ἤ, κατ’ ἄλλους: Τοὺς θηριοτρόφους ἀνθρώπους>;
17 οἱ ἐν τοῖς ὀρνέοις τοῦ οὐρανοῦ ἐμπαίζοντες καὶ τὸ ἀργύριον θησαυρίζοντες καὶ τὸ χρυσίον, ᾧ ἐπεποίθεισαν ἄνθρωποι, καὶ οὐκ ἔστι τέλος τῆς κτήσεως αὐτῶν, 17 Που είναι εκείνοι, οι οποίοι συλλαμβάνουν και τα πλέον άγρια πτηνά και παίζουν με αυτά; Και όλοι όσοι θησαυρίζουν χρυσίον και αργύριον, εις τα οποία οι άνθρωποι στηρίζουν την πεποίθησιν και τας ελπίδας των και δεν σταματούν ποτέ εργαζόμενοι δια την απόκτησιν των; 17 Ποὺ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δύνανται νὰ συλλαμβάνουν μὲ εὐκολίαν τὰ ἄγρια πτηνὰ καὶ νὰ παίζουν μὲ αὐτά <ἤ, κατ’ ἄλλους: Οἱ οἰωνοσκόποι> καὶ ἐκεῖνοι ποὺ μαζεύουν καὶ θησαυρίζουν τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ χρυσάφι, εἰς τὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἐμπιστοσύνην καὶ στηρίζουν τὴν ἐλπίδα των, καὶ ποτὲ δὲν παύουν ἀπὸ τοῦ νὰ τὰ ἀποκτοῦν;
18 οἱ τὸ ἀργύριον τεκταίνοντες καὶ μεριμνῶντες, καὶ οὐκ ἔστιν ἐξεύρεσις τῶν ἔργων αὐτῶν; 18 Που είναι οι αργυροκόποι και οι χρυσοχόοι, οι οποίοι με πολλήν επιμέλειαν κατεργάζονται τα πολύτιμα αυτά μέταλλα και κατασκευάζουν αναρίθμητα ήδη έργων; 18 Ποὺ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ κατεργάζονται μὲ ὑπομονὴν καὶ ἐπιμέλειαν τὸ ἀσῆμι καὶ μεριμνοῦν συνεχῶς διὰ τὴν συγκέντρωσίν του καὶ κατασκευάζουν μὲ τὴν τέχνην καὶ τὴν ἐξυπνάδα τῶν πάμπολλα εἴδη ἔργων <ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Καὶ οὐδὲν ἴχνος τῶν μυστικῶν τῆς τέχνης τῶν ἠμπορεῖ νὰ εὑρεθῇ>;
19 ἠφανίσθησαν καὶ εἰς ᾅδου κατέβησαν, καὶ ἄλλοι ἀντανέστησαν ἀντ᾿ αὐτῶν. 19 Εξηφανίσθησαν, κατέβηκαν στον άδην, χωρίς να γνωρίσουν την αληθινήν σοφίαν, και άλλοι παρουσιάσθησαν εις την γην αντί εκείνων. 19 Ὅλοι αὐτοὶ ἔχουν ἐξαφανισθῇ, ἀπέθαναν καὶ κατέβησαν εἰς τὸν Ἅδην, καὶ ἄλλοι ἀνεστήθησαν, ἦλθαν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἔλαβαν τὴν θέσιν ἐκείνων.
20 νεώτεροι εἶδον φῶς καὶ κατῴκησαν ἐπὶ τῆς γῆς, ὁδὸν δὲ ἐπιστήμης οὐκ ἔγνωσαν, 20 Νεώτεροι εγεννήθησαν και είδαν το φως του ουρανού και κατώκησαν εις την γην, αλλά και αυτοί δεν εγνώρισαν τον δρόμον της αληθινής επιστήμης και σοφίας. 20 Νεώτερες γενεὲς ἐγεννήθησαν, εἶδαν τὸ αἰσθητὸν φῶς τῆς ζωῆς καὶ ἑκατοίκησαν εἰς τὴν γῆν, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ δὲν ἐγνώρισαν τὸν δρόμον τῆς ἀληθινῆς ἐπιστήμης καὶ σοφίας, δὲν ἐδέχθησαν τὴν ἀκτῖνα τῆς συνέσεως καὶ θεογνωσίας·
21 οὐδὲ συνῆκαν τρίβους αὐτῆς, οὐδὲ ἀντελάβοντο αὐτῆς· οἱ υἱοὶ αὐτῶν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν πόρρω ἐγενήθησαν, 21 Δεν ενόησαν τους δρόμους της, δεν εκράτησαν αυτήν και δεν εστηρίχθησαν επάνω της. Το ιδιο και τα παιδιά των, επλανήθησαν στον δρόμον των, ευρέθησαν μακράν από την αληθινήν σοφίαν. 21 οὔτε ἐκατάλαβαν τοὺς δρόμους της, δὲν τὴν ἐκράτησαν σφικτὰ καὶ δὲν ἐστηρίχθησαν ἐπάνω της. Ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιά των, οἱ ἀπόγονοί των παρεξέκλιναν ἀπὸ τὸν δρόμον των <κατ’ ἄλλην γραφήν: Ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ἀληθινῆς σοφίας> καὶ εὑρέθησαν μακριὰ ἀπὸ αὐτήν.
22 οὐδὲ ἠκούσθη ἐν Χαναάν, οὐδὲ ὤφθη ἐν Θαιμάν, 22 Δεν ηκούσθη να γίνεται λόγος περί αυτής εις την Χαναάν, ούτε εφανερώθη εις την περιοχήν Θαιμάν. 22 Δὲν ἠκούσθη νὰ γίνεται λόγος περὶ τῆς ἀληθινῆς σοφίας εἰς τὴν Χαναὰν μεταξὺ τῶν ὑπερηφανευομένων διὰ σοφίαν Χαναναίων, οὔτε <ἡ σοφία> ἐφανερώθη εἰς τὴν Θαιμὰν
23 οὔτε υἱοὶ ῎Αγαρ, οἱ ἐκζητοῦντες τὴν σύνεσιν ἐπὶ τῆς γῆς, οἱ ἔμποροι τῆς Μερρὰν καὶ Θαιμάν, οἱ μυθολόγοι καὶ οἱ ἐκζητηταὶ τῆς συνέσεως, ὁδὸν τῆς σοφίας οὐκ ἔγνωσαν, οὐδὲ ἐμνήσθησαν τὰς τρίβους αὐτῆς. - 23 Οτε οι απόγονοι της Αγαρ, οι οποίοι εν τούτοις αναζητούν την σοφίαν επάνω εις την γην, ούτε οι έμποροι της Μερράν και της Θαιμάν, οι επινοηταί και ερμηνευταί παραβολών, οι αναζητούντες την σύνεσιν, κανείς από αυτούς δεν έμαθε τον δρόμον της σοφίας, ούτε και ενεθυμήθησαν καν τας οδούς της. 23 οὔτε οἱ ἀπόγονοι τῆς Ἄγαρ, οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦν τὴν σοφίαν καὶ τὴν σύνεσιν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, οὔτε οἱ ἔμποροι τῆς Μερρὰν καὶ τῆς Θαιμάν, οἱ ὁποῖοι ἐπινοοῦν καὶ ἐρμηνεύουν μύθους καὶ παραβολές, καὶ ὅσοι ἀναζητοῦν τὴν σοφίαν καὶ τὴν σύνεσιν, κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν εὑρῆκε καὶ δὲν ἔμαθε τὸν δρόμον τῆς σοφίας, ἀλλ' οὔτε κἂν ἐνεθυμήθησαν τοὺς δρόμους της, τοὺς τρόπους τῆς διδασκαλίας της.
24 ῏Ω ᾿Ισραήλ, ὡς μέγας ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιμήκης ὁ τόπος τῆς κτήσεως αὐτοῦ· 24 Ω Ισραηλιτικέ λαέ, πόσον μέγα και μεγαλοπρεπές είναι το σύμπαν, οίκος αυτός του Θεού! Ποσον αχανής ο τόπος της κυριαρχίας του ! 24 Ὦ Ἰσραήλ, πόσον μεγάλος εἶναι ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸ ἀχανὲς σύμπαν, ἡ κτιστὴ δημιουργία, καὶ πόσον ἀμέτρητος, ἄπειρος καὶ ἀχανὴς ὁ τόπος, ἡ ἔκτασις τῆς κυριαρχίας του!
25 μέγας καὶ οὐκ ἔχει τελευτήν, ὑψηλὸς καὶ ἀμέτρητος. 25 Μέγας, χωρίς τέλος, υψηλός και απροσμέτρητος ! 25 Μέγας καὶ ἀπέραντος, δὲν ἔχει τέλος, ὑψηλὸς καὶ ἀμέτρητος, ἄπειρος!
26 ἐκεῖ ἐγεννήθησαν οἱ γίγαντες οἱ ὀνομαστοὶ οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς, γενόμενοι εὐμεγέθεις, ἐπιστάμενοι πόλεμον. 26 Εις την γην, κατά τους αρχαίους χρόνους, εγεννήθησαν οι ονομαστοί γίγαντες, μεγάλου αναστήματος, ικανοί και έμπειροι στον πόλεμον. 26 Μέσα εἰς τὴν κτίσιν αὐτὴν ἐγεννήθησαν κάποτε οἱ παλαιοὶ περίφημοι γίγαντες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν πανύψηλοι, ἰσχυροί, μεγάλου ἀναστήματος, ἱκανοὶ καὶ ἄξιοι πολεμισταί.
27 οὐ τούτους ἐξελέξατο ὁ Θεὸς οὐδὲ ὁδὸν ἐπιστήμης ἔδωκεν αὐτοῖς· 27 Ο Θεός όμως δεν εξέλεξεν αυτούς, ούτε έδωκεν εις αυτούς σοφίαν και σύνεσιν. 27 Ἀλλ' ὅμως ὁ Θεὸς δὲν ἐδιάλεξε αὐτούς, οὔτε ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς σοφίαν καὶ σύνεσιν.
28 καὶ ἀπώλοντο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν φρόνησιν, ἀπώλοντο διὰ τὴν ἀβουλίαν αὐτῶν. - 28 Εχάθησαν, διότι δεν είχαν σύνεσιν, κατεστράφησαν εξ αιτίας της αφροσύνης των. 28 Διὰ τοῦτο καὶ κατεστράφη ἡ γενεά των, διότι δὲν εἶχαν φρόνησιν καὶ σύνεσιν, ἐχάθησαν ἕνεκα τῆς ἀστοχασίας, ἀνοησίας καὶ ἀφροσύνης των.
29 Τίς ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἔλαβεν αὐτὴν καὶ κατεβίβασεν αὐτὴν ἐκ τῶν νεφελῶν; 29 Ποιός ανέβηκεν στον ουρανόν και επήρε την σοφίαν και την κατεβίδασεν εις την γην κάτω από τα νέφη; 29 Ποῖος ἀνέβη ποτὲ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἔλαβε τὴν σοφίαν καὶ τὴν κατέβασε ἀπὸ τὰ νέφη εἰς τὴν γῆν;
30 τίς διέβη πέραν τῆς θαλάσσης καὶ εὗρεν αὐτὴν καὶ οἴσει αὐτὴν χρυσίου ἐκλεκτοῦ; 30 Ποιός διεπέρασε την θάλασσαν και εύρε την σοφίαν και θα την φέρη θεωρών αυτήν πολυτιμοτέρον και από αυτό το εκλεκτόν χρυσίον; 30 Ποῖος διέσχισε καὶ διεπέρασε τὸν ὠκεανόν, διὰ νὰ τὴν εὕρῃ καὶ τὴν φέρῃ, διότι τὴν ἐθεώρησε πολυτιμότερη καὶ ἀπὸ τὸ καθαρόν, ἐκλεκτὸν χρυσάφι;
31 οὐκ ἔστιν ὁ γινώσκων τὴν ὁδὸν αὐτῆς οὐδὲ ὁ ἐνθυμούμενος τὴν τρίβον αὐτῆς· 31 Δεν υπάρχει κανείς άνθρωπος, που να γνωρίζη καλά την οδόν αυτής, και κανείς που να κατανοή τον δρόμον της. 31 Δὲν ὑπάρχει κανείς, ὁ ὁποῖος νὰ γνωρίζῃ τὸν δρόμον της· αὐτὴ ὑπερβαίνει τὸν ἀνθρώπινον λογισμόν· οὔτε ὑπάρχει κανείς, ὁ ὁποῖος νὰ συλαμβάνῃ μὲ τὴν διάνοιάν του καὶ νὰ κατανοῇ τὰ μονοπάτια της.
32 ἀλλ᾿ ὁ εἰδὼς τὰ πάντα γινώσκει αὐτήν, ἐξεῦρεν αὐτὴν τῇ συνέσει αὐτοῦ· ὁ κατασκευάσας τὴν γῆν εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον, ἐνέπλησεν αὐτὴν κτηνῶν τετραπόδων· 32 Αλλά ο παντογνώστης Θεός γνωρίζει καλώς αυτήν, αυτός εν τη απείρω αυτού συνέσει, την έχει διερευνήσει. Αυτός, ο οποίος εδημιούργησε και εστερεωσε την γην στους αιώνας των αιώνων· αυτός ο οποίος την εγέμισε με διάφορα ζώα· 32 Μόνον ὁ Ἕνας, Ἐκεῖνος, ὁ παντογνώστης Θεὸς τὴν γνωρίζει καλά, Αυτὸς τὴν ἔχει ἐφεύρει καὶ διερευνήσει διὰ τῆς ἀπείρου συνέσεώς του. Αὐτός, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε καὶ ἐστερέωσε τὴν γῆν αἰωνίως, ὁ ὁποῖος τὴν ἐγέμισε μὲ διάφορα ζῶα τετράποδα.
33 ὁ ἀποστέλλων τὸ φῶς, καὶ πορεύεται, ἐκάλεσεν αὐτό, καὶ ὑπήκουσεν αὐτῷ τρόμῳ· 33 αυτός που εξαποστέλλει το φως και πορεύεται, το καλεί και υπακούει αυτό εις αυτόν με τρόμον. 33 Αὐτός, ὁ ὁποῖος ἐξαποστέλλει τὸ φῶς, τοῦτο δὲ ὑπακούει εἰς τὴν ἐντολήν του καὶ πορεύεται· τὸ προσκαλεῖ, καὶ αὐτὸ ὑπακούει εἰς τὴν φωνήν του μὲ τρόμον.
34 οἱ δὲ ἀστέρες ἔλαμψαν ἐν ταῖς φυλακαῖς αὐτῶν καὶ εὐφράνθησαν. 34 Κατόπιν εντολής του έλαμψαν και λάμπουν οι αστέρες εις τας θέσεις των και ευφραίνονται. 34 Τὰ δὲ ἀστέρια κατὰ διαταγήν του ἔλαμψαν καὶ λάμπουν εἰς τὶς ὠρισμένες θέσεις των καὶ κατὰ τὸν ὡρισμένον χρόνον, εὐφραίνονται δὲ γεμᾶτα ἀπὸ χαράν.
35 ἐκάλεσεν αὐτοὺς καὶ εἶπον· πάρεσμεν, ἔλαμψαν μετ᾿ εὐφροσύνης τῷ ποιήσαντι αὐτούς. 35 Προσεκάλεσεν αυτούς και εκείνοι απήντησαν· “έδω είμεθα”. Λαμπουν με ευφροσύνην χάρις εις εκείνον, ο οποίος τους εδημιούργησεν. 35 Προσεκάλεσε τὰ ἄστρα καὶ αὐτὰ ἀπάντησαν: <Ἐδῶ εἴμαστε>! Ἔλαμψαν καὶ λάμπουν μὲ εὐφροσύνην χάριν Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὰ ἐδημιούργησεν.
36 οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν. 36 Αυτός είναι ο Θεός μας· κανείς άλλος δεν ημπορεί να αντιμετρηθή προς αυτόν. 36 Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός μας, ὁ δημιουργὸς πάντων, ὁ κυβερνήτης καὶ ὁ ἡγεμόνας των! Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ συγκριθῇ καὶ ἀναμετρηθῇ μαζί του· κανεὶς δὲν εἶναι ὅμοιος μὲ Αὐτόν.
37 ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδὸν ἐπιστήμης καὶ ἔδωκεν αὐτὴν ᾿Ιακὼβ τῷ παιδὶ αὐτοῦ καὶ ᾿Ισραὴλ τῷ ἠγαπημένῳ ὑπ᾿ αὐτοῦ· 37 Αυτός εύρε και έχει όλην την οδόν της σοφίας και έδωκεν αυτήν στον Ιακώβ, τον δόλον αυτού, στον Ισραήλ, τον ηγαπημένον του. 37 Αὐτός, ἡ πηγὴ τῶν ἀγαθῶν, ἔχει ἐφεύρει ὅλην τὴν διδασκαλίαν τῆς θεογνωσίας καὶ τῆς σοφίας καὶ ἔδωκεν αὐτὴν εἰς τὸν δοῦλον του Ἰακὼβ καὶ εἰς τὸν ἀγαπημένον τοῦ Ἰσραήλ.
38 μετὰ τοῦτο ἐπὶ γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη. 38 Επειτα δε από όλα αυτά, εφανερώθη εις την γην και συνανεστράφη με τους ανθρώπους. 38 Ἔπειτα δὲ ἀπὸ αὐτὸ ἐφανερώθη εἰς τὴν γῆν καὶ σννανεστράφη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.