Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:41
Δύση: 17:13
Σελ. 27 ημ.
362-4
16ος χρόνος, 6159η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΡΟΥΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ οὗτοι οἱ λόγοι τοῦ βιβλίου, οὓς ἔγραψε Βαροὺχ υἱὸς Νηρίου, υἱοῦ Μαασαίου, υἱοῦ Σεδεκίου, υἱοῦ ᾿Ασαδίου, υἱοῦ Χελκίου, ἐν Βαβυλῶνι, 1 Αυτοί, είναι οι λόγοι του βιβλίου, τους οποίους έγραψεν ο Βαρούχ, υιός του Νηρίου, υιού του Μαασαίου, υιού του Σεδεκίου, υιού του Ασαδίου, υιού του Χελκίου εις την Βαβυλώνα, 1 Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι τοῦ βιβλίου, τοὺς ὁποίους κατέστησε γνωστοὺς εἰς τὴν Βαβυλῶνα ὁ Βαρούχ, ὁ υἱὸς τοῦ Νηρίου, ἐγγονὸς τοῦ Μαασαίου καὶ ἀπόγονος τοῦ Σεδεκίου, τοῦ Ἀσαδίου καὶ τοῦ Χελκίου.
2 ἐν τῷ ἔτει τῷ πέμπτῳ, ἐν ἑβδόμῃ τοῦ μηνός, ἐν τῷ καιρῷ, ᾧ ἔλαβον οἱ Χαλδαῖοι τὴν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐνέπρησαν αὐτὴν ἐν πυρί. 2 κατά το πέμπτον έτος, την εβδόμην ημέραν του μηνός, κατά την εποχήν κατά την οποίαν οι Χαλδαιοι εκυρίευσαν την Ιερουσαλήμ και την είχαν παραδώσει στο πυρ. 2 Τοὺς λόγους τούτους ἐδημοσιοποίησεν εἰς τὴν Βαβυλῶνα κατὰ τὸ πέμπτον ἔτος καὶ κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν τοῦ <πέμπτου> μηνός, τὴν χρονικὴν περίοδον κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Χαλδαιοι ἐκυρίευσαν τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν παρέδωσαν εἰς τὴν φωτιά.
3 καὶ ἀνέγνω Βαροὺχ τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου τούτου ἐν ὠσὶν ᾿Ιεχονίου, υἱοῦ ᾿Ιωακεὶμ βασιλέως ᾿Ιούδα καὶ ἐν ὠσὶ παντὸς τοῦ λαοῦ τῶν ἐρχομένων πρὸς τὴν βίβλον 3 Ο Βαρούχ ανέγνωσε τους λόγους του βιβλίου τούτου εις επήκοον του 'Ιεχονιου, υιού του Ιωακείμ, βασιλέως του Ιούδα, και εις επήκοον παντός του λαού, όλων εκείνων οι οποίοι είχον έλθει, δια να ακούσουν το βιβλίον τούτο. 3 Καὶ ὁ Βαροὺχ ἀνέγνωσε τὸ περιεχόμενον τοῦ βιβλίου τούτου, ὥστε νὰ ἀκουσθῇ ἀπὸ τὸν αἰχμάλωτον βασιλιᾶ Ἰεχονίαν <ἢ Ἰωαχίμ>, ὁ ὁποῖος ἦταν υἱὸς τοῦ Ἰωακείμ <ἢ Ἰωακίμ), βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα, ἀλλὰ καὶ εἰς ἐπήκοον ὅλου τοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν διὰ νὰ ἀκούσουν τὸ περιεχόμενον τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.
4 καὶ ἐν ὠσὶ τῶν δυνατῶν καὶ υἱῶν τῶν βασιλέων καὶ ἐν ὠσὶ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἐν ὠσὶ παντὸς τοῦ λαοῦ, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, πάντων τῶν κατοικούντων ἐν Βαβυλῶνι ἐπὶ ποταμοῦ Σούδ. 4 Ανεγνώσθη επίσης το βιβλίον αυτό εις επήκοον των επισήμων Ιουδαίων, των πριγκήπων και των καταγομένων από βασιλικόν γένος, των πρεσβυτέρων, και εις επήκοον όλου του λαού από μικρού έως μεγάλου· εις επήκοον δηλαδή όλων των Ιουδαίων, οι οποίοι κατοικούσαν εις την Βαβυλώνα πλησίον του ποταμού Σούδ. 4 Τὸ βιβλίον ἀνεγνώσθη ἐπίσης εἰς ἐπήκοον τῶν ἐπισήμων <ἀξιωματούχων, αὐλικῶν κλπ.> καὶ τῶν πριγκίπων καὶ τῶν πρεσβυτέρων <γεροντοτέρων>, ὅπως ἐπίσης καὶ εἰς ἐπήκοον ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου. Δηλαδὴ τὸ περιεχόμενον τοῦ βιβλίου ἀνεγνώσθη ἐνώπιον ὅλων τῶν Ἰουδαίων αἰχμαλώτων, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα πλησίον τοῦ ποταμοῦ Σούδ.
5 καὶ ἔκλαιον καὶ ἐνήστευον καὶ ηὔχοντο ἐναντίον Κυρίου 5 Εκεί οι Ιουδαίοι έκλαιαν, ενήστευαν και προσηύχοντο προς τον Κυριον. 5 Ὁ Βαροὺχ ἐπέτυχε τὸν σκοπόν του. Διότι ἡ ἀνάγνωσις τοῦ κειμένου τοῦ βιβλίου συνεκλόνισε τοὺς αἰχμαλώτους Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἔκλαιαν καὶ ἐνήστευαν καὶ προσηύχοντο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου
6 καὶ συνήγαγον ἀργύριον, καθὰ ἑκάστου ἠδύνατο ἡ χείρ, 6 Από έρανον δε μεταξύ των συνεκέντρωσαν αργύριον, όσον ημπορούσεν ο καθένας από αυτούς να εισφέρη. 6 καὶ συνεκέντρωσαν τόσον ἀργύριον <ἀσῆμι>, ὅσον ἠμποροῦσε νὰ προσφέρῃ ὁ καθένας των,
7 καὶ ἀπέστειλαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ πρὸς ᾿Ιωακεὶμ υἱὸν Χελκίου, υἱοῦ Σαλώμ, τὸν ἱερέα, καὶ πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ πρὸς πάντα τὸν λαόν, τοὺς εὑρεθέντας μετ᾿ αὐτοῦ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ 7 Εστειλαν κατόπιν αυτό εις την Ιερουσαλήμ προς τον αρχιερέα Ιωακείμ, υιόν του Χελκίου, υιού του Σαλώμ, και προς τους άλλους ιερείς και προς όλον τον λαόν, προς αυτούς, οι οποίοι ευρίσκοντο ακόμη μαζή με τον αρχιερέα εις την Ιερουσαλήμ. 7 καὶ τὸ ἀπέστειλαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὸν ἀρχιερέα Ἰωακείμ, υἱοῦ τοῦ Χελκίου καὶ ἔγγονον τοῦ Σαλώμ, καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἱερεῖς καὶ πρὸς ὅλον τὸν λαόν, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο ἀκόμη μαζί του εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
8 ἐν τῷ λαβεῖν αὐτὸν τὰ σκεύη οἴκου Κυρίου, τὰ ἐξενεχθέντα ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀποστρέψαι εἰς γῆν ᾿Ιούδα, τῇ δεκάτῃ τοῦ Σειουάν, σκεύη ἀργυρᾶ, ἃ ἐποίησε Σεδεκίας υἱὸς ᾿Ιωσία βασιλεὺς ᾿Ιούδα 8 Αυτό έγινεν, όταν ο Βαρούχ επήρε τα σκεύη του ναού του Κυρίου, τα οποία άλλοτε είχαν αφαιρεθή από τον ναόν, δια να τα επαναφέρη εις την Ιουδαίαν κατά την δεκάτην του μηνός Σειουάν. Τα ιερά αυτά αργυρά σκεύη είχαν κατασκευασθή κατά διαταγήν του Σεδεκίου, βασιλέως της Ιουδαίας, υιού του Ιωσία, 8 Ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ τοῦ ἀργυρίου ποὺ συνεκεντρώθη ἔγινε, ὅταν ὁ Βαροὺχ παρέλαβε τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἀφαιρέσει παλαιότερα οἱ Χαλδαῖοι ἀπὸ τὸν Ναόν, διὰ νὰ τὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας κατὰ τὴν δεκάτην ἡμέραν τοῦ μηνὸς Σειουάν <ὁ ὁποῖος ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν ἰδικόν μας Μάϊον - Ἰούνιον>. Τὰ ἱερὰ αὐτὰ σκεύη ἦσαν ἀργυρᾶ, κατεσκευάσθησαν δὲ κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Σεδεκία, υἱοῦ τοῦ Ἰωσία, βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα,
9 μετὰ τὸ ἀποικίσαι Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλῶνος τὸν ᾿Ιεχονίαν καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς δεσμώτας καὶ τοὺς δυνατοὺς καὶ τὸν λαὸν τῆς γῆς ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Βαβυλῶνα· 9 μετά τον αποικισμόν υπό του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαδυλώνος, του Ιεχονίου και των Ιουδαίων αρχόντων, των δεσμίων αυτών αιχμαλώτων, των άλλων επισήμων Ιουδαίων και του υπολοίπου λαού της χώρας, οι οποίοι ωδηγήθησαν από την Ιερουσαλήμ εις την Βαβυλώνα. 9 μετὰ τὴν σύλληψιν καὶ μεταφορὰν ἐκ μέρους τοῦ Ναβουχοδονόσορος, βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, τοῦ βασιλιᾶ Ἰεχονία καὶ τῶν ἀρχόντων <ἀνωτέρων ἀξιωματούχων τῆς αὐλῆς> καὶ τῶν αἰχμαλώτων καὶ τῶν ἐπισήμων Ἰουδαίων καὶ τοῦ ἄλλου λαοῦ τῆς χώρας, οἱ ὁποῖοι ὠδηγήθησαν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
10 καὶ εἶπαν· ἰδοὺ ἀπεστείλαμεν πρὸς ὑμᾶς ἀργύριον, καὶ ἀγοράσατε τοῦ ἀργυρίου ὁλοκαυτώματα καὶ περὶ ἁμαρτίας καὶ λίβανον καὶ ποιήσατε μάννα καὶ ἀνοίσατε ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν 10 Οι Ιουδαίοι της Βαβυλώνος έγραψαν επιστολήν και είπαν· Ιδού στέλλομεν προς σας αυτό το αργύριον. Αγοράσατε έε αυτό εκλεκτά ζώα, δπως ορίζει ο Νομος, δια να προσφέρετε ολοκαυτώματα και εξιλαστηρίους θυσίας δια τας αμαρτίας μας και λίβανον. Καμετε προσφοράς και προσφέρατε στο θυσιαστήριον Κυρίου του Θεού μας. 10 Οἱ δὲ αἰχμάλωτοι Ἰουδαῖοι εἰς τὴν Βαβυλῶνα ἔγραψαν πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἦσαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα: <Ἰδού, σᾶς ἀποστέλλομεν ἀργύριον <ἀσῆμι>· μὲ αὐτὸ νὰ ἀγοράσετε ζῶα, τὰ ὁποῖα νὰ προσφέρετε θυσίαν ὁλοκαυτώματος καὶ θυσίαν ἐξιλαστήριον διὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ λίβανον κάμετε ἐπίσης προσφορὲς καὶ προσφέρετέ τις εἰς τὸ θυσιαστήριον Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας.
11 καὶ προσεύξασθε περὶ τῆς ζωῆς Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλῶνος καὶ εἰς ζωὴν Βαλτάσαρ υἱοῦ αὐτοῦ, ἵνα ὦσιν αἱ ἡμέραι αὐτῶν ὡς αἱ ἡμέραι τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. 11 Προσευχηθήτε υπέρ της ζωής του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαβυλώνος και της ζωής Βαλτάσαρ του υιού του, δια να είναι αι ημέραι αυτών, όπως είναι αι ημέραι του ουρανού επί της γης. 11 Ἀκόμη προσευχηθῆτε ὑπὲρ μακροημερεύσεως τῆς ζωῆς τοῦ Ναβουχοδονόσορος, βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, καὶ ὑπὲρ μακρυημερεύσεως τῆς ζωῆς τοῦ Βαλτάσαρ, τοῦ υἱοῦ του, διὰ νὰ εἶναι οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς των ἐπὶ τῆς γῆς ὡσὰν τὶς ἡμέρες τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν γηράσκει ποτέ.
12 καὶ δώσει Κύριος ἰσχὺν ἡμῖν καὶ φωτίσει τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν, καὶ ζησόμεθα ὑπὸ τὴν σκιὰν Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλῶνος καὶ ὑπὸ τὴν σκιὰν Βαλτάσαρ υἱοῦ αὐτοῦ καὶ δουλεύσομεν αὐτοῖς ἡμέρας πολλὰς καὶ εὑρήσομεν χάριν ἐναντίον αὐτῶν. 12 Ο δε Κυριος θα δώση εις ημάς δύναμιν και θα φωτίση τους οφθαλμούς μας, ώστε να ζήσωμεν υπό την σκέπην του Ναβουχοδονόσορος βασιλέως της Βαβυλώνος και υπό την σκέπην του υιού αυτού Βαλτάσαρ. Να τους υπηρετήσωμεν ως δούλοι επί πολύν χρόνον και να έχωμεν την ευμένειαν των. 12 Καὶ ὁ Κύριος θὰ μᾶς δώσῃ δύναμιν καὶ θὰ φωτίσῃ τοὺς ὀφθαλμούς μας <θὰ γίνῃ ὁ ὁδηγός μας> καὶ θὰ ζήσωμεν κάτω ἀπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Ναβουχοδονόσορος, βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, καὶ κάτω ἀπὸ τὴν προστασίαν τὸν Βαλτάσαρ, τοῦ υἱοῦ του, θὰ εἴμεθα δὲ ὑποτελεῖς καὶ νομοταγεῖς εἰς αὐτοὺς ἐπὶ πολὺν χρόνον καὶ θὰ ἔχωμεν τὴν εὔνοιάν των.
13 καὶ προσεύξασθε περὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ὅτι ἡμάρτομεν τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν, καὶ οὐκ ἀπέστρεψεν ὁ θυμὸς Κυρίου καὶ ἡ ὀργὴ αὐτοῦ ἀφ᾿ ἡμῶν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 13 Προσευχηθήτε επίσης και υπέρ ημών προς Κυριον τον Θεόν μας, διότι ημαρτήσαμεν ενώπιον Κυρίου του Θεο μας, ο δε θυμός και η οργή του δεν απεμακρύνθη από ημάς μέχρι της ημέρας αυτής. 13 Προσευχηθῆτε ἐπίσης καὶ ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν Κύριον τὸν Θεόν μας, διότι ἔχομεν ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, μέχρι δὲ τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ποὺ σᾶς γράφομεν, δὲν ἀπεμακρύνθη ὁ θυμὸς τοῦ Κυρίου καὶ ἡ δικαία ὀργή του ἀπὸ ἡμᾶς.
14 καὶ ἀναγνώσεσθε τὸ βιβλίον τοῦτο, ὃ ἀπεστείλαμεν πρὸς ὑμᾶς, ἐξαγορεῦσαι ἐν οἴκῳ Κυρίου ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς καὶ ἐν ἡμέραις καιροῦ, 14 Να αναγνώσετε επίσης το βιβλίον τούτο, το οποίον σας στέλλομεν, και να κάμετε δημοσίαν εξαγόρευσιν στον ναόν του Κυρίου κατά την ημέραν της εορτής, κατά τας ημέρας της συγκεντρώσεως 14 Τέλος, νὰ ἀναγνώσετε τὸ βιβλίον τοῦτο, τὸ ὁποῖον σᾶς ἀποστέλλομεν, καὶ νὰ κάμετε δημοσίαν ἀνάγνωσιν καὶ ὁμολογίαν μὲ αἰσθήματα μετανοίας εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς <τῆς Σκηνοπηγίας> καὶ τὶς ἡμέρες τῆς δημοσίας συγκεντρώσεως>.
15 καὶ ἐρεῖτε· Τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν ἡ δικαιοσύνη, ἡμῖν δὲ αἰσχύνη τῶν προσώπων ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, ἀνθρώπῳ ᾿Ιούδα καὶ τοῖς κατοικοῦσιν ῾Ιερουσαλὴμ 15 και θα πήτε· Εις τον Κυριον τον Θεόν μας ανήκει και υπάρχει η δικαιοσύνη, εις ημάς δε η εντροπή των προσώπων μας, όπως βλέπομεν κατά την ημέραν αυτήν. Η αισχύνη αυτή ανήκει εις κάθε άνθρωπον της Ιουδαίας και στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, 15 <Κατὰ τὴν δημοσίαν ἐξομολόγησιν σας θὰ εἴπητε: Εἰς τὸν Κύριον τὸν Θεὸν ἠμῶν ἀνήκει ἡ δικαιοσύνη <δίκαια ἐνήργησεν ἀπέναντι ἠμῶν τῶν ἀποστατῶν ὁ Θεός>, εἰς ἡμᾶς δὲ ἀνήκει ἡ καταισχύνῃ, ποὺ μᾶς ἀναγκάζει νὰ ρίπτωμεν κάτω κατακόκκινον τὸ πρόσωπόν μας, ὅπως συμβαίνει σήμερα! <Δίκαια εἴμεθα σήμερα ταπεινωμένοι καὶ ὑπόδουλοι εἰς τὴν Βαβυλῶνα>. Ἡ ἐντροπὴ αὐτὴ ἀνήκει εἰς κάθε Ἰουδαῖον καὶ εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ·
16 καὶ τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν καὶ τοῖς ἄρχουσιν ἡμῶν καὶ τοῖς ἱερεῦσιν ἡμῶν καὶ τοῖς προφήταις ἡμῶν καὶ τοῖς πατράσιν ἡμῶν, 16 στους βασιλείς μας και στους άρχοντας μας, στους ιερείς μας και στους προφήτας μας και στους πατέρας μας, 16 ἀνήκει καὶ εἰς τοὺς βασιλεῖς μας καὶ εἰς τοὺς ἄρχοντάς μας καὶ εἰς τοὺς ἱερεῖς μας καὶ εἰς τοὺς προφήτας μας καὶ εἰς τοὺς πατέρας μας.
17 ὧν ἡμάρτομεν ἔναντι Κυρίου 17 διότι ημαρτήσαμεν ενώπιον του Κυρίου. 17 Διότι ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ ἀπεστατήσαμεν καὶ ἁμαρτήσαμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου·
18 καὶ ἠπειθήσαμεν αὐτῷ καὶ οὐκ ἠκούσαμεν τῆς φωνῆς Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν πορεύεσθαι τοῖς προστάγμασι Κυρίου, οἷς ἔδωκε κατὰ πρόσωπον ἡμῶν. 18 Εφάνημεν απειθείς εις αυτόν και δεν υπηκούσαμεν εις την φωνήν Κυρίου του Θεού μας, να ζήσωμεν και να πορευθώμεν σύμφωνα με τα προστάγματα του Κυρίου, τα οποία έδοκεν ενώπιον μας. 18 ἐδείξαμεν δὲ ἀνυπακοὴν εἰς Αὐτὸν καὶ δὲν ἐπειθαρχήσαμεν εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τὸν Θεοῦ μας, νὰ βαδίσωμεν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου, τὰ ὁποῖα ἔδωκεν ἐνώπιόν μας.
19 ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἐξήγαγε Κύριος τοὺς πατέρας ἡμῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου, καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης ἤμεθα ἀπειθοῦντες πρὸς Κύριον Θεὸν ἡμῶν καὶ ἐσχεδιάζομεν πρὸς τὸ μὴ ἀκούειν τῆς φωνῆς αὐτοῦ. 19 Από την ημέραν, που ο Κυριος έβγαλεν ελευθέρους τους πατέρας μας από την χώραν της Αιγύπτου μέχρι της ημέρας αυτής, υπήρξαμεν εν συνεχεία απειθείς προς Κυριον τον Θεόν μας, εσκεπτόμεθα και κατεστρώναμεν σχέδια, να μη υπακούσωμεν εις την φωνήν του Κυρίου. 19 Ἀπὸ τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν δουλείαν καὶ ἔβγαλε τοὺς προπάτοράς μας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ μέχρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἤμεθα ἀνυπάκουοι ἀπέναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, ἐπινοούσαμε δὲ διάφορα εἴδη ἁμαρτημάτων, προφασιζόμενοι διαφορες αἰτίες, ὥστε νὰ μὴ ὑπακούωμεν εἰς τὴν φωνήν του καὶ νὰ ἀπομακρυνώμεθα ἀπὸ Αὐτόν.
20 καὶ ἐκολλήθη εἰς ἡμᾶς τὰ κακὰ καὶ ἡ ἀρά, ἣν συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ παιδὶ αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐξήγαγε τοὺς πατέρας ἡμῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου δοῦναι ἡμῖν γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη. 20 Εξ αιτίας αυτών εκολλήθησαν επάνω μας αι συμφοραί και η κατάρα, όπως είχεν ορίσει ο Κυριος στον δούλον του τον Μωϋσέα κατά την ημέραν, κατά την οποίαν εβγαλεν ελευθέρους τους πατέρας μας από την χώραν της Αιγύπτου, δια να δώση εις ημάς γην ρέουσαν γάλα και μέλι, όπως βλέπομεν κατά την ημέραν αυτήν. 20 Ἀποτέλεσμα δὲ τῆς ἀνυπακοῆς αὐτῆς ἦταν νὰ δρέπωμεν τώρα τοὺς πικροὺς καρπούς της. Τοιουτοτρόπως μᾶς ἐκτύπησαν, κυριολεκτικὰ ἐκόλλησαν ἐπάνω μας, ὅπως διαπιστώνομεν σήμερα, ὅλες αὐτὲς οἱ δυστυχίες καὶ ἡ κατάρα, τὴν ὁποίαν ἐξήγγειλε καὶ ὥρισεν ὁ Κύριος διὰ τοῦ δούλου τοῦ Μωϋσῆ τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν δουλείαν καὶ ἔβγαλε τοὺς προπάτοράς μας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ μᾶς δώσῃ χώραν τόσον πλουσίαν καὶ εὔφορον, ὥστε νὰ ἀναβρύζῃ ἀπὸ αὐτὴν γάλα καὶ μέλι.
21 καὶ οὐκ ἠκούσαμεν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν κατὰ πάντας τοὺς λόγους τῶν προφητῶν, ὧν ἀπέστειλε πρὸς ἡμᾶς, 21 Δεν υπηκούσαμεν εις την εντολήν του Κυρίου και Θεού μας, σύμφωνα και με όλους τους λόγους των προφητών, τους οποίους εκείνος έστειλε προς ημάς. 21 Δὲν ὑπακούσαμε ὅμως καὶ εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, τὴν ὁποίαν μᾶς διεβίβασε δι’ ὅλων τῶν λόγων καὶ τῶν κηρυγμάτων τῶν προφητῶν, τοὺς ὁποίους ἀπέστειλε πρὸς ἡμᾶς.
22 καὶ ᾠχόμεθα ἕκαστος ἐν διανοίᾳ καρδίας αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς ἐργάζεσθαι θεοῖς ἑτέροις, ποιῆσαι τὰ κακὰ κατ᾿ ὀφθαλμοὺς Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν. 22 Απεμακρύνθημεν ο καθένας από τον Θεόν, σύμφωνα με τας πονηράς επιθυμίας της διεφθαρμένης του καρδίας, δια να λατρεύσωμεν ξένους θεούς και να διαπράξωμεν τα κακά ενώπιον των οφθαλμών Κυρίου του Θεού μας. 22 Ἀντ’ αὐτοῦ ἀπεμακρύνθημεν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὁ καθένας μας ἐπολιτεύθη σύμφωνα μὲ τὶς ἐσώτατες πονηρὲς κλίσεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῆς διεφθαρμένης καρδίας του, διὰ νὰ λατρεύῃ ὄχι τὸν μόνον ζωντανὸν καὶ ἀληθινὸν Θεόν, ἀλλ’ ἄλλους θεούς, εἰδωλολατρικούς· διὰ τοῦ τρόπου δὲ αὐτοῦ νὰ ἐργάζεται τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἀποστασίαν ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας>.