Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΤΙΣ δῴη σε, ἀδελφιδέ μου, θηλάζοντα μαστούς μητρός σου; εὑροῦσά σε ἔξω φιλήσω σε, καί γε οὐκ ἐξουδενώσουσί μοι. | 1 Και αν ήσουνα αδελφός μου ομογάλακτος, που θα εθήλαζες τους μαστούς της ίδιας μητρός, και σε εύρισκα έξω, θα σε εφιλούσα και κανείς δεν θα με κατηγορούσε δι' αυτό. | 1 Ποῖος, πολυαγαπημένε μου, θὰ σὲ ἔδιδεν εἰς ἐμὲ ἀδελφόν, ὥστε νὰ εἶχες θηλάσει τοὺς ἰδίους μαστοὺς τῆς μητέρας μου, τοὺς ὁποίους ἐθήλασα καὶ ἐγώ; Τότε, ὅταν σὲ συναντοῦσα καὶ ἔξω, θὰ σὲ φιλοῦσα ἐλεύθερα καὶ μὲ ὅλην τὴν ἀγάπην μου ἐμπρὸς εἰς ὅλους, χωρὶς νὰ παρεξηγηθῶ καὶ νὰ περιφρονηθῶ ἀπὸ κανένα. (Εὐχὴ τῆς Συναγωγῆς πρὸ τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ἐπιποθούσης τὴν ἔλευσιν τοῦ Μεσσίου καὶ τὴν ἐν πάσῃ οἰκειότητι ἀναστροφὴν μετ’ αὐτοῦ). |
2 παραλήψομαί σε, εἰσάξω σε εἰς οἶκον μητρός μου καὶ εἰς ταμιεῖον τῆς συλλαβούσης με· ποτιῶ σε ἀπὸ οἴνου τοῦ μυρεψικοῦ, ἀπὸ νάματος ροῶν μου. | 2 Δεν είμαι όμως αδελφή σου. Δια τούτο θα σε παρώ ως νυμφίον μου. Θα σε οδηγήσω στον οίκον της μητρός μου, στο εσωτερικώτερον δωμάτιον αυτής, η οποία με συνέλαβε και με εγέννησεν. Εκεί θα σε ποτίζω με ευώδη οίνον, με το νάμα από τα ρόϊδια μου. | 2 Ἀλλὰ καὶ τώρα θὰ σὲ παραλάβω ὡς Νυμφίον μου, θὰ σὲ εἰσαγάγω εἰς τὸν οἶκον τῆς μητέρας μου καὶ εἰς τὸ ἰδιαίτερον δωμάτιον αὐτῆς, ποὺ μὲ συνέλαβε καὶ μὲ ἐγέννησε· θὰ σοῦ προσφέρω νὰ πίῃς οἶνον εὐώδη καὶ μοσχάτον, ποτὸν κατεσκευασμένον ἀπὸ τὰ ρόδια μου, σύμβολα τῶν ἀρετῶν, τὰς ὁποίας πᾶσα ἀφωσιωμένη ψυχὴ ἔχει νὰ ἐπιδείξῃ εἰς τὸν Νυμφίον της. (Οἱ λόγοι οὗτοι ἀποτελοῦν καὶ ὑπόσχεσιν τῆς γνησίας Συναγωγῆς, ἥτις ἐτήρησε ταύτην, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἀπιστήσαντας καὶ μὴ παραλαβόντας τὸν Μεσσίαν ὁμοεθνεῖς). |
3 εὐώνυμος αὐτοῦ ὑπὸ τὴν κεφαλήν μου, καὶ ἡ δεξιὰ αὐτοῦ περιλήψεταί με. | 3 Εκεί το αριστερό χέρι του αγαπητού μου θα ευρίσκεται κάτω από την κεφαλήν μου και το δεξιό του θα με εναγκαλίζεσαι. | 3 Ἡ ἀριστερά του χεὶρ θὰ ἐκταθῇ ὑπὸ τὴν κεφαλήν μου καὶ ἡ δεξιά του χεὶρ θὰ μὲ ἐναγκαλισθῇ. |
4 ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες ῾Ιερουσαλήμ, ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ ἐὰν ἐγείρητε καὶ ἐὰν ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην, ἕως ἂν θελήσῃ. | 4 Σας εξορκίζω, θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, εις τας δυνάμεις της φύσεως, εις τας ωραιότητας του αγρού, μη ανησυχήσετε, μη εξυπνήσετε την αγάπην μου. Αφήσατε την να κοιμηθή όσον θέλει. | 4 Σᾶς ἐξορκιζω, ὦ θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, εἰς τὰς ἰσχυρὰς δυνάμεις, ποὺ συγκρατοῦν κατὰ τὸ θεῖον θέλημα τὸν κόσμον, νὰ μὴ ἐξυπνήσετε καὶ νὰ μὴ σηκώσετε τὴν ἀγάπην μου, ἀλλ’ ἀφήσατέ την νὰ κοιμηθῇ, ὅσην ὥραν θελήσῃ. |
5 Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐπιστηριζομένη ἐπὶ τὸν ἀδελφιδόν αὐτῆς; ὑπὸ μῆλον ἐξήγειρά σε· ἐκεῖ ὠδίνησέ σε ἡ μήτηρ σου, ἐκεῖ ὠδίνησέ σε ἡ τεκοῦσά σε. | 5 Ποιά είναι αυτή που ανεβαίνει από την έρημον, στολισμένη σαν με ολόλευκα άνθη στηριζομένη στον αγαπητόν της; Κατω από την μηλιά σε εξυπνησα. Εκεί ευρήκαν την μητέρα σου αι ωδίνες του τοκετού. Εκεί έπιασαν πόνοι του τοκετού εκείνην, που σε εγέννησε. | 5 Ποία εἶναι αὐτή, ποὺ ἀναβαίνει μὲ ἀπαστράπτουσαν λευκότητα, στηριζομένη εἰς τὸν ἠγαπημένον ἀδελφόν της; Ἐρωτᾷ ἐν θαυμασμῷ ὁ χορὸς τῶν νεανίδων, ὁ συμβολίζων τὰς ἄνω δυνάμεις ἐκπληττομένας διὰ τὴν τοιαύτην ἐν ἀνθρώποις μεταβολήν. Ὑπὸ τὸ δένδρον τῆς μηλέας (σύμβολον τοῦ δένδρου τῆς παρακοῆς), ὅπου ἐκοιμᾶσο, σὲ ἐξύπνησα, λέγει ὁ Νυμφίος. Ἐκεῖ σὲ συνέλαβεν ἡ παραβᾶσα ἐν τῷ παραδείσῳ τὴν πρώτην ἐντολὴν Προμήτωρ. Καὶ ἐκεῖ, ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ, σὲ ἀνέστησα ἀπὸ τὸν ζοφερὸν ὕπνον τοῦ θανάτου. |
6 θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου, ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου· ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη, σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος· περίπτερα αὐτῆς περίπτερα πυρός, φλόγες αὐτῆς· | 6 Βαλε με ωσάν σφραγίδα μέσα εις την καρδιάν σου, δια να με αισθάνεσαι μαζή σου πάντοτε. Ωσάν σφραγίδα στον βραχίονά σου, δια να με βλέπης. Διότι η αγάπη είναι εξ ίσου ισχυρά, όπως και ο θάνατος. Η φλόγα της αχόρταστη, όπως αχόρταστος είναι ο άδης. Οι γύρω ακτινοβόλοι σπινθηρισμοί της ωσάν τα σπινθοβολήματα του πυρός. Αι φλόγες αυτής ωσάν το πυρ. | 6 Θέσε με σὰν σφραγῖδα εἰς τὴν καρδίαν σου. Ἡ πρὸς ἐμὲ ἀγάπη σου ἂς παραμένῃ βεβαία καὶ ἀμετάκλητος ὡς ἔγγραφον ὑποσχέσεως ἐπικυρωμένον διὰ σφραγῖδος ἀνεξαλείπτου. Βάλε με σὰν σφραγῖδα εἰς τὸν βραχίονά σου, ὥστε νὰ προβάλλεται αὕτη εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς ὅλων. Διότι ἡ ἀγάπη εἶναι ἰσχυρὰ καὶ ἀκαταμάχητος σὰν τὸν θάνατον, καὶ ἡ ἐκ τῆς ἀγάπης ζηλοτυπία εἶναι σκληρὰ σὰν τὸν ᾅδην. Πρὸς τὰ δεινὰ τοῦ θανάτου μόνον παραβάλλονται τὰ ὅσα ὑποφέρει ἡ ψυχή, ποὺ ἠγάπησε καὶ χωρίζεται ἀπὸ τὸν ἀγαπημένον της. Οἱ σπίθες δέ, ποὺ σὰν πτερὰ ἐκτινάσσονται ἀπὸ τὴν ἀγάπην, εἶναι πτερὰ πύρινα καὶ φλόγες πυρός. |
7 ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην, καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν. ἐὰν δῷ ἀνὴρ πάντα τὸν βίον αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐξουδενώσει ἐξουδενώσουσιν αὐτόν. | 7 Οσον πολύ και αν είναι το νερό, δεν ημπορεί να σβήση την φλόγα της αγάπης. Και αυτοί ακόμα οι ποταμοί δεν μπορούν να την πλημυρίσουν και να την πνίξουν. Εάν πλημμυρισμένος από αγάπην ο άνδρας δώση όλην την περιουσίαν του, δια να την εξαγόραση, θα τον ελεινολογήσουν και θα τον εξευτελίσουν οι άλλοι. Διότι η αγάπη δεν αγοράζεται. | 7 Νερὸ πολὺ δὲν δύναται νὰ σβήσῃ τὴν ἀγάπην. Καὶ ποταμοὶ δὲν θὰ τὴν πλημμυρήσουν καὶ δὲν θὰ τὴν καταπνίξουν. Καὶ οἰοσδήποτε κατακλυσμὸς δεινῶν καὶ διωγμῶν δὲν ἠμπορεῖ νὰ ψυχράνῃ ἢ νὰ μειώσῃ τὴν ἀγάπην. Ἡ ἀγάπη δὲν ἀγοράζεται μὲ χρήματα. Καὶ ἐὰν κάποιος δώσῃ τὴν περιουσίαν του ὁλόκληρον διὰ νὰ ἑξαγοράσῃ τὴν ἀγάπην, μὲ ἐσχάτην καταφρόνησιν θὰ τὸν περιφρονήσουν. |
8 ἀδελφὴ ἡμῶν μικρὰ καὶ μαστοὺς οὐκ ἔχει· τί ποιήσωμεν τῇ ἀδελφῇ ἡμῶν ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐὰν λαληθῇ ἐν αὐτῇ; | 8 Οι αδελφοί της νύμφης έλεγαν κάποτε δι' αυτήν· η αδελφή μας είναι μικρή, μαστούς δεν έχει. Τι θα κάνωμεν δια την αδελφήν μας κατά την ημέραν, κατά την οποίαν ήθελε γίνει λόγος εις αυτήν δια γάμον; | 8 Ἡ ἀδελφή μας εἶναι ἀνήλικος καὶ ἄωρος διὰ γάμον, ἀφοῦ δὲν ἔχει ἀκόμη μαστούς, λέγουν οἱ ἀδελφοὶ τῆς Νύμφης. Τί θὰ κάμωμεν διὰ τὴν ἀδελφήν μας κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ γίνῃ λόγος γάμου περὶ αὐτῆς; |
9 εἰ τεῖχός ἐστιν, οἰκοδομήσωμεν ἐπ᾿ αὐτὴν ἐπάλξεις ἀργυρᾶς· καὶ εἰ θύρα ἐστί, διαγράψωμεν ἐπ᾿ αὐτὴν σανίδα κεδρίνην. | 9 Εάν αυτή φανή στους πειρασμούς ως τείχος απόρθητον, θα οικοδομήσωμεν επάνω εις αυτήν αργυράς επάλξεις προς βράβευσίν της. Εάν όμώς φανή ως ανοικτή θύρα δια τον οιονδήποτε, θα την περικλείσωμεν και θα την περιορίσωμεν με σανίδας κέδρου. | 9 Ἐὰν αὕτη ἀποδειχθῇ εἰς τὰς προσβολὰς καὶ τοὺς πειρασμοὺς ὅτι εἶναι τεῖχος, λέγουν οἱ ἀδελφοὶ τῆς Νύμφης, θὰ οἰκοδομήσωμεν ἐπ’ αὐτῆς ἐπάλξεις ἀργυρᾶς εἰς ἐπιβράβευσιν τῆς σωφροσύνης της καὶ κατοχύρωσιν τῆς ἀρετῆς της. Ἐὰν φανῇ ὅτι εἶναι θύρα ἀνοικτή, ὥστε ἐλευθέρα νὰ εἰσέρχεται οἱοσδήποτε εἰς αὐτήν, θὰ τὴν κλείσωμεν μὲ σανίδας ἀπὸ κέδρον. |
10 ἐγὼ τεῖχος, καὶ μαστοί μου ὡς πύργοι· ἐγὼ ἤμην ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν ὡς εὑρίσκουσα εἰρήνην. | 10 Εγώ πράγματι υπήρξα τείχος απόρθητον και οι μαστοί μου ωσάν πύργοι απλησίαστοι. Ετσι εγώ ήμουνα άσπιλος και ηρωϊκή ενώπιον των αδελφών μου και ενώπιον του Σολομώντος. Και δια τούτο ευρήκα τώρα την ειρήνην και την χαράν κοντά στον νυμφίον μου. | 10 Ἐγὼ εἶμαι τεῖχος ἀπόρθητον καὶ οἱ μαστοί μου σὰν πύργοι, ποὺ δὲν πλησιάζονται. Καὶ ἀφ’ ὅτου μὲ ἐγνώρισεν ὁ Νυμφίος, ηὗρα χάριν καὶ εἰρήνην εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του. |
11 ἀμπελὼν ἐγενήθη τῷ Σαλωμὼν ἐν Βεελαμών· ἔδωκε τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ τοῖς τηροῦσιν, ἀνὴρ οἴσει ἐν καρπῷ αὐτοῦ χιλίους ἀργυρίου. | 11 Αμπελον απέκτησεν ο Σολομών εις Βεελαμών και παρέδωκεν αυτήν στους φύλακας και τους αμπελουργούς. Καθε αμπελουργός θα δίδη στον Σολομώντα από τους καρπούς του αμπελώνος χιλίους αργυρούς σίκλους. | 11 Ἄμπελον ἐκτεταμένην ἀπέκτησεν ὁ ὑπὸ τοῦ Σολομῶντος συμβολιζόμενος Νυμφίος εἰς Βεελαμών (ἄγνωστον τοποθεσίαν σημαίνουσαν τὰ ἔθνη πάντα). Παρέδωκε δὲ τὸν ἀμπελῶνα τοῦτον εἰς ἀμπελουργοὺς διὰ νὰ τὸν φυλάττουν, μὲ τὴν ὑποχρέωσιν ὁ καθένας των νὰ φέρῃ εἰς τὸν Σολομῶντα χιλίους ἀργύρους σίκλους διὰ τοὺς καρπούς του. (Παρέδωκε δηλαδὴ τὴν ἐπὶ γῆς Ἐκκλησίαν του εἰς τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους των, διὰ νὰ τὴν φυλάττουν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ λοιποὺς ἐπιβούλους της)· |
12 ἀμπελών μου ἐμὸς ἐνώπιόν μου· οἱ χίλιοι Σαλωμὼν καὶ οἱ διακόσιοι τοῖς τηροῦσι τὸν καρπὸν αὐτοῦ. | 12 Ο ιδικός μου όμως αμπελών είναι πάντοτε ενώπιόν μου. Ας έχη ο Σολομών τους χιλίους αργυρούς σίκλους και αυτοί που καλλιεργούν το αμπέλι, ας κρατούν δια τον εαυτό των τους διακοσίους σίκλους. Δι' εμέ είναι αρκετός ο νυμφίος μου. | 12 Ὁ ἰδικός μου ἀμπελὼν εἶναι ἐμπρός μου, λέγει ἡ Νύμφη. Καὶ ἐγὼ φυλάττω αὐτόν, προσθέτει ὁ Νυμφίος. Καὶ ἡ Νύμφη ἀνταποκρινομένη προσθέτει: Οἱ χίλιοι σίκλοι ἀνήκουν εἰς Σέ, τὸν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης, τὸν ὁποῖον προεικόνισεν ὁ Σολομών. Καὶ οἱ διακόσιοι σίκλοι εἰς τοὺς καλλιεργητὰς καὶ φύλακας τοῦ καρποῦ. |
13 ὁ καθήμενος ἐν κήποις, ἑταῖροι προσέχοντες τῇ φωνῇ σου· ἀκούτισόν με· | 13 Συ, που αναπαύεσαι στους κήπους, ψάλε. Φιλοι, προσέξατε το άσμα του καθήμενου στους κήπους. Ψαλε δια να ακούσω και εγώ την φωνήν σου. | 13 Σύ, ποὺ κάθησαι εἰς τοὺς κήπους, προτρέπει ὁ Νυμφίος τὴν Νύμφην, οἱ φίλοι, ποὺ παρευρίσκονται ἐδῶ διὰ τοὺς γάμους μας, περιμένουν προσέχοντες νὰ ἀκούσουν τὴν φωνήν σου. Ψάλλε, διὰ νὰ τὴν ἀκούσω καὶ ἐγώ. |
14 φύγε, ἀδέλφιδέ μου, καὶ ὁμοιώθητι τῇ δορκάδι ἢ τῷ νεβρῷ τῶν ἐλάφων ἐπὶ ὄρη τῶν ἀρωμάτων. | 14 Και η νύμφη ψάλλει. Ζαρκάδι γίνε, ελαφάκι γίνε. Τρέξε, αγαπημένε μου αδελφέ, εις τα βουνά, όπου μοσχομυρίζει ο αέρας. Και εγώ μαζή σου. | 14 Φύγε, ἀγαπημενέ μου ἀδελφέ, καὶ γενοῦ ὅμοιος πρὸς τὴν δορκάδα ἢ πρὸς τὸ νεαρὸν τέκνον τῶν ἐλάφων· φύγε γρήγορα εἰς τὰ ὅρη τῶν ἀρωμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατέβης ἐνανθρωπήσας. |