Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:41
Δύση: 17:15
Σελ. 0 ημ.
365-1
16ος χρόνος, 6162η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΠΟΥ ἀπῆλθεν ὁ ἀδελφιδός σου, ἡ καλὴ ἐν γυναιξί; ποῦ ἀπέβλεψεν ὁ ἀδελφιδός σου; καὶ ζητήσομεν αὐτὸν μετὰ σοῦ. 1 Αι θυγατέρες της Ιερουσαλήμ την ερωτούν· Που επήγεν ο αγαπημένος σου αδελφός, ω ωραία μεταξύ των γυναικών; Ποίαν κατεύθυνσιν επήρεν ο αδελφός σου; Πές μας, δια να τον αναζητήσωμεν μαζή με σένα και τον ανεύρωμεν. 1 Ποὺ ἐπῆγεν ὁ ἀγαπημένος σου ἀδελφός, ὦ ὡραία μεταξὺ τῶν γυναικῶν; Ποὺ κατηύθυνε τὰ βλέμματά του ὁ προσφιλὴς ἀδελφός σου; Ἀπὸ ὅσα μᾶς εἶπες, ἐκινήθη καὶ τὸ ἰδικόν μας ἐνδιαφέρον δι’ αὐτόν. Εἰπέ μας καὶ θὰ τὸν ἀναζητήσωμεν καὶ ἠμεῖς μετὰ σοῦ.
2 ᾿Αδελφιδός μου κατέβη εἰς κῆπον αὐτοῦ εἰς φιάλας τοῦ ἀρώματος ποιμαίνειν ἐν κήποις καὶ συλλέγειν κρίνα. 2 Ο αγαπητός μου κατέβη στον κήπον του, εις τας πρασιάς των αρωματικών ανθέων. Περιπατεί στους κήπους, συλλέγει κρίνα. 2 Ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφὸς κατέβη ἐκ τῶν οὐρανῶν διὰ νὰ μεταβάλῃ τὴν ἔρημον εἰς κῆπον εὔφορον καὶ εὐώδη, ὅπου διὰ τοῦ Πνεύματός του θὰ φυτεύσῃ καὶ θὰ ποτίζη τὰ ἀρωματώδη φυτὰ τῆς ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος, ἀναδεικνύων αὐτὰ πραγματικὰς φιάλας οὐρανίου ἀρώματος. Κατέβη εἰς τὸν κῆπον αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἀποτελοῦν αἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίαι τῶν πιστῶν, διὰ νὰ βόσκῃ τὸ ποίμνιόν του καὶ νὰ συλλέγῃ κρίνα ἀνὰ ἕν, σύμβολον τῶν καθηγιασμένων ψυχῶν, αἵτινες ἀνὰ μία μεθίστανται εἰς τὴν θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν.
3 ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου, καὶ ἀδελφιδός μου ἐμοί, ὁ ποιμαίνων ἐν τοῖς κρίνοις. 3 Εγώ ανήκω στον αγαπημένον μου αδελφόν και εκείνος ανήκει εις εμέ. Αυτός είναι, που ποιμαίνει τα πρόβατά του μέσα εις τα κρίνα. 3 Ἐγὼ ἡ Ἐκκλησία, ἡ θριαμβεύουσα καὶ ἡ στρατευομένη, ἀνήκω ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὸν ἀγαπημένον μου ἀδελφόν, καὶ ὁ προσφιλέστατός μου ἀδελφὸς ἀνήκεῖ εἰς ἐμέ, αὐτὸς ποὺ ποιμαίνει τὰ πρόβατά του εἰς τὰ πάλλευκα καὶ εὐώδη κρίνα. (Σύμβολα τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας του καὶ τῶν ναμάτων τῆς χάριτός του).
4 Καλὴ εἶ, ἡ πλησίον μου, ὡς εὐδοκία, ὡραία ὡς ῾Ιερουσαλήμ, θάμβος ὡς τεταγμέναι. 4 Ωραία είσαι συ, σύντροφέ μου, ωσάν ευάρεστος και καλή επιθυμία, ωραία, όπως η Ιερουσαλήμ. Εμπνέεις θαυμασμόν ωσάν τας παρατεταγμένας προς πόλεμον στρατιωτικάς δυνάμεις. 4 Ὡραία εἶσαι, ἀχώριστέ μου σύντροφε, λέγει ὁ Νυμφίος· πραγματικῶς ἀξιέραστος καὶ ποθητή, ὡραία σὰν τὴν Ἱερουσαλήμ, μεγαλοπρεπὴς καὶ καταπληκτικὴ σὰν στράτευμα παρατεταγμένον εἰς μάχην. (Σύμβολον τῶν ἀγώνων τῆς Νύμφης καὶ τῶν κατὰ τοῦ κακοῦ θριάμβων της).
5 ἀπόστρεψον ὀφθαλμούς σου ἀπεναντίον μου, ὅτι αὐτοὶ ἀνεπτέρωσάν με. τρίχωμά σου ὡς ἀγέλαι τῶν αἰγῶν, αἳ ἀνεφάνησαν ἀπὸ τοῦ Γαλαάδ. 5 Γυρισε αλλού, μακράν από εμέ τα μάτια σου, διότι αυτά με την μαγείαν των με ανεπτέρωσαν. Αι τρίχες της κεφαλής σου ομοιάζουν με κοπάδια αιγών, που έχουν αναφανή από την περιοχήν του Γαλαάδ. 5 Στρέψε τὰ μάτια σου μακρὰν ἀπὸ ἐμέ, διότι, μὲ τὸ νὰ μὲ ἀτενίζῃς, γοητεύομαι ὑπερβολικὰ ἀπὸ αὐτά, ἐπειδὴ ἀντικατοπτρίζεται ἡ ἰδική μου δόξα εἰς αὐτὰ καὶ δι’ αὐτὸ καθίστανται ἐξαιρετικῶς λαμπρά. Τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς σου ὁμοιάζει πρὸς κοπάδια γιδιῶν, τὰ ὁποῖα ἀνεφάνησαν ὡς κύματα μαῦρα καταβαίνοντα ἀπὸ τὰ ὅρη Γαλαάδ.
6 ὀδόντες σου ὡς ἀγέλαι τῶν κεκαρμένων, αἳ ἀνέβησαν ἀπὸ τοῦ λουτροῦ, αἱ πᾶσαι διδυμεύουσαι, καὶ ἀτεκνοῦσα οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς. 6 Τα ολόλευκα δόντια σου ομοιάζουν με κοπάδια φρεσκοκουρευμένων λευκών προβάτων, τα οποία μόλις τώρα εβγήκαν από το λουτρόν και είναι καθαρά και λευκά. Ολαι αι αμνάδες έχουν δίδυμα, καμμία στείρα δεν υπάρχει ανάμεσα εις αυτάς. 6 Οἱ ὀδόντές σου λευκοί, συμμετρικοὶ καὶ συνηρμοσμένοι σὰν κοπάδια κουρευμένων ἀμνάδων, αἱ ὁποῖαι ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ λουτρὸν καὶ ὅλαι ἔχουν δίδυμα καὶ καμμία ἀπὸ αὐτὰς δὲν εἶναι στεῖρα.
7 ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία, ὡς λέπυρον τῆς ροᾶς μῆλόν σου ἐκτὸς τῆς σιωπήσεώς σου. 7 Ωσάν κόκκινο σειρήτι τα χείλη σου, ωραία και γεμάτη χάριν η λαλιά σου. Καθε παρειά σου, πίσω από την διαφανή καλύπτραν, φαίνεται σαν το ροδοκκόκινο ήμισυ ροδιού. 7 Τὰ χείλη σου, ζωηρὰ καὶ πλήρη ζωτικότητος, εἶναι σὰν τὸ κόκκινον σειρήτιον, καὶ ἡ λαλιά σου χαριτωμένη καὶ ὡραία. Σὰν τὸ μισὸ τοῦ ροδιοῦ μοιάζει ἑκάστη παρειά σου πίσω ἀπὸ τὴν καλύπτραν σου, ντροπαλὴ καὶ πλήρης σεμνότητος.
8 ἑξήκοντά εἰσι βασίλισσαι, καὶ ὀγδοήκοντα παλλακαί, καὶ νεάνιδες ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. 8 Εξήκοντα βασίλισσαι είναι δια τους βασιλείς του κόσμου και ογδόηκοντα σύζυγοι δευτέρας σειράς και αναρίθμητοι άλλαι νεάνιδες προσφέρονται εις αυτούς. 8 Ὑπάρχουν εἰς ἑκάστου ἐκ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ βασιλέων τὴν αὐλὴν βασίλισσαι πολλαὶ καὶ παλλακίδες περισσότεραι καὶ νεαραὶ δοῦλαι πολυαριθμόταται.
9 μία ἐστὶ περιστερά μου, τελεία μου, μία ἐστὶ τῇ μητρὶ αὐτῆς, ἐκλεκτή ἐστι τῇ τεκούσῃ αὐτήν. εἴδοσαν αὐτὴν θυγατέρες καὶ μακαριοῦσιν αὐτήν, βασίλισσαι καί γε παλλακαὶ καὶ αἰνέσουσιν αὐτήν. 9 Δι' εμέ όμως, μία είναι η περιστερά μου, η απολύτως τελεία δι' εμέ, η μοναχοκόρη της μητρός σου, η εκλεκτή και δι' εκείνην που σε εγέννησε. Την είδαν αι άλλαι νεάνιδες, την εμακάρισαν και την μακαρίζουν. Και αυταί ακόμη αι βασίλισσαι και αι δευτέρας σειράς σύζυγοι των βασιλέων θα την εγκωμιάζουν και θα λέγουν· 9 Μία ὅμως εἶναι ἡ πιστὴ καὶ ἀφωσιωμένη περιστερά μου, ἡ τελεία μου, πρὸς τὴν ὁποίαν καμμία ἄλλη δὲν δύναται νὰ συγκριθῇ. Μοναδικὴ εἶναι καὶ στὴν μητέρα της ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρῶτα χρόνια της· ἐκλεκτὴ εἶναι καὶ ἕως τώρα εἰς αὐτὴν ποὺ τὴν ἐγέννησε. Τὴν εἶδαν αἱ νέαι τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν ἐμακάρισαν. Καὶ αὐταὶ ἀκόμη αἱ βασίλισσαι καὶ παλλακίδες τὴν ἐπῄνεσαν. (Σύμβολον τοῦτο τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τὸν Νυμφίον καὶ αὐτῶν τῶν εἰδολωλατρικῶν ἐθνῶν).
10 τίς αὕτη ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος, καλὴ ὡς σελήνη, ἐκλεκτὴ ὡς ὁ ἥλιος, θάμβος ὡς τεταγμέναι; 10 Ποιά είναι αυτή η οποία προβάλλει ωσάν ολοκάθαρη πρωΐα, ωραία όπως η σελήνη, εκλεκτή όπως ο ήλιος, θαυμαστή, όπως αι παρατεταγμέναι προς μάχην στρατιωτικαί δυνάμεις; 10 Ποία εἶναι αὐτή, ποὺ ἀναφαίνεται σὰν τὴν αὐγήν, ὡραία σὰν σελήνη, ἐκλεκτὴ καὶ ἀπαστράπτουσα σὰν τὸν ἥλιον, καταπληκτικὴ σὰν τὰς ἀγγελικὰς παρατάξεις; (Σύμβολα τῶν ἐμφανίσεων τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὰς διαφόρους ἐποχὰς καὶ καταστάσεις τοῦ περιβάλλοντος).
11 Εἰς κῆπον καρύας κατέβην ἰδεῖν ἐν γεννήμασι τοῦ χειμάρρου, ἰδεῖν εἰ ἤνθισεν ἡ ἄμπελος, ἐξήνθησαν αἱ ροαί· ἐκεῖ δώσω τοὺς μαστούς μου σοί. 11 Και εκείνη λέγει· Κατέβηκα στο περιβόλι, όπου υπάρχουν οι καρυδιές· κατέβηκα, δια να ιδώ όσα βλαστάνουν εις τας όχθας των ρυακίων. Να παρατηρήσω, εάν έχουν ανθίσει τα αμπέλια και οι ροδιές. Εκεί, ω νυμφίε μου, θα σου προσφέρω τους εναγκαλισμούς μου. 11 Εἰς κῆπον δένδρων καρυδιᾶς κατέβην. (Σύμβολον τῆς ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ πικρᾶς, ἀλλὰ καὶ καρποφόρου παιδαγωγίας, εἰς τὴν ὁποίαν ὑποβάλλονται αἱ ἐπὶ μέρους ψυχαὶ καὶ νύμφαι τοῦ Χριστοῦ). Κατέβην νὰ ἴδω τὴν βλάστησιν τῶν γεννημάτων εἰς τὸ ξηροπόταμον τοῦ κήπου· νὰ ἴδω, ἐὰν ἐπέταξεν ἄνθη καὶ βλαστοὺς ἡ ἄμπελος, ἐὰν ἤνθησαν ἀρκετά οἱ ροδιές.
12 οὐκ ἔγνω ἡ ψυχή μου· ἔθετό με ἅρματα ᾿Αμιναδάβ. 12 Χωρίς να το εννοήση η ψυχή μου, σαν να με εκάθισεν εις τα ταχύτατα άρματα των ευγενών και επισήμων. 12 Ἐκεῖ θὰ δώσω εἰς σέ, τὴν Νύμφην μου, τὰς θωπείας τῆς ἀγάπης μου καὶ τὸν πλοῦτον τῆς χάριτός μου. Δὲν ἐκατάλαβεν ἡ ψυχή μου, ἀποκρίνεται ἡ Νύμφη. Ἡ ἔκπληξίς μου ἀπὸ τὴν αἰφνιδίαν ἐπίσκεψίν σου μὲ ἔθεσεν εἰς κίνησιν καὶ φυγὴν ταχεῖαν, σὰν νὰ ἐκαθήμην εἰς ἅρματα Ἀμιναδάβ.