Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΙΣΗΛΘΟΝ εἰς κῆπόν μου, ἀδελφή μου νύμφη, ἐτρύγησα σμύρναν μου μετὰ ἀρωμάτων μου, ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μέλιτός μου, ἔπιον οἶνόν μου μετὰ γάλακτός μου· φάγετε, πλησίοι, καὶ πίετε καὶ μεθύσθητε, ἀδελφοί. 1 Εισήλθον σαν νοικοκύρης στον κήπον σου, νύμφη και αδελφή μου. Ετρύγησα μόνος μου την σμύρναν μου με τα πολλά της αρώματα. Εφαγα άρτον και μέλι, έπια τον οίνον μου και το γάλα μου και σεις φίλοι μου φάγετε, πίετε, χορτάσατε, ευφρανθήτε, αδελφοί μου. 1 Ἐμβῆκα εἰς τὸν κῆπον, ποὺ εἶναι ἰδικός μου, ἀφοῦ καὶ σύ, ἀδελφὴ Νύμφη, ἀναγνωρίζεις ὅτι ἐγὼ τὸν ἐφύτευσα καὶ ἀπὸ ἐμὲ ἐμεγαλύνθη· ἐτρύγησα μόνος μου τὴν εὐώδη σμύρναν μου μὲ τὰ ἄλλα ἀρώματά μου, ποὺ ὅλα συμβολίζουν τὰς ἀρετάς σου καὶ τὰς δι’ ἐμὲ θυσίας σου· ἔφαγα τὸν ἄρτον μου, ἔπια καὶ τὸν οἶνον μὲ τὸ γάλα μου. Φάγετε, φίλοι καὶ διπλανοί μου, καὶ πίετε, ἀδελφοί, ὅσον θέλετε καὶ ὅσον περισότερον ἠμπορεῖτε. Ἀπὸ τὸν ἰδικόν μου οἶνον δὲν μεθύσκεται ποτὲ κανείς.
2 ᾿Εγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ. φωνὴ ἀδελφιδοῦ μου κρούει ἐπὶ τὴν θύραν. ῎Ανοιξόν μοι, ἀδελφή μου, ἡ πλησίον μου, περιστερά μου, τελεία μου, ὅτι ἡ κεφαλή μου ἐπλήσθη δρόσου καὶ οἱ βόστρυχοί μου ψεκάδων νυκτός. 2 Εγώ κοιμώμαι, αλλά η καρδιά μου αγρυπνεί. Ακούεται η φωνή του αγαπητού μου, κρούει την θύραν μου. Ανοιξε αδελφή μου, σύντροφέ μου, περιστερά μου, συ η κατά πάντα ωραία μου, διότι το κεφάλι μου εγέμισε από την δρόσον και οι βόστρυχοί μου από τας σταγόνας της νυκτός. 2 Ἐγὼ κοιμῶμαι καὶ ἡ καρδία μου εἶναι ξύπνια, γεμάτη ἔννοια καὶ ἀγάπη δι’ αὐτόν. Φωνὴ τοῦ ἀγαπημένου μου ἀδελφοῦ ἀκούεται στὴν πόρτα. Ἄνοιξέ μου, ἀδελφή, πλησιεστάτη μου σύντροφε, ἁγνὴ περιστερά μου, τελεία μου καλλονή, διότι ἡ κεφαλή μου ἐγέμισε δροσιὰ καὶ τὰ πυκνὰ μαλλιά μου ὑγράνθησαν ἀπὸ τὴν ψιλὴ βροχὴ τῆς νύκτας. Εἰς κάθε ράθυμον καὶ μὴ ἀγρυπνοῦσαν ἐν προσευχῇ ψυχὴν οὕτω κρούει εἰς τὴν θύραν τῆς καρδίας της ὁ Νυμφίος, προβάλλων τὴν καταφρόνησιν, ποὺ μὲ τὴν ἀδιαφορίαν μας τοῦ δεικνύομεν τὰ ὑστεροῦντα εἰς ζῆλον πρόβατά του.
3 ᾿Εξεδυσάμην τὸν χιτῶνά μου, πῶς ἐνδύσομαι αὐτόν; ἐνιψάμην τοὺς πόδας μου, πῶς μολυνῶ αὐτούς; 3 Εγώ έχω βγάλει ήδη τον χιτώνα μου, πως να τον φορέσω και πάλιν; Επλυνα τους πόδας μου, πως να τους λερώσω πάλιν; 3 Ἔχω γδυθῆ καὶ αὐτὸ τὸ ὑποκάμισόν μου. Πῶς νὰ τὸ ξαναφορέσω; Προτοῦ κατακλιθῶ, ἔνιψα τὰ πόδια μου. Πῶς νὰ τὰ λερώσω; Προφάσεις ὑπὸ ραθυμίας τινὸς χαλαρωθεισῶν ἐπὶ μέρους ψυχῶν, τῶν ὁποίων ὁ νυσταγμὸς θὰ τύχῃ εὐθὺς τῆς παιδαγωγίας τοῦ Νυμφίου.
4 ἀδελφιδός μου ἀπέστειλε χεῖρα αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀπῆς, καὶ ἡ κοιλία μου ἐθροήθη ἐπ᾿ αὐτόν. 4 Ο αγαπητός μου άπλωσε το χέρι του από κάποιαν οπήν, δια να ανοίξη την θύραν μου, και η καρδιά μου συνεκινήθη από αυτόν και εθερμάνθη. 4 Ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφὸς ἐπέρασε τὴν χεῖρα του ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τοῦ ξυλίνου μοχλοῦ, ὁ ὁποῖος ἐσύρετο ἀντὶ κλειδιοῦ πίσω ἀπὸ τὴν πόρταν, καὶ ὅταν ἀντελήφθην τὴν προσπάθειάν του αὐτήν, ἐθερμάνθη ἡ καρδία μου δι’ αὐτόν. Ἰσχυραὶ ἐπιδράσεις τῆς θείας Χάριτος διεγείρουν τὴν Νύμφην πρὸς συνάντησιν τοῦ Νυμφίου.
5 ἀνέστην ἐγὼ ἀνοῖξαι τῷ ἀδελφιδῷ μου, χεῖρές μου ἔσταξαν σμύρναν, δάκτυλοί μου σμύρναν πλήρη ἐπὶ χεῖρας τοῦ κλείθρου. 5 Εσηκώθην εγώ, δια να ανοίξω στον αγαπημένον μου αδελφόν. Τα χέρια μου έσταζαν από ευώδη σμύρναν, τα δάκτυλά μου έσταζαν σμύρναν εις την λαβήν του κλειδιού της θύρας. 5 Ἐσηκώθην ἐγὼ νὰ ἀνοίξω εἰς τὸν ἀγαπημένον μου ἀδελφὸν αἱ χεῖρες μου ἔσταξαν σμύρναν πολύτιμον εἰς τὰς λαβὰς τοῦ κλείθρου. Φεύγει μὲν ὁ Νυμφίος πρὸς παιδαγωγίαν τῆς Νύμφης, ἡ χάρις ὅμως τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐλογίας του κατέστη αἰσθητὴ ὡς ὑπερφυὴς εὐωδία εἰς τὴν καθυστερημένως κινηθεῖσαν πρὸς Αὐτὸν Νύμφην.
6 ἤνοιξα ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου· ἀδελφιδός μου παρῆλθε. ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ. ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν, ἐκάλεσα αὐτὸν καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου. 6 Ανοιξα εγώ στον αγαπημένον μου αδελφόν. Αλλά ο αγαπητός μου είχε περάσει και φύγει. Η ψυχή μου σαν να έσβησε μέσα μου από το γεγονός αυτό. Δεν τον είδα. Τον ανεζήτησα και δεν τον ευρήκα. Τον εφώναξα με το όνομά του και εκείνος δεν μου απήντησεν. 6 Ἄνοιξα ἐγὼ εἰς τὸν ἀγαπημένον μου ἀδελφόν. Ἀλλ' ὁ ἀδελφός μου εἶχε περάσει. Ἡ ψυχή μου ὀλίγον νὰ βγῇ, ἐπειδὴ ἤκουσα τὰ λόγια του, δὲν εἶδα ὅμως καὶ τὸν ἴδιον. Τὸν ἐζήτησα καὶ δὲν τὸν ηὖρα. Τὸν ἐκάλεσα καὶ δὲν μοῦ ἀπεκρίθη.
7 εὕροσάν με οἱ φύλακες οἱ κυκλοῦντες ἐν τῇ πόλει, ἐπάταξάν με, ἐτραυμάτισάν με· ἦραν τὸ θέριστρόν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ φύλακες τῶν τειχέων. 7 Εξήλθα από το σπίτι, δια να τον αναζητήσω. Με συνήντησαν οι περιπολούντες νυχτοφύλακες εις την πόλιν, με εκτύπησαν, με ετραυμάτισαν, αφήρεσαν την καλύπτραν του προσώπου μου οι φύλακες των τειχών της πόλεως. 7 Καὶ καθὼς ἀνεζήτουν αὐτὸν εἰς τόσον προχωρημένην ὥραν, μὲ ηὗραν οἱ φύλακες, ποὺ περιπολοῦσαν εἰς τὴν πόλιν. Μὲ ἐκτύπησαν· μὲ ἐπλήγωσαν· μοῦ ἀφῄρεσαν τὴν καλύπτραν τοῦ προσώπου μου οἱ φρουροὶ τῶν τειχῶν τῆς πόλεως. Σκηνὴ συμβολίζουσα τὰς παραγνωρίσεις καὶ τοὺς διωγμούς, ποὺ ὑφίστανται ἡ Ἐκκλησία καὶ πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν.
8 ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες ῾Ιερουσαλήμ, ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ· ἐὰν εὕρητε τὸν ἀδελφιδόν μου, τί ἀπαγγείλητε αὐτῷ; ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ εἰμι. 8 Ω θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, σας εξορκίζω εις τας δυνάμεις της φύσεως και εις τας ωραιότητας του αγρού, εάν συναντήσετε τον αγαπημένον μου αδελφόν, τι θα αναγγείλετε εις αυτόν; Είπατέ του, ότι είμαι εγώ πληγωμένη από την αγάπην του. 8 Σᾶς ἐξορκίζω, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, εἰς τὰς ἰσχυρὰς δυνάμεις, ποὺ συγκρατοῦν κατὰ τὸ θεῖον πρόσταγμα τὸν κόσμον· ἐὰν συναντήσετε τὸν ἀγαπημένον ἀδελφόν μου, τί θὰ τοῦ εἴπητε καὶ τί θὰ τὸν βεβαιώσετε; Ἕνα καὶ μόνον, ὅτι ἐγὼ εἶμαι πληγωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπην του.
9 Τί ἀδελφιδός σου ἀπὸ ἀδελφιδοῦ, ἡ καλὴ ἐν γυναιξί; τί ἀδελφιδός σου ἀπὸ ἀδελφιδοῦ, ὅτι οὕτως ὥρκισας ἡμᾶς; 9 Τι διαφέρει ο αγαπητός σου από άλλους αγαπητούς νέους, ω ωραία μεταξύ των γυναικών; Τι διάφορα χαρακτηριστικά έχει ο αγαπητός σου από άλλον αγαπητόν, ώστε να μας εξορκιζης κατ' αυτόν τον τρόπον; 9 Ἐρωτοῦν αἱ νεάνιδες: Τί ἔχει ὁ ἀγαπημένος ἀδελφός σου περισσότερον ἀπὸ ἄλλον προσφιλῆ ἀδελφόν; Τί διαφέρει ὁ ἀγαπημένος ἀδελφός σου ἀπὸ ἄλλον ἀδελφὸν διὰ νὰ μᾶς ὁρκίζῃς ἔτσι δι’ αὐτόν;
10 ᾿Αδελφιδός μου, λευκὸς καὶ πυρρός, ἐκλελοχισμένος ἀπὸ μυριάδων· 10 Ο αγαπημένος μου αδελφός είναι λευκός και ροδαλός, εκλεκτός και περίβλεπτος μεταξύ μυριάδων νέων. 10 Ὁ προσφιλής μου ἀδελφὸς εἶναι λευκός, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε κηλῖδα ἁμαρτίας, καὶ κόκκινος, ὅπως ἔγινεν ἀπὸ τὸ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ἐκχυθὲν αἷμα του, διαλεγμένος ἀπὸ ἀναριθμήτους ἀνθρώπους.
11 κεφαλὴ αὐτοῦ χρυσίον καιφάζ, βόστρυχοι αὐτοῦ ἐλάται, μέλανες ὡς κόραξ· 11 Η κεφαλή του είναι χρυσός καθαρός. Πυκνοί και κυματιστοί οι βόστρυχοί του, ωσάν το πυκνόφυλλον έλατον, μαύροι ωσάν τον κόρακα. 11 Ἡ κεφαλή του γνήσιος χρυσός (σύμβολον τῆς ἀμιγοῦς παντὸς ἴχνους κακίας ἀπαστραπτούσης καθαρότητος καὶ ἁγιότητος αὐτοῦ)· τὰ μαλλιά του σὰν τὰ ἄνθη τοῦ φοίνικος, μαῦρα σὰν τοῦ κόρακα (σύμβολα τῆς ἀειθαλοῦς νεότητς τού εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας τοῦ σταυρωθέντος Νυμφίου).
12 ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς περιστεραὶ ἐπὶ πληρώματα ὑδάτων λελουσμέναι ἐν γάλακτι, καθήμεναι ἐπὶ πληρώματα· 12 Τα μάτια του μοιάζουν σαν περιστέρια, που κάθονται κοντά εις δεξαμενάς γεμάτας νερό, ολόλευκα σαν λουσμένα με γάλα. 12 Οἱ ὀφθαλμοί του ὡραῖοι, καθαροὶ καὶ ἁγνοὶ σὰν περιστέρια, ποὺ κάθηνται παρὰ δεξαμενὰς πλήρεις ὑδάτων, λευκὰ σὰν νὰ εἶχαν λουσθῇ εἰς γάλα, μὴ βυθιζόμενα ἀλλὰ καθήμενα πλησίον λιμναζόντων ὑδάτων.
13 σιαγόνες αὐτοῦ ὡς φιάλαι τοῦ ἀρώματος φύουσαι μυρεψικά· χείλη αὐτοῦ κρίνα στάζοντα σμύρναν πλήρη· 13 Σαν φιάλαι αρώματος αι δύο παρειαί του, από τας οποίας φυτρώνει το γένειόν του σαν πρασιά αρωματωδών φυτών. Τα χείλη του ομοιάζουν με τα κρίνα, που αποστάζουν πολύτιμον ανόθευτον σμύρναν. 13 Αἱ σιαγόνες του, ἄνω καὶ κάτω, ὁμοιάζουν πρὸς φιάλας ἀρώματος καὶ ἀπὸ αὐτὰς φύονται αἱ τρίχες τοῦ γενείου σὰν πρασιὰ ἀρωμάτων· τὰ χείλη του σὰν κρίνα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα στάζει εὐώδης καὶ ἀνόθευτος σμύρνα. Χάρις καὶ γοητεία ὑπερφυὴς ἐκχύνεται ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Νυμφίου, μεταδιδοῦσα θείαν ζωὴν καὶ παράκλησιν εἰς ὅλον τὸ περιβάλλον του.
14 χεῖρες αὐτοῦ τορευταὶ χρυσαῖ πεπληρωμέναι Θαρσίς· κοιλία αὐτοῦ πυξίον ἐλεφάντινον ἐπὶ λίθου σαπφείρου· 14 Ωραίαι και σαν να έχουν τορναρισθή με τόρνον αι χείρες του, χρυσαί ωσάν το χρυσίον Θαρσίς. Το σώμα του σαν από ελεφαντοστούν, διάστικτον με πολιτίμους λίθους σαπφείρου. 14 Αἱ χεῖρες του ὡραῖαι, σὰν νὰ ἔχουν δουλευθῆ εἰς τόρνον, ὁλόχρυσοι, γεμᾶται ἀπὸ πολυτίμους λίθους ἐκ Θαρσίς· (ὅλα δηλαδὴ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν του, ὅλαι αἱ ἐνέργειαι τῆς προνοίας του πλούσιαι, πολύτιμοι, θαυμασταὶ καὶ ἀνεκτίμητοι). Ἡ κοιλία του εἶναι σὰν πλάκα ἀπὸ ἐλεφαντοστοῦν πάλλευκον, κατειργασμένον μὲ λεπτότητα καὶ κατάφορτον ἀπὸ λίθους σαπφείρου. (Γεμᾶτα οἰκτιρμοὺς καὶ φιλανθρωπίαν εἶναι τὰ σπλάγχνα του, πλήρη ἐλέους διὰ τοὺς ἀνθρώπους).
15 κνῆμαι αὐτοῦ στῦλοι μαρμάρινοι τεθεμελιωμένοι ἐπὶ βάσεις χρυσᾶς· εἶδος αὐτοῦ ὡς Λίβανος, ἐκλεκτὸς ὡς κέδροι· 15 Αι κνήμαι του μαρμάρινοι στύλοι, που στηρίζονται εις χρυσάς βάσεις. Η όλη του εμφάνισις ωραία, όπως ο Λιβανος. Είναι εκλεκτός μεταξύ όλων των ανθρώπων, όπως η κέδρος μεταξύ των άλλων δένδρων. 15 Αἱ κνῆμαι του σὰν στῦλοι ἀπὸ ἐκλεκτὸν μάρμαρον στερεοὶ καὶ ἀσάλευτοι, θεμελιωμένοι εἰς βάσεις χρυσᾶς, ὁποῖαι εἶναι θεία τοὑ διδασκαλία χρυσὸς κεκαθαρμένος ἑπταπλασίως. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀδύνατον νὰ καμφθοῦν καὶ νὰ λυγίσουν, ὀσονδήποτε καὶ ἂν εἶναι τὸ βάρος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖον οἱ ὦμοι του βαστάζουν. Τὸ ἀνάστημά του καὶ ἡ ὅλη ἐμφάνισίς του μεγαλοπρεπὴς καὶ θελκτικὴ σὰν τὸν Λίβανον. Εἶναι ἐκλεκτὸς καὶ ὡραῖος σὰν τὸ δένδρον τοῦ κέδρου.
16 φάρυγξ αὐτοῦ γλυκασμοὶ καὶ ὅλος ἐπιθυμία· οὗτος ἀδελφιδός μου καὶ οὗτος πλησίον μου, θυγατέρες ῾Ιερουσαλήμ. 16 Οι λόγοι του λάρυγγός του γλυκείς. Είναι εξ ολοκλήρου εράσμιος και ποθητός. Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, τέτοιος είναι ο αγαπημένος μου αδελφός, τέτοιος είναι ο σύντροφός μου. 16 Οἱ ἀπὸ τοῦ φάρυγγός του ἐξερχόμενοι λόγοι του τὸν καθιστοῦν πηγὴν ἠδύτητος καὶ ἐξ ὁλοκλήρου ἐπιθυμητόν. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφὸς καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ πλησιέστερος ἀπὸ κάθε ἄλλον σύντροφος, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ.