Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΕΠΙ κοίτην μου ἐν νυξὶν ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν· ἐκάλεσα αὐτόν, καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου. | 1 Επάνω εις την κλίνην μου κατά την νύκτα ανεζήτησα εκείνον, τον οποίον ηγάπησε και επόθησεν η ψυχή μου. Τον ανεζήτησα, και δεν τον ευρήκα. Τον εκάλεσα, αλλά δεν άκουσε την φωνήν μου. | 1 Ἐπὶ τῆς κλίνης μου κατὰ τὰς νύκτας ἐζήτησα αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· τὸν ἐζήτησα καὶ δὲν τὸν εὗρον· τὸν ἐφώναξα, ἀλλὰ δὲν μὲ ἤκουσεν. Ὁ Νυμφίος φαίνεται μὴ ἀκούων τὰς ἐπικλήσεις τῆς Νύμφης, διὰ νὰ καταστῇ ποθεινότερος εἰς αὐτὴν καὶ νὰ γυμνάσῃ αὐτὴν εἰς μεγαλυτέραν ταπείνωσιν καὶ πίστιν. |
2 ἀναστήσομαι δὴ καὶ κυκλώσω ἐν τῇ πόλει, ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ ἐν ταῖς πλατείαις, καὶ ζητήσω ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου. ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν. | 2 Θα σηκωθώ από την κλίνην μου, θα τριγυρίσω την πόλιν, τας αγοράς και τας πλατείας, και θα αναζητήσω εκείνον, που έχει αγαπήσει η ψυχή μου. Αλλά τον ανεζήτησα παντού, και δεν τον ευρήκα. | 2 Θὰ σηκωθῶ λοιπὸν καὶ θὰ τριγυρίσω εἰς τὴν πόλιν, εἰς τὰς ἀγορὰς καὶ εἰς τὰς πλατείας καὶ θὰ ἀναζητήσω αὐτόν, ποὺ ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου. Τὸν ἀνεζήτησα, ἀλλὰ δὲν τὸν ηὗρα. Ἡ πρὸ Χριστοῦ συναγωγὴ ὡς Νύμφη τοῦ μέλλοντος νὰ ἔλθῃ Μεσσίου τὸν ἀναζητεῖ, ἀλλὰ διὰ τῶν σκιωδῶν εἰκόνων καὶ τύπων τοῦ νόμου ἀδυνατεῖ νὰ εὕρῃ αὐτόν. |
3 εὕροσάν με οἱ τηροῦντες, οἱ κυκλοῦντες ἐν τῇ πόλει. μὴ ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου ἴδετε; | 3 Με συνήντησαν οι φύλακες, που περιπολούν την πόλιν, και τους ηρώτησα μήπως είδατε εκείνον, τον οποίον αγαπά η καρδιά μου; | 3 Μὲ ηὗραν οἰ φρουροί, αὐτοὶ κοὺ περιέρχονται κατὰ τὰς νύκτας εἰς τὴν πόλιν. Καὶ τοὺς ἠρώτησα: Μήπως εἴδατε αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου; Ἀλλ’ οὔτε οἱ παρὰ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐν τῷ ναῷ τῆς Σιών, οὔτε ἄγγελός τις, οὔτε κανεὶς ἀπὸ τοὺς πρὸ πολλοῦ σιγήσαντας Προφήτας δὲν μοῦ ἀπεκρίθη. |
4 ὡς μικρὸν ὅτε παρῆλθον ἀπ᾿ αὐτῶν, ἕως οὗ εὗρον ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν, ἕως οὗ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς οἶκον μητρός μου καὶ εἰς ταμιεῖον τῆς συλλαβούσης με. | 4 Απεμακρύνθην ολίγον από αυτούς. Συνέχισα την αναζήτησίν μου, έως ότου ευρήκα εκείνον, τον οποίον ηγάπησεν η ψυχή μου. Τον εκράτησα με τα χέρια μου, δεν τον αφήκα, έως ότου τον έφερα μέσα στο σπίτι της μητρός μου, στο εσωτερικόν δωμάτιον εκείνης, που με έχει γεννήσει. | 4 Δὲν ἔπαυσα νὰ τὸν ζητῶ, ἕως ὅτου ὀλίγον ἐπροσπέρασα τοὺς φρουροὺς καὶ εὗρον αὐτόν, ποὺ ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου. Ἐκράτησα αὐτὸν καὶ δὲν τὸν ἀφῆκα, ἕως ὅτου τὸν ἔμβασα εἰς τὸ σπίτι τῆς μητέρας μου καὶ εἰς τὸ ἰδιαίτερον δωμάτιον ἐκείνης, ποὺ μὲ συνέλαβε καὶ ἐγέννησε. Ψυχαὶ ἀφωσιωμέναι εἰς τὸν Νυμφίον δὲν εἶναι μόνον νύμφαι αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς κατ’ ἐξοχὴν Νύμφης του, καὶ ἐντὸς τῶν κόλπων αὐτῆς θὰ δυνηθοῦν νὰ κρατήσουν ἀσφαλῶς τὸν Νυμφίον. |
5 ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες ῾Ιερουσαλήμ, ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ, ἐὰν ἐγείρητε καὶ ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην, ἕως ἂν θελήσῃ. | 5 Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, σας εξόρκισα και σας εξορκίζω εις τας μυστηριώδεις και ζωογόνους δυνάμεις της φύσεως και των αγρών, να μη εξυπνήσετε, να μη ανησυχήσετε την αγάπην μου. Αφήσατέ την να κοιμηθή, όσον θέλει. | 5 Σᾶς ἐξορκίζω, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, εἰς τὰς ἰσχυρὰς δυνάμεις, ποὺ συγκρατοῦν κατὰ τὸ θεῖον θέλημα τὸν κόσμον, νὰ μὴ ἀφυπνίσετε καὶ νὰ μὴ ἀνεγείρετε τὴν ἀγάπην, άλλ’ ἀφήσατέ την νὰ εἶναι βυθισμένη εἰς τὰς γοητευτικάς ἀναμνήσεις τοῦ Νυμφίου, ὅσον αὐτὴ θελήσῃ. Πλησίον Του δὲν κουράζεται, οὔτε χορταίνει ποτὲ κάθε ἀφωσιωμένη εἰς αὐτὸν Νύμφη. |
6 Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ἀπὸ τῆς ἐρήμου ὡς στελέχη καπνοῦ τεθυμιαμένη σμύρναν καὶ λίβανον ἀπὸ πάντων κονιορτῶν μυρεψοῦ; | 6 Ποιά είναι αυτή, που ανεβαίνει από την έρημον σαν ανάερη στήλη θυμιάματος σμύρνας και λιβάνου και όλων των ευωδών ουσιών, που κατασκευάζει ο μυροποιός; | 6 Ποία εἶναι αὐτή, ποὺ ἀναβαίνει ἀπὸ τὴν ἔρημον τῆς ἁμαρτίας, ἐγκαταλείπουσα αὐτήν, ἀναβαίνει δὲ σὰν στήλη καπνοῦ θυμιατισμένη καὶ εὐωδιάζουσα σμύρναν καὶ λίβανον καὶ ὅλες τὶς ἀρωματικὲς σκόνες τοῦ μυροποιοῦ; Ἡ Ἐκκλησία, μέχρι πρὸ ὀλίγου ἔρημος τῆς χάριτος οὖσα, ἀναβαίνει πάλλευκος, ὡραία καὶ εὐώδης, ὁποίαν κατέστησεν αὐτὴν τὸ αἷμα τοῦ Νυμφίου της. |
7 ἰδοὺ ἡ κλίνη τοῦ Σαλωμών, ἑξήκοντα δυνατοὶ κύκλῳ αὐτῆς ἀπὸ δυνατῶν ᾿Ισραήλ, | 7 Ιδού το μεγαλοπρεπές φορείον του Σολομώντος. Εξήντα δυνατοί άνδρες από τους ισχυρούς του Ισραήλ ολόγυρα από αυτό. | 7 Ἰδοὺ τὸ φορεῖον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου κατακεκλιμένος μεγαλοπρεπῶς μεταφέρεται ὁ Σολομών. Ἑξήκοντα ἄνδρες δυνατοὶ ἀκολουθοῦν τριγύρω του, διαλεγμένοι ἀπὸ ὅλους τοὺς δυνατοὺς Ἰσραηλίτας. |
8 πάντες κατέχοντες ρομφαίαν, δεδιδαγμένοι πόλεμον, ἀνὴρ ρομφαία αὐτοῦ ἐπὶ μηρὸν αὐτοῦ ἀπὸ θάμβους ἐν νυξί. | 8 Ολοι κρατούν ρομφαίαν. Εχουν γυμνασθή στον πόλεμον. Ο καθένας τους φέρει ζωσμένην την ρομφαίαν και κρεμασμένην στον μηρόν του, έτοιμος να την χρησιμοποίηση δια κάθε αιφνίδιον νυκτερινόν κίνδυνον. | 8 Ὅλοι ἔχουν ξίφος καὶ εἶναι διδαγμένοι νὰ πολεμοῦν· καθένας των ἔχει τὸ ξίφος του ζωσμένον, ὥστε νὰ κρέμαται εἰς τὸν μηρόν του διὰ κάθε ἐκφοβίζοντα κατὰ τὰς νύκτας αἰφνιδιασμόν. |
9 φορεῖον ἐποίησεν ἑαυτῷ ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν ἀπὸ ξύλων τοῦ Λιβάνου· | 9 Κατεσκεύασεν ο Σολομών φορείον δια τον εαυτόν του από τα ευώδη ξύλα του Λιβάνου. | 9 Φορεῖον πρὸς χρῆσιν αὐτοῦ κατεσκεύασεν ὁ βασιλεὺς Σολομὼν ἀπὸ ξύλα τοῦ ὄρους Λιβάνου. Καὶ ὅπως αὐτὸς προβάλλεται εἰς τὴν Γραφὴν ὡς τύπος τοῦ ἄρχοντος τῆς εἰρήνης καὶ μεγάλου βασιλέως Χριστοῦ, τοῦ ἐπὶ θρόνου χερουβικοῦ καὶ ἐν ἁγίοις ἀναπαυομένου, οὕτω καὶ τὸ φορεῖον τοῦτο δύναται νὰ ἐκληφθῇ ὡς τύπος τῶν ἀγελικῶν δυνάμεων καὶ τῆς στρατευομένης πληθῦος τῶν πιστῶν, ἐπὶ τῶν ὁποίων ὡς ὑπερφυοὺς φορείου φέρεται ὁ Νυμφίος καὶ ἡἢ Νύμφη του κυκλούμενοι ὑπὸ τῶν ἁγίων διδασκάλων αὐτῶν, τῶν διὰ τῆς μαχαίρας τοῦ Πνεύματος ἐκμηδενιζόντων τὴν ἰσχὺν καὶ τὴν πλάνην τῶν διαστροφέων τοῦ Εὐαγγελίου καὶ αἱρετικῶν. |
10 στύλους αὐτοῦ ἐποίησεν ἀργύριον καὶ ἀνάκλιτον αὐτοῦ χρύσεον· ἐπίβασις αὐτοῦ πορφυρᾶ, ἐντὸς αὐτοῦ λιθόστρωτον, ἀγάπην ἀπὸ θυγατέρων ῾Ιερουσαλήμ. | 10 Οι κίονες του φορείου του είναι αργυροί, το ανάκλιντρον ολόχρυσον, τα στηρίγματα αυτού ολοπόρφυρα. Μέσα στο φορείον κεντητόν, ψηφιδωτόν, λαμπρόν δάπεδον, έργον και δώρον της αγάπης των θυγατέρων της Ιερουσαλήμ. | 10 Τοὺς στύλους τοῦ φορείου ἐποίησεν ὁ Σολομὼν ἀργυροῦς καὶ τὸ ἀνάκλιντρον χρυσοῦν στηρίγματα ποδῶν καὶ χειρῶν ἐπενδεδυμένα μὲ πορφύραν καὶ εἰς τὸ δάπεδον τοῦ φορείου ψηφιδωτὸν κεντητόν, δῶρον τῆς ἀγάπης τῶν θυγατέρων Ἱερουσαλήμ. Ἡ πολύτιμος καὶ ἔκπαγλος καὶ θαυμαστὴ κατασκευὴ τοῦ φορείου σύμβολον τῆς ὑπερφυοὺς καλλονῆς καὶ τῶν ποικίλων χαρισμάτων τῶν ἀποτελουσῶν τὸ ἐφ’ οὗ ἀναπαύεται ὁ Νυμφίος λογικὸν ἅρμα ἁγίων ὑπάρξεων. |
11 θυγατέρες Σιών, ἐξέλθατε καὶ ἴδετε ἐν τῷ βασιλεῖ Σαλωμὼν ἐν τῷ στεφάνῳ, ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ καὶ ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης καρδίας αὐτοῦ. | 11 Θυγατέρες της Σιών, εβγάτε και ίδετε τον βασιλέα Σολομώντα φέροντα εις την κεφαλήν του στεφανον, με τον οποίον τον εστεφάνωσεν η μητέρα του κατά την ημέραν του γάμου του, κατά την ημέραν που ηγαλλίασε και ευφράνθη η καρδία του. | 11 Θυγατέρες Σιών, ἐβγᾶτε νὰ ἰδῆτε τὸν βασιλέα Σολομῶντα μὲ τὸν στέφανον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, μὲ τὸν ὁποῖον τὸν ἐστεφάνωσεν ἡ μητέρα του κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου του καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ ηὐφράνθη ἡ καρδία του. Ὁ μέγας τῆς εἰρήνης Βασιλεύς, ὁ ὑπὸ τοῦ Σολομῶντος εἰκονιζόμενος, ὑποδέχεται τὴν ἀπὸ τῆς ἐρήμου ἀναβαίνουσαν Ἐκκλησίαν φέρων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἀκάνθινον στέφανον, μὲ τὸν ὁποῖον τὸν ἐστεφάνωσεν ἡ παλαιὰ Συναγωγή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν κατὰ σάρκα κατήγετο. |