Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΠΑΝΤΗ δέ, ὅπου προσέπιπτε τοῦτο τὸ πρόσταγμα, δημοτελὴς συνίστατο τοῖς ἔθνεσιν εὐωχία μετὰ ἀλαλαγμῶν καὶ χαρᾶς, ὡς ἂν τῆς προκατεσκιρρωμένης αὐτοῖς πάλαι κατὰ διάνοιαν μετὰ παρρησίας συνεκφαινομένης ἀπεχθείας. | 1 Παντού δέ, όπου διεδίδετο η διαταγή αυτή του βασιλέως, οι εθνικοί, εχθροί προς τους Εβραίους, οργάνωναν συμπόσια με δαπάνας του δημοσίου μετά χαράς και αλαλαγμών. Και έτσι τα προ πολλού εις τας καρδίας των ριζωμένα σκληρά σαν πέτρα μίση εναντίον των Εβραίων εγινοντο πλέον φανερά. | 1 Εἰς κάθε τόπον δὲ ὅπου ἔφθανε τὸ διάταγμα τοῦ Φιλοπάτορος, ὠργανώνοντο μὲ δημόσια ἔξοδα συμπόσια διὰ τοὺς ἐθνικοὺς μὲ ἐνθουσιώδεις δυνατὲς φωνές, μεγάλον θόρυβον καὶ θριαμβευτικὴν ἀγαλλίασιν, διότι τὸ μῖσος καὶ ἡ ἔχθρα, ποὺ εἶχαν ἀπὸ πολλοῦ χρόνου ριζωθῆ καὶ εἶχαν κυριολεκτικὰ πετρώσει εἰς τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς των, τώρα ἐγίνοντο πλέον φανερὰ καὶ ἐξεδηλώνοντο ἀνοικτὰ καὶ ἐλεέθερα. |
2 τοῖς δὲ ᾿Ιουδαίοις ἀνήκεστον πένθος ἦν καὶ πανόδυρτος μετὰ δακρύων βοή, στεναγμοῖς πεπυρωμένης τῆς αὐτῶν πάντοθεν καρδίας, ὀλοφυρομένων τὴν ἀπροσδόκητον ἐξαίφνης ἐπικριθεῖσαν αὐτοῖς ὀλεθρίαν. | 2 Εις τους Ιουδαίους όμως ηπλώθη και εκυριάρχησε αθεράπευτον πένθος, και θρηνώδης κραυγή μετά δακρύων ηκούετο. Πυρακτωμένη εκ των στεναγμών από όλας τας πλευράς ήτο η καρδία των και απωλοφύροντο δια την απροσδόκητον και αιφνιδίως εκδοθείσαν εναντίον αυτών ολεθρίαν διαταγήν. | 2 Μεταξὺ ὅμως τῶν Ἰουδαίων ἐπεκράτησεν ἀθεράπευτον καὶ ἀδιάκοπον πένθος καὶ ἀντηχοῦσε κατὰ πάντα ἀξιοθρήνητος καὶ ἀξία πολλῶν ὀδυρμῶν κραυγὴ μὲ δάκρυα.Ἡ καρδιά των εἶχε κυριολεκτικὰ πυρποληθῆ ἀπὸ παντοῦ ἀπὸ βαθεῖς ἀναστεναγμούς, καθὼς ἐθρηνοῦσαν καὶ ἐκραύγαζαν γοερῶς διὰ τὴν ἀναπάντεχον καταστροφήν (καταδίκην εἰς θάνατον), ἡ ὁποία τοὺς ἐπεβλήθη ἔξαφνα μὲ τὸ ἐναντίον των βασιλικὸν διάταγμα. |
3 τίς νομὸς ἢ πόλις ἢ τίς τὸ σύνολον οἰκητὸς τόπος ἢ τίνες ἀγυιαὶ κοπετοῦ καὶ γόων ἐπ' αὐτοῖς οὐκ ἐνεπιπλῶντο; | 3 Ποίος νομός η ποία πόλις η ποίος τόπος γενικώς κατοικούμενος από τους ανθρώπους αυτούς η ποίοι δρόμοι δεν είχαν πλημμυρίσει από τους κοπετούς και τους θρήνους των; | 3 Ποῖος νομὸς ἢ ποία πόλις ἢ γενικῶς ποῖος κατοικούμενος τόπος ἢ ποῖοι δρόμοι δὲν εἶχαν γεμίσει μὲ μεγάλους κοπετοὺς καὶ θρήνους, συνοδευομένους ἀπὸ στηθοκοπήματα καὶ ὀδυρμοὺς μὲ γοερὲς κραυγὲς δὶ αὐτούς; |
4 οὕτω γὰρ μετὰ πικρίας ἀνοίκτου ψυχῆς ὑπὸ τῶν κατὰ πόλιν στρατηγῶν ὁμοθυμαδὸν ἐξαπεστέλλοντο, ὥστε ἐπὶ ταῖς ἐξάλλοις τιμωρίαις καί τινας τῶν ἐχθρῶν λαμβάνοντας πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τὸν κοινὸν ἔλεον καὶ λογιζομένους τὴν ἄδηλον τοῦ βίου καταστροφήν, δακρύειν αὐτῶν τὴν τρισάθλιον ἐξαποστολήν. | 4 Ετσι υπό το κράτος φοβεράς θλίψεως οι Ιουδαίοι, συνεπεία αυτής της διαταγής, συνελαμβάνοντο ομαδικώς εις τας διαφόρους πόλεις από τους στρατηγούς του Φιλοπάτορος και απεστέλλοντο προς τον βασιλέα με βαναυσότητα και σκληράν καρδίαν, τόσον ώστε δια τας παράφρονας αυτάς τιμωρίας μερικοί από τους εχθρούς, έχοντες προ οφθαλμών την συνήθη ανθρωπίνην συμπάθειαν και αναλογιζόμενοι τον άγνωστον όλεθρον της ανθρωπίνης ζωής, εδάκρυζαν δια τον τρισάθλιον αυτόν διωγμόν. | 4 Διότι μὲ τέτοιον ἄκληρον καὶ θηριώδη τρόπον καὶ μὲ τέτοια ἄσπλαγχνα αἰσθήματα καρδίας συνελαμβάνοντό οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἐξαπεστέλλοντο ὁμαδικῶς (ὅλοι μαζί) ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς τοῦ βασιλιᾶ, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς κάθε πόλιν ἦταν δὲ τόσον τραχὺς ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον τοὺς μετεχειρίζοντο, ὥστε εἰς τὸ θέαμα τῶν ἀσυνηθίστων αὐτῶν σκληρῶν τιμωριῶν ἀκόμη καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς των, ὅταν ἀντίκρυζαν ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια των καὶ ἐννοοῦσαν τὸ κοινὸν αἴσθημα τοῦ οἴκτου καὶ ἐστοχάζοντο τὸ ἀβέβαιον τέλος τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, ἐδάκρυζαν διὰ τὴν παναθλίαν ἀπέλασιν καὶ τὸν βίαιον διωγμὸν τῶν Ἰουδαίων. |
5 ἤγετο γὰρ γεραιῶν πλῆθος πολιᾷ πεπυκασμένων, τὴν ἐκ τοῦ γήρως νωθρότητα ποδῶν ἐπίκυφον ἀνατροπῆς ὁρμῇ βιαίας ἁπάσης αἰδοῦς ἄνευ πρὸς ὀξεῖαν καταχρωμένων πορείαν. | 5 Ωδηγείτο δε πλήθος γερόντων με λευκήν την κόμην, οι οποίοι ως εκ των γηρατείων είχαν δυσκίνητα τα πόδια και από το βάρος των ετών έκυπτον και δεν ηδύναντο να κινούνται ταχέως. Αυτούς χωρίς καμμίαν εντροπήν τους έσπρωχναν προς τα εμπρός, ώστε από την ορμήν αυτήν πολλοί να ανατρέπωνται βιαίως. | 5 Διότι ἕνεκα τοῦ διωγμοῦ ἐκείνου, πλῆθος γερόντων στολισμένων μὲ λευκὰ μαλλιά, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τοῦ γήρατος ἐκινοῦντο ἀργὰ μὲ βήματα βαριὰ καὶ ἦσαν κυρτωμένοι ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἐτῶν, συνελαμβάνοντο καὶ ἐξηναγκάζοντο να προχωροῦν μὲ γρήγορον βῆμα, ὥστε ἀνετρέποντο ἀπὸ τὴν βίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐσύροντο, ἢ ἐσπρώχνοντο ὀρμητικῶς χωρὶς καμμίαν ἐντροπήν. |
6 αἱ δὲ ἄρτι πρὸς βίου κοινωνίαν γαμικὸν ὑπεληλυθυῖαι παστὸν νεάνιδες, ἀντὶ τέρψεως μεταλαβοῦσαι γόους καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι κόμην, ἀκαλύπτως δὲ ἀγόμεναι, θρῆνον ἀνθ' ὑμεναίων ὁμοθυμαδὸν ἐξῆρχον ὡς ἐσπαραγμέναι σκυλμοῖς ἀλλοεθνέσι· | 6 Επίσης και νεαραί γυναίκες, αι οποίαι προ ολίγου είχον έλθει εις γάμου κοινωνίαν και είχον εισέλθει στους νυμφικούς των θαλάμους, αντί τέρψεως και χαράς, είχον τώρα θρήνους. Η μέχρι προ ολίγου βρεγμένη με αρώματα κόμη των είχε σκεπασθή από κονιορτόν και χωρίς καμμίαν καλύπτραν έβγαιναν από τους νυμφικούς των θαλάμους. Αντί ασμάτων γάμου όλαι μαζή είχον θρήνον, διότι είχον σπαραχθή τα σώματά των από τα βάσανα εκ μέρους των εθνικών. | 6 Ἐπίσης καὶ νεαρὲς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες μόλις πρὸ ὀλίγου εἶχαν ὑπανδρευθῆ καὶ εἶχαν εἰσέλθει εἰς τὸν νυμφικόν των θάλαμον διὰ νὰ ζήσουν τὴν ἔγγαμον ζωήν, ἀντήλλαξαν τώρα τὴν εὐφροσύνην καὶ ἡδονὴν μὲ τοὺς γοεροὺς θρήνους καὶ τὰ μυρολόγια· ἡ νυμφικὴ των κόμη, ἡ ἀλχιμμένη μὲ μύρα, ἦταν τώρα πασπαλισμένη μὲ σκόνην.Οἱ νεαρὲς αὐτὲς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες συνελαμβάνοντο καὶ ἐσύροντο χωρὶς τὴν καλύπτραν τῆς κεφαλῆς, ὅλες μαζί, μὲ μίαν ψυχήν, ἐπρωτοστατοῦσαν ψάλλουσαι θρῆνον ἀντὶ γαμηλίων ᾠδῶν, διότι εἶχαν καταξεσχισθῆ καὶ παραμορφωθῆ τὰ σώματά των ἀπὸ τὰ σκληρὰ βασανιστήρια τῶν εἰδωλολατρῶν. |
7 δέσμιαι δὲ δημόσιαι μέχρι τῆς εἰς τὸ πλοῖον ἐμβολῆς εἵλκοντο μετὰ βίας. | 7 Υπό τα όμματα δε όλων των ανθρώπων είχον δεθή με αλύσεις και εσύροντο βιαίως μέχρι του σημείου, που επεβιβάζοντο στο πλοίον. | 7 Οἱ νεαρὲς αὐτὲς γυναῖκες ἐσύροντο βιαίως σιδηροδέσμιες ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια ὅλων τῶν ἀνθρώπων μέχρι τοῦ τόπου τῆς ἐπιβιβάσεως των εἰς τὰ πλοῖα. |
8 οἵ τε τούτων συζυγεῖς βρόχοις ἀντὶ στεφέων τοὺς αὐχένας περιπεπλεγμένοι μετὰ ἀκμαίας καὶ νεανικῆς ἡλικίας, ἀντὶ εὐωχίας καὶ νεωτερικῆς ραθυμίας τὰς ἐπιλοίπους τῶν γάμων ἡμέρας ἐν θρήνοις διῆγον, παρὰ πόδας ἤδη τὸν ᾅδην ὁρῶντες κείμενον. | 8 Και οι σύζυγοι αυτών, εις την ακμήν της νεανικής των ηλικίας ευρισκόμενοι, έφεραν στους λαιμούς των αντί στεφάνων βρόχια, δια δε τας υπολοίπους ημέρας της εορτής του γάμου των είχαν αντί της χαράς και της νεανικής ευθυμίας των άσματα γοερά, διότι έβλεπαν ότι ο άδης ευρίσκετο παρά τους πόδας των. | 8 Καὶ οἱ σύζυγοί των, εὑρισκόμενοι εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς νεανικῆς των ἡλικίας, μὲ τοὺς λαιμοὺς τυλωμένους μὲ βρόχους (θηλειές) ἀντὶ νυμφικῶν στεφάνων, ἐπερνοῦσαν τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς γαμηλίου ἑορτῆς των μέσα εἰς τοὺς θρήνους καὶ τὰ μυρολόγια, ἀντὶ νὰ χαίρωνται εἰς τὴν νεανικὴν ἀμεριμνίαν καὶ τὶς διασκεδάσεις, διότι ἔβλεπαν ἤδη τὸν ἅδην νὰ εὑρίσκεται ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια των. |
9 κατήχθησαν δέ θηρίων τρόπον ἀγόμενοι σιδηροδέσμοις ἀνάγκαις, οἱ μὲν τοῖς ζυγοῖς τῶν πλοίων προσηλωμένοι τοὺς τραχήλους, οἱ δὲ τοὺς πόδας ἀρρήκτοις κατησφαλισμένοι πέδαις, | 9 Ολοι δε αυτοί, ως άγρια θηρία, επεβιβάσθησαν συρόμενοι κάτω από τα βαρειά σιδηρά δεσμά των. Και όταν εισήλθαν εις τα πλοία, άλλων μεν από αυτούς οι τράχηλοι εδέθησαν εις τους ζυγούς των πλοίων, άλλων δε τα πόδια ησφαλίσθησαν σφικτά με δεσμά σκληρά και άθραυστα. | 9 Ὅλοι δὲ αὐτοὶ μετεφέρθησαν καὶ ἐπεβιβάσθησαν εἰς τὰ πλοῖα, συρόμενοι ὅπως τὰ ἄγρια θηρία κάτω ἀπὸ τὴν πίεσιν καὶ τὸ βάρος σιδηρῶν δεσμῶν.Καὶ ὅταν τοὺς ἐπεβίβασαν εἰς τὰ πλοῖα, ἄλλων μὲν ἀπὸ αὐτοὺς οἱ τράχηλοι εἶχαν στερεωθῆ εἰς τὰ ἐγκάρσια ξύλα, ποὺ ἑνώνουν τὶς ἀπέναντι πλευρὲς τοῦ πλοίου (ἡ τοὺς πάγκους τῶν κωπηλατῶν), ἄλλων δὲ τὰ πόδια εἶχαν ἀσφαλισθῆ σφικτὰ μὲ στερεὰ καὶ ἄθραυστα δεσμά ( ποδοπέδες). |
10 ἔτι καὶ τῷ καθύπερθε πυκνῷ σανιδώματι διακειμένῳ, ὅπως πάντοθεν ἐσκοτισμένοι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀγωγὴν ἐπιβούλων ἐν παντὶ τῷ κατάπλῳ λαμβάνωσι. | 10 Ακόμη δε υπήρχον πυκνά σανιδώματα επάνω από τας κεφαλάς των, ώστε αυτοί να έχουν από όλα τα σημεία σκότος εις τα μάτια των. Ετσι ωσάν προδόται και κακούργοι έπρεπε να κάμουν όλον το θαλάσσιον τούτο ταξίδι. | 10 Ἐπὶ πλέον δὲ εἶχαν περιορισθῇ μέσα εἰς τὰ πλοῖα ἔτσι, ὥστε ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν των ὑπῆρχε σανίδωμα (κατ’ ἄλλους: Κατάστρωμα) κατασκευασμένον ἀπὸ πυκνὲς σανίδες· ἔτσι τὰ μάτια τῶν μεταφερομένων Ἰουδαίων ἦσαν ἀπὸ παντοῦ βυθισμένα πλήρως εἰς τὸ σκοτάδι.Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ὑφίσταντο τὴν κακομεταχείρισιν, ἡ ὁποία ταιριάζει εἰς κακούργους, καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τοῦ θαλασσινοῦ ταξιδιοῦ των μέχρι τῆς Ἀλεξανδρείας. |
11 Τούτων δὲ ἐπὶ τὴν λεγομένην Σχεδίαν ἀχθέντων καὶ τοῦ παράπλου περανθέντος, καθὼς ἦν δεδογματισμένον τῷ βασιλεῖ, προσέταξεν αὐτοὺς ἐν τῷ πρὸ τῆς πόλεως ἱπποδρόμῳ παρεμβαλεῖν ἀπλέτῳ καθεστῶτι περιμέτρῳ καὶ πρὸς παραδειγματισμὸν ἄγαν εὐκαιροτάτῳ καθεστῶτι πᾶσι τοῖς καταπορευομένοις εἰς τὴν πόλιν καὶ τοῖς ἐκ τούτων εἰς τὴν χώραν στελλομένοις πρὸς ἐκδημίαν πρὸς τὸ μηδὲ ταῖς δυνάμεσιν αὐτοῦ κοινωνεῖν, μηδὲ τὸ σύνολον καταξιῶσαι περιβόλων. | 11 Οταν δε αυτοί έφθασαν εις ένα παράλιον τόπον, που ωνομάζετο Σχεδία και έτσι έληξε το κατά μήκος της ακτής ταξίδιόν των, έπρεπε σύμφωνα με τας διαταγάς του βασιλέως να εγκλεισθούν στο ιπποδρόμιον της Αλεξανδρείας, το οποίον ευρίσκετο προ της πόλεως. Αυτός ο τόπος, ο κατάλληλος προς εξευτελισμόν των Ιουδαίων, περιεβάλλετο από μεγάλο περίφραγμα. Ολοι δε οι εθνικοί, οι οποίοι εισήρχοντο από την ύπαιθρον εις την πόλιν, όπως και εκείνοι οι οποίοι μετέβαινον από την πόλιν εις την ύπαιθρον, έβλεπαν τους συσσωρευμένους εκεί Ιουδαίους. Απηγορεύετο δε εις αυτούς, που ήσαν μέσα στο στάδιον, να επικοινωνούν με τους στρατιώτας και γενικώς να μη περάσουν καθόλου έξω από το περίφραγμα του ιπποδρομίου. | 11 Ὅταν ὅλοι αὐτοὶ ἔφθασαν εἰς τὸν τόπον (ἀκρωτήριον), ποὺ ὠνομάζετο Σχεδία, καὶ ἔτσι τὸ ταξίδι, ὅπως εἶχε διατάξει ὁ βασιλιᾶς, ἐτελείωσεν, ὁ Φιλοπάτωρ διέταξε να τοὺς βάλουν καὶ νὰ τοὺς κλείσουν εἰς τὸν ἱππόδρομον (τὸ στάδιον), ὁ ὁποῖος διέθετε πελώριον περίφραγμα (περίβολον) καὶ ἦταν κτισμένος ἐμπρὸς εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας.Ὁ ἱππόδρομος αὐτὸς ἦταν πάρα πολὺ κατάλληλος, ὥστε νὰ καταστήσῃ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ εἶχαν φυλακισθῇ ἐκεῖ, δημόσιον θέαμα εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας, οἱ ὁποῖοι εἰσήρχοντο ἀπὸ τὴν ὕπαιθρον εἰς τὴν πόλιν, καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν πόλιν πρὸς τὴν ὕπαιθρον διὰ σύντομον διαμονήν.Εἰς δὲ τοὺς ἐγκλείστους μέσα εἰς τὸν ἱππόδρομον οὔτε μὲ τοὺς στρατιῶτες τοῦ βασιλιᾶ ἐπέτρεπαν νὰ ἐπικοινωνήσουν, ἀλλ’ οὔτε ἠμποροῦσαν νὰ ἐπικοινωνήσουν γενικῶς μὲ ὁποιανδήποτε περιοχὴν τῆς πόλεως (κατ’ ἄλλην γραφὴν ἢ ἑρμηνείαν: Νὰ ἀπαιτοῦν προστασίαν ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως). |
12 ὡς δὲ τοῦτο ἐγενήθη, ἀκούσας τοὺς ἐκ τῆς πόλεως ὁμοεθνεῖς κρυβῇ ἐκπορευομένους πυκνότερον ἀποδύρεσθαι τὴν ἀκλεᾶ τῶν ἀδελφῶν ταλαιπωρίαν, | 12 Οταν δε έγινε τούτο, δηλαδή όταν οι Ιουδαίοι εκλείσθησαν ελεεινώς στο στάδιον, ο βασιλεύς επληροφορήθη, ότι οι εις την πόλιν ομοεθνείς των εξερχόμενοι κρυφίως από την πόλιν πολύ συχνά εθρηνούσαν την εξευτελιστικήν αυτήν ταλαιπωρίαν των αδελφών των. | 12 Ὅταν οἰ Ἰουδαῖοι ἐκλείσθησαν εἰς τὸν Ἱππόδρομον, καὶ ὅταν ὁ βασιλιᾶς ἐπληροφορήθη ὅτι οἰ ὁμοεθνεῖς τῶν Ἰουδαῖοι, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἔβγαιναν συχνὰ καὶ μυστικὰ ἀπὸ τὴν πόλιν διὰ νὰ θρηνολογήσουν τὴν ἄδοξον ταλαιπωρίαν καὶ τιμωρίαν τῶν ἀδελφῶν των, |
13 διοργισθεὶς προσέταξε καὶ τούτοις ὁμοῦ τὸν αὐτὸν τρόπον ἐπιμελῶς ὡς ἐκείνοις ποιῆσαι μὴ λειπομένοις κατὰ μηδένα τρόπον τῆς ἐκείνων τιμωρίας, | 13 Οργισθείς δια τούτο ο βασιλεύς διέταξεν, όπως κατά τον ίδιον τρόπον και με την αυτήν αυστηρότητα τιμωρήσουν και όλους αυτούς μαζή, χωρίς να διαφέρη καθόλου η τιμωρία τούτων από την τιμωρίαν εκείνων, που προηγουμένως είχον εγκλεισθή στο ιπποδρόμιον. | 13 ὠργίσθη πάρα πολύ.Καὶ διέταξε νὰ τιμωρηθοῦν κατὰ τὸν ἴδιον ἀκριβῶς τρόπον, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι, νὰ μὴ ὑστερήσῃ δὲ καθόλου ἡ τιμωρία των τῆς τιμωρίας τῶν Ἰουδαίων ἐκείνων, ποὺ εἶχαν ἤδη ἐγκλεισθῆ εἰς τὸν ἱππόδρομον. |
14 ἀπογραφῆναι δὲ πᾶν τὸ φῦλον ἐξ ὀνόματος, οὐκ εἰς τὴν ἔμπροσθε βραχεῖ προδεδηλωμένην τῶν ἔργων κατάπονον λατρείαν, στρεβλωθέντας δὲ ταῖς παρηγγελμέναις αἰκίαις τὸ τέλος ἀφανίσαι μιᾶς ὑπὸ καιρὸν ἡμέρας. | 14 Διέταξεν επίσης ο βασιλεύς να καταγραφούν όλοι, οι εκ του ιουδαϊκού γένους, ονομαστί, όχι απλώς προς τιμωρίαν των, όπως ελέχθη προηγουμένως, δια της υποχρεώσεώς των εις καταναγκαστικά δουλικά έργα, αλλά αφού διαστρεβλωθούν σωματικώς με βασανισμούς, δια τους οποίους είχαν ήδη δοθή ωρισμέναι εντολαί, να εξολοθρευθούν κατόπιν όλοι εις μίαν και μόνην ημέραν εις κατάλληλον ευκαιρίαν. | 14 Ἀκόμη ὁ βασιλιᾶς διέταξε να καταγραφοῦν ὀνομαστικῶς ὅλοι οἰ Ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς, ὄχι διότι θὰ τοὺς ἔβαζαν εἰς τὰ καταναγκαστικὰ ἔργα, ὅπως ἀνεφέρθη συντόμως ἀνωτέρω, ἀλλὰ διὰ νὰ τοὺς ἑξαφανίσουν τελικῶς ἐντὸς μιᾶς καὶ μόνον ἡμέρας, ἀφοῦ τοὺς βασανίσουν μὲ στρεβλώσεις τῶν μελῶν των, διὰ τὶς ὁποῖες εἶχαν δοθῇ σχετικὲς παραγγελίες! |
15 ἐγίνετο μὲν οὖν ἡ τούτων ἀπογραφὴ μετὰ πικρᾶς σπουδῆς καὶ φιλοτίμου προσεδρείας ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν, ἀνήνυτον λαμβάνουσα τὸ τέλος ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα. - | 15 Η μεν καταγραφή, λοιπόν, τούτων εγίνετο από τους υπαλλήλους του βασιλέως, με μοχθηράν σπουδήν και φιλοτιμίαν να ζεπεράση ο ένας τον άλλον στο έργον αυτό, από της ανατολής του ηλίου μέχρι της δύσεως. Αν και επί τεσσαράκοντα ημέρας διήρκεσεν η απογραφή, δεν επερατώθη, δεν έφθασεν εις τέλος. | 15 Ἐγίνετο λοιπὸν ἡ καταγραφὴ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν μὲ βίαν καὶ ταχύτητα, γεμάτην μοχθηρίαν καὶ σύντονον προσοχὴν καὶ ἐνθουσιώδη ζῆλον, ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου μέχρι τὴν δύσιν του.Ἡ ἀπογραφὴ συνεχίζετο ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ ὁλοκληρωθῇ! |
16 Μεγάλως δὲ καὶ διηνεκῶς ὁ βασιλεὺς χαρᾷ πεπληρωμένος, συμπόσια ἐπὶ πάντων τῶν εἰδώλων συνιστάμενος, πεπλανημένῃ πόρρω τῆς ἀληθείας φρενὶ καὶ βεβήλῳ στόματι, τὰ μέν κωφὰ καὶ μὴ δυνάμενα αὐτοῖς λαλεῖν ἢ ἀρήγειν ἐπαινῶν, εἰς δὲ τὸν μέγιστον Θεὸν τὰ μὴ καθήκοντα λαλῶν. | 16 Καθ' όλον το διάστημα αυτό, γεμάτος χαράν, ο βασιλεύς ωργάνωνε συμπόσια πλησίον των ειδωλολατρικών ναών και εκυριαρχείτο από πεπλανημένον και πολύ μακράν της αληθείας φρόνημα. Και τα μεν είδωλα τα κωφά και ανίκανα να ομιλήσουν προς αυτούς η να βοηθήσουν κανένα, τα υμνολογούσε, εναντίον δε του μεγίστου και αληθινού Θεού εξεστόμιζεν απρεπείς φράσεις. | 16 Καθ’ ὃν χρόνον οἱ Ἰουδαῖοι ὑπέφεραν ὅλα αὐτά, ὁ βασιλιᾶς, γεμᾶτος μεγάλην καὶ συνεχῆ χαράν, ὠργάνωνε συμπόσια κοντὰ εἰς τοὺς εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς πρὸς τιμὴν ὅλων τῶν εἰδώλων του, μὲ τὴν καρδιά, τὸν νοῦν καὶ τὸ φρόνημά του πλανεμένα καὶ πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν καὶ μὲ ἀνίερον καὶ ἀκάθαρτον στόμα· καὶ τὰ μὲν κωφὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα δὲν ἠμποροῦν οὔτε νὰ ὁμιλήσουν, ἀλλ’ οὔτε καὶ νὰ βοηθήσουν κανένα, τὰ ἐπαινοῦσε, ἐξεστόμιζε δὲ ἐναντίον τοῦ μεγίστου καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ λόγια ἀπρεπῆ, βλάσφημα καὶ ὑβριστικά. |
17 μετὰ δὲ τὸ προειρημένον τοῦ χρόνου διάστημα προσηνέγκαντο οἱ γραμματεῖς τῷ βασιλεῖ μηκέτι ἰσχύειν τὴν τῶν ᾿Ιουδαίων ἀπογραφὴν ποιεῖσθαι διὰ τὴν ἀμέτρητον αὐτῶν πληθύν, | 17 Μετά την πάροδον όμως του διαστήματος αυτού των τεσσαράκοντα ημερών, οι γραμματείς ανέφεραν προς τον βασιλέα, ότι δεν ημπορούν να φέρουν εις πέρας την απογραφήν των Ιουδαίων, διότι το πλήθος αυτών ήτο αμέτρητον. | 17 Ἀλλὰ μετὰ τὸ χρονικὸν διάστημα τῶν σαράντα ἡμερῶν, ποὺ ἀνεφέραμεν ἀνωτέρω, οἱ γραμματεῖς ἀνεκοίνωσαν εἰς τὸν βασιλιᾶ ὅτι δὲν ἠμποροῦσαν πλέον νὰ συνεχίσουν τὴν καταγραφὴν τῶν Ἰουδαίων, διότι οἰ Ἰουδαῖοι ἦσαν πλῆθος ἀμέτρητον, |
18 καίπερ ὄντων κατὰ τὴν χώραν ἔτι τῶν πλειόνων, τῶν μὲν κατὰ τὰς οἰκίας ἔτι συνεστηκότων, τῶν δὲ καὶ κατὰ τόπον, ὡς ἀδυνάτου καθεστῶτος πᾶσι τοῖς ἐπ' Αἴγυπτον στρατηγοῖς. | 18 Αλλωστε οι περισσότεροι από αυτούς ευρίσκοντο εις την ύπαιθρον, έλεγον οι γραμματείς, άλλοι από αυτούς ήσαν κλεισμένοι εις τας οικίας των, άλλοι εις διαφόρους τόπους, ώστε καταντούσεν αδύνατον εις όλους τους στρατηγούς, που ευρίσκοντο εις την Αίγυπτον, να τους συγκεντρώσουν. | 18 παρ’ ὅλον ὅτι ὁ μεγαλύτερος ἀριθμὸς τῶν Ἰουδαίων εὑρίσκετο ἀκόμη εἰς τὴν ὕπαιθρον χώραν καὶ ἄλλοι μὲν ἀπὸ αὐτοὺς ἦσαν ἀκόμη συγκεντρωμένοι καὶ κλεισμένοι εἰς τὰ σπίτια των, ἄλλοι δὲ εἰς διαφόρους τόπους (κατ’ ἄλλην γραφήν: Ἄλλοι δὲ ἐταξίδευαν)· διὰ τοῦτο ἡ συγκέντρωσις ὅλων τῶν Ἰουδαίων ἦταν ἔργον ἀδύνατον δι' ὅλους τοὺς στρατηγούς, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Αἴγυπτον. |
19 ἀπειλήσαντος δὲ αὐτοῖς σκληρότερον ὡς δεδωροκοπημένοις εἰς μηχανὴν τῆς ἐκφυγῆς, συνέβη σαφῶς αὐτὸν περὶ τούτου πεισθῆναι, | 19 Ο βασιλεύς, δεν επείσθη εις τας δικαιολογίας αυτάς και ηπείλησε κατά τον σκληρότερον τρόπον τους γραμματείς, διότι τάχα αυτοί είχαν δωροδοκηθή από τους Ιουδαίους, δια να επινοήσουν τρόπον της διαφυγής εκείνων από την καταγραφήν. αλλά ήλθαν έτσι τα πράγματα, ώστε και ο ίδιος ο βασιλεύς να πεισθή σαφώς δι' αυτά, που του είχαν ανακοινώσει οι γραμματείς. | 19 Ὁ Φιλοπάτωρ, ἐνῷ ἀπείλησε τοὺς γραμματεῖς πολὺ σκληρά, κατηγορῶντας τους ὅτι εἶχαν δῆθεν δωροδοκηθῇ, διὰ νὰ ἐπινοήσουν καὶ σχεδιάσουν τρόπους καὶ μέσα διαφυγῆς τῶν Ἰουδαίων, τελικῶς ἐπείσθη πλήρως δι' ὅσα τοῦ εἶπαν οἱ γραμματεῖς· |
20 λεγόντων μετὰ ἀποδείξεως καὶ τὴν χαρτηρίαν ἤδη καὶ τοὺς γραφικοὺς καλάμους, ἐν οἷς ἐχρῶντο, ἐκλελοιπέναι. | 20 Διότι οι γραμματείς έλεγαν και απεδείκνυαν ότι ο χάρτης και οι κονδυλοφόροι, τους οποίους αυτοί εχρησιμοποιούσαν δια την καταγραφήν των Ιουδαίων, είχαν εξαντληθή. | 20 ἐπείσθη, ὅταν τοῦ ἐξήγησαν καὶ τοῦ ἀπέδειξαν μὲ στοιχεῖα, ὅτι τόσον τὸ χαρτί (κατ’ ἄλλους: Τὸ ἐργοστάσιον κατασκευῆς χαρτιοῦ), ὅσον καὶ οἱ κάλαμοι, μὲ τοὺς ὁποίους ἔγραφαν, εἶχαν ἤδη ἐξαντληθῆ! |
21 τοῦτο δὲ ἦν ἐνέργεια τῆς τοῦ βοηθοῦντος τοῖς ᾿Ιουδαίοις ἐξ οὐρανοῦ προνοίας ἀνικήτου. | 21 Αυτό ήτο έργον της ακατανικήτου προνοίας του Θεού, ο οποίος έτσι εβοηθούσε τους Ιουδαίους. | 21 Αὐτὸ ὅμως ἦταν ἀσφαλῶς ἔργον τῆς ἀκατανικήτου Προνοίας τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐβοηθοῦσε τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τὸν οὐρανόν. |