Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Γ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΤΟΤΕ προσκαλεσάμενος ῞Ερμωνα τὸν πρὸς τῇ τῶν ἐλεφάντων ἐπιμελείᾳ, βαρείᾳ μεμεστωμένος ὀργῇ καὶ χόλῳ κατὰ πᾶν ἀμετάθετος 1 Τοτε ο βασιλεύς γεμάτος οργήν και πικρίαν εναντίον των Ιουδαίων, έχων οπωσδήποτε αμετάθετον την απόφασιν να τους τιμωρήση, εκάλεσε τον Ερμωνα, ο οποίος είχεν αναλάβει την φροντίδα δια τους ελέφαντας. 1 Κατόπιν ὁ βασιλιᾶς Πτολεμαῖος προσεκάλεσε τὸν Ἕρμωνα, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑπεύθυνος διὰ τὴν φροντίδα καὶ τὴν ἐπιμέλειαν τῶν ἐλεφάντων ὁ Φιλοπάτωρ πλημμυρισμένος ἀπὸ ἐμπαθῆ μανίαν καὶ ὁρμὴν καὶ ἀπὸ πικρίαν καὶ λύσσαν κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ὁλωσδιόλου δὲ ἀμετάπειστος εἰς τὴν ἀπόφασίν του,
2 ἐκέλευσεν ὑπὸ τὴν ἐπερχομένην ἡμέραν δαψιλέσι δράκεσι λιβανωτοῦ καὶ οἴνῳ πλείονι ἀκράτῳ ἅπαντας τοὺς ἐλέφαντας ποτίσαι, ὄντας τὸν ἀριθμὸν πεντακοσίους, καὶ ἀγριωθέντας τῇ τοῦ πόματος ἀφθόνῳ χορηγίᾳ εἰσαγαγεῖν πρὸς συνάντησιν τοῦ μόρου τῶν ᾿Ιουδαίων. 2 Διέταξε, λοιπόν, αυτόν να χρησιμοποίηση κατά την επομένην ημέραν άφθονες χουφτιές λιβανωτού δια τους ελέφαντας και να ποτίση αυτούς με ανόθευτον οίνον- ήσαν δε πεντακόσιοι κατά τον αριθμόν- ώστε αυτοί υπό την επήρειαν του αφθόνου θυμιάματος και της πλουσίας χορηγήσεως του ακράτου οίνου, εξηγριωμένοι να οδηγηθούν εναντίον των Ιουδαίων, δια να τους καταπατήσουν και τους εξοντώσουν. 2 διέταξε τὸν Ἕρμωνα νὰ δώσῃ τὴν ἑπομένην ἡμέραν εἰς ὅλους τοὺς ἐλέφαντες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν συνολικῶς πεντακόσιοι (500), ἄφθονες καὶ μεγάλες χουψτιὲς (χειρόβολα) λιβανωτοῦ καὶ νὰ τοὺς ποτίσῃ μὲ ἄφθονον καθαρό, ἀνόθευτο κρασί.Κατόπιν, καὶ ἀφοῦ οἱ ἐλέφαντες θὰ εἶχαν μεθύσει καὶ ἐξαγριωθῆ ἀπὸ τὴν πλουσιοπάροχον χορήγησιν τοῦ οἰνοπνευματώδους ποτοῦ, νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ εἰς τὸν ἱππόδρομον, ὥστε νὰ καταπατήσουν καὶ νὰ θανατώσουν τοὺς Ἰουδαίους.
3 ὁ μὲν τάδε προστάσσων ἐτρέπετο πρὸς τὴν εὐωχίαν, συναγαγὼν τοὺς μάλιστα τῶν φίλων καὶ τῆς στρατιᾶς ἀπεχθῶς ἔχοντας πρὸς τοὺς ᾿Ιουδαίους· 3 Και ο μεν βασιλεύς, αφού διέταξεν αυτά, ενδιεφέρθη πάλιν δια το συμπόσιον και προσεκάλεσε και συνεκέντρωσεν εις αυτό τους φίλους και τους εκ του στρατού του αξιωματούχους, οι οποίοι περισσότερον από κάθε άλλον διέκειντο εχθρικώς εναντίον των Ιουδαίων. 3 Καὶ ὁ μὲν βασιλιᾶς, ἀφοῦ ἔδωκε τὶς διαταγὲς αὐτές, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ ξεφάντωμα τοῦ συμποσίου του, ἀφοῦ ἐπροσκάλεσε τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ἀπὸ τοὺς φίλους του καὶ ἀπὸ τοὺς ἀξιωματούχους τοῦ στρατοῦ του, τὰ ὁποῖα ἦσαν τὰ πλέον ἐχθρικὰ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους·
4 ὁ δὲ ἐλεφαντάρχης τὸ προσταγὲν ἀραρότως ῞Ερμων συνετέλει. 4 Ο δε επιμελητής των ελεφάντων, ο Ερμων, εξετέλει, όπως έπρεπε, την διαταγήν του βασιλέως. 4 ὁ δὲ Ἕρμων, ὁ ὑπεύθυνος διὰ τὴν φροντίδα καὶ τὴν ἐπιμέλειαν τῶν ἐλεφάντων, ἐπροχωροῦσε εἰς τὴν ἐφαρμογὴν καὶ ὁλοκλήρωσιν τῆς διαταγῆς τοῦ βασιλιᾶ μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ μὲ τὴν πρέπουσαν ἐπιμέλειαν.
5 οἵ τε πρὸς τούτοις λειτουργοὶ κατὰ τὴν ἑσπέραν ἀξιόντες τὰς τῶν ταλαιπώρων ἐδέσμευον χεῖρας τήν τε λοιπὴν ἐμηχανῶντο περὶ αὐτοὺς ἀσφάλειαν, ἔννυχον δόξαντες ὁμοῦ λήψεσθαι τὸ φῦλον πέρας τῆς ὀλεθρίας. 5 Οι δια τας υποθέσεις αυτάς υπηρέται εξήλθον κατά την εσπέραν, έδεναν τα χέρια των ταλαιπώρων Ιουδαίων, που ευρίσκοντο στο στάδιον, επινοούσαν δε και εχρησιμοποιούσαν κάθε άλλον τρόπον, δια να τους κρατήσουν εκεί ασφαλείς. Επίστευον δέ, ότι κατά την επομένην νύκτα θα λάβη πέρας η εξολόθρευσις ολοκλήρου του γένους των Εβραίων. 5 Καὶ οἱ ὑπάλληλοι, ποὺ ἦσαν ὑπεύθυνοι διὰ τοὺς Ἰουδαίους, ἀφοῦ ἐξῆλθαν κατὰ τὴν ἑσπέραν, ἔδεναν τὰ χέρια τῶν δυστυχισμένων Ἰουδαίων, ποὺ ἦσαν φυλακισμένοι εἰς τὸν ἱππόδρομον, ἐπινοοῦσαν δὲ καὶ ἐλάμβαναν ὅλες τὶς ὑπόλοιπες προφυλάξεις διὰ νὰ τοὺς κρατοῦν ἀσφαλισμένους.Εἶχαν δὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων θὰ ἐδέχετο τὴν τελικὴν καταστροφήν του διὰ μιᾶς κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς νυκτός, πρὶν ξημερώσῃ.(Κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: ...διὰ νὰ τοὺς κρατοῦν ἀσφαλισμένους κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νυκτός, πρὶν ξημερώσῃ.Εἶχαν δέ...θὰ ἐδέχετο τὴν τελικὴν καταστροφήν του διὰ μιᾶς).
6 οἱ δὲ πάσης σκέπης ἔρημοι δοκοῦντες εἶναι τοῖς ἔθνεσιν ᾿Ιουδαῖοι διὰ τὴν πάντοθεν περιέχουσαν αὐτοὺς μετὰ δεσμῶν ἀνάγκην, 6 Οι Ιουδαίοι, επιστεύετο από τους εθνικούς, ότι ήσαν έρημοι από κάθε σκέπην και προστασίαν, διότι τους έβλεπαν δεμένους και από όλα τα σημεία φρουρουμένους δια την προσεχή των εκτέλεσιν. 6 Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐθεωροῦντο ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς ὅτι ἦσαν στερημένοι καὶ ἔρημοι ἀπὸ κάθε προστασίαν, διότι τοὺς ἔβλεπαν νὰ εἶναι περιωρισμένοι ἀπὸ τὰ δεσμά, τὰ ὁποῖα τοὺς περιέβαλλαν ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές,
7 τὸν παντοκράτορα Κύριον καὶ πάσης δυνάμεως δυναστεύοντα, ἐλεήμονα Θεὸν αὐτῶν καὶ πατέρα, δυσκαταπαύστῳ βοῇ πάντες μετὰ δακρύων ἐπεκαλέσαντο, δεόμενοι 7 Οι Ιουδαίοι όμως προσηύχοντο και εδέοντο, με ακατάπαυστον βοήν και με δάκρυα, προς τον Παντοκράτορα Κυριον, τον κυρίαρχον πάσης δυνάμεως, τον ελεήμονα Θεόν των και πατέρα των, παρακαλούσαν δε αυτόν, 7 παρακαλοῦσαν τὸν παντοκράτορα Κύριον, τὸν Ἐξουσιαστὴν καὶ Κυβερνήτην πάσης δυνάμεως, τὸν ἐλεήμονα Θεόν των καὶ πατέρα, μὲ φωνήν, ποὺ ἦταν δύσκολον νὰ τὴν καταπαύσῃ κανείς, καὶ μὲ δάκρυα·
8 τὴν κατ᾿ αὐτῶν μεταστρέψαι βουλὴν ἀνοσίαν καὶ ρύσασθαι αὐτοὺς μετὰ μεγαλομεροῦς ἐπιφανείας ἐκ τοῦ παρὰ πόδας ἐν ἑτοίμῳ μόρου. 8 να μεταστρέψη την εναντίον των ανοσίαν απόφασίν του βασιλέως και να γλυτώση αυτούς από τον επικείμενον σκληρόν θάνατον με μίαν έκτακτον και μεγαλοπρεπή εμφάνισίν του. 8 τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μεταστρέψῃ τὴν ἐναντίον των ἀσεβῆ καὶ πονηρὰν ἀπόφασιν καὶ νὰ τοὺς γλυτώσῃ μὲ ἔκτακτον καὶ μεγαλοπρεπῆ ἐμφάνισιν ἀπὸ τὸν ἐπικείμενον πραγματικὸν καὶ βέβαιον θάνατόν των.
9 τούτων μὲν οὖν ἐκτενῶς ἡ λιτανεία ἀνέβαινεν εἰς οὐρανόν.— 9 Η εκτενής αυτή λιτανεία τούτων ανέβαινε προς τον ουρανόν, προς τον Θεόν. 9 Ἔτσι λοιπὸν ἡ δέησις καὶ ἡ ἱκεσία των ἀνέβαινεν εἰς τὸν οὐρανὸν μὲ δύναμιν, θέρμην καὶ ἐπιμονήν.
10 ῾Ο δὲ ῞Ερμων τοὺς ἀνηλεεῖς ἐλέφαντας ποτίσας πεπληρωμένους τῆς τοῦ οἴνου πολλῆς χορηγίας καὶ τοῦ λιβάνου μεμεστωμένους, ὄρθροις ἐπὶ τὴν αὐλὴν παρῆν περὶ τούτων προσαγγεῖλαι τῷ βασιλεῖ. 10 Ο Ερμων, αφού επότισε τους αγρίους άλλως τε ελέφαντάς του με πολύν και άκρατον οίνον, και αφού τους εγέμισε από το θυμίαμα του λιβανωτού, ήλθε λίαν πρωϊ εις την βασιλικήν αυλήν, δια να αναγγείλη στον βασιλέα ότι όλα ήσαν έτοιμα. 10 Ὁ δὲ Ἕρμων, ἀφοῦ ἐπότισε τοὺς σκληροὺς ἐλέφαντες, μέχρις ὅτου ἐξεχείλισαν κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν πολλὴν χορήγησιν τοῦ κρασιοῦ καὶ ἐγέμισαν ἀπὸ τὸ θυμίαμα τοῦ λιβανωτοῦ, παρουσιάσθη εἰς τὴν ἀνακτορικὴν αὐλὴν πολὺ πρωῒ διὰ νὰ ἀναγγείλῃ τὶς προετοιμασίες αὐτὲς εἰς τὸν βασιλιᾶ.
11 τὸ δὲ ἀπ᾿ αἰῶνος χρόνου κτίσμα καλὸν ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ ἐπιβαλλόμενον ὑπὸ τοῦ χαριζομένου πᾶσιν, οἷς ἂν αὐτὸς θελήσῃ, ὕπνου μέρος ἀπέστειλε πρὸς τὸν βασιλέα, 11 Ο Θεός όμως, ο οποίος από αιώνας αιώνων χαρίζει νύκτα και ημέραν το καλόν εις εκείνους, που αυτός θέλει, έστειλεν στον βασιλέα ένα βαθύν ύπνον. 11 Ἀλλ’ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος χαρίζει τὸν ὕπνον, αὐτὴν τὴν ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων χρήσιμον καὶ ὠφέλιμον ἀγαθοεργίαν του, νύκτα καὶ ἡμέραν εἰς ὅλους ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος θέλει, ἔστειλε καὶ εἰς τὸν βασιλιᾶ μέρος ἐλαφροῦ καὶ ἠρέμου ὕπνου.
12 καὶ ἡδίστῳ καὶ βαθεῖ κατεσχέθη τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Δεσπότου, τῆς ἀθέσμου μὲν προθέσεως πολὺ διεσφαλμένος, τοῦ δὲ ἀμεταθέτου λογισμοῦ μεγάλως διεψευσμένος. 12 Ετσι δε ο βασιλεύς, δια της ενεργείας του Δεσπότου Θεού, εβυθίσθη εις ένα βαθύν και κατ' εξοχήν ευχάριστον ύπνον, ώστε εματαίωσε την πραγμάτωσιν της αδίκου επιθέσεώς του και διεψεύσθη μεγάλως εις την αμετάθετον αυτήν απόφασίν του. 12 Ἔτσι ὁ βασιλιᾶς μὲ τὴν ἐπέμβασιν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ ἐκυριεύθη ἀπὸ πολὺ γλυκύν, εὐχάριστον καὶ βαθὺν ὕπνον, καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἠμποδίσθη πάρα πολὺ καὶ δὲν ἐπέτυχε τὸν ἄνομον σκοπόν του.Διεψεύσθη πλήρως εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῆς ἐπιμόνου προθέσεως καὶ τοῦ ἀμετακλήτου σχεδίου του.
13 οἱ δὲ ᾿Ιουδαῖοι τὴν προσημανθεῖσαν ὥραν διαφυγόντες, τὸν ἅγιον ᾔνουν Θεὸν αὐτῶν καὶ πάλιν ἠξίουν τὸν εὐκατάλλακτον δεῖξαι τῆς μεγαλοσθενοῦς αὐτοῦ χειρὸς κράτος ἔθνεσιν ὑπερηφάνοις. 13 Οι Ιουδαίοι ιδόντες ότι κατά την προμνημονευθείσαν ώραν διέφυγαν τον όλεθρον, υμνολογούσαν τον άγιον Θεόν και παρακαλούσαν τον ευδιάλλακτον και ελεήμονα Κυριον, να δείξη το σθένος της παντοδυνάμου αυτού ισχύος εις όλα τα αλαζονικά έθνη. 13 Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι, ὅταν διέφυγαν τὸν θάνατον κατὰ τὴν προσδιορισθεῖσαν ὥραν, ὑμνοῦσαν καὶ ἐδοξολογοῦσαν τὸν ἅγιον Θεόν των καὶ παρακαλοῦσαν πάλιν τὸν εὐδιάλλακτον Κύριον νὰ δείξῃ καὶ να φανερώσῃ εἰς τὰ ὑπερήφανα ἔθνη τὴν δύναμιν τῆς παντοδυνάμου χειρός του.
14 μεσούσης δὲ ἤδη τῆς δεκάτης ὥρας σχεδόν, ὁ πρὸς ταῖς κλήσεσι τεταγμένος, ἀθρόους τοὺς κλητοὺς ἰδών, ἔνυξε προσελθὼν τὸν βασιλέα. 14 Οταν πλέον η ώρα ήτο δέκα και μισή, τέσσαρες δηλαδή και μισή το απόγευμα, ο βασιλεύς εκοιμάτο ακόμη. Ο αυλικός, ο επιφορτισμένος με τας προσκλήσεις των συνδαιτυμόνων, όταν είδεν ότι οι προσκεκλημένοι δια το συμπόσιον είχον όλοι συγκεντρωθή, επλησίασε και εκέντησεν ολίγον τον βασιλέα. 14 Ἀλλ’ ὅταν ἔφθασε σχεδὸν τὸ μέσον τῆς δεκάτης ὥρας (3.30' μ.μ.Αἰγυπτιακὴ ὥρα· 4.30' μ.μ.Ρωμαϊκὴ ὥρα), ὁ ἀξιωματοῦχος, ὁ ὑπεύθυνος διὰ τὶς προσκλήσεις, ἀφοῦ εἶδεν ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ προσεκλήθησαν εἰς τὸ συμπόσιον, εἶχαν συγκεντρωθῆ, ἐπλησίασε τὸν βασιλιᾶ, ποὺ ἐκοιμᾶτο ἀκόμη, καὶ τὸν ἔσπρωξε ἐλαφρὰ διὰ νὰ ξυπνήσῃ.
15 καὶ μόλις διεγείρας ὑπέδειξε τὸν τῆς συμποσίας καιρὸν ἤδη παρατρέχοντα, τὸν περὶ τούτων λόγον ποιούμενος. 15 Με κάποιαν δε δυσκολίαν αφού τον εξύπνησε, του ανήγγειλεν, ότι ο ορισθείς δια το συμπόσιον χρόνος είχε σχεδόν παρέλθει και του έδιδε τας απαραιτήτους δι' αυτό πληροφορίας. 15 Καὶ ἀφοῦ ἐξύπνησε μὲ δυσκολίαν τὸν βασιλιᾶ, τοῦ ὑπέδειξεν ὅτι ἡ ὥρα τοῦ συμποσίου ἤδη ἐπερνοῦσε.Ἔδωκε δὲ εἰς τὸν βασιλιᾶ τὶς ἀπαραίτητες πληροφορίες διὰ τὴν κατάστασιν καὶ τοῦ ὑπέμνησε τὶς περιστάσεις.
16 ὃν ὁ βασιλεὺς λογισάμενος καὶ τραπεὶς εἰς τὸν πότον, ἐκέλευσε τοὺς παραγεγονότας εἰς τὴν συμποσίαν ἄντικρυς ἀνακλιθῆναι αὐτοῦ. 16 Ο βασιλεύς όταν ήκουσε και κατενόησε την αναγγελίαν αυτήν του αυλικού του, εστράφη προς το συμπόσιον και διέταξε τους προσελθόντας να ανακλιθούν απέναντί του. 16 Ὁ δὲ βασιλιᾶς, ἀφοῦ ἐσυλλογίσθη καὶ ἐσκέφθη, ὅσα τοῦ εἶπεν ὁ ἀξιωματοῦχος, καὶ ἀφοῦ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ συμπόσιον, διέταξε αὐτούς, ποὺ ἦσαν παρόντες, νὰ λάβουν τὶς θέσεις των καὶ νὰ καθίσουν (ἀνακλιθοῦν) ἀπέναντί του.
17 οὗ καὶ γενομένου, παρῄνει εἰς εὐωχίαν δόντας ἑαυτούς, τὸ παρὸν τῆς συμποσίας ἐπιπολὺ γεραιρομένους εἰς εὐφροσύνην καταθέσθαι μέρος. 17 Αφού δε όλοι κατέλαβαν τας θέσεις των, ο βασιλεύς τους προέτρεπε να δοθούν ολόκληροι εις την ευωχίαν, εις την παρούσαν συμμετοχήν του συμποσίου, να ευφραίνωνται και επί πολύ να απολαμβάνουν αυτό. 17 Ὅταν ἔγινε αὐτό, προέτρεπεν ὅσους παρευρίσκοντο ἐκεῖ, νὰ ἐπιδοθοῦν εἰς τὸ ξεφάντωμα, καὶ τὴν παροῦσαν εὐκαιρίαν συμμετοχῆς των εἰς τὸ συμπόσιον, διὰ τῆς ὁποίας ἐτιμήθησαν πάρα πολύ, νὰ τὴν ἐορτάσουν μὲ εὐφροσύνην καὶ νὰ τὴν ἀπολαύσουν ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον.
18 ἐπὶ πλεῖον δὲ προβαινούσης τῆς ὁμιλίας, τὸν ῞Ερμωνα μεταπεμψάμενος ὁ βασιλεύς, μετὰ πικρᾶς ἀπειλῆς ἐπυνθάνετο, τίνος ἕνεκεν αἰτίας εἰάθησαν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τὴν παροῦσαν ἡμέραν περιβεβιωκότες; 18 Ενῷ όμως η συνομιλία κατά το συμπόσιον επροχωρούσε ο βασιλεύς έστειλε και εκάλεσε τον Ερμωνα και απειλών αυτόν αυστηρώς εζητούσε να μάθη την αιτίον, δια την οποίαν είχαν αφεθή εν τη ζωή οι Εβραίοι κατά την παρούσαν ημέραν. 18 Ὅταν δὲ ἡ διασκέδασις καὶ οἱ συζητήσεις εἰς τὸ συμπόσιον εἶχαν προχωρήσει ἐπὶ ἀρκετὴν ὥραν, ὁ βασιλιᾶς ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἕρμωνα καὶ μὲ σκληρὲς καὶ αὐστηρὲς ἀπειλὲς ἐζητοῦσε νὰ πληροψορηθῇ διὰ ποῖον λόγον οἱ Ἰουδαῖοι ἀφέθησαν νὰ παραμείνουν εἰς τὴν ζωὴν κατὰ τὴν παροῦσαν ἡμέραν.
19 τοῦ δὲ ὑποδείξαντος ἐκ νυκτὸς τὸ προσταγὲν ἐπὶ τέλος ἀγηοχέναι καὶ τῶν φίλων αὐτῷ προσμαρτυρησάντων, 19 Οταν δε ο Ερμων του ανήγγειλεν, ότι η διαταγή του είχεν εξ ολοκλήρου εκτελεσθή από της νυκτός ακόμη, οι δε φίλοι του βασιλέως επεβεβαίωναν το γεγονός, 19 Ἀλλ’ ὅταν ὁ Ἕρμων τοῦ ἔδωκε νὰ ἐννοήσῃ ὅτι ἐπραγματοποίησε πλήρως τὶς βασιλικὲς διαταγὲς ἤδη ἀπὸ τὴν νύκτα, οἱ δὲ φίλοι τοῦ βασιλιᾶ ἐπεβεβαίωσαν τοῦτο μὲ τὴν μαρτυρίαν των,
20 τὴν ὠμότητα χείρονα Φαλάριδος ἐσχηκὼς ἔφη τῷ τῆς σήμερον ὕπνῳ χάριν ἔχειν αὐτούς· ἀνυπερθέτως δὲ εἰς τὴν ἐπιτέλλουσαν ἡμέραν κατὰ τὸ ὅμοιον ἑτοίμασον τοὺς ἐλέφαντας ἐπὶ τὸν τῶν ἀθεμίτων ᾿Ιουδαίων ἀφανισμόν. 20 αυτός έχων σκληρότητα χειροτέραν από την σκληρότητα του τυράννου Φαλάριδος, είπεν· “ας έχουν χάριν οι Ιουδαίοι στον σημερινόν μου ύπνον. Ανυπερθέτως όμως ετοίμασε και πάλιν κατά τον ίδιον τρόπον τους ελέφαντας δια την αυριανήν ημέραν εις εξολόθρευσιν των παρανόμων αυτών Ιουδαίων”. 20 ὁ βασιλιᾶς, κυριευμένος ἀπὸ σκληρότητα καὶ θηριωδίαν χειροτέραν ἀπὸ ἐκείνην τοῦ Φαλάριδος, τυράννου τοῦ Ἀκράγαντος, εἶπεν: Ἂς ἔχουν χάριν οἱ Ἰουδαῖοι διὰ τὴν σωτηρίαν των εἰς τὸν σημερινὸν ὕπνον μου.Ἀλλά, ἐπρόσθεσε ὁ βασιλιᾶς, χωρὶς καμμίαν ἀναβολὴν ἐτοίμασε καὶ πάλιν διὰ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον τοὺς ἐλέφαντες διὰ τὴν ἐξολόθρευσιν τῶν παρανόμων καὶ καταραμένων Ἰουδαίων.
21 εἰπόντος δὲ τοῦ βασιλέως, ἀσμένως πάντες μετὰ χαρᾶς οἱ παρόντες ὁμοῦ συναινέσαντες, εἰς τὸν ἴδιον οἶκον ἕκαστος ἀνέλυσε. 21 Οταν είπεν αυτά ο βασιλεύς, όλοι οι παρευρισκόμενοι συγκατετέθησαν εις αυτά με ενθουσιασμόν και χαράν. Μετά δε το πέρας του συμποσίου ο καθένας επανήλθεν στον οίκον του. 21 Ὅταν δὲ ὁ βασιλιᾶς εἶπε τὰ λόγια αὐτά, ὅλοι, ὅσοι ἦσαν παρόντες, ἀφοῦ συνεφώνησαν καὶ συγκατετέθησαν μὲ χαρὰν καὶ εὐχαρίστησιν, ἀνεχώρησαν ὁ καθένας εἰς τὸ σπίτι του.
22 καὶ οὐχ οὕτως εἰς ὕπνον κατεχρήσαντο τὸν χρόνον τῆς νυκτός, ὡς εἰς τὸ παντοίους μηχανᾶσθαι τοῖς ταλαιπώροις δοκοῦσιν ἐμπαιγμούς.— 22 Αλλά δεν εχρησιμοποίησαν τόσον τον χρόνον της νυκτός προς ύπνον, όσον δια να εφευρίσκουν πολλούς και διαφόρους τρόπους εμπαιγμών και βασανισμών δια τους Εβραίους, τους οποίους εθεωρούσαν ελεεινούς. 22 Ἀλλ’ αὐτοὶ κατεξώδευσαν τὸν χρόνον τῆς νύκτας ὄχι τόσον διὰ τὸν ὕπνον, ὅσον διὰ νὰ σχεδιάζουν καὶ νὰ ἐφευρίσκουν διαφόρους τρόπους ὕβρεων καὶ προσβολῶν διὰ τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς ὁποίους ἐθεωροῦσαν ταλαιπώρους, ἀθλίους καὶ ἐλεεινούς.
23 ῎Αρτι δὲ ἀλεκτρυὼν ἐκεκράγει ὄρθριος, καὶ τὰ θηρία καθωπλικὼς ὁ ῞Ερμων ἐν τῷ μεγάλῳ περιστύλῳ διεκίνει. 23 Οταν λίαν πρωϊ οι αλέκτορες έκραζαν, ο δε Ερμων αξαγριώσας τους ελέφαντας τους ωδηγούσε προς το περιστύλιον, 23 Εὐθὺς δὲ μόλις ὁ πετεινὸς ἐλάλησε πολὺ πρωΐ, ὁ Ἕρμων, ἀφοῦ ἐξώπλισε (ἐτοίμασε καταλλήλως) τοὺς ἐλέφαντες, ἄρχισε νὰ τοὺς ὁδηγῇ εἰς τὸ μεγάλο περιστύλιον (τὸν χῶρον τὸν τριγυρισμένον ἀπὸ στύλους, κολῶνες).
24 τὰ δὲ κατὰ τὴν πόλιν πλήθη συνήθροιστο πρὸς τὴν οἰκτροτάτην θεωρίαν, προσδοκῶντα τὴν πρωΐαν μετὰ σπουδῆς. 24 τα πλήθη των ανθρώπων, που ευρίσκοντο εις την πόλιν ανέμενον με ανυπομονησίαν από την πρωΐαν και είχαν συγκεντρωθή, δια να απολαύσουν το ελεεινότατον εκείνο θέαμα. 24 Τὰ δὲ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εὑρίσκοντο μέσα εἰς τὴν πόλιν, εἶχαν συγκεντρωθῆ διὰ νὰ παρακολουθήσουν τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἐλεεινὸν καὶ ἀξιοθρήνητον τοῦτο θέαμα τῆς ἐξοντώσεως τῶν Ἰουδαίων διὰ τῶν ἐλεφάντων καὶ ἐπερίμεναν μὲ ἀνυπομονησίαν τὴν χαραυγήν.
25 οἱ δὲ ᾿Ιουδαῖοι κατὰ τὸν ἀμερῆ ψυχουλκούμενοι χρόνον, πολυδάκρυον ἱκετείαν ἐν μέλεσι γοεροῖς τείνοντες τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐδέοντο τοῦ μεγίστου Θεοῦ πάλιν αὐτοῖς βοηθῆσαι συντόμως. 25 Οι στο στάδιον κατάδικοι Ιουδαίοι, οι οποίοι ως οι ψυχορραγούντες είχον ακόμη ολίγον χρόνον ζωής, ύψωναν τα χέρια των στον ουρανόν και παρακαλούσαν με πολυδάκρυον ικεσίαν και με θρηνώδη άσματα τον μέγιστον Θεόν, να βοηθήση και πάλιν αυτούς. 25 Ἀλλ' οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ ἦσαν φυλακισμένοι εἰς τὸν ἱππόδρομον καὶ ἦσαν οὐσιαστικὰ ἐτοιμοθάνατοι καὶ ἐψυχορραγοῦσαν, καθὼς ὁ χρόνος τῆς ζωῆς των ἐξηντλεῖτο, ὑψώνοντες τὰ χέρια εἰς τὸν οὐρανὸν παρακαλοῦσαν τὸν μέγιστον Θεὸν μὲ πολλὰ δάκρυα καὶ μὲ θρηνητικὰ ᾄσματα, καὶ τὸν ἰκέτευαν νὰ τοὺς βοηθήσῃ καὶ πάλιν ἀμέσως (πολὺ γρήγορα).
26 οὔπω δὲ ἡλίου βολαὶ κατεσπείροντο, καὶ τοῦ βασιλέως τοὺς φίλους ἐκδεχομένου, ὁ ῞Ερμων παραστὰς ἐκάλει πρὸς τὴν ἔξοδον, ὑποδεικνύων τὸ πρόθυμον τοῦ βασιλέως ἐν ἑτοίμῳ κεῖσθαι. 26 Ενῷ δεν είχον ακόμη αι ακτίνες του ηλίου διασπαρή εις την φύσιν, και ο βασιλεύς εδέχετο τους φίλους του, ο Ερμων επλησίασε και παρεκάλει αυτόν να εξέλθη υπενθυμίζων, ότι η επιθυμία του είναι ήδη ετοίμη να εκτελεσθή. 26 Προτοῦ δὲ νὰ διασκορπισθοῦν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ φωτίσουν τὴν κτίσιν, καὶ ἐνῷ ὁ βασιλιᾶς ὑπεδέχετο τοὺς φίλους του, ὁ Ἕρμων παρουσιάσθη εἰς τὸν βασιλιᾶ καὶ τὸν ἐπροσκαλοῦσε να βγῇ ἔξω, ἐξηγῶν ὅτι ἡ βασιλικὴ ἐπιθυμία ἦταν ἤδη καθ’ ὅλα ἑτοίμη νὰ ἐκτελεσθῆ.
27 τοῦ δὲ ἀποδεξαμένου καὶ καταπλαγέντος ἐπὶ τῇ παρανόμῳ ἐξόδῳ, κατὰ πᾶν ἀγνωσίᾳ κεκρατημένος ἐπυνθάνετο, τί τὸ πρᾶγμα, ἀφ᾿ οὗ τοῦτο αὐτῷ μετὰ σπουδῆς τετέλεσται· 27 Οταν ο βασιλεύς ήκουσε τα λόγια αυτά, εξεπλάγη δια την παράνομον αυτήν έξοδόν του, διότι είχε περιέλθει εις πλήρη άγνοιαν παντός ο,τι είχε διατάξει, και εζητούσε να μάθη, ποίον είναι αυτό το πράγμα, το οποίον προς χάριν αυτού μετά τόσης επιμελείας είχεν εκτελεσθή. 27 Ὅταν ὅμως ὁ βασιλιᾶς ἄκουσε τὴν ἀναφορὰν τοῦ Ἕρμωνος, ἔμεινε κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ἐκπληκτικήν, ἀσυνήθη καὶ παράξενον πρόσκλησιν να βγῇ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορά του, διότι εἶχεν ὁλοτελῶς κυριευθῇ ἀπὸ λήθην καὶ ἀμνησίαν.Διὰ τοῦτο ἐζητοῦσε νὰ πληροφορηθῇ τί ἦταν τὸ πρᾶγμα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἔχει ὁλοκληρωθῇ πρὸς χάριν του μὲ τόσον ζῆλον καὶ ἐπιμέλειαν.
28 τοῦτο δὲ ἦν ἡ ἐνέργεια τοῦ πάντα δεσποτεύοντος Θεοῦ, τῶν πρὶν αὐτῷ μεμηχανημένων λήθην κατὰ διάνοιαν ἐντεθεικότος. 28 Η αμνησία αυτή του βασιλέως ήλθε κατόπιν της ενεργείας του Θεού, ο οποίος είναι κύριος των πάντων. Ο Θεός, δηλαδή, ενέβαλεν εις την διάνοιαν του βασιλέως λησμοσύνην δι' όλα εκείνα, τα οποία προηγουμένως είχε μηχανευθή και αποφασίσει εν τη διανοία του κατά των Ιουδαίων. 28 Αὐτὴ ἡ ἀμνησία ἦταν ἔργον τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐξουσιάζει τὰ πάντα· Αὐτὸς εἶχε βάλει εἰς τὴν διάνοιαν τοῦ βασιλιᾶ λησμοσύνην ὅλων ἐκείνων τῶν κακῶν, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος εἶχε προηγουμένως ἐπινοήσει καὶ μεθοδεύσει κατὰ τῶν Ἰουδαίων.
29 ὁ δὲ ῞Ερμων ὑπεδείκνυε καὶ πάντες οἱ φίλοι τὰ θηρία καὶ τὰς δυνάμεις ἡτοιμάσθαι, βασιλεῦ, κατὰ τὴν σὴν ἐκτενῆ πρόθεσιν. 29 Ο Ερμων και όλοι οι φίλοι του, ανέφεραν εις αυτόν, ότι “οι ελέφαντες και αι στρατιωτικαί δυνάμεις είναι ήδη έτοιμοι, βασιλεύ, σύμφωνα με την ίδικήν σου επίμονον εντολήν”. 29 Τότε ὅμως ὁ Ἕρμων καὶ ὅλοι οἱ φίλοι τοῦ βασιλιᾶ ἀνέφεραν εἰς αὐτόν: Οἱ ἐλέφαντες καὶ ὁ στρατὸς ἐτοιμάσθησαν, βασιλιᾶ, σύμφωνα μὲ τὴν ἰδικήν σου ἐπίμονον καὶ ρητὴν ἐντολήν.
30 ὁ δὲ ἐπὶ τοῖς ρηθεῖσι πληρωθεὶς βαθεῖ χόλῳ διὰ τὸ περὶ τούτων προνοίᾳ Θεοῦ διασκεδάσθαι πᾶν αὐτοῦ τὸ νόημα, ἐνατενίσας μετὰ ἀπειλῆς εἶπεν· 30 Ο βασιλεύς, όταν ήκουσεν αυτά, εκυριεύθη από συγκλονιστικόν θυμόν, διότι χάρις εις την θείαν πρόνοιαν είχε φύγει από την μνήμην του κάθε σκέψις αφανισμού των Ιουδαίων. Ατενίσας δε με μεγάλην απειλήν είπεν στον Ερμωνα· 30 Ἀλλ' ὁ Φιλοπάτωρ εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν ἐγέμισε καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ μεγάλον καὶ ἄγριον θυμόν, διότι διὰ τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ εἶχε διασκορπισθῆ καὶ χαθῆ ἀπὸ τὴν διάνοιάν του κάθε σκέψις καὶ σκοπὸς σχετικῶς μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἐξολοθρεύσεως τῶν Ἰουδαίων! Καὶ ἀφοῦ προσήλωσε τὸ γεμᾶτον ἀπειλὴν βλέμμα του εἰς τὸν Ἕρμωνα, τοῦ εἶπεν:
31 εἴ σοι γονεῖς παρῆσαν ἢ παίδων γοναί, τήνδε θηρσὶν ἀγρίοις ἐσκεύασα ἂν δαψιλῆ θοῖναν ἀντὶ τῶν ἀνεγκλήτων ἐμοὶ καὶ προγόνοις ἐμοῖς ἀποδεδειγμένων ὁλοσχερῆ βεβαίαν πίστιν ἐξόχως ᾿Ιουδαίων. 31 “Εάν είχες γονείς η τέκνα, θα έδιδον αυτούς ως πλούσιον φάγητον στους αγρίους ελέφαντας αντί των Ιουδαίων, οι οποίοι είναι αθώοι απέναντί μου και απέναντι των προγόνων μου, και οι οποίοι είχαν δείξει προς ημάς πάντοτε πλήρη και βεβαίαν πίστιν. 31 Ἐὰν ἦσαν παρόντες οἱ γονεῖς σου ἢ τὰ παιδιά σου, θὰ τοὺς προετοίμαζα καὶ θὰ τοὺς προσέφερα ὡς πλούσιον συμπόσιον εἰς τὰ ἄγρια αὐτὰ θηρία (τοὺς ἐλέφαντες), ἀντὶ τῶν Ἰουδαίων, ἐναντίον τῶν ὁποίων δὲν ἔχω κανένα παραπόνον καὶ οἱ ὁποῖοι ἔχουν δείξει εἰς ἐμὲ καὶ τοὺς προγόνους μου πλήρη καὶ σταθερὰν πίστιν κατὰ τρόπον ἐξόχως ἀσυνήθη καὶ ἐκπληκτικόν.
32 καίπερ εἰ μὴ διὰ τὴν τῆς συντροφίας στοργὴν καὶ τῆς χρείας, τὸ ζῆν ἀντὶ τούτων ἐστερήθης. 32 Εάν δε συ δεν ήσουνα εις με προσφιλής λόγω της από της παιδικής ηλικίας αναστροφής μας και της υπηρεσίας, που σου έχω εμπιστευθή, θα έχανες συ την ζωήν σου αντί των Ιουδαίων”. 32 Πράγματι δέ, σὺ θὰ ἀπέθνῃσκες ἀντὶ τούτων, ἐὰν δὲν μοῦ ἤσουν ἀγαπητός, ἕνεκα τῆς ἀπὸ παιδικῆς ἡλικίας κοινῆς ἀνατροφῆς μας καὶ ἕνεκα τῆς χρησίμου καὶ ἐμπίστου ὑπηρεσίας σου.
33 οὕτως ὁ ῞Ερμων ἀπροσδόκητον καὶ ἐπικίνδυνον ὑπήνεγκεν ἀπειλὴν καὶ τῇ ὁράσει καὶ τῷ προσώπῳ συνεστάλη. 33 Οταν ο Ερμων ήκουσε αυτήν την απροσδόκητον και επικίνδυνον απειλήν, εθολώθη το βλέμμα του και ηλλοιώθη το πρόσωπόν του. 33 Ἔτσι ὁ Ἕρμων ὑπέστη ἀναπάντεχον καὶ ἐπικίνδυνον ἀπειλὴν καὶ τὸ βλέμμα του ἔχασε τὴν φυσικότητα καὶ τὴν καθαρότητά του, τὸ δὲ πρόσωπόν του συνωφρυώθη καὶ ἐσκυθρώπασεν.
34 ὁ καθεὶς δὲ τῶν φίλων σκυθρωπῶς ὑπεκρέων, τοὺς συνηθροισμένους ἀπέλυσαν ἕκαστον ἐπὶ τὴν ἰδίαν ἀσχολίαν. 34 Καθένας δε από τους φίλους του βασιλέως απεσύρετο σκυθρωπός και διέλυσαν, δια τας καθημερινάς των εργασίας, τους εκεί συνηθροισμένους πολίτας. 34 Οἱ δὲ φίλοι τοῦ βασιλιᾶ, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, ξεγλιστροῦσαν σκυθρωποὶ καὶ κατηφεῖς καὶ ἀναχωροῦσαν κρυφά, διέλυσαν δὲ καὶ ἀπέλυσαν τὸ πλῆθος, ποὺ εἶχε συναθροισθῇ, καὶ ἔστειλαν τὸν κάθε πολίτην εἰς τὴν συνηθισμένην ἐργασίαν του.
35 οἵ τε ᾿Ιουδαῖοι τὰ παρὰ τοῦ βασιλέως ἀκούσαντες, τὸν ἐπιφανῆ Θεὸν καὶ βασιλέα τῶν βασιλέων ᾔνουν καὶ τῆσδε τῆς βοηθείας αὐτοῦ τετευχότες.— 35 Οι δε Ιουδαίοι πληροφορηθέντες αυτά, που είπε και διέταξεν ο βασιλεύς, εδόξασαν τον επιφανή Θεόν και βασιλέα των βασιλευόντων, διότι έλαβον από αυτόν αυτήν την βοήθειαν. 35 Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἐπληροφορήθησαν ὅσα συνέβησαν καὶ ὅσα ἐλέχθησαν ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ, ὑμνοῦσαν καὶ ἐδοξολογοῦσαν τὸν ἔνδοξον Θεόν (ἤ: Τὸν Θεόν, ποὺ ἔκαμε φανερὰν τὴν δόξαν του) καὶ Βασιλέα τῶν βασιλέων, διότι εἶχαν ἀξιωθῇ νὰ λάβουν τὴν βοήθειαν.
36 Κατὰ δὲ τοὺς αὐτοὺς νόμους ὁ βασιλεὺς συστησάμενος πάλιν τὸ συμπόσιον εἰς εὐφροσύνην τραπῆναι παρεκάλει. 36 Κατά την γνωστήν πάλιν συνήθειάν του ο βασιλεύς ωργάνωσε νέον συμπόσιον και παρεκίνει τους συνδαιτυμόνας να επιδοθούν εις ευωχίαν. 36 Ὅμως ὁ βασιλιᾶς ὠργάνωσε καὶ πάλιν ἐκ νέου τὸ συμπόσιον κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ προέτρεπε τοὺς προσκαλεσμένους του νὰ ἐπιδοθοῦν εἰς τὸ ξεφάντωμα.
37 τὸν δὲ ῞Ερμωνα προσκαλεσάμενος μετὰ ἀπειλῆς εἶπε· ποσάκις σοι δεῖ περὶ τούτων αὐτῶν προστάττειν, ἀθλιώτατε; 37 Αφού δε προσεκάλεσε τον Ερμωνα είπε προς αυτόν με απειλήν· “πόσες φορές πρέπει να σε διατάξω, αθλιώτατε, δια την εξολόθρευσιν των Ιουδαίων; 37 Ἀφοῦ δὲ ἐπροσκάλεσε τὸν Ἕρμωνα, τοῦ εἶπε μὲ ὕφος ἀπειλητικόν: Πόσες φορές, ἀθλιώτατε, πρέπει νὰ σὲ διατάξω διὰ τὰ ἴδια αὐτὰ πράγματα ἀκριβῶς;
38 τοὺς ἐλέφαντας ἔτι καὶ νῦν καθόπλισον εἰς τὴν αὔριον ἐπὶ τὸν τῶν ᾿Ιουδαίων ἀφανισμόν. 38 Εξαγρίωσε, λοιπόν, και ετοίμασε πάλιν αύριον τους ελέφαντας δια τον εξαφανισμόν των Ιουδαίων”. 38 Ἐτοίμασε λοιπὸν καὶ ἑξαγρίωσε πάλιν τοὺς ἐλέφαντες αὔριον διὰ τὴν ἐξολόθρευσιν τῶν Ἰουδαίων.
39 οἱ δὲ συνανακείμενοι συγγενεῖς τὴν ἄστατον διάνοιαν αὐτοῦ θαυμάζοντες, προεφέροντο τάδε· 39 Οι παρευρισκόμενοι στο συμπόσιον αυτό συγγενείς και ανώτεροι αυλικοί του βασιλέως, κατάπληκτοι δια την άστατον αυτού διάνοιαν, του είπαν τα εξής· 39 Ὅμως οἱ ἀνώτεροι ἀξιωματοῦχοι τοῦ βασιλιᾶ, οἱ συγγενεῖς του (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: ...τοῦ βασιλιᾶ καὶ ἀνώτεροι αὐλικοί του), οἱ ὁποῖοι ἐκάθοντο μαζί του εἰς τὸ συμπόσιον, ἀποροῦντες διὰ τὴν ἀστάθειαν τῶν σκοπῶν καὶ ἀποφάσεων του, διεμαρτυρήθησαν μὲ παρρησίαν διὰ τὶς κατηγορίες ὡς ἐξῇς:
40 βασιλεῦ, μέχρι τίνος ὡς ἀλόγους ἡμᾶς διαπειράζεις, προστάσσων ἤδη τρίτον αὐτοὺς ἀφανίσαι καὶ πάλιν ἐπὶ τῶν πραγμάτων ἐκ μεταβολῆς ἀναλύων τὰ σοὶ δεδογμένα; 40 “βασιλεύ, έως πότε θα μας θεωρής ανοήτους και θα μας πειράζης, αφού συ τρίτην τώρα φοράν διέταξες τον αφανισμόν των Εβραίων, και όταν ήρχετο η ώρα να εκτελεσθή η απόφασίς σου, εσκέπτεσο άλλα πράγματα και αναιρούσες την διαταγήν σου; 40 Ἐπὶ πόσον καιρόν, βασιλιᾶ, θὰ μᾶς δοκιμάζῃς καὶ θὰ μᾶς πειράζῃς πλαγίως καὶ μὲ τρόπον, ὡσὰν νὰ εἴμεθα βλᾶκες καὶ ἠλίθιοι, μὲ τὸ νὰ δίδῃς διαταγὴν διὰ τρίτην ἥδη φορὰν νὰ ἐξολοθρευθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, νὰ ἀνακαλῇς δὲ πάλιν τὴν ἀπόφασιν καὶ νὰ ἀκυρώνῃς τὴν διαταγήν σου, μόλις ἔλθῃ ἡ ὥρα τῆς ἐκτελέσεώς της;
41 ὧν χάριν ἡ πόλις διὰ τὴν προσδοκίαν ὀχλεῖ καὶ πληθύουσα συστροφαῖς, ἤδη καὶ κινδυνεύει πολλάκις διαρπασθῆναι. 41 Ενεκα τούτου και διότι ο λαός επερίμενε τον αφανισμόν των Ιουδαίων, η πόλις έχει περιέλθει εις αναταραχήν. Ελαβον δε χώραν πολυάριθμοι συγκεντρώσεις και υπάρχει κίνδυνος να λεηλατηθή η πόλις”. 41 Ἀποτέλεσμα τούτου εἶναι ὅτι ἡ πόλις, ἕνεκα τῆς ἀναμονῆς τῆς ἐξολοθρεύσεως τῶν Ἰουδαίων, εὑρίσκεται εἰς ἀναταραχὴν καὶ θύελλαν· πλημμυρίζει ἀπὸ μάζες λαοῦ καὶ ἕνεκα τούτου κινδυνεύει μονίμως νὰ λεηλατηθῇ καὶ νὰ καταστραφῇ.
42 ὅθεν ὁ κατὰ πάντα Φάλαρις βασιλεὺς ἐμπληθυνθεὶς ἀλογιστίας καὶ τὰς γινομένας πρὸς ἐπισκοπὴν τῶν ᾿Ιουδαίων ἐν αὐτῷ μεταβολὰς τῆς ψυχῆς παρ᾿ οὐδὲν ἡγούμενος, ἀτελέστατον ἐβεβαίωσεν ὅρκον, ὁρισάμενος τούτους μὲν ἀνυπερθέτως πέμψειν εἰς ᾅδην ἐν γόνασι καὶ ποσὶ θηρίων ᾐκισμένους, 42 Εξ αιτίας αυτών ο Φιλοπάτωρ, ο κατά πάντα όμοιος προς τον τυραννικώτατον Φαλαριν, εκυριεύθη από μεγάλην απερισκεψίαν και χωρίς να λαμβάνη καθόλου υπ' όψιν, ότι αι μέχρι τούδε μεταβολαί της ψυχής έγιναν εις αυτόν υπό του Θεού προς χάριν των Εβραίων, ωρκίσθη ένα τρομερόν αλλά και απραγματοποίητον όρκον, με το να διατάξη να στείλουν χωρίς αναβολήν τους Ιουδαίους στον άδην, αφού βασανισθούν και συνθλιβούν από τα γόνατα και τα πόδια των ελεφάντων. 42 Εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν ὁ βασιλιᾶς, ὁ ὁποῖος ἔμοιαζε εἰς ὅλα πρὸς τὸν τύραννον τοῦ Ἀκράγαντος Φάλαριν, γεμᾶτος ἀπὸ ἀνοησίαν, χωρὶς νὰ σκέπτεται καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζῃ καθόλου τὶς μεταβολὲς τῆς σκέψεως καὶ τῆς ψυχῆς του, ποὺ συνέβησαν εἰς τὸ βάθος τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου ἀπὸ ἐπέμβασιν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν προστασίαν τῶν Ἰουδαίων, ὡρκίσθη φοβερόν, ἀλλ' ἀκατόρθωτον ὅρκον.Εἶπεν ὅτι θὰ ἀποστείλῃ τούτους (τοὺς Ἰουδαίους) χωρὶς καμμίαν καθυστέρησιν εἰς τὸν ἅδην, ἀκρωτηριασμένους καὶ παραμορφωμένους ἀπὸ τὰ γόνατα καὶ τὰ πόδια τῶν ἐλεφάντων.
43 ἐπιστρατεύσαντα δὲ ἐπὶ τὴν ᾿Ιουδαίαν ἰσόπεδον πυρὶ καὶ δόρατι θήσεσθαι διὰ τάχους καὶ τὸν ἄβατον αὐτῶν ἡμῖν ναὸν πυρὶ πρηνέα ἐν τάχει τῶν συντελούντων ἐκεῖ θυσίας ἔρημον εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον καταστήσειν. 43 Ελεγε δέ, ότι θα εκστρατεύση εναντίον της Ιουδαίας, την οποίαν δια πυρός και σιδήρου ταχέως θα ισοπεδώση. Τον δε άβατον δι' ημάς ναόν των Ιουδαίων δια πυρός θα κατεδαφίση αμέσως και έτσι θα τον καταστήση εις όλον τον έπειτα χρόνον έρημον από τας θυσίας, αι οποίαι προσεφέροντο εκεί. 43 Ὡρκίσθη ἀκόμη ὅτι θὰ ἐκστρατεύσῃ ἐναντίον τῆς Ἰουδαίας καὶ θὰ τὴν ἰσοπεδώσῃ ταχύτατα μὲ τὴν φωτιὰ καὶ τὸ δόρυ (τὰ πολεμικὰ ὅπλα)· καὶ τὸν Ναόν, εἰς τὸν ὁποῖον τοῦ ἀπηγόρευσαν νὰ εἰσέλθῃ, διότι τὸν κατέστησαν δι’ αὐτὸν ἄβατον, θὰ τὸν ἰσοπεδώσῃ γρήγορα μὲ φωτιὰ καὶ θὰ τὸν ἐρημώσῃ διὰ παντὸς ἀπὸ κάθε θυσίαν, ποὺ προσεφέρετο ἐκεῖ (ἤ: Ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ προσφέρουν ἐκεῖ θυσίαν).
44 τότε περιχαρεῖς ἀναλύσαντες οἱ φίλοι καὶ συγγενεῖς μετὰ πίστεως διέτασσον τὰς δυνάμεις ἐπὶ τοὺς εὐκαιροτάτους τόπους τῆς πόλεως πρὸς τήρησιν. 44 Περιχαρείς δε οι φίλοι και οι συγγενείς του βασιλέως, με βέβαιον την ελπίδα ότι θα έβλεπαν την επομένην εκτελουμένους τους Εβραίους, ανεχώρησαν από εκεί. Εδωσαν διαταγάς εις τας στρατιωτικάς δυνάμεις να καταλάβουν τας επικαιροτάτας θέσεις της πόλεως δια την φρούρησίν της. 44 Τότε οἱ φίλοι καὶ οἱ ἀνώτεροι ἀξιωματοῦχοι τοῦ βασιλιᾶ, ἀφοῦ ἀνεχώρησαν ἀπὸ ἐκεῖ καταχαρούμενοι, διέτασσαν τὶς στρατιωτικὲς δυνάμεις νὰ καταλάβουν καὶ νὰ ἀναλάβουν τὴν φρούρησιν τῶν πλέον ἐπικαίρων τόπων.
45 ὁ δὲ ἐλεφαντάρχης τὰ θηρία σχεδὸν εἰπεῖν εἰς κατάστημα μανιῶδες ἀγηοχώς, εὐωδεστάτοις πόμασιν οἴνου λελιβανωμένου φοβεραῖς κατεσκευασμένα σκευαῖς, 45 Ο Ερμων, ο ελεφαντάρχης, επότισε τα θηρία αυτά με οίνον, ο οποίος είχε ανακατευθή με ευωδέστατον λιβανωτόν, και είχε φέρει τα ζώα αυτά εις κατάστασιν σχεδόν μανιώδη. Επί πλέον δε τα είχεν εξοπλίσει και με φοβερά φονικά όργανα. 45 Ὁ δὲ Ἕρμων, ὁ ἐπιμελητὴς καὶ ἀρχηγὸς τῶν ἐλεφάντων, ἀφοῦ ἐπότισε τοὺς ἐλέφαντες μὲ εὐωδέστατον κρασί ἀναμεμειγμένον μὲ θυμίαμα λιβανωτοῦ, ἔφερε τὰ ζῶα αὐτά, θὰ ἔλεγε κανείς, εἰς κατάστασιν μανίας.Ἐπὶ πλέον ὁ Ἕρμων, ἀφοῦ ἐξώπλισε τὰ ζῶα αὐτὰ μὲ τρομερὰς κατασκευῆς ὅπλα,
46 περὶ τὴν ἕω, τῆς πόλεως ἤδη πλήθεσιν ἀναριθμήτοις κατὰ τοῦ ἱπποδρόμου καταμεμεστωμένης, εἰσελθὼν εἰς τὴν αὐλὴν ἐπὶ τὸ προκείμενον ὤτρυνε τὸν βασιλέα. 46 Κατά την πρωΐαν, όταν τα αναρίθμητα πλήθη είχον καταπλημμυρίσει πλέον ασφυκτικώς τον ιππόδρομον, ο ελεφαντάρχης εισήλθεν εις την αυλήν του βασιλέως και τον παρώτρυνε δια το προκείμενον έργον του. 46 εἰσῆλθε περὶ τὴν αὐγήν - ὅταν ἡ πόλις εἶχεν ἤδη καταπλημμυρίσει ἀπὸ ἀναρίθμητα πλήθη, τὰ ὁποῖα ἔτρεχαν καὶ συνωστίζοντο ἐμπρὸς εἰς τὸν ἱππόδρομον - εἰς τὴν βασιλικὴν αὐλὴν καὶ παρεκίνησε τὸν βασιλιᾶ εἰς τὸ προκείμενον ἔργον.
47 ὁ δὲ ὀργῇ βαρείᾳ γεμίσας δυσσεβῆ φρένα παντὶ τῷ βάρει σὺν τοῖς θηρίοις ἐξώρμησε, βουλόμενος ἀτρώτῳ καρδίᾳ καὶ κόραις ὀφθαλμῶν θεάσασθαι τὴν ἐπίπονον καὶ ταλαίπωρον τῶν προσεσημαμμένων καταστροφήν. 47 Ο δε βασιλεύς, ο οποίος είχε γεμίσει την ασεβή ψυχήν του με αγριώτατον θυμόν, ώρμησε μαζή με τα θηρία έξω από την αυλήν. Ηθελε με ασυγκίνητον την καρδίαν και ορθάνοικτα τα μάτια, να απολαύση το οδυνηρόν θέαμα της αξιοθρηνήτου καταστροφής των καταδικασθέντων υπ' αυτού Ιουδαίων. 47 Τότε ὁ βασιλιᾶς, τοῦ ὁποίου ὁ ἀσεβὴς νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ εἶχαν γεμίσει ἀπὸ πολύν, μεγάλον καὶ ἄγριον θυμόν, ὥρμησε πρὸς τὰ ἔξω μὲ μεγάλην καὶ βιαίαν ὀργὴν μαζὶ μὲ τοὺς ἑξαγριωμένους καὶ φοβεροὺς ἐλέφαντες.Ἐπιθυμοῦσε μὲ ἀνεπηρέαστον καὶ ἀσυμπαθῆ καρδιὰ καὶ μὲ ὀλάνοιχτα τὰ ἰδικά του μάτια νὰ ἰδῇ καὶ νὰ ἀπολαύσῃ τὴν γεμάτην πόνον, σκληρὰν καὶ ἀξιοθρήνητον καταστροφὴν τῶν Ἰουδαίων, τοὺς ὁποίους ἀνεφέραμεν προηγουμένως (ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταδικασθῆ προηγουμένως ἀπὸ τὸν ἴδιον).
48 ὡς δὲ τῶν ἐλεφάντων ἐξιόντων περὶ πύλην καὶ τῆς συνεπομένης ἐνόπλου δυνάμεως τῆς τε τοῦ πλήθους πορείας κονιορτὸν ἰδόντες, καὶ βαρυηχῆ θόρυβον ἀκούσαντες οἱ ᾿Ιουδαῖοι, 48 Οταν οι Ιουδαίοι είδαν τους ελέφαντας, που εξήρχοντο, δια να εισέλθουν εις την πύλην του σταδίου, την ένοπλον στρατιωτικήν δύναμίν που ακολουθούσε, την πορείαν του αμέτρητου πλήθους, τυν κονιορτόν και τον μεγάλον θόρυβον που εγίνετο, όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι είδον και ήκουσαν αυτά, 48 Ὅταν οἰ Ἰουδαῖοι εἶδαν τὸ σύννεφον τῆς σκόνης, ποὺ ἐσηκώνετο ἀπὸ τοὺς ἐλέφαντες, οἱ ὁποῖοι ἐπροχωροῦσαν πρὸς τὴν πύλην, καὶ ἀπὸ τὴν ἔνοπλον στρατιωτικὴν δύναμιν, ποὺ ἀκολουθοῦσε τοὺς ἐλέφαντας, καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὴν πορείαν τοῦ πλήθους, ποὺ ἔτρεχε, καὶ ὅταν ἄκουσαν τὸ δυνατὸ καὶ βαρὺ βουητὸ τοῦ θορύβου (ὅταν εἶδαν καὶ ἄκουσαν ὅλα αὐτά),
49 ὑστάτην βίου ροπὴν αὐτοῖς ἐκείνην δόξαντες εἶναι τὸ τέλος τῆς ἀθλιωτάτης προσδοκίας, εἰς οἶκτον καὶ γόους τραπέντες κατεφίλουν ἀλλήλους περιπλεκόμενοι τοῖς συγγενέσιν ἐπὶ τοὺς τραχήλους ἐπιπίπτοντες, γονεῖς παισὶ καὶ μητέρες νεάνισιν, ἕτεραι δὲ νεογνὰ πρὸς μαστοὺς ἔχουσαι βρέφη τελευταῖον ἕλκοντα γάλα. 49 αντελήφθησαν πλέον ότι έφθασε δι' αυτούς η τελευταία στιγμή του βίου των, η οποία ήτο και το τέρμα της αθλιεστάτης των αναμονής. Ενηγκαλίζοντο τότε οι συγγενείς και καταφιλούσαν αλλήλους, έπιπτον ο ενας στον τράχηλον του άλλου, οι πατέρες εις τα παιδιά των και αι μητέρες εις τας θυγατέρας των. Αλλαι δε μητέρες εκρατούσαν στους μαστούς των τα νήπια, τα οποία ερροφούσαν το τελευταίον γάλα της ζωής των. 49 συνεπέραναν ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς των καὶ τὸ τέλος τῆς ἀθλιωτάτης ἀναμονῆς των.Ἕνεκα τούτου κατέφυγαν εἰς θρήνους καὶ ὀδυρμούς, ξεφωνητὰ καὶ μυρολόγια καὶ ἐκαταφιλοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀγκαλιάζοντας τοὺς συγγενεῖς καὶ πέφτοντας ὁ ἕνας εἰς τὸν τράχηλον τοῦ ἄλλου (κατ’ ἄλλην γραφήν: Εἰς τὴν ἀγκάλην τοῦ ἅλλου) - οἱ γονεῖς μὲ τὰ παιδιά, οἱ μητέρες μὲ τὶς νεαρὲς θυγατέρες· ἄλλες δὲ μητέρες ἐκρατοῦσαν βρέφη, τὰ ὁποῖα ἐθήλαζαν καὶ ἐρροφοῦσαν ἀπὸ τοὺς μητρικοὺς μαστοὺς τὸ τελευταῖον γάλα τῆς ζωῆς των.
50 οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ τὰς ἔμπροσθεν αὐτῶν γεγενημένας ἀντιλήψεις ἐξ οὐρανοῦ συνιδόντες, πρηνεῖς ὁμοθυμαδὸν ρίψαντες ἑαυτοὺς καὶ τὰ νήπια χωρίσαντες τῶν μαστῶν, 50 Παρ' όλα όμως αυτά οι Ιουδαίοι έχοντες υπ' όψει των τας προηγουμένας βοηθείας του Θεού προς αυτούς, έπεσαν πρηνείς να προσευχηθούν όλοι μαζή με μίαν ψυχήν, απεμάκρυναν αι μητέρες τα νήπιά των από τους μαστούς, και 50 Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἔφεραν εἰς τὴν μνήμην των καὶ ἀνελογίσθησαν τὴν βοήθειαν καὶ σωτηρίαν, ποὺ τοὺς ἐστάλη προηγουμένως ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἔπεσαν ὅλοι μαζὶ μπρούμυτα εἰς τὴν γῆν διὰ νὰ προσευχηθοῦν.Ἀφοῦ δὲ οἱ μητέρες ἀπέσπασαν καὶ ἀπεμάκρυναν τὰ νήπια ἀπὸ τοὺς μαστούς των,
51 ἀνεβόησαν φωνῇ μεγάλῃ σφόδρα, τὸν τῆς ἁπάσης δυνάμεως δυνάστην ἱκετεύοντες, οἰκτεῖραι μετ᾿ ἐπιφανείας αὐτοὺς ἤδη πρὸς πύλαις ᾅδου καθεστῶτας. 51 ανεβόησαν με φωνήν πάρα πολύ μεγάλην προς τον Κυριον πάσης δυνάμεως, και παρακαλούσαν αυτόν να τους λυπηθή, δεικνύων και πάλιν την λαμπράν προστατευτικήν δύναμίν του προς αυτούς, οι οποίοι τώρα πλέον προχωρούσαν εις τας πύλας του άδου. 51 ἐφώναξαν δυνατὰ καὶ μὲ πάρα πολὺ ἰσχυρὰν φωνήν, παρακαλοῦντες τὸν Θεόν, τὸν Ἐξουσιαστὴν καὶ Κυβερνήτην πάσης δυνάμεως, νὰ εὐσπλαγχνισιθῇ καὶ νὰ δείξῃ τὴν συμπάθειάν του μὲ ἔκτακτον καὶ μεγαλοπρεπῆ ἐμφάνισιν πρὸς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο ἤδη ἐμπρὸς εἰς τὶς πύλες τοῦ ἅδου καὶ τοῦ θανάτου.