ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Δ´ 13 - 25
13 Διότι ἡ ἐπαγγελία εἰς τὸν Ἀβραὰμ ἢ εἰς τοὺς ἀπογόνους του, ὅτι διὰ τῆς πνευματικῆς κυριαρχίας τοῦ ἀπογόνου του Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ γίνῃ ὁ Ἀβραὰμ κληρονόμος τοῦ κόσμου, δὲν ἐδόθη διὰ μέσου οἰουδήποτε νόμου, ἀλλὰ διὰ μέσου τῆς δικαιώσεως, τὴν ὁποίαν ἐκ πίστεως ἔλαβε.
14 Διότι, ἐὰν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔλαβον τὸν νόμον, γίνωνται καὶ δικαιωματικῶς διὰ τῆς τηρήσεως αὐτοῦ κληρονόμοι τοῦ κόσμου, τότε ἔγινεν ἀνωφελῆς καὶ ματαία ἡ πίστις καὶ δὲν ἐπραγματοποιήθη, ἀλλὰ κατηργήθη ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ, ἡ βεβαιοῦσα ὅτι δωρεὰν διὰ τοῦ Χριστοῦ θὰ δοθῇ ἡ κληρονομία αὐτή.
15 Ἀλλ’ ὄχι. Ἡ κληρονομία αὐτὴ δὲν ἐδόθη διὰ νόμου. Διότι ὁ νόμος, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι παραβαίνουν αὐτόν, φέρει ὡς ἀποτέλεσμα ὀργὴν καὶ συνεπῶς τοὺς ἀποξενώνει ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐπαγγελίας. Τουναντίον δὲ ὅπου δὲν ὑπάρχει νόμος, ἐκεῖ οὔτε παράβασις ὑπάρχει.
16 Διότι δὲ ὁ νόμος ἀποξενώνει ἀπὸ τὴν κληρονομίαν τῆς ἐπαγγελίας, διὰ τοῦτο ἡ κληρονομία παρέχεται διὰ μέσου τῆς πίστεως. Καὶ μᾶς δίδεται τώρα ἡ κληρονομία αὐτὴ ὄχι ὡς ἀνταμοιβὴ διὰ τὴν πιστὴν τήρησιν τοῦ νόμου, ἀλλὰ δωρεὰν καὶ κατὰ χάριν Θεοῦ. Ὥστε δεν ὑπάρχει πλέον κίνδυνος ἕνεκα τῶν ἐξ ἀδυναμίας παραβάσεών μας νὰ καταργηθῇ ἡ ἐπαγγελία καὶ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται αὐτὴ ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως εἰς ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, ὄχι μόνον εἰς ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὸν νόμον καὶ ἐξηρτῶντο ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ ἂν καὶ δεν εἶχαν τὸν νόμον, ἐμιμήθησαν τὴν πίστιν τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἔγιναν ἔτσι πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος εἶναι πατέρας ὅλων μας ὅσοι ἐπιστεύσαμεν.
17 Καὶ εἶναι ὁ Ἀβραὰμ πατέρας ὅλων μας σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς τὴν Γένεσιν· ὅτι σὲ ἐγκατέστησα πατέρα πολλῶν ἐθνῶν. Ἐγκατεστάθη δὲ πατέρας πολλῶν ἐθνῶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπίστευσε. Πολλὰ ἀπὸ τὰ ἔθνη αὐτὰ δὲν ὑπῆρχον, ἀλλὰ θὰ ἀνεφαίνοντο εἰς τὸ μέλλον. Ὁ Θεὸς ὅμως, ὁ ὁποῖος δίδει ζωὴν εἰς τοὺς νεκρούς, χάρις εἰς τὴν πρόγνωσίν του, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν παντοδυναμίαν του, διὰ τῆς ὁποίας φέρει εἰς τὴν ὕπαρξιν τὰ μὴ ὑπάρχοντα, ὁμίλει καὶ δι’ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ὑπάρχουν εἰς τὸ παρόν, ἀλλὰ θὰ ὑπάρξουν εἰς τὸ μέλλον, σὰν νὰ ὑπῆρχον.
18 Αὐτὴν τὴν ὑπόσχεσιν ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραάμ. Αὐτὸς δέ, καίτοι ἡ γεροντική του ἡλικία δὲν τοῦ ἔδιδε καμμίαν ἐλπίδα ν’ ἀποκτήσῃ τέκνον, μὲ τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ ἐπίστευσεν εἰς τὸ ὅτι θὰ ἐγίνετο αὐτὸς πατέρας πολλῶν ἐθνῶν, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον τοῦ ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Θεόν· Θὰ εἶναι οἱ ἀπόγονοί σου τόσον πολλοὶ καὶ λαμπροί, ὅπως τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.
19 Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐκλονίσθη εἰς τὴν πίστιν του αὐτήν, δὲν ἐσυλλογίσθη τὸ σῶμα του, ποὺ ἦτο νεκρὸν πλέον καὶ ἀνίκανον πρὸς παιδοποιΐαν, διότι ἦτο περίπου ἑκατὸν ἐτῶν. Οὔτε ἐσυλλογίσθη τὴν νέκρωσιν τῆς μήτρας τῆς γυναικός του Σάρρας.
20 Εἰς τὴν ὑπόσχεσιν δέ, ποὺ τοῦ ἔδωκεν ὁ Θεός, δὲν ἐταλαντεύθη ἀπὸ ἀμφιβολίας ἀπιστίας, ἀλλὰ τουναντίον ἐνεδυνάμωσε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν πίστιν, ἀποδώσας δόξαν εἰς τὸν Θεόν, σὰν νὰ εἶχε πραγματοποιηθῇ ἡ ὑπόσχεσις.
21 Καὶ ἐσχημάτισε βεβαίαν τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ὑπόσχεται ὁ Θεός, εἶναι δυνατὸς καὶ νὰ τὸ ἐκτελέσῃ.
22 Διότι δὲ ἐπίστευσε μὲ τέτοιαν πεποίθησιν, δι’ αὐτό ἐλογαριάσθη εἰς αὐτὸν ἡ πίστις του αὐτὴ ὡς δικαίωσις.
23 Δὲν ἐγράφη δὲ δι’ αὐτὸν μόνον, ὅτι ἐλογαριάσθη εἰς αὐτὸν ἡ πίστις του εἰς δικαίωσιν.
24 Ἀλλ’ ἐγράφη καὶ δι’ ἡμᾶς, εἱς τοὺς ὁποίους μέλλει νὰ λογαριασθῇ ἡ πίστις μας εἰς δικαίωσιν· δι’ ἡμᾶς, οἱ ὁποῖοι πιστεύομεν εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀνέστησεν Ἰησοῦν τὸν Κύριόν μας ἐκ νεκρῶν.
25 Ὁ ὁποῖος Χριστὸς παρεδόθη εἰς θάνατον διὰ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ ἀνέστη διὰ νὰ μᾶς κάμῃ δικαίους.