ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 17 - 28
17 Δι’ αὐτὸ δὲ ὁ Πατὴρ μὲ ἀγαπᾷ, διότι ἐγὼ μόνος μου καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ ἀναγκάζῃ παραδίδω τὴν ζωήν μου εἰς θάνατον, διὰ νὰ τὴν λάβω πάλιν καὶ ἑξακολουθήσω ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασίν μου τὸ ἔργον τῆς καθοδηγήσεως τῶν προβάτων μου καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ τῆς συνενώσεώς των εἰς μίαν ποίμνην καὶ εἰς ἓν σῶμα.
18 Κανεὶς δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ πάρῃ τὴν ζωήν μου καὶ νὰ μὲ θανατώσῃ παρὰ τὴν θέλησίν μου. Ἀλλ’ ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου καὶ μόνος μου παραδίδω αὐτήν. Ἔχω ἐξουσίαν νὰ δώσω τὴν ζωήν μου καὶ ἔχω ἐξουσίαν πάλιν νὰ τὴν λάβω. Αὐτὴν τὴν ἐντολὴν ἔλαβα ἀπὸ τὸν πατέρα μου, νὰ θυσιάσω τὴν ζωήν μου ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ νὰ τὴν πάρω πάλιν διὰ τῆς ἀναστάσεως, διὰ νὰ ἀναδειχθῶ οὕτως ὁ αἰώνιος ἀρχιερεὺς καὶ μεσίτης πρὸς σωτηρίαν τῶν προβάτων μου.
19 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ποὺ διεκήρυξεν ὁ Ἰησοῦς, ἔγινε πάλιν διαίρεσις μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ἐξ αἰτίας τῶν λόγων τούτων.
20 Πολλοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἔλεγον· Διὰ νὰ τρέφῃ τοιαύτας ἰδέας διὸ τὸν ἑαυτόν του, πρέπει νὰ ἔχῃ δαιμόνιον καὶ δι’ αὐτὸ παραλογίζεται. Διατὶ τὸν προσέχετε καὶ ἀκούετε αὐτὰ ποὺ λέγει;
21 Ἄλλοι ἔλεγον· Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν εἶναι λόγια δαιμονιζομένου. Καὶ ἐπὶ πλέον τὰ λόγια του συνοδεύονται καὶ ἀπὸ τὰς ὑπερφυσικὰς θεραπείας καὶ τὰ θαύματά του. Μήπως μπορεῖ δαιμόνιον νὰ ἀνοίγῃ μάτια τυφλῶν;
22 Ἔγινε δὲ τότε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων καὶ ἦτο ἐποχὴ χειμῶνος, περὶ τὰ μέσα τοῦ ἰδικοῦ μας μηνὸς Δεκεμβρίου.
23 Καὶ ἐβάδιζεν ὁ Ἰησοῦς μέσα εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ εἰς τὸ παλαιὸν ὑπόστεγον, τὸ ὁποῖον ἐθεωρεῖτο, ὅτι εἶχε κτισθῇ ὑπὸ τοῦ Σολομῶντος μαζὶ μὲ τὸν πρῶτον ναόν, ποὺ κατεστράφη ἀπὸ τοὺς Βαβυλωνίους.
24 Εἰς τὸ πολυσύχναστον λοιπὸν αὐτὸ μέρος τὸν περιεκύκλωσαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τοῦ εἶπαν· Ἕως πότε θὰ κρατῇς εἰς ἀγωνίαν καὶ ἀπορίαν μεγάλην τὰς ψυχάς μας; Ἐὰν σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, πές μάς το καθαρά.
25 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: Σᾶς εἶπον περὶ αὐτοῦ ποὺ μὲ ἐρωτᾶτε καὶ ὅμως σεῖς δὲν πιστεύετε. Ἀλλα καὶ ἐὰν δὲν σᾶς εἶχον εἴπει τίποτε περὶ τοῦ ποῖος εἶμαι, τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα ἐγὼ πράττω κατ’ ἐντολὴν καὶ ἐξουσιοδότησιν τοῦ πατρός μου, ταῦτα δίδουν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ καὶ ἐπιβεβαιοῦν, ὅτι εἶμαι ὁ Χριστός.
26 Σεῖς ὅμως δὲν πιστεύετε, διότι, καθὼς σᾶς εἶπα, λόγῳ τῶν κακῶν διαθέσεών σας, δὲν εἶσθε ἐξ ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ὁ Πατὴρ προώρισε νὰ γίνουν πρόβατά μου καὶ πιστοὶ ἀκόλουθοί μου.
27 Τὰ πρόβατα τὰ ἰδικά μου ἀκούουν μὲ προθυμίαν καὶ εὐπείθειαν τὴν φωνήν μου καὶ τὴν διδασκαλίαν μου. Καὶ ἐγὼ τὰ γνωρίζω ὡς ἰδικά μου καὶ ἐνδιαφέρομαι καὶ πονῶ καὶ φροντίζω δι’ αὐτά, καθὼς καὶ ἐκεῖνα μὲ γνωρίζουν καὶ μὲ ἀκολουθοῦν ὑπακούοντα εἰς πάσας τὰς ἐντολάς μου.
28 Καὶ ἐγὼ εἰς ἀνταμοιβὴν τῆς ὑπακοῆς των πρὸς ἐμὲ δίδω εἰς αὐτὰ ζωὴν αἰώνιον, καὶ δὲν θὰ ἀπολεσθοῦν ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ οὔτε λύκος, οὔτε κλέπτης, οὔτε κανένας ἄλλος κακοποιὸς δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ τὰ ἀποσπάσῃ μὲ τὴν βίαν καὶ νὰ τὰ ἁρπάσῃ ἀπὸ τὴν δυνατὴν καὶ προστατευτικὴν χεῖρα μου.