(από το στέφανος) = ο αθλοφόρος, ο άξιος στεφάνου νίκης
Ἐπώνυμος Στέφανος οὗ φορεῖ στέφους,Ὁ πρακτικὴ χεὶρ ἀρετῶν οἶδε πλέκειν.
Ο Όσιος Στέφανος ο Πρεσβύτερος απεβίωσε ειρηνικά.