ΗΣΑΪΑΣ ΜΕ´ 11 - 17
11 Σᾶς προβάλλω τὰς εἰκόνας καὶ τὰ ἐρωτήματα αὐτά, διότι ἔτσι λέγει ὁ Κύριος καὶ Θεός, ὁ ἀπολύτως ἅγιος, τὸν Ὁποῖον λατρεύει ὁ Ἰσραήλ, ὁ Ὁποῖος ἔχει προγνωρίσει καὶ προδιαθέσει αὐτά, ποὺ πρόκειται νὰ συμβοῦν.Ἐρωτήσατέ με λοιπὸν καὶ σεῖς διὰ τοὺς υἱούς μου καὶ τὰς θυγατέρας μου, διατὶ τοὺς μεταχειρίζομαι οὕτω· καὶ δώσατέ μου ἐντολὰς καὶ ὁδηγίας σεῖς διὰ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν μου, ὁμιλοῦντες πρὸς Ἐμέ, ὡς θὰ ὡμίλει ὁ πηλὸς πρὸς τὸν κεραμέα.
12 Μὴ λοιπὸν τολμᾶτε νὰ μὲ συμβουλεύσετε ἢ νὰ ἐπικρίνετε τὰς ἐνεργείας μου.Ἐγὼ ἐποίησα τὴν γῆν καὶ τὸν ἄνθρωπον ἐπ’ αὐτῆς· Ἐγὼ με τὴν χεῖρα μου ἐστερέωσα τὸν οὐρανὸν Ἐγὼ ἔδωκα ἐντολὴν καὶ ἔβαλα εἰς τάξιν ὅλα τὰ ἄστρα.
13 Ἐγὼ ἀνέδειξα αὐτόν «τὸν Κῦρον» βασιλέα, ὄργανον δικαιοσύνης μου· καὶ ὅλαι αἱ ἐνέργειαί του εἶναι ἐπιτυχεῖς καὶ ἀνεμπόδιστοι.Οὗτος θὰ οἰκοδομήσῃ τὴν πόλιν μου Ἱερουσαλὴμ καὶ τοὺς αἰχμαλώτους ἐκ τοῦ λαοῦ θὰ ἐπιστρέψῃ χωρὶς λύτρα καὶ χωρὶς δῶρα, εἶπεν ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων, ὁ Παντοκράτωρ.
14 Οὕτω λέγει ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων: Ὅσα διὰ τῶν κόπων τῆς ἀπέκτησεν ἡ Αἴγυπτος καὶ ὅσα διὰ τοῦ ἐμπορίου ἐκέρδισαν οἱ Αἰθίοπες, μαζὶ μὲ τὰς χώρας αὐτὰς καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν χώραν Σαβά, οἱ ἄνδρες μὲ τὸ ὑψηλὸν ἀνάστημα, ὅλοι, ὦ Ἱερουσαλήμ, θὰ διαβοῦν εἰς σὲ καὶ θὰ γίνουν δοῦλοι σου καὶ θὰ ἀκολουθήσουν ὀπίσω σου δεμένοι μὲ χειροπέδας· καὶ θὰ ἔλθουν εἰς σὲ καὶ θὰ προσκυνήσουν τὸν Θεόν, ποὺ λατρεύεται ἀπὸ σέ, καὶ θὰ προσευχηθοῦν μετὰ σοῦ, διότι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ὑπάρχει εἰς σὲ καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ σέ, Κύριε.
15 Ἀληθῶς σὺ εἶσαι ὁ ἀληθινὸς Θεός, καὶ δὲν τὸ ἐγνωρίζομεν - θὰ διακηρύξουν οὗτοι - ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Σωτήρ.
16 Θὰ αἰσχυνθοῦν καὶ θὰ ἐντροπιασθοῦν ὅλοι οἱ ἀντιτιθέμενοι εἰς Αὐτὸν θὰ πορευθοῦν μὲ αἰσχύνην.Γίνεσθε πλησίον μου καινούργια κτίσις σεῖς.Οἱ εἰδωλολάτραι κάτοικοι τῶν νήσων καὶ τῶν παραλίων μερῶν.
17 Ἀντιθέτως ὁ Ἰσραὴλ σώζεται ὑπὸ τοῦ Κυρίου σωτηρίαν αἰώνιον καὶ παντοτινήν.Δὲν θὰ αἰσχυνθοῦν οὔτε θὰ ἐντραποῦν πλέον μέχρι τῶν ἀτελευτήτων αἰώνων οἱ ἀποτελοῦντες τὸν νέον τοῦτον Ἰσραήλ.
ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΒ´ 1 - 18
1 Συνέβη δὲ μετὰ τὰ γεγονότα αὐτά (τὴν γέννησιν τοῦ Ἰσαάκ, τὴν ἀποπομπὴν τοῦ Ἰσμαήλ, τὴν συνθήκην μὲ τὸν Ἀβιμέλεχ) τοῦτο: Ὁ Θεὸς ἐδοκίμασε τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπεν: «Ἀβραάμ, Ἀβραάμ». Ὁ δὲ Ἀβραὰμ ἀπάντησε: «Νά, Κύριε, εἶμαι παρών, ἀκούω».
2 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Θεός: «Πάρε τὸ πολυαγαπημένονν καὶ λατρευτόν σου παιδί, τὸν Ἰσαάκ, διὰ τὸ ὁποῖον λαχταρᾷ ἡ καρδιά σου καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖον πιριμένεις διάδοχον καὶ ἀπογόνους, καὶ πήγαινε εἰς τὴν ὑψηλὴν περιοχὴν καὶ σφάξε το καὶ πρόσφερέ το ὡς ὁλοκαύτωμα θὐσίας εἰς ἐμὲ ἐπάνω εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ βουνά, ποὺ θὰ σοῦ καθορίσω».
3 Ὁ δίκαιος Ἀβραὰμ ὑπάκουσε καὶ χωρὶς καμμίαν διαμαρτυρίαν ἐσηκώθη τὸ πρωΐ καὶ ἀμέσως ἐσαμάρωσε τὸ ὑποζύγιόν του· μαζί του δὲ παρέλαβε δύο δούλους καὶ τὸ ἀγαπημένον καὶ μονάκριβον παιδί του, τὸν Ἰσαάκ. Καὶ ἀφοῦ ἔσχισε ξύλα διὰ τὴν θυσίαν τοῦ ὁλοκαύτωματος καὶ τὰ ἐφόρτωσεν εἰς τὸ ζῶον, ἐξεκίνησε καὶ ἔφθασε κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον τοῦ ὑπέδειξε καὶ τοῦ καθώρισεν ὁ Θεός.
4 Καὶ ὁ Ἀβραάμ, πρὶν ἀκόμη φθάσῃ ἐκεῖ ἀκριβῶς, ὅπου τοῦ εἶπεν ὁ Θεός, ἐσήκωσε τὰ μάτια καὶ ἐκυτταξε γύρῳ - γύρῳ διὰ νὰ ἀνακαλύψῃ τὸν τόπον τῆς θυσίας· ὅταν δὲ εἶδε ἀπὸ μακρυὰ τὸν καθωρισμένον τόπον,
5 εἶπεν εἰς τοὺς δύο δούλους του: «Σεῖς καθῆστε ἐδῶ μὲ τὸ ὑποζύγιον καὶ περιμένετε· ἐγὼ δὲ καὶ τὸ παιδί μου θὰ προχωρήσωμεν ἕως ἐκεῖ καὶ ἀφοῦ προσκυνήσωμεν καὶ λατρεύσωμεν τὸν Θεόν, θὰ ἐπιστρέψωμεν πάλιν κοντά σας».
6 Ἔλαβε δὲ ὁ Ἀβραὰμ τὰ ξύλα, ποὺ ἐτοίμασε διὰ τὴν θυσίαν τοῦ ὁλοκαυτώματος, καὶ τὰ ἐφόρτωσεν εἰς τοὺς ὤμους τοῦ ἀγαπημένου του παιδιοῦ. Αὐτὸς δὲ ἐπῆρεν εἰς τὰ χέρια του τὴν φωτιάν, διὰ νὰ ἀνάψῃ τὰ ξύλα τῆς θυσίας, καὶ τὸ μαχαίρι, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ ἐσφάζετο τὸ θῦμα, καὶ ἐπροχώρησαν καὶ οἰ δύο μαζὶ πρὸς τὸν τόπον τῆς θυσίας.
7 Καθὼς δὲ ἐβάδιζαν, ὁ Ἰσαὰκ γεμᾶτος ἀπορίαν εἶπε πρὸς τὸν πατέρα του, τὸν Ἀβραάμ: «Πατέρα». Ὁ δὲ Ἀβραὰμ ἀπάντησε: «Τί εἶναι, παιδί μου;» Καὶ ὁ Ἰσαὰκ ἐπρόσθεσε: «Νά· σὺ μεταφέρεις τὴν φωτιὰν καὶ ἑγὼ τὰ ξύλα διὰ τὴν θυσίαν. Ποὺ εἶναι ὅμως τὸ πρόβατον, τὸ ὁποῖον θὰ προσφερθῇ ὡς ὁλοκαύτωμα εἰς τὸν Θεόν;»
8 Ὁ Ἀβραὰμ μὲ γενναῖον φρόνημα καὶ πίστιν εἰς τὸν Θεὸν ἀπάντησεν εἰς τὸν Ἰσαάκ: «Παιδίμου, ὁ παντοδύναμος Θεὸς θὰ φροντίσῃ μόνος του καὶ θὰ μᾶς δείξῃ τὸ πρόβατον, ποὺ πρέπει νὰ θυσιασθῇ». Ἀφοῦ δὲ ἐπροχώρησαν μαζὶ καὶ οἰ δύο,
9 ἔφθασαν εἰς τὸν τόπον τῆς θυσίας, τὸ βουνόν, τὸ ὁποῖον τοῦ ὑπέδειξεν ὁ Θεός. Ἐκεῖ ὁ Ἀβραὰμ κατεσκεύασε τὸ θυσιαστήριον καὶ ἔβαλεν ἐπάνω εἰς αὐτὸ τὰ ξύλα· καὶ ἀφοῦ ἔδεσε τὰ πόδια τοῦ ἀγαπημένου του παιδιοῦ, τοῦ Ἰσαάκ, ὁ ὁποῖος, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπρόβαλε καμμίαν ἀντίστασιν, τὸν ἐξάπλωσεν ἐπάνω εἰς τὰ ξύλα τοῦ θυσιαστηρίου.
10 Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἄπλωσε τὸ χέρι του, διὰ νὰ πάρῃ τὸ μαχαίρι νὰ σφάξῃ τὸ παιδί του, καὶ νὰ τὸ προσφέρῃ ὡς θυσίαν ὁλοκαυτώματος εἰς τὸν Θεόν.
11 Κατὰ τὴν κρίσιμον στιγμήν, ποὺ ὁ Ἀβραὰμ ἄπλωσε τὸ χέρι διὰ νὰ σφάξῃ τὸν Ἰσαάκ, ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τὸν ἐκάλεσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ τοῦ εἶπεν: «Ἀβραάμ, Ἀβραάμ». Αὐτὸς δὲ ἀπάντησε: «Νά, εἶμαι παρών, ἀκούω».
12 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ: «Μὴ ἀπλώσῃς καὶ μὴ βάλῃς τὸ χέρι σου ποὺ κρατεῖ τὸ μαχαίρι ἐπάνω εἰς τὸ παιδὶ καὶ μὴ κάμῃς εἰς αὐτὸ κανένα κακόν· διότι τώρα ἐκατάλαβα πολὺ καλά, ὅτι σὺ σέβεσαι καὶ εὐλαβεῖσαι τὸν Θεὸν καὶ πρὸς χάριν μου δεν ἐλυπήθης τὸ ἀγαπημένον καὶ μονάκριβον παιδί σου· διὰ τὴν μεγάλην ἀγάπην ποὺ ἔχεις πρὸς ἐμέ, ἐπροτίμησες τὴν ἐντολήν μου ἀπὸ τὸ παιδί σου».
13 Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἐσήκωσε τὰ βλέμματά του ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον, ὅπου ἦταν ἑξαπλωμένος ὁ Ἰσαάκ, καὶ ἔξαφνα εἶδεν ἐκεῖ κοντὰ ἕνα κριάρι, τὰ κέρατα τοῦ ὁποίου εἶχαν περιπλακῆ εἰς ἕνα φυτόν, ποὺ ὀνομάζεται Σαβέκ. Ὁ Ἀβραὰμ ἐπῆγε πρὸς τὰ ἐκεῖ, ἐπῆρε τὸ κριάρι καὶ τὸ ἐπρόσφερεν εἰς τὸν Θεὸν ὡς θυσίαν ὁλοκαυτώματος ἀντὶ τοῦ παιδιοῦ τοῦ Ἰσαάκ.
14 Ὁ Ἀβραὰμ εἰς ἐνθύμησιν τοῦ γεγονότος ὠνόμασε τὸν τόπον ἐκεῖνον «ὁ Κύριος εἶδεν», ὥστε μέχρι σήμερον ὀνομάζουν τὸν τόπον ἐκεῖνον «εἰς τὸ βουνὸν αὐτὸ ἐφανερώθη ὁ Κύριος».
15 Καὶ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐκάλεσε τὸν Ἀβραὰμ διὰ δευτέραν φορὰν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ τοῦ εἶπεν:
16 «Ὡρκίσθηκα εἰς τὸν ἐαυτόν μου· ὡρκίσθηκα εἰς τὴν ἄπειρόν μου τελειότητα, εἰς τὴν μακαρίαν ζωήν μου, λέγει ὁ Κύριος, ἐπειδὴ ἐφάνης ὑπάκουος καὶ ἐξεπλήρωσες πιστὰ τὴν ἐντολὴν αὐτήν, τὴν ὁποίαν σοῦ ἔδωκα, καὶ πρὸς χάριν μου δὲν ἐλυπήθης οὐδὲ αὐτὸ τὸ ἀγαπημένον καὶ μονάκριβον παιδί σου καὶ ἐλογάριασες τὴν ἐντολήν μου περισσότερον ἀπὸ τὸ παιδί σου,
17 σοῦ ὑπόσχομαι ἀληθινὰ καὶ σὲ βεβαιῶ ἀπολύτως, ὅτι θὰ σὲ εὐλογήσω πλουσίως καὶ θὰ πληθύνω πάρα πολὺ τοὺς ἀπογόνους σου καὶ θὰ τοὺς αὐξησω ὡσὰν τὰ ἄστρα τοῦ ούρανοῦ καὶ ὡσὰν τὴν ἄμμον, ποὺ εἶναι εἰς τὴν ἀκροθαλασσιὰν καὶ οἱ ἀπόγονοί σου θὰ κατανικήσουν τοὺς ἐχθρούς των, τοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαούς, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, καὶ θὰ κληρονομήσουν τις πόλεις των.
18 Ἀκόμη, ἐπειδὴ ἐφάνης ὑπάκουος εἰς τὴν ἐντολήν, ποὺ σοῦ ἔδωκα, σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι διὰ τοῦ ἐκλεκτοῦ καὶ ἁγίου καὶ ἀναμαρτήτου ἀπογόνου σου, τοῦ Μεσίου Χριστοῦ, θὰ λάβουν τὶς εὐλογίες καὶ χάριτες τοῦ Θεοῦ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς».
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΖ´ 11 - 28
11 Κάθε ἄνθρωπος κυριευμένος ἀπὸ κακίαν ἐναντιώνεται καὶ ἀντιστρατεύεται εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· ὁ Κύριος ὅμως θὰ στείλῃ ἐναντίον του ἄγγελον σκληρὸν καὶ ἄσπλαγχνον, διὰ νὰ τὸν τιμωρήσῃ.
12 Εἰς τὸν συνετὸν καὶ μυαλωμένον ἄνθρωπον θὰ ἀνατεθῇ κάθε ἀξίωμα καὶ ὑπεύθυνος φροντὶς περὶ τῶν ἄλλων, οἱ ἄφρονες ὅμως πάντοτε θὰ σκέπτωνται τὸ κακὸν καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἐμπιστεύονται εἰς αὐτοὺς ὑπεύθυνον διακυβέρνησιν ἢ ἀξίωμα.
13 Ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἀνταποδίδει κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν, δὲν θὰ μετακινηθῇ ποτὲ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
14 Ἀρχὴ τῆς δικαιοσύνης εἶναι οἱ ἀπονέμοντες αὐτὴν νὰ δίδουν τὸ δικαίωμα εἰς τὸν κατηγορούμενον νὰ ὑπερασπισθῇ διὰ λόγων τὸν ἑαυτόν του, λόγοι δέ, ποὺ δημιουργοῦν ἔχθραν καὶ φιλονικίαν, προηγοῦνται τῆς πτωχείας, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ ὡς συνέπεια τῶν συχνῶν προσφυγῶν εἰς τὰ δικαστήρια.
15 Ὁ δικαστὴς ποὺ κρίνει καὶ ἀνακηρύττει δίκαιον τὸν ἄδικον καὶ τὸν ἄδικον δίκαιον, εἶναι ἀκάθαρτος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ προκαλεῖ τὴν ἀποστροφὴν καὶ ἀπέχθειαν αὐτοῦ.
16 Τί ὠφέλησαν τὰ χρήματα τὸν ἄφρονα καὶ ἀσύνετον; Τίποτε ἀπολύτως. Διότι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει καρδίαν μαλακὴν καὶ ἐπιδεκτικὴν τῆς θείας παιδαγωγίας, δὲν θὰ κατορθώσῃ ποτὲ νὰ ἀποκτήσῃ σοφίαν.
16α Ὅποιος κτίζει ὑψηλὸν τὸ σπίτι του πρὸς ἐπίδειξιν καὶ ἰκανοποίησιν τῆς ματαιοδοξίας του, ζητεῖ νὰ πτωχύνῃ καὶ νὰ συντριβῇ. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ δυστροπεῖ εἰς τὸ νὰ διδαχθῇ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ πέσῃ εἰς πολλὰ κακά.
17 Πάντοτε καὶ εἰς πᾶσαν περίστασιν νὰ ἔχῃς δίπλα σου φίλον, εἰς τὰς ἀνάγκας σου δὲ ἂς σοῦ χρησιμεύουν οἱ ἀδελφοί σου, διότι δι’ αὐτὰς τὰς ὥρας γεννῶνται.
18 Ὁ ἐπιπόλαιος καὶ ἄμυαλος ἄνθρωπος θαυμάζει καὶ συγχαίρει τὸν ἑαυτόν του, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δέχεται ἐπιπολαίως νὰ ἐγγυηθῇ διὰ τοὺς φίλους του.
19 Ὅποιος ἀγαπᾷ τὴν ἁμαρτίαν, εὑρίσκει ἀπόλαυσιν καὶ χαίρεται εἰς τὰς φιλονικίας καὶ τὰς διαμάχας, ὅποιος δὲ κατασκευάζει ὑψηλὸν τὸ σπίτι του καὶ τὰς θύρας του πρὸς ἐπίδειξιν καὶ ματαιοδοξίαν, ἐπιδιώκει νὰ πτωχύνῃ καὶ νὰ συντριβῇ οἰκονομικῶς.
20 Ὁ ἄσπλαγχνος δὲ καὶ ἔχων σκληρὰν καρδίαν δὲν συναναστρέφεται καλοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀκατάστατος εἰς τὴν γλῶσσαν του, ποὺ ἀνακαλεῖ ὅσα εἶπε πρὸ ὀλίγου, θὰ περιπέσῃ εἰς δεινὰ καὶ δυστυχίαν, διότι κανεὶς πλέον δὲν θὰ πιστεύῃ αὐτόν.
21 Ἡ καρδία δὲ τοῦ ἄφρονος γίνεται πρόξενος λύπης εἰς ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει. Δὲν εὐχαριστεῖται οὔτε χαίρει ἕνας πατέρας ἀπὸ τὸν ἀγροῖκον καὶ ἄξεστον υἱόν του· ἀντιθέτως ὁ φρόνιμος καὶ συνετὸς υἱὸς προκαλεῖ εὐφροσύνην εἰς τὴν μητέρα του.
22 Ἡ ψυχὴ ποὺ εὐφραίνεται καὶ δὲν ταράττεται ἀπὸ τύψεις, χαρίζει ὑγείαν εἰς τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου· τοῦ ἀνθρώπου ὅμως, ποὺ λυπεῖται διαρκῶς καὶ εἶναι μελαγχολικός, ξηραίνονται τὰ κόκκαλά του.
23 Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος δέχεται δῶρα εἰς τὸν κόλπον του, διὰ νὰ κρίνῃ ἀδίκως, δὲν πάει καλὰ ἡ ζωή του, ὁ ἀσεβὴς δὲ ἐκτροχιάζεται ἀπὸ τοὺς δρόμους τὴν δικαιοσύνης καὶ ἀπὸ τὴν εὐθυκρισίαν.
24 Τὸ πρόσωπον τοῦ σοφοῦ εἶναι συνετὸν καὶ συνεσταλμένον, ἐνῷ τὰ μάτια τοῦ ἄφρονος δὲν συμμαζεύονται καὶ γυρίζουν φιλοπερίεργα καὶ ἀχόρταστα εἰς τὰ πέρατα τῆς γῆς.
25 Ὁ ἀμυαλος, ἀνυπότακτος καὶ δύστροπος υἱὸς κάνει τὸν πατέρα του νὰ ὀργίζεται καὶ νὰ στενοχωρῆται, προξενεῖ δὲ πολλὴν λύπην εἰς τὴν στοργικὴν καρδίαν τῆς μητέρας ποὺ τὸν ἐγέννησε.
26 Τὸ νὰ ἐπιβάλλῃ ὁ δικαστὴς πρόστιμα εἰς ἄνθρωπον δίκαιον καὶ ἀθῶον καὶ οὕτω νὰ ζημιώνῃ αὐτόν, δὲν εἶναι καλόν, δι’ αὐτὸ δὲ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπιβουλεύεσαι καὶ νὰ σκευωρῇς ἐναντίον δικαίων ἀρχόντων, οἱ ὁποῖοι δὲν τιμωροῦν οὐδὲ ζημιώνουν ποτὲ τοὺς ἐναρέτους πολίτας.
27 Ὅποιος εἶναι φειδωλὸς καὶ συγκρατημένος εἰς τὰ λόγια του καὶ προσέχει νὰ μὴ βγάλῃ ἀπὸ τὸ στόμα του φράσεις σκληρὰς καὶ προσβλητικὰς, αὐτὸς εἶναι γνωστικός, ὁ δὲ ὑπομονητικός, ποὺ συμπνίγει τὴν ὀργήν του καὶ χαλιναγωγεῖ τὴν γλῶσσαν του, αὐτὸς εἶναι φρόνιμος.
28 Ὁ ἀγράμματος ἄνθρωπος, ποὺ ἐρωτᾷ καὶ συμβουλεύεται τοὺς σοφοὺς διὰ νὰ μάθῃ καὶ νὰ μορφωθῇ, θὰ θεωρηθῇ ὡς σοφός· ἀντιθέτως ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ὁμιλεῖ καὶ δὲν ἐρωτᾷ, θὰ φαίνεται μὲν φρόνιμος καὶ συνετός, θὰ μένῃ ὅμως ἀμόρφωτος καὶ δὲν θὰ γίνεται σοφός.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΗ´ 1 - 5
1 Προφάσεις ζητεῖ νὰ εὕρῃ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θέλει νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τοὺς φίλους του. Ὁ τοιοῦτος ὅμως θὰ εἶναι πάντοτε ἄξιος καταφρονήσεως.
2 Δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην τῆς θείας σοφίας καὶ τοῦ ἄνωθεν φωτισμοῦ ὁ μωρὸς καὶ πτωχὸς ἀπὸ μυαλὰ ἄνθρωπος, διότι ἄγεται καὶ φέρεται περισσότερον ἀπὸ τὴν ἀφροσύνην του.
3 Ὅταν ὁ ἀσεβὴς ἀποσείσῃ κάθε φόβον Θεοῦ καὶ προχωρήσῃ πολὺ εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ φθάσῃ εἰς βάθος πολλῶν κακῶν, τότε, χωρὶς νὰ αἰσθάνεται τύψεις συνειδήσεως, καταφρονεῖ τοὺς πάντας, ἔρχεται δὲ κατεπάνω του τότε ἡ ἀτιμία καὶ ἡ ἐντροπή.
4 Ὁ λόγος τῆς ἀληθείας, ὅταν ἐμποτίσῃ τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται ὕδωρ βαθὺ καὶ ἀνεξάντλητον. Ποταμὸς δὲ ἀναπηδᾷ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πηγὴ τρέχει διαρκῶς, ἡ ὁποία σκορπίζει ζωήν.
5 Τὸ νὰ θαυμάσῃ κανεὶς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀσεβοῦς, δὲν εἶναι ὀρθὸν πρᾶγμα. Οὔτε εἶναι σύμφωνον μὲ τὴν θείαν δικαιοσύνην καὶ ἁγιότητα νὰ διαστρέψῃς τὸ δίκαιον καὶ νὰ προσωποληπτήσῃς κατὰ τὴν ὥραν τῆς δίκης.