ΗΣΑΪΑΣ ΜΒ´ 5 - 16
5 Οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεός, Αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν ἀνέπτυξε καὶ τὸν ἔστησεν ὡσὰν σκηνήν, ὁ Ὁποῖος ἐστερέωσε τὴν γῆν καὶ ὅλα τὰ φυόμενα ἐν αὐτῇ καὶ ὁ Ὁποῖος δίδει ἀναπνοὴν εἰς τὸν λαὸν τὸν εὑρισκόμενον ἐπ' αὐτῆς καὶ πνεῦμα ζωῆς εἰς ὅλα, ὅσα περιπατοῦν ἐπ’ αὐτῆς.
6 Ἑγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός, σὲ ἐκάλεσα διὰ τὴν δικαιοσύνην καὶ θὰ σὲ κρατήσω ἀπὸ τὴν χεῖρα σου καὶ θὰ σὲ ἐνισχύσω· καὶ σὲ ἔδωκα διὰ νὰ εἶσαι μεσίτης διαθήκης τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων καὶ φῶς τῶν ἐθνῶν,
7 διὰ νὰ ἀνοίξῃς τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διανοίας τυφλῶν, διὰ νὰ ἐξαγάγῃς ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας τοὺς δεμένους μὲ τὰς ἁλύσεις αὐτῆς καὶ ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἐκείνους, ποὺ κάθηνται εἰς τὸ σκότος.
8 Ἐγὼ καὶ μόνος ὑπάρχω ἐξ ἑαυτοῦ ὡς Κύριος καὶ Θεός· αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομά μου.Δὲν θὰ δώσω εἰς κανένα ἄλλον τὴν δόξαν μου, οὔτε τὸν ἔπαινον τῶν ἀπειροτελείων ἰδιοτήτων μου εἰς τὰ εἴδωλα.
9 Ἰδοὺ ἔχουν πληρωθῇ αἱ παλαιαὶ προφητεῖαι καὶ ἰδοὺ νέα γεγονότα, τὰ ὁποῖα Ἐγὼ προλέγω καί, πρὶν ἢ ταῦτα διὰ τῶν πραγμάτων ἀναγγελθοῦν, κατέστησαν εἰς σᾶς προφητικῶς φανερά.
10 Ὑμνήσατε τὸν Κύριον διὰ τὰ νέα θαυμάσιά Του μὲ ὕμνον νέον.Σεῖς, οἱ ἀποτελοῦντες τοὺς ὑπ’ αὐτοῦ ἀρχομένους, δοξάσατε τὸ ὄνομά Του ἀπὸ τὰς ἐσχατιὰς τῆς γῆς· ὅσοι καταβαίνετε εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἔχετε ἔργον νὰ διαπλέετε αὐτὴν διὰ μακρινῶν ταξιδίων, αἱ νῆσοι καὶ οἱ κατοικοῦντες εἰς αὐτὰς καὶ εἰς τὰ παράλια τῆς θαλάσσης ἐθνικοί.
11 Εὐφράνθητι, ὦ ἔρημος τῆς Ἀραβίας καὶ αἱ κῶμαι αὐτῆς· εὐφράνθητε καὶ οἱ καταυλισμοὶ καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Κηδάρ· θὰ εὐφρανθοῦν καὶ αὐτοὶ ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν Πέτραν ἀπὸ τὰ ἄκρα τῶν βουνῶν θὰ φωνάξουν δυνατά.
12 Θὰ δοξάσουν τὸν Θεὸν καὶ θὰ διακηρύξουν τὰς ἀξιοϋμνήτους ἰδιότητάς Του εἰς τὰς εἰδωλολατρικὰς νήσους, ἀναπέμποντες ὕμνον σύμφωνον μὲ τοὺς φωτισμένους τώρα κατοίκους τούτων.
13 Ὁ Κύριος καὶ Θεός, ὁ κατεξουσιάζων τῶν Δυνάμεων, θὰ ἐξέλθῃ ὡσὰν νὰ ἐκστρατεύῃ καὶ θὰ συνάψῃ συντριπτικὸν διὰ τοὺς ἐχθρούς Του πόλεμον, καὶ θὰ ἀνάψῃ ὁ ζῆλος Του καὶ θὰ φωνάξῃ μὲ δύναμιν, καταπτοῶν καὶ κατατροπώνων τοὺς ἐχθρούς Του.
14 Ἐσιώπησα μακροθυμῶν, λέγει ὁ Κύριος.Μήπως καὶ πάντοτε θὰ σιωπῶ καὶ θὰ ἀνέχωμαι τὴν ἀδικίαν καὶ τὴν ἀσέβειαν; Ὡσὰν τὴν γυναῖκα, ποὺ γεννᾷ καὶ συγκρατεῖ μὲ πολλὴν καρτερίαν τοὺς πόνους της, ἐκαρτέρησα καὶ Ἐγώ.Τώρα ὅμως θὰ ξερριζώσω καὶ θὰ ξηράνω συγχρόνους.
15 Θὰ ἐρημώσω ὄρη καὶ βουνὰ καὶ θὰ ξηράνω ὅλον τὸν χόρτον των· θὰ μεταβάλω δὲ ποταμοὺς διὰ τῆς ἐλαττώσεως τῶν ὑδάτων των εἰς νήσους καὶ θὰ ξηράνω ἕλη.
16 Καὶ θὰ ὁδηγήσω τυφλοὺς εἰς δρόμον, τὸν ὁποῖον δὲν ἐγνώρισαν ποτέ· καὶ εἰς τρίβους, τὰς ὁποίας δὲν ἔμαθαν, θὰ κάμω νὰ πατήσουν οὗτοι.Θὰ μεταβάλω εἰς αὐτοὺς τὸ σκότος, εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι βυθισμένοι, εἰς φῶς, καὶ τὰ ἀνώμαλα μέρη τοῦ δρόμου εἰς εὐθεῖαν καὶ ὁμαλὴν ὁδόν.Αὐτά, τὰ ὁποῖα διὰ λόγου ὑπόσχομαι, θὰ τὰ ἐκτελέσω, καὶ δὲν θὰ ἐγκαταλείψω αὐτούς.
ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΗ´ 20 - 33
20 Καὶ ἀμέσως ὁ Κύριος ἀρχίζει τὴν ἀποκάλυψίν του εἰς τὸν Ἀβραάμ, λέγων: «Φωνὲς πολλὲς καὶ μεγάλες· κραυγὲς δυνατές, ἀγωνιώδεις ἀνεβαίνουν εἰς τὸν οὐρανὸν πρὸς ἐμὲ ἀπὸ τὰ Σόδομα καὶ τὴν Γομόρραν· εἶναι οἱ κραυγὲς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς μεγάλες καὶ πολλὲς ἀδικίες των. Οἱ ἁμαρτίες τῶν κατοίκων τῶν δύο αὐτῶν πόλεων εἶναι τόσον μεγάλες, ὥστε δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὶς βαστάσῃ πλέον ἡ μακροθυμία μου.
21 Πρέπει λοιπὸν νὰ κατέβω ἐκεῖ διὰ νὰ ἴδω, ἐὰν οἰ ἁμαρτίες των γίνωνται πράγματι, ὅπως ἀκριβῶς ἀνεβαίνουν πρὸς ἐμὲ οἱ θρηνητικὲς κραυγὲς τῶν ἀδικουμένων ἢ ὄχι. Θέλω νὰ πληροφορηθῶ, νὰ μάθω ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως, ἐάν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πράττουν τόσες παρανομίες».
22 Καὶ οἰ δυὸ ἀπὸ τοὺς τρεῖς φιλοξενουμένους τοῦ Ἀβραὰμ ἐπροχώρησαν πρὸς τὰ Σόδομα καὶ ἔφθασαν ἐκεῖ. Ὁ Ἀβραὰμ δὲ συνέχιζε νὰ στέκεται ὄρθιος ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν εὐσεβῆ δοῦλον του.
23 Καὶ ὁ Ἀβραάμ, ἀφοῦ ἐπλησίασε τὸν Κύριον, εἶπε: «Εἶναι δυνατὸν νὰ καταστρέψῃς τὸν δίκαιον μαζὶ μὲ τὸν ἀσεβῆ καὶ θὰ εἶναι λοιπὸν ὁ δίκαιος εἰς τὴν ἰδίαν μοῖραν μὲ τὸν ἀσεβῆ;
24 Ἐὰν εὑρίσκωνται εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν πενήντα δίκαιοι, θὰ τοὺς καταστρέψῃς μαζὶ μὲ τοὺς ἀσεβεῖς; Δὲν θὰ ἀφήσῃς ἀτιμώρητον ὅλην τὴν πόλιν ἕνεκα τῶν πενήντα δικαίων, ἐὰν αὐτοὶ ζοῦν εἰς τὴν πόλιν αὐτήν;
25 Οὐδέποτε σὺ ὁ Θεὸς θὰ κάμῃς κάτι τέτοιο· ποτὲ δηλαδὴ δὲν θὰ φονεύσῃς τὸν δίκαιον μαζὶ μὲ τὸν ἀσεβῆ· εἶναι ἀδύνατον σὺ ὁ δίκαιος νὰ ἐξισώσῃς δίκαιον καὶ ἀσεβῆ καὶ νὰ συμπεριφερθῇς πρὸς αὐτοὺς μὲ τὸν ἴδιον τρόπον· οὐδέποτε θὰ κάμῃς κάτι τέτοιο. Σύ, ὁ ὁποῖος εἶσαι ὁ δίκαιος κριτὴς ὅλου τοο κόσμου, δὲν θὰ ἐφαρμόσῆς καὶ ἐδῶ δικαιοσύνην;»
26 Ὁ φιλάνθρωπος Κύριος ἐσυμφώνησε μὲ τὴν παράκλησιν τοῦ Πατριάρχου καὶ τοῦ ἀπάντησε· «δέχομαι τὴν ἱκεσίαν σου· ἐὰν εὑρίσκωνται εἰς τὰ Σόδομα πενήντα δίκαιοι, δὲν θὰ καταστρέψω ὁλόκληρον τὴν πόλιν καὶ ὅλον τὸν τόπον ἐκεῖνον πρὸς χάριν αὐτῶν τῶν ὀλίγων δικαίων».
27 Ὁ Ἀβραάμ, ἀφοῦ ἐπῆρε θάρρος καὶ ἐγνώρισε τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, ὑπέβαλε μὲ ταπείνωσιν καὶ συστολὴν δευτέραν παράκλησιν καὶ εἶπε: «Τώρα ἄρχισα νὰ ὁμιλῶ πρὸς τὸν Κύριόν μου· τολμῶ δὲ νὰ ὁμιλῶ, ἂν καὶ εἶμαι ἐμπρός σου ὡσὰν τὸ χῶμα, ποὺ πατοῦμεν· ὡσὰν τὴν στάχτην, ποὺ τὴν πετοῦν οἱ ἄνθρωποι ὡς ἄχρηστον πρᾶγμα.
28 Ἐὰν ὀλιγοστεύσουν οἱ πενήντα δίκαιοι κατὰ πέντε καὶ εὑρεθοῦν εἰς τὴν πόλιν τῶν Σοδόμων σαράντα πέντε δίκαιοι, θὰ καταστρέψῃς ὁλόκληρον τὴν πόλιν ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως αὐτῶν τῶν πέντε δικαίων;» Καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἀπάντησεν εἰς τὸν Ἀβραάμ· «ὄχι· δὲν θὰ καταστρέψω τὴν πόλιν, ἐὰν εὕρω εἰς αὐτὴν σαράντα πέντε δικαίους».
29 Ὁ δίκαιος Πατριάρχης ἐτόλμησε νὰ ὁμιλήσῃ πάλιν πρὸς τὸν Κύριον τοῦ οὐρανοῦ καὶ δειλά - δειλὰ εἶπεν· «ἐὰν δὲ εὐρεθοῦν ἐκεῖ εἰς τὰ Σόδομα σαράντα δίκαιοι, θὰ καταστρέψῃς τὴν πόλιν;» Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀπάντησε· «δὲν θὰ καταστρέψω τὴν πόλιν, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ σαράντα δικαίους· πρὸς χάριν των δὲν θὰ τὴν τιμωρήσω».
30 Ὁ δίκαιος Ἀβραάμ, ὡσὰν νὰ ἔνοιωσε ἐντροπὴν διὰ τὴν πολλὴν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπειδὴ ἐφοβήθη μήπως δώσῃ τὴν ἐντύπωσιν, ὅτι ἀσεβεῖ καὶ παρακαλεῖ περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι πρέπει, εἶπε: «Μήπως θυμώσῃς, Κύριε, ἐὰν ὁμιλήσω καὶ πάλιν; Ἐὰν εὐρεθοῦν ἔτσι τριάντα δίκαιοι;» Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀπάντησεν· «ὅχι· δὲν θὰ καταστρέψω τὴν πόλιν, ἐὰν εὐρεθοῦν ἐκεῖ τριάντα· πρὸς χάριν τῶν τριάντα δικαίων δὲν θὰ τὴν ἐξολοθρεύσω».
31 Ἀλλ’ ὁ Ἀβραάμ, παρακινούμενος ἀπὸ μεγάλην φιλοστοργίαν, συνέχισε τὴν παράκλησίν του μὲ ἐπιμόνην καὶ εἶπεν· «ἐπειδὴ ἔχω τὸ θάρρος νὰ ὁμιλησω καὶ πάλιν πρὸς τὸν Κύριόν μου, τολμῶ καὶ τὸν ἐρωτῶ· ἐὰν εὐρεθοῦν ἐκεῖ εἴκοσι δίκαιοι;» Καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς συγκαταβαίνων πρὸς τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἐναρέτου δούλου του ἀπάντησεν· «ὄχι· δεν θὰ καταστρέψω τὴν πόλιν, ἐὰν εὕρω εἰς αὐτὴν εἴκοσι δικαίους· πρὸς χάριν των δὲν θὰ τὴν ἐξολοθρεύσω».
32 Ὁ δίκαιος Ἀβραάμ, βλέπων τὸν πλοῦτον τῆς θείας συγκαταβάσεως καὶ φιλανθρωπίας, εἶπε πάλιν: «Μήπως θυμώσῃς, Κύριε, ἐὰν ὁμιλήσω ἀκόμη μίαν φοράν; Μήπως κάμνω κάτι ἄξιον κατακρίσεως, ἐὰν ὁμιλήσω ἀκόμη μίαν φοράν; Καὶ ἐὰν εὑρεθοῦν ἐκεῖ δέκα δίκαιοι;» Καὶ ὁ μακρόθυμος Θεὸς τοῦ ἀπάντησεν· «ὄχι· δεν θὰ καταστρέφω τὴν πόλιν πρὸς χάριν αὐτῶν τῶν δέκα δικαίων».
33 Καὶ ὅταν ἔπαυσεν ὁ Κύριος νὰ συνομιλῇ με τὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ἐσιώπησε πλέον, ἀνεχώρησε. Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον, ὅπου εὑρίσκετο ἡ σκηνή του. Ἐκαθησεν ἥσυχος καὶ ἐπερίμενε νὰ ἴδῃ τί θὰ ἀπογίνῃ.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙϚ´ 17 - 33
17 Οἱ δρόμοι τῆς ἐναρέτου ζωῆς ἀπομακρύνουν ἀπὸ συμφορᾶς. Οἱ δρόμοι τῆς δικαιοσύνης χαρίζουν μακροζωΐαν. Ἐκεῖνος ποὺ δέχεται τὴν ἐπ' αὐτὸν θείαν παιδαγωγίαν, θὰ ἀπολαύσῃ ἀγαθά, ἐκεῖνος δὲ ποὺ τηρεῖ καὶ ἐγκολπώνεται τὰς θείας ἐντολάς, θὰ γίνῃ σοφός. Ἐκεῖνος ποὺ προσέχει εἰς τοὺς τρόπους του καὶ εἰς τὴν συμπεριφοράν του, περιφρουρεῖ τὴν ψυχήν του, καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ζῇ χωρὶς λύπας, θὰ φυλάσσῃ προσεκτικὰ τὸ στόμα του νὰ μὴ λαλῇ λόγια ἀπερίσκεπτα.
18 Πρὸ τῆς καταστροφῆς καὶ συντριβῆς προηγεῖται ὑπερηφάνεια καὶ ἀλαζονεία, καὶ πρὸ τῆς πτώσεως προηγεῖται ὑπεροψία καὶ κακοκεφαλιά.
19 Εἶναι κατὰ πολὺ ἀνώτερος ὁ πρᾶος καὶ ταπεινὸς ἄνθρωπος, ὀσονδήποτε χαμηλὰ καὶ ἂν εὑρίσκεται κοινωνικῶς, παρὰ ὁ ἀγέρωχος, ποὺ συμμαχεῖ μὲ ἄλλους ὁμοίους του ὑπερηφάνους, ποὺ νικᾷ καὶ μοιράζει μὲ αὐτοὺς λάφυρα νίκης.
20 Ἐκεῖνος ποὺ διαχειρίζεται μὲ σύνεσιν τὰς ὑποθέσεις του, θὰ εἶναι κερδισμένος, διότι θὰ ἐπιτύχῃ καὶ θὰ εὕρῃ καλά. Ὅποιος δὲ ἔχει τὴν ἐλπίδα του εἰς τὸν Θεόν, εἶναι πανευτυχὴς καὶ μακάριος.
21 Τοὺς σοφοὺς καὶ συνετοὺς καὶ εἰδήμονας οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τοὺς ὀνομάζουν ἀχρήστους καὶ τοὺς θεωροῦν ἀνωφελεῖς. Οἱ γλυκομίλητοι ὅμως καὶ οἱ καλοὶ ὁμιληταὶ θὰ ἀκούσουν καὶ θὰ μάθουν περισσότερα, ἀπὸ δὲ τὰς συναναστροφάς των θὰ πλουτίσουν τὰς γνώσεις των καὶ θὰ εἶναι ὠφέλιμοι καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.
22 Ἡ γνῶσις καὶ ἡ φρόνησις δι’ ὅσους τὰς ἔχουν εἶναι πηγὴ ζωῆς, ἐνῷ ἡ παιδαγωγία, ποὺ δίδουν οἱ ἄφρονες, εἶναι κακή.
23 Ὁ νοῦς τοῦ σοφοῦ θὰ σκεφθῇ καὶ θὰ ζυγίσῃ ὅσα λόγια βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα του, καὶ τὰ χείλη του, ἐπειδὴ κυβερνῶνται ἀπὸ ζυγισμένην σκέψιν, θὰ φοροῦν ἐπίγνωσιν τῶν ὅσων λέγουν.
24 Τὰ καλὰ καὶ οἰκοδομητικὰ καὶ παρήγορα λόγια εἶναι γλυκὰ ὡσὰν τὴν κηρήθραν τοῦ μέλιτος, ἡ δὲ γλυκύτης τῶν λόγων αὐτῶν εἶναι ἰατρεία ψυχῆς.
25 Ὑπάρχουν δρόμοι, οἱ ὁποῖοι εἰς μερικοὺς ἀνθρώπους φαίνονται σωστοὶ καὶ ἀσφαλεῖς, ἀλλ’ οὁ ὁποῖοι εἰς τὸ τέλος καταλήγουν εἰς τὰ σκοτεινὰ βάθη τοῦ Ἅδου, ὁδηγοῦν δηλαδὴ εἰς τὴν ἀπώλειαν.
26 Ὁ φιλόπονος καὶ ἐργατικὸς ἄνθρωπος κοπιάζει διὰ τὸν ἑαυτόν του πρὸς ἐξεύρεσιν τῶν ἀναγκαίων διὰ τὴν συντήρησίν του καὶ ἔτσι διώχνει μακριὰ τὸν θάνατον, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν πεῖναν. Ὁ διεστραμμένος ὅμως καὶ ὀκνηρὸς φέρει εἰς τὸ στόμα του τὸν θάνατον, διότι δὲν ἔχει ψωμὶ νὰ φάγῃ λόγῳ τῆς ὀκνηρίας του.
27 Ὁ ἀσύνετος ἄνθρωπος σκάπτει μὲ τὰ ἴδια τὰ χέρια του τὸν λάκκον τῆς δυστυχίας καὶ τῆς κακοδαιμονίας του, καὶ ἐπάνω εἰς τὰ χείλη του σωριάζει φωτιά, ποὺ θὰ τὸν κατακαύσῃ.
28 Ὁ διεστραμμένος ἄνθρωπος σκορπίζει εἰς τὸ περιβάλλον του τὴν δυστυχίαν καὶ μὲ τὸν δαυλὸν τῆς δολιότητος ἀνάπτει πυρκαϊὰν κακῶν γύρω του καὶ διὰ τῶν διαβολῶν καὶ συκοφαντιῶν του χωρίζει ἀγαπητὰ πρόσωπα καὶ φίλους.
29 Ὁ ἄνευ ἠθικῶν ἀρχῶν ἄνθρωπος θέτει εἰς πειρασμὸν τοὺς φίλους του καὶ τοὺς παραπλανᾷ εἰς δρόμους καταστρεπτικοὺς καὶ οὐχὶ καλούς.
30 Ὁ παράνομος δὲ ἄνθρωπος, μὲ τὰ μάτια του καρφωμένα καὶ ἀκίνητα εἰς τὸ κακόν, σκέπτεται διαρκῶς τὰ πονηρὰ καὶ διεστραμμένα, καὶ εἰς τὰ γεμᾶτα πικρίαν χείλη του συσφίγγει ὅλα τὰ κακὰ σχέδιά του. Ὁ τοιοῦτος εἶναι φλεγόμενον καμίνι κακίας, τοῦ ὁποίου αἱ πύριναι φλόγες διαχύνονται παντοῦ καὶ κατακαίουν.
31 Τὸ γῆρας εἶναι στέφανος δόξῃς καὶ καυχήσεως, τέτοια ὅμως εὐλογημένα γηράματα εὑρίσκονται, ὅταν κανεὶς ἀπὸ νέος ἀκολουθῇ τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀρετῆς.
32 Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν θυμώνει, εἶναι δυνατώτερος ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸν καὶ χειροδύναμον· ἐκεῖνος δέ, ποὺ συγκρατεῖ τὸν θυμόν του καὶ ἔχει αὐτοκυριαρχίαν, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πορθητήν, ποὺ κυριεύει πόλεις καὶ φρούρια ὠχυρωμένα.
33 Εἰς τοὺς κόλπους καὶ τὰ θησαυροφυλάκια τῶν ἀδίκων σωρεύονται συχνὰ ὅλα τὰ ἐπίγεια ἀγαθά· ἀπὸ τὸν Κύριον ὅμως δίδονται, ὅσα ἀποκτῶνται μὲ τιμιότητα καὶ δικαιοσύνην.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΖ´ 1 - 17
1 Εἶναι προτιμότερον τὸ ξηρὸ ψωμί, ποὺ γίνεται γλυκὺ καὶ εὐχάριστον, ὅταν συνοδεύεται μὲ εἰρήνην καὶ ὁμόνοιαν, παρὰ τὸ πλούσιον σπίτι, τὸ ὁποῖον εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ κρέατα σφαζομένων ζώων καὶ πολλὰ ἀγαθά, ποὺ ἀπεκτήθησαν μὲ ἀδικίαν, ἀλλ’ εἰς τὸ ὁποῖον σπίτι ἐπικρατεῖ γκρίνια καὶ φιλονικία.
2 Ὁ συνετὸς καὶ ἔξυπνος ὑπηρέτης θὰ γίνῃ ἀφέντης καὶ κύριος τῶν ἀνοήτων κυρίων του, καὶ μεταξὺ ἀδελφῶν θὰ λάβῃ καὶ αὐτὸς μερίδιον κληρονομίας, καθιστάμενος δι’ ἐπιγαμίας συγκληρονόμος.
3 Ὅπως τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ χρυσάφι ἀπαλλάσσονται ἀπὸ κάθε σκωρίαν μέσα εἰς τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς τοῦ χρυσοχόου καὶ γίνονται γνήσια καὶ ἀνόθευτα, ἔτσι καὶ οἱ ἐκλεκτοὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ θὰ ἐξαγνισθοῦν διὰ τῶν θλίψεων, διὰ νὰ γίνουν δόκιμοι ἐνώπιόν του,
4 Ὁ κακὸς εὐχαριστεῖται νὰ ἀκούῃ τί λέγουν οἱ παραβάται τοῦ θείου νόμου, ἐνῷ ὁ ἐνάρετος δὲν δίδει καμμίαν προσοχὴν εἰς τὰ χείλη ποὺ ψεύδονται, ποὺ συκοφαντοῦν καὶ λέγουν μάταια.
5 Ὅποιῖος περιπαίζει τὸν πτωχόν, παροργίζει τὸν Θεόν, ποὺ τὸν ἔπλασε, καὶ ὅποιος χαιρεκακεῖ καὶ εὐχαριστεῖται διὰ τὴν καταστροφὴν τοῦ ἄλλου, δὲν πρόκειται νὰ μείνῃ ἀτιμώρητος· ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ στέκεται μὲ συμπάθειαν δίπλα πρὸς τὸν πάσχοντα καὶ τὸν εὐσπλαγχνίζεται, θὰ ἀπολαύσῃ πολὺ ἔλεος.
6 Καμάρι τῶν γερόντων εἶναι τὰ ἐγγόνια των, καὶ καύχημα τῶν παιδιῶν εἶναι οἱ ἀγαθοὶ γονεῖς καὶ ἐνάρετοι πρόγονοί των.
6α Τοῦ τιμίου καὶ ἀξιοπίστου εἰς τὰς δοσοληψίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἰδικά του τὰ χρήματα ὅλου τοῦ κόσμου, διότι ὅλοι τὸν ἐμπιστεύονται καὶ τὸν πιστώνουν, ἐνῷ ὁ ἀναξιόπιστος καὶ κακόπιστος δὲν ἀξίζει οὔτε πεντάρα, διότι οὐδεὶς τὸν ἐμπιστεύεται.
7 Δὲν ἁρμόζουν εἰς τὸν ἄφρονα χείλη ποὺ λέγουν λόγια ἀξιόπιστα, δηλαδὴ τὴν ἀλήθειαν, οὔτε εἰς τὸν ἐνάρετον καὶ φιλαλήθη χείλη τὰ ὁποῖα ψεύδονται
8 Ὅσοι ζοῦν καὶ ἔχουν βίωμά των τὴν κατὰ Θεὸν μόρφωσιν τοῦ χαρακτῆρος, ἔχουν ὡς ἀμοιβὴν τέρψεις πνευματικάς· ὁπουδήποτε δὲ καὶ ἂν στραφῇ ὁ κατὰ Θεὸν παιδαγωγημένος ἄνθρωπος, θὰ εὐοδωθοῦν αἱ ἐνέργειαί του καὶ αἱ ἐπιχειρήσεις του.
9 Ὅποιος δὲν καταλαλεῖ, ἀλλὰ μετὰ συνετῆς γλώσσης σκεπάζει τὰς ἀδυναμίας τῶν ἄλλων, δὲν προκαλεῖ δυσαρεσκείας καὶ γίνεται περιζήτητος φίλος· ἀντιθέτως δὲ ὅποιος εὐχαριστεῖται εἰς τὸ νὰ μὴ καλύπτῃ τὰ ἀδικήματα καὶ σφάλματα τῶν ἄλλων, ἀλλ’ ἀρέσκεται νὰ τὰ διατυμπανίζῃ, αὐτὸς χωρίζει φίλους καὶ οἰκείους, γινόμενος δυσάρεστος καὶ ἀνεπιθύμητος εἰς αὐτούς.
10 Κυριολεκτικῶς συντρίβει τὴν καρδίαν τοῦ φρονίμου καὶ ἐλαφρά τις παρατήρησις ἢ ἀπειλή, διότι εἶναι εὐαίσθητος καὶ λεπτός, ἐνῷ ὁ ἄφρων, καὶ ὅταν ἀκόμη μαστιγώνεται, μένει ἀναίσθητος καὶ ἀσυγκίνητος.
11 Κάθε ἄνθρωπος κυριευμένος ἀπὸ κακίαν ἐναντιώνεται καὶ ἀντιστρατεύεται εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· ὁ Κύριος ὅμως θὰ στείλῃ ἐναντίον του ἄγγελον σκληρὸν καὶ ἄσπλαγχνον, διὰ νὰ τὸν τιμωρήσῃ.
12 Εἰς τὸν συνετὸν καὶ μυαλωμένον ἄνθρωπον θὰ ἀνατεθῇ κάθε ἀξίωμα καὶ ὑπεύθυνος φροντὶς περὶ τῶν ἄλλων, οἱ ἄφρονες ὅμως πάντοτε θὰ σκέπτωνται τὸ κακὸν καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἐμπιστεύονται εἰς αὐτοὺς ὑπεύθυνον διακυβέρνησιν ἢ ἀξίωμα.
13 Ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἀνταποδίδει κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν, δὲν θὰ μετακινηθῇ ποτὲ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
14 Ἀρχὴ τῆς δικαιοσύνης εἶναι οἱ ἀπονέμοντες αὐτὴν νὰ δίδουν τὸ δικαίωμα εἰς τὸν κατηγορούμενον νὰ ὑπερασπισθῇ διὰ λόγων τὸν ἑαυτόν του, λόγοι δέ, ποὺ δημιουργοῦν ἔχθραν καὶ φιλονικίαν, προηγοῦνται τῆς πτωχείας, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ ὡς συνέπεια τῶν συχνῶν προσφυγῶν εἰς τὰ δικαστήρια.
15 Ὁ δικαστὴς ποὺ κρίνει καὶ ἀνακηρύττει δίκαιον τὸν ἄδικον καὶ τὸν ἄδικον δίκαιον, εἶναι ἀκάθαρτος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ προκαλεῖ τὴν ἀποστροφὴν καὶ ἀπέχθειαν αὐτοῦ.
16 Τί ὠφέλησαν τὰ χρήματα τὸν ἄφρονα καὶ ἀσύνετον; Τίποτε ἀπολύτως. Διότι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει καρδίαν μαλακὴν καὶ ἐπιδεκτικὴν τῆς θείας παιδαγωγίας, δὲν θὰ κατορθώσῃ ποτὲ νὰ ἀποκτήσῃ σοφίαν.
16α Ὅποιος κτίζει ὑψηλὸν τὸ σπίτι του πρὸς ἐπίδειξιν καὶ ἰκανοποίησιν τῆς ματαιοδοξίας του, ζητεῖ νὰ πτωχύνῃ καὶ νὰ συντριβῇ. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ δυστροπεῖ εἰς τὸ νὰ διδαχθῇ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ πέσῃ εἰς πολλὰ κακά.
17 Πάντοτε καὶ εἰς πᾶσαν περίστασιν νὰ ἔχῃς δίπλα σου φίλον, εἰς τὰς ἀνάγκας σου δὲ ἂς σοῦ χρησιμεύουν οἱ ἀδελφοί σου, διότι δι’ αὐτὰς τὰς ὥρας γεννῶνται.