Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ἰάκωβος, Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος ταῖς δώδεκα φυλαῖς ταῖς ἐν τῇ διασπορᾷ χαίρειν. | 1 Εγώ, ο Ιάκωβος, δούλος του Θεού Πατρός και του Κυρίου Ιησού Χριστού, στους Χριστιανούς, που κατάγονται από τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ, τας διεσκορπισμένας εις όλον τον κόσμον, εύχομαι να χαίρουν. | 1 Εγώ ὁ Ἰάκωβος, δοῦλος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, γράφω τὴν ἐπιστολὴν ταύτην πρὸς ὅσους ἀπὸ τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ ἐπίστευσαν καὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι διεσπαρμένοι εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ εὔχομαι εἰς αὐτοὺς νὰ χαίρουν. |
2 Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, | 2 Πηγήν και ατίαν δια την πλέον πλήρη και τελείαν χαράν να θεωρήτε, αδελφοί μου, όταν πέσετε μέσα εις διαφόρους δοκιμασίας και θλίψεις, | 2 Ὡς πρόξενον τελείας χαρᾶς θεωρήσατε, ἀδελφοί μου, ὅταν πέσετε μέσα εἰς δοκιμασίαν καὶ θλίψεις διαφόρους. |
3 γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν· | 3 γνωρίζοντες τούτο, ότι η δια μέσου θλίψεων και ταλαιπωριών δοκιμασία της πίστεώς σας προς τον Χριστόν επεξεργάζεται και πραγματοποιεί ως πολύτιμον αγαθόν μέσα σας την υπομονήν. | 3 Θὰ χαίρετε δὲ εἰς τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς αὐτούς, ὅταν ἔχετε τὴν γνῶσιν, ὅτι τὸ νὰ δοκιμάζεται ἡ πίστις σας διὰ τῶν θλίψεων δημιουργεῖ ὡς ἀποτέλεσμα ἀσφαλὲς καὶ πλῆρες σταθερὰν ὑπομονὴν |
4 ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι. | 4 Η δε υπομονή ας έχη και αυτή, ως καρπόν της, πνευματικόν έργον τέλειον εις τας καρδίας σας, δια να είσθε έτσι τέλειοι και ολόκληροι και να μη υστερήτε εις τίποτε. | 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ αὐτὴ ἂς εἶναι ἀκλόνητος καὶ ἔτσι ἂς παράγῃ πλήρη τὸν καρπὸν τῆς τελειοποιήσεως σας, διὰ νὰ εἶσθε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ὥστε νὰ μὴ σᾶς λείπῃ τίποτε. |
5 Εἰ δέ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας, αἰτείτω παρὰ τοῦ διδόντος Θεοῦ πᾶσιν ἁπλῶς καὶ μὴ ὀνειδίζοντος, καὶ δοθήσεται αὐτῷ· | 5 Εάν δε κανείς από σας στερήται την κατά Θεόν σοφίαν, δια να γνωρίζη πως να φέρεται στους διαφόρους πειρασμούς και πως να αποκτά την υπομονήν, ας ζητή την σοφίαν αυτήν από τον πάνσοφον Θεόν, ο οποίος την δίδει εις όλους πλουσίως, χωρίς να περοφρονή και εξευτελίζη κανένα. Και θα του δοθή αυτή η σοφία. | 5 Ἐὰν δὲ κανεὶς ἀπὸ σᾶς στερῆται σοφίαν, διὰ τῆς ὁποίας θὰ διακρίνῃ διατὶ ἔρχεται ὁ πειρασμὸς καὶ πῶς πρέπει νὰ τὸν ὑπομένῃ, ἂς ζητῇ τὴν σοφίαν ταύτην ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δίδει διαρκῶς εἰς ὅλους μὲ γενναιοδωρίαν καὶ δὲν ἐξεφτελίζει τὸν ζητοῦντα. Ἂς ζητῇ λοιπὸν ἀπὸ τὸν Θεόν τὴν σοφίαν αὐτὴν καὶ ὠρισμένως θὰ τοῦ δοθῇ. |
6 αἰτείτω δὲ ἐν πίστει, μηδὲν διακρινόμενος· ὁ γὰρ διακρινόμενος ἔοικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ριπιζομένῳ. | 6 Να την ζητή όμως με σταθεράν και ακλόνητον πίστιν, χωρίς να κυμαίνεται και να αμφιβάλλη, αν θα του την δώση ο Θεός, διότι εκείνος που αμφιβάλλει και κλονίζεται, μοιάζει με κύμα θαλάσσης, που δέρνεται από τον άνεμο και πηγαίνει εδώ και εκεί κατά την φοράν του ανέμου. | 6 Νὰ ζητῇ δὲ μὲ πίστιν, χωρὶς νὰ διστάζῃ εἰς τὸ παραμικρὸν περὶ τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὸν εἰσακούσῃ. Προσέχετε νὰ μὴ εἰσχωρῇ εἰς τὰς ψυχάς σας τοιοῦτος δισταγμός. Διότι ἐκεῖνος ποὺ διστάζει καὶ ἀμφιβάλλει, ὁμοιάζει πρὸς κῦμα θαλάσσης, τὸ ὁποῖον συνταράσσεται ἀπὸ τὸν ἄνεμον καὶ καταντᾷ εἰς ἀστασίαν. Κατ’ οὐδένα δὲ λόγον ἐπιτρέπεται τὰς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Θεόν καὶ τὰς προσευχάς μας νὰ παρακολουθῇ ἡ ἀστασία. |
7 μὴ γὰρ οἰέσθω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅτι λήψεταί τι παρὰ τοῦ Κυρίου. | 7 Διότι ας μη νομίζη ο άνθρωπος αυτός, ο ολιγόπιστος και ακατάστατος, ότι θα πάρη από τον Κυριον κάτι από όσα του ζητεί. | 7 Διότι ἂς μὴ νομίζῃ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ ἀμφιβάλλει καὶ εἶναι ἀκατάστατος, ὅτι θὰ λάβῃ ἀπὸ τὸν Κύριον κάτι ἀπὸ αὐτά, ποὺ τοῦ ἐζήτησε. |
8 ἀνὴρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ. | 8 Ο άνθρωπος αυτός είναι δίβουλος και δίγνωμος, ακατάστατος και ευμετάβολος εις όλην την πορείαν της ζωής και συμπεριφοράς του. | 8 Ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι δίβουλος καὶ δίγνωμος καὶ δὲν μένει σταθερὸς εἰς μίαν ἀπόφασιν, εἶναι ἀκατάστατος καὶ ἀσταθὴς εἰς ὅσα ἀποφασίζει καὶ ἐνεργεῖ καὶ ἒν γένει εἰς ὅλην τὴν συμπεριφοράν του. Ἄστατος θὰ εἶναι καὶ εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Κύριον. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ εἰσακουσθῇ; |
9 καυχάσθω δὲ ὁ ἀδελφὸς ὁ ταπεινὸς ἐν τῷ ὕψει αὐτοῦ, | 9 Ο αδελφός δε, που δικιμάζεται από την θλίψιν της πτωχείας και είναι άσημος και αφανής μέσα στον κόσμον, ας καυχάται δια το ύψος της δόξης (εις την οποίαν ο Θεός θα τον αναβιβάση δια την υπομονήν του εις τας θλίψεις). | 9 Ὡς πρὸς δὲ τὸν πειρασμὸν καὶ τὴν δοκιμασίαν, ποὺ δημιουργεῖ ἡ πτωχεία, σᾶς λέγω τὰ ἑξῆς: Ὁ ἀδελφὸς ὁ πτωχὸς καὶ ἄσημος κατὰ κόσμον ἂς καυχᾶται διὰ τὸ ἠθικὸν ὕψος, εἰς τὸ ὁποῖον μὲ τὸν πειρασμὸν τῆς πτωχείας καὶ τῶν στερήσεων τὸν ἀναβιβάζει ὁ Θεός. |
10 ὁ δὲ πλούσιος ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ, ὅτι ὡς ἄνθος χόρτου παρελεύσεται. | 10 Ο δε πλούσιος εξ άλλου, ας καυχάται δια την ταπεινοφροσύνην του, (την οποίαν γεννά η κατά Θεόν συναίσθησις της πνευματικής του πτωχείας και της προσωρινότητος του πλούτου), αφού σαν ταπεινό αγριολούλουδο και αυτός θα περάση από την επίγειον ζωήν. | 10 Ὁ πλούσιος δὲ ἀδελφὸς ἂς καυχᾶται ὄχι διὰ τὰ πλούτη του, ἀλλὰ διὰ τὸ ταπεινὸν φρόνημα, ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν σκέψιν, ὅτι ὁ πλοῦτος δὲν προσθέτει πραγματικὴν ἀξίαν εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ δὲν εἶναι κάτι μόνιμον καὶ αἰώνιον. Διότι ὡς ἄνθος τοῦ ἀγροῦ θὰ παρέλθῃ ὁ πλούσιος οὖτος. |
11 ἀνέτειλε γὰρ ὁ ἥλιος σὺν τῷ καύσωνι καὶ ἐξήρανε τὸν χόρτον, καὶ τὸ ἄνθος αὐτοῦ ἐξέπεσε, καὶ ἡ εὐπρέπεια τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἀπώλετο. οὕτω καὶ ὁ πλούσιος ἐν ταῖς πορείαις αὐτοῦ μαρανθήσεται. | 11 Διότι ανέτειλεν ο ήλιος με το φλογερό του καύμα και εξήρανε το αγριόχορτο, και το άνθος του έπεσε μαραμένο, και η ωραιότης της εμφανίσεως και των χρωμάτων του εχάθηκε. Ετσι και ο πλούσιος στους δρόμους της ζωής του, θα μαρανθή και θα σβήση, παρ' όλα τα πλούτη και την δόξαν του. | 11 Λέγω ὡς ἄνθος χόρτου θὰ παρέλθῃ. Διότι ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος μὲ τὸν καυστικὸν λίβαν καὶ ἐξήρανε τὸν χόρτον, καὶ τὸ ἄνθος του κατέπεσε μαραμένον, καὶ ἡ εὐμορφάδα τοῦ σχήματος καὶ τοῦ χρώματός του ἐχάθη. Ἔτσι καὶ ὁ πλούσιος θὰ μαρανθῇ καὶ θὰ ξεπέσῃ εἰς τὰ σχέδια καὶ τὰς ἐπιχειρήσεις του. |
12 Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμόν· ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν. | 12 Μακάριος και τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος υπομένει με καρτερίαν και πίστιν στον Θεόν την δοκιμασίαν των θλίψεων, διότι έτσι αναδεικνύεται εκλεκτός και δοκιμασμένος άνθρωπος ενώπιον του Θεού και θα λάβη ως αμοιβήν του τον ένδοξον στέφανον της αιωνίου ζωής, τον οποίον υπεσχέθη ο Κυριος εις εκείνους, που τον αγαπούν. | 12 Πανευτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ βαστάζει μὲ ὑπομονὴν καὶ καρτερίαν τὴν δοκιμασίαν τῶν θλίψεων. Καὶ εἶναι πανευτυχής, διότι ὅταν διὰ τῆς δοκιμασίας γίνῃ σταθερὸς καὶ δοκιμασμένος καὶ γυμνασμένος, θὰ λάβῃ τὸν λαμπρὸν καὶ ἔνδοξον στέφανον τῆς αἰωνίου ζωῆς, τὸν ὁποῖον ὑπεσχέθη ὁ Κύριος εἰς ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν. |
13 Μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι ἀπὸ Θεοῦ πειράζομαι· ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστός ἐστι κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα. | 13 Κανείς όμως ποτέ, όταν πειράζεται από τα εσωτερικά πάθη και τας αδυναμίας του και δελεάζεται προς την αμαρτίαν, ας μη λέγη, ότι από τον Θεόν υφίσταμαι αυτόν τον αμαρτωλόν πειρασμόν. Αυτό είναι φοβερά ύβρις εναντίον του Αγίου Θεού, διότι ο Θεός δεν είναι δυνατόν ποτέ να πειρασθή από κάτι κακόν και πονηρόν, δι' αυτό δε ακριβώς, άγευστος και απείραστος από κάθε κακόν καθώς είναι, δεν στέλλει εις κανένα ποτέ πειρασμόν, δια να τον εξωθήση προς την αμαρτίαν. | 13 Ἐκτὸς ὅμως τῶν πειρασμῶν, διὰ τῶν ὁποίων ὁ Θεὸς μᾶς καταρτίζει, ὑπάρχουν καὶ πειρασμοὶ ποὺ γεννῶνται ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη μας. Κανένας ἄνθρωπος, ποὺ πειράζεται πρὸς ἁμαρτίαν, ἂς μὴ λέγῃ, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰτία τοῦ νὰ πειράζωμαι καὶ νὰ σπρώχνομαι εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Τέτοιαν βλασφημίαν νὰ μὴ τὴν βάλῃ ποτὲ μὲ τὸν νοῦν του κανείς. Διότι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πειρασθῇ ποτὲ ἀπὸ κάτι κακὸν καὶ πονηρόν, καὶ συνεπῶς εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατον αὐτὸς νὰ προκαλέσῃ πειρασμὸν ἁμαρτίας εἰς κανένα. |
14 ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος· | 14 Καθένας δε δελεάζεται και παρακινείται προς το κακόν από την ιδικήν του κακήν επιθυμίαν, παρασυρόμενος από το δόλωμα της αμαρτωλής ηδονής. | 14 Ἕκαστος δὲ ἐρεθίζεται καὶ σπρώχνεται εἰς τὴν ἁμαρτίαν ἀπὸ τὴν ἰδικήν του κακὴν ἐπιθυμίαν, ποὺ τὸν παρασύρει καὶ μὲ τὸ δόλωμα τῆς ἡδονῆς τὸν τραβά. |
15 εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον. | 15 Επειτα αυτή του η φαύλη επιθυμία, αφού σαν πονηρά και ακόλαστος γυνή συλλάβη το κακόν, γεννά την αμαρτωλήν πράξιν· η δε αμαρτία, όταν πλέον προχωρήση και ολοκληρωθή και υποδουλώση την ψυχήν, γεννά τον θάνατον. | 15 Ἔπειτα ἡ ἐπιθυμία του αὐτή, ἀφοῦ ὡς ἄλλη πονηρὰ γυνὴ συλλάβῃ διὰ τῆς παρανόμου ἑνώσεως της μὲ τὴν θέλησιν τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ συγκατατίθεται εἰς αὐτήν, γεννᾷ ἁμαρτωλὰς πράξεις, ἡ δὲ ἁμαρτία, ὅταν καταστῇ πλήρης καὶ κυριεύσῃ τὴν ψυχήν, γεννᾷ τὸν θάνατον. |
16 Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί· | 16 Λοιπόν, μη πλανάσθε, αδελφοί μου αγαπητοί, τίποτε το κακόν δεν προέρχεται από τον Θεόν. | 16 Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι ἀπὸ τὸν Θεόν δύναται νὰ προέλθῃ κακόν τι. Ἀπὸ τὸν Θεόν μόνον τὸ ἀγαθὸν προέρχεται, |
17 πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων, παρ’ ᾧ οὐκ ἔνι παραλλαγὴ ἢ τροπῆς ἀποσκίασμα. | 17 Εξ αντιθέτου, κάθε αγαθή προσφορά προς τους ανθρώπους και κάθε δώρον τέλειον κατεβαίνει εκ των άνω, από τον ουρανόν, από τον πανάγαθον Θεόν, που είναι ο δημιουργός και πατέρας όλων των πνευματικών και υλικών φώτων, στον οποίον δεν υπάρχει καμμιά αλλοίωσις, ούτε η παραμικροτέρα σκια μεταβολής. | 17 Κάθε τι ἀγαθόν, ποὺ δίδεται εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ κάθε δῶρον τέλειον εἶναι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ καταβαίνει ἀπὸ τὸν Θεόν, ποὺ εἶναι ὁ δημιουργὸς τῶν οὐρανίων φωτεινῶν σωμάτων καὶ ἡ ὑψίστη καὶ μοναδικὴ πηγὴ κάθε φωτισμοῦ, φυσικοῦ ἢ ἠθικοῦ. Πλησίον αὐτοῦ δὲν ὑπάρχει ἀλλοίωσις καὶ μεταβολὴ σὰν αὐτάς, ποὺ γίνονται εἰς τὴν σελήνην, ἡ ἀπὸ τὴν διαδοχὴν τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἡμέρας. Ἂλλ’ οὔτε καὶ σκιὰ ὅμοια πρὸς ἐκείνην, ἡ ὁποία ρίπτεται ἀπὸ τὴν στροφὴν καὶ μετακίνησιν τῶν οὐρανίων ἀστέρων καὶ σωμάτων. |
18 βουληθεὶς ἀπεκύησεν ἡμᾶς λόγῳ ἀληθείας εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῦ κτισμάτων. | 18 Ο πανάγαθος Θεός, υπό της απείρου αυτού αγαθότητος κινούμενος, ηθέλησεν αυτός και μας εγέννησεν πνευματικώς με την ευαγγελικήν διδασκαλίαν της αληθείας, δια να είμεθα ημείς σαν τα πλέον ευγενή και εκλεκτά πρωτόλεια μεταξύ όλων των δημιουργημάτων. | 18 Ὁ Θεὸς εἶναι ὅλος φῶς καὶ ἐξ ἰδίας του ἀγαθῆς θελήσεως μᾶς ἐγέννησε πνευματικῶς διὰ τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ εἶναι λόγος τῆς ἀληθείας, διὰ νὰ εἴμεθα σὰν κάποιο μέρος ἀπὸ τὰ δημιουργήματά του, ἐκλεκτὸν καὶ ἀφιερωμένον εἰς τὸν Θεόν |
19 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἔστω πᾶς ἄνθρωπος ταχὺς εἰς τὸ ἀκοῦσαι, βραδὺς εἰς τὸ λαλῆσαι, βραδὺς εἰς ὀργήν· | 19 Ωστε, αδελφοί μου αγαπητοί, ας είναι κάθε άνθρωπος γρήγορος και πρόθυμος να ακούη την αλήθειαν του Θεού, η οποία αναγεννά και σώζει, και ας είναι ακόμη αργός και δυσκίνητος στο να ομιλή (δια τον φόβον μήπως πη κάτι το άστοχον, το αμαρτωλόν και υβριστικόν). Ας είναι δε ακόμη αργός και δυσκίνητος εις την οργήν, οποιαιδήποτε αφορμαί και αν του δίδωνται. | 19 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς ἀνεγέννησε μὲ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ἂς εἶναι ὁ καθένας γρήγορος καὶ πρόθυμος, ὁσάκις τοῦ παρουσιάζεται εὐκαιρία εἰς τὸ νὰ ἀκούσῃ τὸν σωτηριώδη τοῦτον λόγον, βραδὺς δὲ καὶ ἀργὸς καὶ δύσκολος εἰς τὸ νὰ λαλήσῃ, ὥστε νὰ μὴ λέγῃ τίποτε βλάσφημον ἡ ἀνάρμοστον κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ἂς εἶναι δὲ καὶ βραδὺς εἰς τὸ νὰ ὀργίζεται, ὅταν οἱ ἄλλοι ἔχουν διάφορον γνώμην πρὸς αὐτὸν ἡ δεικνύωνται ἀπρόθυμοι εἰς τὴν διδασκαλίαν του καὶ τὰς συμβουλάς του. |
20 ὀργὴ γὰρ ἀνδρὸς δικαιοσύνην Θεοῦ οὐ κατεργάζεται. | 20 Διότι η οργή του ανθρώπου τον σκοτίζει, τον εξάπτει, τον παρασύρει εις αδικήματα και δεν εργάζεται μέσα εις αυτόν δικαιοσύνην Θεού. | 20 Πρέπει δὲ ὁ καθένας μας νὰ ἔχει βραδὺς εἰς ὀργήν, διότι ἡ ὀργὴ τοῦ ἀνθρώπου παρασύρει αὐτὸν εἰς παραφορὰς καὶ ἀδικήματα καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν κατορθώνει οὗτος τὴν ἀρετὴν τῆς δικαιοσύνης, τὴν ὁποίαν ἐπιβάλλει καὶ ζητεῖ ὁ Θεός. |
21 διὸ ἀποθέμενοι πᾶσαν ῥυπαρίαν καὶ περισσείαν κακίας ἐν πραΰτητι δέξασθε τὸν ἔμφυτον λόγον τὸν δυνάμενον σῶσαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν. | 21 Δι' αυτό ακριβώς και σεις πετάξτε από τας ψυχάς σας κάθε ηθικήν ακαθαρσίαν, ο,τι υπολείπεται μέσα σας από τας διαφόρους κακίας, και δεχθήτε με πραότητα τον ευαγγελικόν λόγον, που εφυτεύθη μέσα σας δια του Ιησού Χριστού και ο οποίος μόνος ημπορεί να σώση τας ψυχάς σας. | 21 Ἀφοῦ δὲ ἡ ὀργὴ δὲν κατεργάζεται δικαιοσύνην Θεοῦ, δι’ αὐτὸ καὶ σεῖς ρίψατε μακρὰν ἀπὸ τὰς ψυχάς σας ὡς ἄλλο ἀκάθαρτον ἔνδυμα κάθε ἠθικὴν ρυπαρότητα καὶ ἀκαθαρσίαν καὶ κάθε περιττὸν εἰς τὰς σκέψεις σας καὶ τοὺς λόγους σας καὶ τὰς πράξεις σας, τὸ ὁποῖον ὡς περιττὸν εἶναι κακία, καὶ δεχθῆτε μὲ πραότητα τὸν εὐαγγελικὸν λόγον, ποὺ ἐφυτεύθη μέσα σας διὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεως καὶ ἔχει τὴν δύναμιν νὰ σώσῃ τὰς ψυχάς σας. |
22 Γίνεσθε δὲ ποιηταὶ λόγου καὶ μὴ μόνον ἀκροαταὶ, παραλογιζόμενοι ἑαυτούς. | 22 Να γίνεσθε δε τηρηταί του νόμου του Θεού και όχι μόνον ακροαταί, εξαπατώντες τον ευατόν σας με την απλήν μόνον ακρόασιν του θείου θελήματος. | 22 Νὰ γίνεσθε δὲ ἐκτελεσταὶ καὶ τηρηταὶ τοῦ λόγου καὶ ὄχι μόνον ἀκροαταί, καὶ νὰ μὴ ἀπατᾶτε τὸν ἑαυτόν σας μὲ τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι ἀρκετὸν καὶ μόνον τὸ νὰ ἀκούῃ κανεὶς τὸν λόγον. |
23 ὅτι εἴ τις ἀκροατὴς λόγου ἐστὶ καὶ οὐ ποιητής, οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ· | 23 Διότι, εάν κανείς είναι ακροατής μόνον του λόγου και όχι τηρητής, αυτός ομοιάζει με τον άνθρωπον, ο οποίος απλώς και μόνον εκύτταξε καλά στον καθρέπτην την φυσιογνωμίαν του· | 23 Αὐτὸ εἶναι πλάνη. Διότι ἐὰν κανεὶς εἶναι μόνον ἀκροατὴς τοῦ λόγου καὶ ὄχι τηρητὴς αὐτοῦ, αὐτὸς ὁμοιάζει πρὸς ἄνθρωπον, ποὺ παρετήρησε καλὰ εἰς τὸν καθρέπτην τὸ πρόσωπόν του τὸ φυσικόν, τὸ ὁποῖον φέρει ἀπὸ τὴν γέννησίν του. |
24 κατενόησε γὰρ ἑαυτὸν καὶ ἀπελήλυθε, καὶ εὐθέως ἐπελάθετο ὁποῖος ἦν. | 24 διότι αυτός είδε μεν καλά τον ευατόν του στον καθρέπτην και έφυγε, αλλά αμέσως εξέχασε ποίος ήτο. (Καθρέπτης είναι ο νόμος του Θεού, δια να γνωρίσωμεν τας ελλείψεις μας· εάν δεν τας προσέξωμεν και δεν ενδιαφερθώμεν δια την διόρθωσίν των, λησμονούμεν έντος ολίγου τον εαυτόν μας και τον νόμον του Θεού). | 24 Διότι αὐτὸς παρετήρησε μὲν καλὰ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν καθρέπτην, καὶ ἀπεμακρύνθη, ἀμέσως δὲ ἐξέχασε ποῖος ἦτο. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ποὺ μὲ τὸν ἠθικὸν καθρέπτην τοῦ θείου λόγου ἔλαβε γνῶσιν τῶν ἐλλείψεων τῆς ψυχῆς του. Ἐὰν δὲν συμμορφωθῶ πρὸς τὴν γνῶσιν ταύτην καὶ δὲν γίνῃ ποιητὴς αὐτῶν, ποὺ ἔμαθεν ἀπὸ τὴν ἀκρόασιν τοῦ λόγου, ξεχάνει μετ’ ὀλίγον τὰ πάντα. |
25 Ὁ δὲ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον τὸν τῆς ἐλευθερίας καὶ παραμείνας, οὗτος οὐκ ἀκροατὴς ἐπιλησμονῆς γενόμενος, ἀλλὰ ποιητὴς ἔργου, οὗτος μακάριος ἐν τῇ ποιήσει αὐτοῦ ἔσται. | 25 Εκείνος όμως που έσκυψε με πολλήν προσοχήν και εμελέτησε προσεκτικά τον τέλειον νόμον του Ευαγγελίου, ο οποίος χαρίζει την ηθικήν ελευθερίαν και έμεινε με σταθερότητα στον νόμον αυτόν, αυτός δεν έγινε ακροατής απλώς, που λησμονεί, αλλά τηρητής των έργων, που διατάσσει ο νόμος. Αυτός θα είναι μακάριος και τρισευτυχισμένος δια την τήρησιν του θείου θελήματος. | 25 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἐπρόσεξε καλὰ καὶ ἐνεβάθυνεν εἰς τὸν τέλειον νόμον τοῦ εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ παρέμεινεν εἰς τὸν νόμον αὐτὸν καταστήσας τοῦτον μόνιμον φρόνημά του καὶ ὁδηγόν του, αὐτὸς δὲν ἔγινεν ἀκροατὴς ἐπιλησμοσύνης, ποὺ ἐξέχασε γρήγορα ὅσα ἤκουσεν, ἀλλὰ ποιητής, ποὺ πράττει ἔργα καὶ δὲν λέγει μόνον λόγια. Αὐτὸς θὰ εἶναι μακάριος διὰ τὴν ἐκτέλεσιν καὶ ἐφαρμογὴν τοῦ νόμου. |
26 Εἴ τις δοκεῖ θρῆσκος εἶναι ἐν ὑμῖν μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῦ, ἀλλ’ ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία. | 26 Εάν κανείς από σας νομίζη ότι είναι ευσεβής και πιστός εις τα καθήκοντα, που επιβάλλει η θρησκεία, δεν χαλιναγωγή όμως την γλώσσαν τοη, αλλ' εξαπατά την καρδίαν του με την πλανεμένην αυτήν αντίληψίν του, μάθετε ότι του ανθρώπου αυτού είναι ανωφελής και άχρηστος η θρησκεία. | 26 Μερικοὶ λέγουν μὲ εὐκολίαν: Εἴμεθα πιστοὶ τηρηταὶ τῶν θρησκευτικῶν διατάξεων. Ἂς μάθουν οὗτοι, αὐτὸ ποὺ θὰ εἴπω: Ἐὰν κανεὶς μεταξύ σας νομίζῃ, ὅτι εἶναι θρῆσκος καὶ εὐσεβής, δὲν ἔχῃ ὅμως χαλινὸν καὶ μέτρον εἰς τὴν γλῶσσαν του, ἀλλ’ ἐξαπατᾷ μὲ τὸ ψευδὲς αὐτὸ φρόνημά του τὴν συνείδησίν του, τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ἡ θρησκεία εἶναι ἀνωφελὴς καὶ ἄχρηστος. |
27 θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου. | 27 Θρησκεία καθαρά και αμόλυντος ενώπιον του Θεού και Πατρός είναι αυτή, να επισκέπτεται κανείς με αγάπην και καλωσύνην τα ορφανά και τας χήρας, δια να τους προσφέρη την προστασίαν και παρηγορίαν εις την θλίψιν των, και συγχρόνως να τηρή τον ευατόν του καθαρόν και αμόλυντον από την αμαρτίαν, που κυριαρχεί στον κόσμον. | 27 Ἓν ἀπὸ τὰ οὐσιωδέστερα γνωρίσματα τῆς θρησκείας τῆς καθαρᾶς καὶ ἀμολύντου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, εἶναι τοῦτο· νὰ ἐπισκέπτεται κανεὶς τὰ ὀρφανὰ καὶ τὰς χήρας πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ τὰ παρηγορήσῃ καὶ νὰ τὰ προστατεύσῃ εἰς τὴν θλῖψιν των, συγχρόνως δὲ καὶ νὰ τηρῇ τὸν ἑαυτόν του ἐλεύθερον ἀπὸ κάθε μολυσμὸν ἐκ τοῦ πλήθους τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ζοῦν μακρὰν τοῦ Θεοῦ. |