Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. | 1 Και τώρα η σειρά σας πλούσιοι· κλάψατε με ολολυγμούς και θρήνους δια τας δυστυχίας και ταλαιπωρίας, αι οποίαι έρχονται κατεπάνω σας. | 1 Αλλ’ ἡ προσκόλλησις εἰς τὸν κόσμον γίνεται αἰτία καὶ νὰ καταπλήττεται κανεὶς ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ νὰ καλοτοχίζῃ ἐκείνους, ποὺ τὸν ἔχουν, ἀντὶ νὰ τοὺς λυπῆται. Ἐνδείκνυται ὅμως νὰ τοὺς εἴπωμεν: Ἐμπρὸς τώρα οἰ πλούσιοι, κλαύσατε μὲ ὀλολυγμοὺς διὰ τὰ δεινὰ καὶ τὴν ἀθλιότητα, τὰ ὁποῖα ἔρχονται κατεπάνω σας. |
2 ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, | 2 Ο πλούτος σας, που με αδικίας είχατε αποκτήσει και στον οποίον εστηρίξατε τας ελπίδας σας, έχει σαπίσει και τα πολυτελή ενδύματά σας έχουν σκοροφαγωθή μέσα εις τας ιματιοθήκας σας. | 2 Ὁ πλοῦτος σας ἔχει σαπίσει καὶ τὰ πολυτελῆ ρούχα σας, ποὺ ἀποθηκεύατε, ἔχουν γίνει σκοροφαγωμένα. |
3 ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν. ὡς πῦρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις. | 3 Ο χρυσός και ο άργυρος, που εθησαυρίσατε, έχουν κατασκουριάσει και η σκουριά των θαμένη ως φοβερά μαρτυρία εναντίον της ιδιοτελείας και σκληρότητός σας και θα καταφάγη τας σάρκας σας σαν φωτιά. Εσυσσωρεύσατε θησαυρούς, αλλά εις καταδίκην σας κατά τας μεγάλας εκείνας ημέρας της Κρίσεως. | 3 Ὁ χρυσός σας καὶ ὁ ἄργυρος ἔχουν κατασκουριάσει καὶ ἡ σκουριά των θὰ μένῃ ὡς μαρτυρία κατὰ τῆς ματαιότητος καὶ σκληρότητός σας, καὶ θὰ σᾶς φάγῃ ζωντανοὺς σὰν φωτιά. Ἐμαζεύσατε ὑλικοὺς θησαυροὺς κατὰ τὰς ἐσχάτας τῆς κρίσεως ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας πρόκειται νὰ τιμωρηθῆτε. |
4 Ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ’ ὑμῶν κράζει, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν. | 4 Ιδού ο μισθός των εργατών, που εθέρισαν τα απέραντα χωράφια σας και τον οποίον σεις αδίκως και πλεονεκτικώς κατεκρατήσατε, κραυγάζει εναντίον σας. Και οι ομαδικαί βοαί των θεριστών, που τους αδικήσατε, έχουν φθάσει σαν επίκλησις δικαιοσύνης μέσα εις τα αυτιά του Κυρίου των Δυνάμεων. | 4 Ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν, ποὺ ἐθέρισαν τὰ ἐκτεταμένα χωράφια σας, τὸν ὁποῖον κατεκρατήσατε, φωνάζει δυνατά· καὶ αἱ παραπονετικοὶ κραυγαί των ἀδικημένων θεριστῶν ἐμβῆκαν μέσα εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων. |
5 ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς. | 5 Εζήσατε με απολαύσεις και ηδονάς εις την γην και εσπαταλήσατε εις αμαρτωλάς διασκεδάσεις, σαν άσωτοι, τα αγαθά σας. Εκαλοθρέψατε και επαχύνατε τας καρδίας και τα σώματά σας, σαν θρεφτάρια που προορίζονται δια την ημέραν της σφαγής των. Σαν ημέρα σφαγής και ολέθρου θα ξεσπάση εναντίον σας η δικαία κρίσις του Θεού. | 5 Ἐζήσατε μὲ τρυφὰς καὶ ἀπολαύσεις ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπεράσατε βίον σπάταλον καὶ ἄσωτον. Ἐπαχύνατε τὰς φιληδόνους καρδίας σας σὰν θρεφτάρια, ποὺ τὰ παχύνουν διὰ τὴν ἡμέραν τῆς σφαγῆς των. Ἔτσι καὶ διὰ σᾶς ἐπιφυλάσσεται ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως σὰν ἄλλη ἡμέρα σφαγῆς καὶ καταστροφῆς σας. |
6 κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον· οὐκ ἀντιτάσσεται ὑμῖν. | 6 Κατεδικάσατε τον αθώον, εφονεύσατε τον δίκαιον. Δεν αντιστέκεται εις την μοχθηρότητα και ασυνειδησίαν σας. | 6 Κατεδικάσατε τοὺς ἀθέους, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον· δὲν ἀντιστέκεται εἰς τὴν ἀσυνείδητον σκληρότητά σας. |
7 Μακροθυμήσατε οὖν, ἀδελφοί, ἕως τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. ἰδοὺ ὁ γεωργὸς ἐκδέχεται τὸν τίμιον καρπὸν τῆς γῆς, μακροθυμῶν ἐπ’ αὐτῷ ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον. | 7 Σεις δε, αδελφοί, που ταλαιπωρείσθε και πάσχετε από τας αδικίας και τας πιέσεις των απλήστων και σκληρών πλουσίων, δείξατε μακροθυμίαν και υπομονήν έως την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου. Μιμηθήτε τον γεωργόν, ο οποίος ιδού, ύστερα από τους κόπους της σποράς, περιμένει με υπομονήν και ελπίδα τον πολύτιμον καρπόν της γης. Και μακροθυμεί δι' αύτόν, έως ότου πάρη από τον Θεόν την βροχήν την πρώϊμον και την βροχήν την όψιμον, που ευνοεί την καρποφορίαν. | 7 Εἰς ἐκείνους δὲ πάλιν, ποὺ τυχὸν καταπιέζονται ἀπὸ πλουσίους ἀσυνειδήτους ἢ διατελοῦν ὑπὸ δοκιμασίας καὶ περιπετείας, ἀπευθύνω τὴν ἀκόλουθον προτροπήν: Δείξατε ὑπομονὴν καὶ μακροθυμίαν, ἀδελφοί, μέχρι τῆς δευτέρας τοῦ Κυρίου παρουσίας. Πάρτε παράδειγμα ἀπὸ τὸν γεωργόν. Ἰδοὺ αὐτὸς ὕστερα ἀπὸ τοὺς τόσους κόπους τῆς καλλιεργείας καὶ σπορὰς περιμένει μὲ ὑπομονὴν τὸν καρπὸν τῆς γῆς, ποὺ ἔχει τιμὴν καὶ ἀξίαν εἰς τὴν ἀγοράν. Καὶ μακροθυμεῖ δι’ αὐτόν, ἕως ὅτου λάβει βροχὴν πρώϊμον καὶ ὄψιμον. |
8 μακροθυμήσατε καὶ ὑμεῖς, στηρίξατε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἤγγικε. | 8 Δείξτε και σεις υπομονήν, στηρίξτε εις την πίστιν τας καρδίας σας, διότι η παρουσία του Κυρίου έχει πλησιάσει. (Η ώρα της εκδημίας μας από τον κόσμον είναι κοντά και η μεγάλη ημέρα της Κρίσεως, που θα δικαιωθώμεν ενώπιον του Κυρίου, δεν θα αργήση). | 8 Δείξατε καὶ σεῖς ὑπομονήν, ὅπως δεικνύει διὰ τὸν πρόσκαιρον καρπὸν ὁ γεωργός. Στηρίξατε μὲ ἀκλόνητον θάρρος τὰς καρδίας σας, διότι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ὁλονὲν πλησιάζει, θὰ ἔλθῃ δὲ καὶ διὰ τὸν καθένα μας χωριστὰ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου του. |
9 Μὴ στενάζετε κατ’ ἀλλήλων, ἀδελφοί, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἰδοὺ ὁ κριτὴς πρὸ τῶν θυρῶν ἕστηκεν. | 9 Αδελφοί, μη στενάζετε και δυσφορείτε ο ένας εναντίον του άλλου, δια να μη καταδικασθήτε από τον Κριτήν. Ιδού ο Κριτής έφθασε, στέκεται εμπρός εις την θύραν. | 9 Μὴ στενάζετε ἀγανακτημένοι ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ἀδελφοί, διὰ νὰ μὴ κατακριθῆτε ἀπὸ τὸν Κριτήν. Ἰδοὺ ὁ Κριτὴς στέκεται πολὺ πλησίον καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ παρουσιασθῇ. |
10 ὑπόδειγμα λάβετε, ἀδελφοί, τῆς κακοπαθείας καὶ τῆς μακροθυμίας τοὺς προφήτας, οἳ ἐλάλησαν τῷ ὀνόματι Κυρίου. | 10 Παρετε, αδελφοί μου, ως παράδειγμα κακοπαθείας, υπομονής και μεγαλοκαρδίας τους προφήτας, οι οποίοι σαν απεσταλμένοι και πρεσβευταί του Θεού ελάλησαν προς τους ανθρώπους εξ ονόματος του Κυρίου. | 10 Λάβετε, ἀδελφοί μου, ὡς παράδειγμα κακοπαθήσεως καὶ ὑπομονῆς τοὺς προφήτας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦσαν τυχαῖοι ἄνθρωποι, ἀλλ’ ἐλάλησαν ἐξ ὀνόματος τοῦ Κυρίου. |
11 ἰδοὺ μακαρίζομεν τοὺς ὑπομένοντας· τὴν ὑπομονὴν Ἰὼβ ἠκούσατε, καὶ τὸ τέλος Κυρίου εἴδετε, ὅτι πολύσπλαγχνός ἐστιν ὁ Κύριος καὶ οἰκτίρμων. | 11 Ιδού, μακαρίζομεν και καλοτυχίζομεν εκείνους, που δεικνύουν υπομονήν. Από την Αγ. Γραφήν έχετε ακούσει και μάθει την υπομονήν του Ιώβ και είδατε το χαρούμενον και ευτυχισμένον τέλος, που έδωσεν εις την δοκιμασίαν του ο Κυριος. Διότι ο Κυριος είναι πολυεύσπλαγχνος και γεμάτος συμπάθειαν και στοργήν. | 11 Ἰδοὺ θεωροῦμεν εὐτυχεῖς καὶ καλοτυχίζομεν ἐκείνους, ποὺ δεικνύουν ὑπομονήν. Ἠκούσατε ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς τὴν ὑπομονὴν τοῦ Ἰὼβ καὶ εἴδατε τὸ εὐτυχισμένον τέλος, ποὺ ἔδωκεν ὁ Κύριος εἰς τὴν δοκιμασίαν του. Καὶ τοῦ ἔδωκεν ὁ Κύριος τέτοιο τέλος, διότι εἶναι πολυεύσπλαγχνος καὶ οἰκτιρμῶν καὶ μὲ συμπάθειαν πολλὴν δοκιμάζει τὰ τέκνα του. |
12 Πρὸ πάντων δέ, ἀδελφοί μου, μὴ ὀμνύετε, μήτε τὸν οὐρανὸν μήτε τὴν γῆν μήτε ἄλλον τινὰ ὅρκον· ἤτω δὲ ὑμῶν τὸ ναὶ ναὶ, καὶ τὸ οὒ οὔ, ἵνα μὴ εἰς ὑποκρίσιν πέσητε. | 12 Προ πάντων δε, αδελφοί μου, μη καταφεύγετε στους όρκους. Μη ορκίζεσθε ούτε στον ουρανόν ούτε εις την γην ούτε κανένα άλλον όρκον. Να λέγετε πάντοτε την αλήθειαν και το “ναι”, που θα πήτε, να είναι αληθινόν και πραγματικόν “ναι” και το “όχι”, να είναι πράγματι “όχι”, δια να μη περιπέσετε εις την κρίσιν και καταδίκην εκ μέρους του Θεού. | 12 Ὅπως δὲ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ στενάζετε κατὰ τοῦ πλησίον, ἔτσι εἶναι ἀπηγορευμένον νὰ ἐπικαλῆσθε ἀνευλαβῶς καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἰς τὰς στενοχωρίας σας. Πρὸ πάντων δέ, ἀδελφοί μου, μὴν ὁρκίζεσθε οὔτε εἰς τὸν οὐρανόν, οὔτε εἰς τὴν γῆν, οὔτε κανένα ἄλλον ὅρκον. Ἂς εἶναι δὲ τὸ ναί, ποὺ λέγετε, πραγματικὸν ναί· καὶ τὸ ὄχι σας πραγματικὸν ὄχι, διὰ νὰ μὴ ἐμπέσητε εἰς ὑποκρισίαν καὶ ψευδολογίαν. |
13 Κακοπαθεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσευχέσθω· εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω. | 13 Υπάρχει μεταξύ σας κανείς, που ταλαιπωρείται και θλίβεται; Ας προσεύχεται, ζητών από τον Θεόν παρηγορίαν και λύτρωσιν. Ευρίσκεται κανείς εις κατάστασιν ευθυμίας; Ας ψάλλη, δοξολογών τον Θεόν. | 13 Εὑρίσκεται κανεὶς μεταξύ σας εἰς στενοχωρίαν καὶ θλῖψιν; Ἂς προσεύχεται καὶ ἂς ζητῇ παρηγορίαν ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἔχει εὐθυμίαν κάποιος; Ἂς ψάλλη ψαλμοὺς καὶ μὲ αὐτοὺς ἂς ἑξαγιάζῃ τὴν εὐθυμίαν του. |
14 ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτὸν ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου· | 14 Είναι κανείς μεταξύ σας ασθενής; Ας προσκαλέση τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας και ας προσευχηθούν επάνω από αυτόν και δι' αυτόν προς τον Θεόν, αλείψαντες αυτόν με έλαιον στο όνομα του Κυρίου. | 14 Εἶναι κανεὶς μεταξύ σας ἄρρωστος; Ἂς προσκαλέσῃ τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἂς προσευχηθοῦν ἐπάνω του, συγχρόνως δὲ ἂς τὸν ἀλείψουν μὲ ἔλαιον ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. |
15 καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα, καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ Κύριος· κἂν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ. | 15 Και η προσευχή αυτή, που θα εμπνέεται από την πίστιν και θα γίνεται με πίστιν, θα θεραπεύση και θα σώση τον άρρωστον από την σωματικήν ασθένειαν, και θα τον σηκώση ο Κυριος από το κρεββάτι της αρρώστιας· και εάν ο ασθενής έχη κάμει αμαρτίας, θα του συγχωρηθον εκ μέρους του Θεού. | 15 Καὶ ἡ προσευχὴ αὐτή, ποὺ γίνεται μὲ πίστιν, θὰ σώσῃ ἀπὸ τὴν σωματικὴν ἀσθένειαν τὸν ἄρρωστον καὶ θὰ σηκώσῃ αὐτὸν ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν κλίνην τῆς ἀσθενείας. Καὶ ἐὰν ὁ ἀσθενὴς ἔχῃ διαπράξει ἁμαρτίας, αἱ ὁποῖαι καὶ προεκάλεσαν τὴν ἀσθένειάν του, θὰ συγχωρηθοῦν εἰς αὐτόν. |
16 ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα, καὶ εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε· πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη. | 16 Να εξομολογήσθε με ειλικρινή μετάνοιαν και συντριβήν μεταξύ σας τα αμαρτήματά σας και να προσεύχεσθε ο ένας υπέρ του άλλου, δια να θεραπευθήτε και από τας σωματικάς και από τας πνευματικάς ασθενείας. Διότι δέησις, η οποία προσφέρεται με πίστιν πολλήν προς τον Θεόν εκ μέρους του δικαίου, έχει μεγάλην δύναμιν και φέρει θαυμαστά αποτελέσματα. | 16 Γενικῶς δὲ σᾶς προτρέπω νὰ ἐξομολογῆσθε μεταξύ σας τὰς ἁμαρτίας σας καὶ νὰ εὔχεσθε ὁ ἕνας ὑπὲρ τοῦ ἅλλου, διὰ νὰ ἰατρευθῆτε ὄχι μόνον ἀπὸ τὰς σωματικάς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰς ψυχικὰς ἀσθενείας σας. Ἔχει μεγάλην δύναμιν ἡ δέησις τοῦ δικαίου καὶ ἐνεργεῖ ἰσχυρῶς καὶ ἀποτελεσματικῶς, φέρουσα μεγάλος ὠφελείας. |
17 Ἠλίας ἄνθρωπος ἦν ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν, καὶ προσευχῇ προσηύξατο τοῦ μὴ βρέξαι, καὶ οὐκ ἔβρεξεν ἐπὶ τῆς γῆς ἐνιαυτοὺς τρεῖς καὶ μῆνας ἕξ· | 17 Ο προφήτης Ηλίας ήτο άνθρωπος όμοιος με ημάς, με την αυτήν ασθενή ανθρωπίνην φύσιν. Και εν τούτοις με θερμήν προσευχήν πίστεως προσηυχήθη, δια να μη βρέξη, και δεν έβρεξεν ο Θεός επάνω εις την γην τρία έτη και εξ μήνας. | 17 Ὁ Ἠλίας ἦτο ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε τὴν αὐτὴν ἀσθενῆ φύσιν μὲ ἠμᾶς, καὶ προσηυχήθη διὰ νὰ μὴ βρέξῃ, καὶ δὲν ἔβρεξεν ἐπὶ τῆς γῆς τρία ἔτη καὶ μήνας ἕξ. |
18 καὶ πάλιν προσηύξατο, καὶ ὁ οὐρανὸς ὑετὸν ἔδωκε καὶ ἡ γῆ ἐβλάστησε τὸν καρπὸν αὐτῆς. | 18 Και πάλιν προσηυχήθη, δια να βρέξη, και ο ουρανός έδωκε πλουσίαν βροχήν και εβλάστησεν και εκαρποφόρησε η γη. | 18 Καὶ πάλιν προσηυχήθη καὶ ἐζήτησε νὰ βρέξῃ, καὶ ὁ οὐρανὸς ἔδωκε βροχὴν καὶ ἡ γῆ ἐβλάστησε τὸν καρπόν της. |
19 Ἀδελφοί μου, ἐάν τις ἐν ὑμῖν πλανηθῇ ἀπὸ τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιστρέψῃ τις αὐτόν, | 19 Αδελφοί, εάν κανείς από σας παραπλανηθή και φύγη μακρυά από την χριστιανικήν αλήθειαν, και ο αδελφός τον επαναφέρη στον δρόμον του Θεού, | 19 Κάμνω καὶ τὴν τελευταίαν μου ἔκκλησιν καὶ προτροπὴν εἰς σᾶς, ποὺ θὰ εἶναι ἡ ἐπισφράγισις τῆς ὅλης ἐπιστολῆς μου. Ἀδελφοί, ἐὰν κανένας ἀπὸ σᾶς πλανηθῇ μακρὰν ἀπὸ τὴν χριστιανικὴν ἀλήθειαν, καὶ ἄλλος ἀδελφὸς τὸν ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν ἀλήθεια, |
20 γινωσκέτω ὅτι ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλὸν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ σώσει ψυχὴν ἐκ θανάτου καὶ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν. | 20 ας γνωρίζη, ότι εκείνος που επαναφέρει έναν αμαρτωλόν από τον δρόμον της πλάνης του στον δρόμον της αληθείας, θα σώση μίαν ψυχήν από τον αιώνιον θάνατον και θα εξαλείψη πλήθος αμαρτιών, τας οποίας ο παραπλανηθείς αμαρτωλός είχε διαπράξει. | 20 ἂ γνωρίζῃ, ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ ἐπέστρεψεν ἕνα ἁμαρτωλὸνἀπὸ τὴν πλάνην, εἰς τὴν ὁπίαν οὗτος ὡς εἰς ἄλλον κακὸν καὶ ὀλέθριον δρόμον βαδίζει, θὰ σώσῃ πολύτιμον ψυχὴν ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ θὰ ἐξαλείψῃ πλῆθος αμαρτι·ῶν, τὰς ὁπίας ὁ ἀποπλανηθείς διέπραξεν ἢ καὶἐπρόκειτο νὰ διαπράξῃ. |