Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΛΗΜΜΑ λόγου Κυρίου ἐπὶ τὸν ᾿Ισραὴλ ἐν χειρὶ ἀγγέλου αὐτοῦ· θέσθε δὴ ἐπὶ τὰς καρδίας ὑμῶν. | 1 Απειλητική κατά του ισραηλιτικού λαού απόφασις, ληφθείσα και λεχθείσα παρά Κυρίου δια μέσου του αγγελιαφόρου του, Μαλαχίου· θέσατε αυτά εις τας καρδίας σας. | 1 Θεόπνευστος καὶ προφητικὸς λόγος, παραληφθεὶς παρὰ τοῦ Κυρίου καὶ ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Ἰσραὴλ διὰ χειρὸς τοῦ ἀπεσταλμένου του Μαλαχίου. Βάλετέ τον λοιπὸν εἰς τὸ βάθος τῶν καρδιῶν σας. |
2 ᾿Ηγάπησα ὑμᾶς, λέγει Κύριος. καὶ εἴπατε· ἐν τίνι ἠγάπησας ἡμᾶς; οὐκ ἀδελφὸς ἦν ῾Ησαῦ τοῦ ᾿Ιακώβ; λέγει Κύριος, καὶ ἠγάπησα τόν ᾿Ιακώβ, | 2 Ο Κυριος λέγει προς τους Ισραηλίτας· εγώ σας ηγάπησα και σεις ασεβώς είπατε· Πως και εις τι εξεδηλώθη η αγάπη σου προς ημάς; Ο Ησαύ δεν ήτο αδελφός του Ιακώβ; Λέγει ο Κυριος. Και εν τούτοις εγώ ηγάπησα τον Ιακώβ τον πρόγονόν σας, | 2 Σᾶς ἠγάπησα, λέγει ὁ Κύριος. Καὶ σεῖς διαμφισβητοῦντες τοῦτο εἴπατε: Μὲ τί ἔδειξες τὴν ἀγάπην σου πρὸς ἡμᾶς: Καὶ ἡ πρὸς τὸ ἐρώτημά σας τοῦτο ἀπάντησις: Δὲν ἦταν ὁ Ἡσαῦ ἀδελφὸς τοῦ Ἰακώβ; Καὶ δὲν εἶχε τὰ αὐτὰ δικαιώματα ἐπὶ τῆς κληρονομίας τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαάκ; Λέγει ὁ Κύριος. Καὶ ἐγὼ ἠγάπησα τὸν προπάτορά σας Ἰακὼβ καὶ πρὸς αὐτὸν ἔδειξα ἰδιαιτέραν προστασίαν, |
3 τὸν δὲ ῾Ησαῦ ἐμίσησα καὶ ἔταξα τὰ ὅρια αὐτοῦ εἰς ἀφανισμὸν καὶ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ εἰς δώματα ἐρήμου; | 3 τον δε Ησαύ εμίσησα και επήρα την απόφασιν να καταστροφή η χώρα του και η κληρονομία του αυτή να γίνη κατοικία των αγρίων ζώων της ερήμου. | 3 τὸν δὲ Ἡσαῦ ἀπεδοκίμασα καὶ ἀπεξένωσα τῆς διαθήκης μου καὶ τὰ ὅρια τῆς χώρας τῶν ἀπογόνων του τὰ ἔταξα νὰ ἀφανισθοῦν καὶ τὴν κληρονομίαν του τὰ προώρισα νὰ ἐρημωθοῦν τελείως. |
4 διότι ἐρεῖ ἡ ᾿Ιδουμαία· κατέστραπται, καὶ ἐπιστρέψωμεν καὶ ἀνοικοδομήσωμεν τὰς ἐρήμους. τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· αὐτοὶ οἰκοδομήσουσι, καὶ ἐγὼ καταστρέψω· καὶ ἐπικληθήσεται αὐτοῖς ὅρια ἀνομίας καὶ λαὸς ἐφ᾿ ὃν παρατέτακται Κύριος ἕως αἰῶνος. | 4 Και αν τυχόν είπουν οι Ιδουμαίοι, οι απόγονοι του Ησαύ, κατεστράφη βέβαια η χώρα μας, ημείς όμως θα επιστρέψωμεν και θα ανοικοδομήσωμεν τας ερημωθείσας περιοχάς. Αλλά ο Κυριος ο παντοκράτωρ λέγει τα εξής· αυτοί θα οικοδομήσουν και εγώ θα καταστρέψω. Η χώρα των δια τας αμαρτίας αυτών θα ονομασθή περιοχή ανομίας, ο δε λαός της θα είναι εκείνος, εναντίον του οποίου αντιτάσσεται δια παντός ο Κυριος. | 4 Διότι θὰ εἴπῃ ὁ λαὸς τῆς Ἰδουμαίας: Ἡ χώρα τῆς Ἰδουμαίας ἔχει καταστραφῆ· καὶ ἂς ἐπιστρέψωμεν εἰς αὐτὴν καὶ ἂς οἰκοδομήσωμεν πάλιν τὰ ὅσα ἐρημώθησαν. Αὐτὰ ὅμως λέγει ὁ Κύριος παντοκράτωρ: Αὐτοὶ θὰ οἰκοδομήσουν καὶ ἐγὼ θὰ καταστρέψω· καὶ θὰ ἐπικληθῇ ἡ χώρα τους σύνορα ἀνομίας καὶ ὁ λαὸς τῆς λαός, κατὰ τοῦ ὁποίου ἔχει ἀντιπαραταχθῇ ὁ Κύριος αἰωνίως. |
5 καὶ οἱ ὀφθαλμοί ὑμῶν ὄψονται, καὶ ὑμεῖς ἐρεῖτε· ἐμεγαλύνθη Κύριος ὑπεράνω τῶν ὁρίων τοῦ ᾿Ισραήλ. | 5 Θα τα ίδουν οι οφθαλμοί σας αυτά, ω Ισραηλίται, και θα είπετε· Μέγας είναι όντως ο Κυριος υπεράνω από όλην την έκτασιν της ισραηλιτικής χώρας. | 5 Καὶ θὰ ἴδουν τότε τὰ μάτια σας, καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι θὰ εἴπητε: Ἐδοξάσθη καὶ ἀπεδείχθη μέγας καὶ θαυμαστὸς ὁ Κύριος ἐπάνω ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ Ἰσραήλ, τὰ ὁποῖα ἐπροστάτευσε καὶ ὑπερησπίσθη. |
6 Υἱὸς δοξάζει πατέρα καὶ δοῦλος τὸν κύριον αὐτοῦ. καὶ εἰ πατήρ εἰμι ἐγώ, ποῦ ἐστιν ἡ δόξα μου; καὶ εἰ Κύριός εἰμι ἐγώ, ποῦ ἐστιν ὁ φόβος μου; λέγει Κύριος παντοκράτωρ. ὑμεῖς οἱ ἱερεῖς οἱ φαυλίζοντες τὸ ὄνομά μου· καὶ εἴπατε· ἐν τίνι ἐφαυλίσαμεν τὸ ὄνομά σου; | 6 Ο υιός τιμά τον πατέρα και ο δούλος τον κύριόν του. Εάν, λοιπόν, εγώ είμαι πατήρ σας, που είναι η δόξα και η τιμή μου εκ μέρους σας; Και εάν εγώ είμαι ο Κυριος σας, που είναι ο φόβος σας απέναντί μου; Λέγει Κυριος ο παντοκράτωρ. Σεις ιερείς, οι οποίοι κατεξευτελίζετε το Ονομά μου και έπειτα ελέγατε· εις τι και κατά ποίον τρόπον ημείς εξηυτελίσαμεν το Ονομά σου; | 6 Κάθε φρόνιμος υἱὸς σέβεται καὶ τιμᾷ τὸν πατέρα του καὶ κάθε δοῦλος τιμᾷ τὸν κύριόν του. Καὶ ἐὰν λοιπὸν εἶμαι πατέρας ἐγώ, ποὺ εἶναι ἡ τιμὴ καὶ ὁ σεβασμός, ποὺ μοῦ ἀποδίδετε; Καὶ ἐὰν εἶμαι ἐγὼ Κύριος, ποὺ εἶναι ὁ φόβος, τὸν ὁποῖον μοῦ ἔχετε; Αὐτὰ λέγει καὶ ἐρωτᾷ ὄχι κανένας ὅμοιός μας, ἀλλ’ ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ. Ὦ σεῖς οἱ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀτιμάζετε καὶ περιφρονεῖτε τὸ ὄνομά μου. Καὶ σεῖς ἀπηντήσατε: Μὲ τί ἐξηυτελίσαμεν καὶ περιεφρονήσαμεν τὸ ὄνομά σου; |
7 προσάγοντες πρὸς τὸ θυσιαστήριόν μου ἄρτους ἠλισγημένους, καὶ εἴπατε· ἐν τίνι ἠλισγήσαμεν αὐτούς; ἐν τῷ λέγειν ὑμᾶς· τράπεζα Κυρίου ἠλισγημένη ἐστὶ καὶ τὰ ἐπιτιθέμενα ἐξουδενώσατε. | 7 Εξηυτελίσατε και κατεφρονήσατε το Ονομά μου, με το να προσφέρετε στο θυσιαστήριόν μου θυσίας άρτων μολυσμένων και εν τούτοις ηρωτήσατε· εις τι και πως προσεφέραμεν τοιαύτας μολυσμένας θυσίας; Αλλά τι ερωτάτε, αφού σεις οι ίδιοι, λέγετε· το θυσιαστήριον, η τράπεζα αυτή του Κυρίου, είναι μολυσμένη. Σεις οι ίδιοι προσεφέρατε προς θυσίαν ευτελή και ανάξια λόγου. | 7 Μὲ ἐξευτελίζετε μὲ τὸ νὰ προσφέρετε εἰς τὸ θυσιαστήριόν μου ἄρτους μολυσμένους ἀπὸ τὴν ἰδιοτελῆ καὶ ἀσεβῆ διάθεσίν σας καὶ ὕστερα εἴπατε: Μὲ τί τοὺς ἐμολύναμεν; Ὅταν λέγετε σεῖς δι’ ὅσων πράττετε· τράπεζα μολυσμένη καὶ κοινὴ εἶναι, ποὺ μὲ τὴν φωτιά της τὰ κατατρώγει ὅλα, τότε καὶ ἐκεῖνα, ποὺ βάζετε ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον, τὰ ἐξεμηδενίσατε καὶ δὲν ἐφροντίσατε νὰ εἶναι ἐκλεκτά. |
8 διότι ἐὰν προσαγάγητε τυφλὸν εἰς θυσίας, οὐ κακόν; καὶ ἐὰν προσαγάγητε χωλὸν ἢ ἄρρωστον, οὐ κακόν; προσάγαγε δὴ αὐτῷ τῷ ἡγουμένῳ σου, εἰ προσδέξεται αὐτό, εἰ λήψεται πρόσωπόν σου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. | 8 Διότι εάν προσφέρετε προς θυσίαν τυφλόν ζώον, δεν είναι αυτό κάτι κακόν; Εάν προσφέρετε χωλόν η άρρωστον, δεν είναι αυτό παράνομον; Πρόσφερε αυτό στον άρχοντά σου και θα ίδης, εάν θα το δεχθή. Θα ίδης, εάν θα διατεθή ευμενώς απέναντί σου, λέγει Κυριος ο Παντοκράτωρ. | 8 Καὶ ἐὰν προσφέρετε διὰ θυσίαν τυφλὸν ζῶον, δὲν εἶναι κακόν; Καὶ ἐὰν προσφέρετε χωλὸν ἢ ἄρρωστον σφάγιον, δὲν εἶναι κακόν; Διὰ νὰ ἀντιληφθῇς τοῦτο, πρόσφερε τὸ ἄρρωστον καὶ τυφλὸν αὐτὸ εἰς τὸν ἄρχοντα, ποὺ ἔχει κάποιαν ἐξουσίαν ἐπὶ σοῦ, καὶ θὰ ἴδῃς ἐὰν θὰ τὸ δεχθῇ εὐχαριστίας καὶ ἐὰν θὰ ὑποδεχθῇ εὐμενῶς τὸ πρόσωπόν σου, λέγει ὁ Κύριος παντοκράτωρ. |
9 καὶ νῦν ἐξιλάσκεσθε τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ δεήθητε αὐτοῦ· ἐν χερσὶν ὑμῶν γέγονε ταῦτα· εἰ λήψομαι ἐξ ὑμῶν πρόσωπα ὑμῶν; λέγει Κύριος παντοκράτωρ. | 9 Λοιπόν, δια τα αμαρτήματά σας αυτά φροντίσατε να εξιλεώσετε το πρόσωπον του Θεού σας και παρακαλέσατε αυτόν μετά πίστεως, διότι με τα ίδια σας τα χέρια έγιναν αυταί αι παρανομίαι. Εγώ ο Θεός είναι δυνατόν να μεροληπτήσω προς χάριν σας; Λέγει ο Κυριος ο Παντοκράτωρ. | 9 Καὶ τώρα, ὕστερα ἀπὸ τὰς βεβηλώσεις σας αὐτάς, καταστήσατε εὐμενὲς καὶ ἵλεων τὸ πρόσωπὸν τοῦ Θεοῦ σας καὶ παρακαλέσατέ τον. Μὲ τὰ ἴδια σας τὰ χέρια ἔγιναν αὐτά· ἐὰν εἶναι δννατὸν κατόπιν τούτων νὰ δεχθῶ εὐμενῶς τὰ πρόσωπά σας, ὅταν προσφέρωνται θυσίαι ἀπὸ σᾶς, λέγει ὁ Κύριος παντοκράτωρ. |
10 διότι καὶ ἐν ὑμῖν συγκλεισθήσονται θύραι, καὶ οὐκ ἀνάψεται τὸ θυσιαστήριόν μου δωρεάν· οὐκ ἔστι μου θέλημα ἐν ὑμῖν, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, καὶ θυσίαν οὐ προσδέξομαι ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν. | 10 Διότι εξ αιτίας ιδικής σας θα κλεισθούν αι θύραι του ναού και δεν θα ανάπτη πλέον ασκόπως και ματαίως στο θυσιαστήριόν μου το πυρ των θυσιών. Δεν ευαρεστούμαι πλέον εις σας, λέγει ο Κυριος ο Παντοκράτωρ, και δεν θα δεχθώ πλέον θυσίαν από τα χέρια σας. | 10 Διότι καὶ μεταξύ σας θὰ κλεισθοῦν τελείως αἱ θύραι τοῦ ναοῦ καὶ δὲν θὰ ἀνάψῃ τὸ θυσιαστήριόν μου ματαίως, ὅπως γίνεται σήμερα. Δὲν αἰσθάνομαι καμμίαν εὐαρέσκειαν εἰς σᾶς, λέγει ὁ Κύριος παντοκράτωρ. Καὶ θυσίαν δὲν θὰ δεχθῶ εὐχαρίστως ἀπὸ τὰ χέρια σας. |
11 διότι ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν τὸ ὄνομά μου δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐν παντὶ τόπῳ θυμίαμα προσάγεται τῷ ὀνόματί μου καὶ θυσία καθαρά, διότι μέγα τὸ ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. | 11 Διότι από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών θα δοξάζεται το Ονομά μου μεταξύ των εθνών και εις κάθε τόπον θα προσφέρεται θυμίαμα στο Ονομά μου, θυσία καθαρά, διότι θα γίνη πλέον μέγα και σεβαστόν μεταξύ των εθνών το Ονομά μου, λέγει Κυριος ο παντοκράτωρ. | 11 Ναί· δὲν θὰ δεχθῶ ἀπὸ τὰς βεβήλους χεῖρας σας θυσίαν. Διότι καθ’ ὅλον τὸν κόσμον, ἀπὸ τὰς ἀνατολὰς ἕως τὰς δυσμὰς τοῦ ἡλίου, τὸ ὄνομά μου ἔχει δοξασθῇ μεταξὺ τῶν ἐπιστραφέντων πρὸς ἐμὲ ἐθνῶν, καὶ εἰς κάθε τόπον προσφέρεται θυμίαμα λατρείας εἰς τὸ ὄνομά μου καὶ θυσία καθαρά, μὴ μολυσμένη ἀπὸ αἵματα καὶ καπνοὺς καὶ κνῖσαν κατακαιομένων σαρκῶν καὶ λίπους· διότι μέγα εἶναι τὸ ὄνομά μου μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος. |
12 ὑμεῖς δὲ βεβηλοῦτε αὐτὸ ἐν τῷ λέγειν ὑμᾶς· τράπεζα Κυρίου ἠλισγημένη ἐστί, καὶ τὰ ἐπιτιθέμενα ἐξουδένωται βρώματα αὐτοῦ. | 12 Σεις όμως βεβηλώνετε το θυσιαστήριόν μου, όπως άλλως τε και σεις οι ίδιοι ομολογείτε, ότι η τράπεζα, το θυσιαστήριον δηλαδή του Κυρίου, είναι μολυσμένη και τα προσφερόμενα εκεί προς θυσίαν είναι εξευτελισμένα και άνευ αξίας. | 12 Σεῖς δὲ βεβηλώνετε καὶ ἀτιμάζετε τὸ ὄνομά μου μὲ τὸ νὰ λέγετε διὰ τοῦ ἀσεβοῦς φρονήματος, ποὺ μέσα σας ὑποτρέφετε: Τὸ θυσιαστήριον τοῦ Κυρίου εἶναι μολυσμένον καὶ τὰ ἐπ' αὐτοῦ τιθέμενα φαγητά του καὶ αἱ θυσίαι του εἶναι καταφρονημέναι. |
13 καὶ εἴπατε· ταῦτα ἐκ κακοπαθείας ἐστί, καὶ ἐξεφύσησα αὐτά, λέγει Κύριος παντοκράτωρ· καὶ εἰσεφέρετε ἁρπάγματα καὶ τὰ χωλὰ καὶ τὰ ἐνοχλούμενα· καὶ ἐὰν φέρητε τὴν θυσίαν, εἰ προσδέξομαι αὐτὰ ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν; λέγει Κύριος παντοκράτωρ. | 13 Προφασιζόμενοι λέγετε, ότι προσφέρετε τόσον πτωχά ένεκα της στερήσεως και της ανάγκης σας. Αλλά αυτά εγώ τα απέρριψα και τα διεσκόρπισα, λέγει Κυριος παντοκράτωρ. Σεις προσφέρετε θυσίας προερχομένας από αρπαγήν, ακόμη δε τα χωλά και τα ασθενικά. Εάν λοιπόν τέτοιες ευτελείς θυσίες προσφέρετε, είναι δυνατόν εγώ να δεχθώ αυτάς από τα χέρια σας; Λέγει Κυριος ο Παντοκράτωρ. | 13 Καὶ εἴπατε: Αὐτὰ ποὺ προσφέρομεν, ἀπὸ πολὺν κόπον καὶ ἀπὸ μεγάλην δαπάνην προέρχονται! Καὶ τὰ ἐπεριφρόνησα, ἀφοῦ δὲν προήρχοντο ἀπὸ πρόθυμον διάθεσιν, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος. Καὶ φέρνετε μέσα εἰς τὸ θυσιαστήριον ἁρπαγμένα ζῷα καὶ τὰ χωλὰ καὶ τὰ ἄρρωστα· καὶ ἐὰν φέρετε τὴν τοιαύτην θυσίαν, εἶναι δυνατὸν νὰ προσδεχθῶ αὐτὴν ἀπὸ τὰ χέρια σας; Λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος. |
14 καὶ ἐπικατάρατος ὃς ἦν δυνατὸς καὶ ὑπῆρχεν ἐν τῷ ποιμνίῳ αὐτοῦ ἄρσεν καὶ εὐχὴ αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτῷ καὶ θύει διεφθαρμένον τῷ Κυρίῳ· διότι βασιλεὺς μέγας ἐγώ εἰμι, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, καὶ τὸ ὄνομά μου ἐπιφανὲς ἐν τοῖς ἔθνεσι. | 14 Καταραμένος θα είναι εκείνος, ο οποίος, ενώ είχε την δυνατότητα, υπήρχε δε στο ποίμνιόν του αρσενικόν ζώον, επί δε τούτοις το είχε τάξει προς θυσίαν, αντί να προσφέρη αυτό, προσφέρει θυσίαν προς τον Κυριον ζώον βλαμμένον. Διότι εγώ είμαι μέγας βασιλεύς, λέγει ο Κυριος ο Παντοκράτωρ και το Ονομά μου είναι περιφανές μεταξύ των εθνών. | 14 Κατηραμένος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος σὰν αὐθάδης παλληκαρὰς θὰ ἀπετόλμα νὰ ἐξαπατήσῃ τὸν Θεόν, καὶ ὁ ὁποῖος, ἐνῷ ὑπῆρχεν εἰς τὸ ποίμνιόν του ἀρσενικὸν ζῶον καὶ ἔκαμε τάξιμον δι' αὐτὸ νὰ τὸ θυσιάσῃ, θυσιάζει ἀντ’ αὐτοῦ εἰς τὸν Κύριον ἄλλο ζῶον ἀρρωστημένον. Καὶ εἶναι κατηραμένος, διότι ἐγώ, τὸν ὁποῖον τολμᾷ νὰ ἐξαπατήσῃ, δὲν εἶμαι ὅμοιός του, ἀλλ’ εἶμαι βασιλεὺς μέγας, λέγει ὁ Κύριος παντοκράτωρ, καὶ τὸ ὄνομά μου εἶναι ἔνδοξον καὶ φοβερὸν καὶ μεταξὺ αὐτῶν ἀκόμη τῶν ἐθνῶν. |