Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΛΑΧΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ νῦν ἡ ἐντολὴ αὕτη πρὸς ὑμᾶς, οἱ ἱερεῖς· 1 Και τώρα αυτή είναι η εντολή μου προς σας, ω ιερείς. 1 Καὶ τώρα ἡ ἀπειλητική μου πρὸς σᾶς προειδοποίησις καὶ ἀπόφασις, ὦ ἱερεῖς, εἶναι αὕτη:
2 ἐὰν μὴ ἀκούσητε, καὶ ἐὰν μὴ θῆσθε εἰς τὴν καρδίαν ὑμῶν τοῦ δοῦναι δόξαν τῷ ὀνόματί μου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, καὶ ἐξαποστελῶ ἐφ᾿ ὑμᾶς τὴν κατάραν καὶ ἐπικαταράσομαι τὴν εὐλογίαν ὑμῶν καὶ καταράσομαι αὐτήν· καὶ διασκεδάσω τὴν εὐλογίαν ὑμῶν, καὶ οὐκ ἔσται ἐν ὑμῖν, ὅτι ὑμεῖς οὐ τίθεσθε εἰς τὴν καρδίαν ὑμῶν. 2 Εάν δεν υπακούσετε και δεν πάρετε απόφασιν με όλην σας την καρδιά, να δώσετε ειλικρινώς δόξαν στο Ονομά μου, λέγει Κυριος ο Παντοκράτωρ, θα αποστείλω εναντίον σας την κατάραν, θα καταρασθώ και θα μεταβάλω την ευλογίαν σας, ώστε να γίνη κατάρα. Θα καταρασθώ αυτήν, θα διαλύσω την ευλογίαν σας, ώστε να μη είναι πλέον μαζή σας, διότι σεις ούτε εις αυτήν ούτε στον Νομον μου αποδίδετε πλέον σημασίαν. 2 Ἐὰν δὲν ἀκούσητε αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα καὶ ἐὰν δὲν τὰ βάλετε εἰς τὴν καρδίαν σας, διὰ νὰ δώσετε δόξαν εἰς τὸ ὄνομά μου, παύοντες νὰ ἀτιμάζετε αὐτό, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος, ὠρισμένως θὰ ἐξαποστείλω ἐπάνω σας τὴν κατάραν καὶ θὰ καταράσθω τὴν εὐλογίαν σας καὶ τὰ προνομία σας, ποὺ σᾶς ἔδωκα ξεχωρίσας τὴν φυλήν σας ἀπὸ τὸν ἄλλον Ἰσραὴλ καὶ ἀναθέσας εἰς αὐτὴν νὰ μὲ ὑπηρετῇ· καὶ θὰ καταράσθω τὴν εὐλογίαν αὐτὴν τὴν ἐξαιρετικήν, ποὺ σᾶς ἔδωκα, καὶ θὰ διασκορπίσω αὐτήν, ὥστε νὰ μὴ τὴν ἔχετε πλέον καὶ δὲν θὰ εἶναι εἰς τὸ ἑξῆς εἰς σᾶς, διότι σεῖς δὲν βάζετε εἰς τὴν καρδίαν σας αὐτά, ποὺ σᾶς εἶπα, διὰ νὰ μετανοήσετε καὶ μὲ δοξάσετε.
3 ἰδοὺ ἐγὼ ἀφορίζω ὑμῖν τὸν ὦμον καὶ σκορπιῶ ἔνυστρον ἐπὶ τὰ πρόσωπα ὑμῶν, ἔνυστρον ἑορτῶν ὑμῶν, καὶ λήψομαι ὑμᾶς εἰς τὸ αὐτό· 3 Ιδού, εγώ θα σας αφαιρέσω και θα σας στερήσω από τον ώμον των θυσιαζομένων ζώων, τον οποίον σύμφωνα με τον Νομον του Μωϋσέως εδικαιούσθε να λαμβάνετε. Κατά δε τας εορτάς σας θα σκορπίσω στο πρόσωπόν σας τον ακάθαρτον στόμαχον των θυσιαζομένων ζώων. Θα σας πάρω και θα σας πετάξω εις αυτόν τον τόπον των απορριμμάτων. 3 Ἰδοὺ ἐγὼ ξεχωρίζω εἰς σᾶς τὸν ὦμον, ὥστε μὴ ἔχοντες χέρια νὰ μὴ δύνασθε πλέον νὰ ἱερουργῆτε, καὶ θὰ σκορπίσω κάπρον εἰς τὰ πρόσωπά σας, τὴν κόπρον τῶν κατὰ τὰς ἑορτάς σας σφαζομένων ζῴων, καὶ θὰ συμπεριλάβω καὶ σᾶς εἰς τὴν κάπρον αὐτήν.
4 καὶ ἐπιγνώσεσθε διότι ἐγὼ ἐξαπέσταλκα πρὸς ὑμᾶς τὴν ἐντολὴν ταύτην τοῦ εἶναι τὴν διαθήκην μου πρὸς τοὺς Λευίτας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 4 Ετσι δε τιμωρούμενοι θα μάθετε, ότι εγώ έχω δώσει την εντολήν, δια να μένη στερεά και αμετακίνητος η διαθήκη μου με τους Λευΐτας, λέγει Κυριος ο Παντοκράτωρ. 4 Καὶ θὰ βάλετε γνῶσιν τότε, ἂν καὶ πολὺ ἀργά, διότι ἐγὼ καὶ ὄχι ἄνθρωπός τις ἔχω ἀποστείλει εἰς σᾶς τὴν ἀπειλητικὴν αὐτὴν προειδοποίησιν, τοῦ νὰ εἶναι ὑπὸ ὅλας της τὰς ἐπόψεις ἰσχυρὰ ἡ διαθήκη καὶ συμφωνία, ποὺ ἔκαμα μὲ τοὺς Λευΐτας, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος.
5 ἡ διαθήκη μου ἦν μετ᾿ αὐτοῦ τῆς ζωῆς καὶ τῆς εἰρήνης, καὶ ἔδωκα αὐτῷ ἐν φόβῳ φοβεῖσθαί με καὶ ἀπὸ προσώπου ὀνόματός μου στέλλεσθαι αὐτόν. 5 Η συνθήκη μου με την φυλήν Λευϊ ήτο συγχρόνως και υπόσχεσις μακροζωΐας και ειρήνης. Εδίδαξα την φυλήν Λευϊ να με φοβήται και να με σέβεται και να συστέλλεται και απλώς όταν ακούη το Ονομά μου. 5 Ἡ διαθήκη μου ἦτο μαζί του, διαθήκη ὑποσχομένη καὶ ἑξασφαλίζουσα εἰς αὐτὸν ζωὴν καὶ εἰρήνην καὶ ἐνισχύων τὴν ἀγαθήν του διάθεσιν τοῦ ἔδωκα μὲ σεβασμὸν βαθὺν νὰ μὲ φοβῆται καὶ νὰ συστέλλεται ταπεινούμενος πρὸ τοῦ ὀνόματός μου.
6 νόμος ἀληθείας ἦν ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ, καὶ ἀδικία οὐχ εὑρέθη ἐν χείλεσιν αὐτοῦ· ἐν εἰρήνῃ κατευθύνων ἐπορεύθη μετ᾿ ἐμοῦ καὶ πολλοὺς ἐπέστρεψεν ἀπὸ ἀδικίας. 6 Εις τους Λευΐτας, κατά τον παλαιόν καιρόν, ο Νομος αυτός της αληθείας ήτο πάντοτε εις τυ στόμα των, και η αδικία δεν ανεφέρετο καν εις τα χείλη αυτών. Ούτοι επορεύοντο τας ημέρας της ζωής των εν ειρήνη μαζή μου και πολλούς επανέφεραν δια της μετανοίας από τον δρόμον του κακού στον Θεόν. 6 Ὁ νόμος τῆς ἀληθείας ἦτο εἰς τὸ στόμα τῶν παλαιοτέρων ἀπογόνων τοῦ Λευὶ καὶ δόλος δὲν εὑρέθη εἰς τὰ χείλη των εἰς τὸν εὐθὺν καὶ ἴσιον δρόμον βαδίζοντες, ἐβάδισαν μὲ εἰρήνην μαζί μου, καὶ πολλοὺς διὰ τῆς ὀρθῆς διδασκαλίας τῶν καὶ τοῦ ἁγίου βίου τῶν ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν ἀδικίαν καὶ ἁμαρτίαν.
7 ὅτι χείλη ἱερέως φυλάξεται γνῶσιν, καὶ νόμον ἐκζητήσουσιν ἐκ στόματος αὐτοῦ, διότι ἄγγελος Κυρίου παντοκράτορός ἐστιν. 7 Διότι τα χείλη του ιερέως πρέπει να φυλάττουν και να εκφράζουν πάντοτε την αληθή γνώσιν. Διότι οι άνθρωποι από το στόμα αυτού αναζητούν να μάθουν τον Νομον του Θεού. Διότι ο ιερεύς είναι αγγελιαφόρος Κυρίου του Θεού του Παντοκράτορος. 7 Ἐπέστρεψαν δὲ πολλοὺς εἰς μετάνοιαν οἱ ἱερεῖς, διότι τὰ χείλη τοῦ ἱερέως θὰ φυλάττουν τὴν γνῶσιν τοῦ θείου θελήματος καὶ θὰ διδάσκουν αὐτήν, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἱερέως θὰ ζητήσουν οἱ πιστοὶ τὴν ἐξήγησιν καὶ διδασκαλίαν τοῦ νόμου, διότι ὁ ἱερεὺς εἶναι ἄγγελος καὶ ἀπεσταλμένος τοῦ παντοδυνάμου καὶ παντοκράτορος Κυρίου.
8 ὑμεῖς δὲ ἐξεκλίνατε ἐκ τῆς ὁδοῦ καὶ ἠσθενήσατε πολλοὺς ἐν νόμῳ, διεφθείρατε τὴν διαθήκην τοῦ Λευί, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 8 Σεις όμως σήμερον παρεξεκλίνατε από την ευθείαν οδόν, εσκανδαλίσατε πολλούς και τους εκάματε αδυνάτους εις την γνώσιν και την τήρησιν του Νομου και έτσι ηκυρώσατε την συνθήκην της φυλής Λευϊ, λέγει Κυριος ο Παντοκράτωρ. 8 Σεῖς ὅμως, ἀντιθέτως πρὸς τὴν συμπεριφοράν των προγενεστέρων, ἐβγήκατε ἔξω καὶ ἀπεπλανήθητε ἀπὸ τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς καὶ μὲ τὸ κακὸν παράδειγμα σᾶς ἐκλονίσατε εἰς τὴν πίστιν καὶ εἰς τὴν ὑπακοήν του νόμου πολλούς, καὶ κατεστήσατε ἀνίσχυρον τὴν διαθήκην, ποὺ συνῆψα μὲ τὴν φυλὴν τοῦ Λευΐ, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος.
9 κἀγὼ δέδωκα ὑμᾶς ἐξουδενουμένους καὶ ἀπερριμμένους εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀνθ᾿ ὧν ὑμεῖς οὐκ ἐφυλάξασθε τὰς ὁδούς μου, ἀλλὰ ἐλαμβάνετε πρόσωπα ἐν νόμῳ. 9 Δια τούτο εγώ σας παρέδωκα, εξουδενωμένους και απερριμμένους, εις όλα τα έθνη, διότι σεις δεν ετηρήσατε τας εντολάς μου, αλλά εδείχθητε προσωπολήπται εις την εφαρμογήν του Νομου μου. 9 Καὶ ἐγὼ σᾶς ἔχω παραδώσει ἐξουθενωμένους καὶ περιφρονημένους ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, διότι δὲν ἐφυλάξατε τοὺς δρόμους τῶν ἐντολῶν μου, ἄλλα προετιμούσατε ἀπὸ τὸν νόμον μου νὰ ἀρέσκετε εἰς πρόσωπα ἀνθρώπων.
10 Οὐχὶ πατὴρ εἷς πάντων ὑμῶν; οὐχὶ Θεὸς εἷς ἔκτισεν ὑμᾶς; τί ὅτι ἐγκατέλιπε ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τοῦ βεβηλῶσαι τὴν διαθήκην τῶν πατέρων ὑμῶν; 10 Ενας δεν είναι ο πατήρ όλων σας; Ενας δεν είναι ο Κυριος και Θεός, ο οποίος σας εδημιούργησε; Διατί εγκατελείψατε και εχωρίσθητε ο ένας αδελφός από τον άλλον και εβεβηλώσατε την συνθήκην, την οποίαν ο Κυριος είχε συνάψει με τους προπάτοράς σας; 10 Δὲν εἶναι ἕνας Πατέρας ὅλων σας; Δὲν σᾶς ἔκτισεν ἕνας Θεός; Διατὶ ἐγκατελείψατε ὁ καθένας σας τὸν ἀδελφόν του διὰ νὰ βεβηλώσητε καὶ παραβῆτε τὴν διαθήκην, ποὺ ἔκαμεν ὁ Θεὸς μὲ τοὺς προγόνους σας;
11 ἐγκατελείφθη ᾿Ιούδας, καὶ βδέλυγμα ἐγένετο ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ ἐν ῾Ιερουσαλήμ, διότι ἐβεβήλωσεν ᾿Ιούδας τὰ ἅγια Κυρίου, ἐν οἷς ἠγάπησε, καὶ ἐπετήδευσεν εἰς θεοὺς ἀλλοτρίους. 11 Εγκατελείφθη από τον Θεόν το ιουδαϊκόν έθνος, διότι βδελυρά πράγματα επραγματοποιήθησαν στο ισραηλιτικόν βασίλειον και εις αυτήν την Ιερουσαλήμ. Διότι εβεβήλωσαν οι Ιουδαίοι τα άγια του Κυρίου και Θεού, τα οποία άλλοτε είχαν αγαπήσει και σεβασθή και κατεσκεύασαν αγάλματα και θυσιαστήρια προς τιμήν ξένων θεών. 11 Ἐγκατελείφθη εἰς ἐπιγαμίας εἰδωλολατρικὰς ὁ λαὸς τοῦ Ἰούδα καὶ ἔγιναν πράξεις καὶ γάμοι βδελυροὶ καὶ σιχαμένοι εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διότι ὁ Ἰούδας ἐβεβήλωσε μὲ τὰς ἐπιγαμίας του αὐτὰς τὸν ἅγιον Ναὸν τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖον ἠγάπησε κατὰ τὸ παρελθόν, καὶ διεπραγματεύθη συνοικέσια καὶ δεσμοὺς μὲ ξένους θεούς.
12 ἐξολοθρεύσει Κύριος τὸν ἄνθρωπον τὸν ποιοῦντα ταῦτα, ἕως καὶ ταπεινωθῇ ἐκ σκηνωμάτων ᾿Ιακὼβ καὶ ἐκ προσαγόντων θυσίαν τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι. 12 Θα εξολοθρεύση ο Κυριος τον άνθρωπον εκείνον, ο οποίος διαπράττει τοιαύτας βδελυρότητας και θα τον ταπεινώση μεταξύ των απογόνων του Ιακώβ, όπως και τον εκτρεπόμενον Λευΐτην τον ανήκοντα εις την τάξιν των Λευϊτών, οι οποίοι προσφέρουν θυσίαν εις Κυριον τον Παντοκράτορα. 12 Θὰ ἐξολοθρεύσῃ ὁ Κύριος τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ποιεῖ τὰς βδελυκτὰς αὐτὰς ἐπιγαμίας, μέχρι πλήρους ταπεινώσεως καὶ ἐξαφανίσεως ἀπὸ τὰ μέρη, ὅπου διαμένουν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ, καὶ ἐκ μέσου ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι προσφέρουν θυσίαν εἰς τὸν παντοκράτορα Κύριον.
13 καὶ ταῦτα, ἃ ἐμίσουν, ἐποιεῖτε· ἐκαλύπτετε δάκρυσι τὸ θυσιαστήριον Κυρίου καὶ κλαυθμῷ καὶ στεναγμῷ ἐκ κόπων. ἔτι ἄξιον ἐπιβλέψαι εἰς θυσίαν ἢ λαβεῖν δεκτὸν ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν; 13 Και αυτά ακόμη τα οποία εγώ εμίσουν, σεις τα επράττατε. Με υποκριτικά δάκρυα εκαλύπτατε το θυσιαστήριον του Κυρίου, με κλαυθμούς και στεναγμούς και κοπετούς. Αξίζει, λοιπόν, να επιβλέψω εγώ εις τας υποκριτικάς σας θυσίας η να κάμω αυτάς δεκτάς από τα χέρια σας; 13 Καὶ ἐπράττετε αὐτά, τὰ ὁποῖα ἐμισοῦσα· ὅταν δὲ σᾶς εὕρισκαν δυσχερεῖς περιστάσεις, ἐκαλύπτατε μὲ ἄφθονα δάκρυα τὸ θυσιαστήριον τοῦ Κυρίου καὶ μὲ κλαυθμὸν καὶ στεναγμὸν παρατεταμένον καὶ κοπιαστικόν. Κατόπιν αὐτοῦ εἶναι ἄξιον νὰ ἐπιβλέψω εὐμενῶς εἰς τὴν ὑπὸ τοιαύτας περιστάσεις προσφερομένην ἀπὸ σᾶς θυσίαν ἢ νὰ λάβω δῶρον εὐπρόσδεκτον ἀπὸ τὰς χεῖρας σας;
14 καὶ εἴπατε· ἕνεκεν τίνος; ὅτι Κύριος διεμαρτύρατο ἀναμέσον σοῦ καὶ ἀναμέσον γυναικὸς νεότητός σου, ἣν ἐγκατέλιπες, καὶ αὕτη κοινωνός σου καὶ γυνὴ διαθήκης σου. 14 Σεις όμως είπατε· “δια ποίον λόγον, ποίαν αμαρτίαν επράξαμεν;” Λησμονείτε όμως ότι ο Κυριος εντόνως διεμαρτυρήθη εναντίον σου, μάρτυς κατηγορίας, αναμέσον σου και της γυναικός της νεότητός σου, την οποίαν χωρίς λόγον εγκατέλιπες αυτήν, που υπήρξεν έως τώρα σύντροφός σου και σύζυγός σου, σύμφωνά με τον Νομον του Θεού. 14 Καὶ ἠρωτήσατε διαποροῦντες: Διατὶ ὁ Θεὸς δὲν δέχεται τὴν θυσίαν μας; Διότι ὁ Κύριος ὑπῆρξε μάρτυς μεταξύ σου καὶ μεταξὺ τῆς γυναικός, ποὺ τὴν ἐπῆρες κατὰ τὸν καιρὸν τῆς νεότητάς σου σύζυγον καὶ τὴν ὁποίαν ἐγκατέλιπες. Καὶ ὅμως αὐτὴ ἦτο σύντροφος τῆς ζωῆς σου μὲ ἴσα πρὸς σὲ δικαιώματα καὶ γυνὴ ἀνήκουσα εἰς τὴν αὐτὴν θρησκείαν μὲ σέ.
15 καὶ οὐκ ἄλλος ἐποίησε, καὶ ὑπόλειμμα πνεύματος αὐτοῦ. καὶ εἴπατε· τί ἄλλο ἀλλ᾿ ἢ σπέρμα ζητεῖ ὁ Θεός; καὶ φυλάξασθε ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, καὶ γυναῖκα νεότητός σου μὴ ἐγκαταλίπῃς· 15 Δεν είναι άλλος εκείνος, που έπλασε τον Αδάμ, και άλλος που έπλασε την Εύαν. Αλλά ο αυτός Θεός από το υπόλειμμα του θείου εμφυσήματος έπλασεν, εζωογόνησε και την γυναίκα. Αλλά σεις είπατε· τι άλλο παρά απογόνους ζητεί από ημάς ο Θεός; Ο Θεός ζητεί να προσέξετε την καθαρότητα του πνεύματός σας και την γυναίκα, την οποίαν είχες εκ νεότητός σου να μη εγκαταλίπης. 15 Εἰς καὶ ὁ αὐτὸς Θεὸς καὶ οὐχὶ ἄλλος τις ἐποίησε τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα, καὶ εἰς τοὺς δύο ὑπάρχει ὑπόλοιπον ἐκ τῆς αὐτῆς θείας καὶ ζωοποιοῦ πνοῆς του. Καὶ ὅμως σεῖς εἴπατε: Τί ἄλλο ζητεῖ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ γάμου παρὰ ἀπογόνους; Καὶ ὅταν λοιπὸν γεννηθοῦν τέκνα, δικαιούμεθα νὰ ἀπολύσωμεν τὴν γυναῖκα. Ὄχι· μὴ πράξετε τοιοῦτόν τι, ἀλλὰ σεβασθῆτε καὶ φυλάξατε μὲ τιμὴν τὴν ζωὴν καὶ τὴν πνοήν, ποὺ σᾶς μετέδωκεν ἐξ ἴσου ὁ Θεός, καὶ σὺ ὁ ἀνὴρ μὴ ἐγκαταλίπῃς τὴν γυναῖκα, ποὺ ἐνυμφεύθης ἀπὸ τὰ νειάτα σου.
16 ἀλλὰ ἐὰν μισήσας ἐξαποστείλῃς, λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ καλύψει ἀσέβεια ἐπὶ τὰ ἐνθυμήματά σου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. καὶ φυλάξασθε ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν καὶ οὐ μὴ ἐγκαταλίπητε. - 16 Εάν λοιπόν μισίσης την γυναίκα σου και την διώξης, λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, τότε ασέβεια θα καλύψη όλας τας αναμνήσεις της προγενεστέρας ζωής σου, λέγει Κυριος ο Παντοκράτωρ. Προσέξατε, λοιπόν, την καθαρότητα του πνεύματός σας και μη εγκαταλείψετε την σύζυγόν σας. 16 Ἀλλ’ ἐὰν μισήσας τὴν γυναῖκά σου τὴν ἀποπέμψῃς, λέγει ὁ Κύριος, ὅστις εἶναι καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, τότε ἁμαρτία οὐ μόνον ἀδικοῦσα ταύτην, ἀλλὰ καὶ ἀσεβοῦσα πρὸς τὸν Θεὸν θὰ σκεπάσῃ τὰς σκέψεις καὶ τὰς ἀποφάσεις σου, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος. Διὰ νὰ μὴ ἐμπέσητε λοιπὸν εἰς τὴν ἀσέβειαν ταύτην καὶ ὑποστῆτε τὰς συνεπείας της, σεβασθῆτε καὶ φυλάξατε μὲ τιμὴν τὴν ζωήν, ποὺ σᾶς ἐνεφύσησεν ὁ Θεός, καὶ τότε ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἐγκαταλείψετε τὴν σύζυγον, μὲ τὴν ὁποίαν αὐτὸς ποὺ σᾶς ἔπλασε, σᾶς ἥνωσεν εἰς ἕν.
17 Οἱ παροξύναντες τὸν Θεὸν ἐν τοῖς λόγοις ὑμῶν καὶ εἴπατε· ἐν τίνι παρωξύναμεν αὐτόν; ἐν τῷ λέγειν ὑμᾶς· πᾶς ποιῶν πονηρόν, καλὸν ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ἐν αὐτοῖς αὐτὸς εὐδόκησε· καὶ ποῦ ἐστιν ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης; 17 Σεις παροργίζετε τον Θεόν με τους λόγους σας και ερωτάτε· εις τι πρωργίσαμεν τον Θεόν; Τον παρωργίσατε διότι λέγετε, ότι κάθε άνθρωπος, ο οποίος διαπράττει το κακόν, ευρίσκει καλόν ενώπιον του Κυρίου και στους παρανόμους και αμαρτωλούς αυτούς ευαριστείται ο Κυριος. Και που λοιπόν είναι ο Θεός της δικαιοσύνης; 17 Καὶ σεῖς, ποὺ ἐξωργίσατε μὲ τοὺς λόγους σας τὸν Θεὸν καὶ εἴπατε: Μὲ τί τὸν παρωργίσαμεν; Τὸν παρωργίσατε μὲ τὸ να λέγετε, ὅτι καθένας ποὺ κάνει κακὸν καὶ πονηρόν, πράττει καλὸν ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον, καὶ εἰς αὐτοὺς ποὺ πράττουν τὰ πονηρά, εὐηρεστήθη ὁ Κύριος· καὶ ποὺ λοιπὸν εἶναι ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης, ἀφοῦ τόση ἀδικία ἐπικρατεῖ καὶ οἱ κακοὶ εὐτυχοῦν;