Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΜΒΑΚΟΥΜ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΠΙ τῆς φυλακῆς μου στήσομαι καὶ ἐπιβήσομαι ἐπὶ πέτραν καὶ ἀποσκοπεύσω τοῦ ἰδεῖν τί λαλήσει ἐν ἐμοὶ καὶ τί ἀποκριθῶ ἐπὶ τὸν ἔλεγχόν μου. 1 Λέγει ο προφήτης· Επάνω εις την σκοπιάν μου θα σταθώ, θα ανεβώ εις βράχον και θα προσέξω, να ίδω, τι θα είπη προς εμέ ο Κυριος και τι εγώ θα αποκριθώ εις, τον έλεγχόν του. 1 Ο προφήτης Ἀμβακοὺμ λέγει: «Θὰ σταθῶ ἐπάνω εἰς τὴν προφητικήν μου σκοπιὰν καὶ θὰ ἀνέβω ἐπάνω εἰς πέτραν στερεάν, ἀσάλευτον καὶ ὑψηλὴν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ἀποβλέψω καὶ θὰ προσέξω διὰ νὰ ἰδῶ τί θὰ εἰπῇ μέσα μου, εἰς τὰ πνευματικά μου αὐτιά, ὁ Κύριος καὶ τί πρέπει νὰ ἀποκριθῶ πρὸς ὅσους θέλουν νὰ μὲ ἐρωτοῦν δι’ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ μανθάνουν περὶ τῶν οἰκονομιῶν τοῦ Θεοῦ». «Ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: ...τί πρέπει νὰ ἀποκριθῶ εἰς Αὐτὸν εἰς τὶς τυχὸν ἐπιτιμήσεις του διὰ τὰ παράπονά μου».
2 καὶ ἀπεκρίθη πρός με Κύριος καὶ εἶπε· γράψον ὅρασιν καὶ σαφῶς εἰς πυξίον, ὅπως διώκῃ ὁ ἀναγινώσκων αὐτά. 2 Ο Κυριος απεκρίθη προς εμέ και μου είπε· “Γράψε καθαρά το όραμα τούτο εις μίαν πλάκα, ώστε να αναγινώσκεται εύκολα και ευχάριστα. 2 Καὶ ὁ Κύριος ἀπεκρίθη, ἀπεκάλυψεν εἰς ἐμὲ ὅσα μοῦ ἐπροκαλοῦσαν ἀπορίες, καὶ μοῦ εἶπε: «Γράψε τὴν ἀποκάλυψιν αὐτὴν σαφῶς καὶ ὄχι κατὰ τὸν προφητικὸν καὶ συνεσκιασμένον τρόπον εὐκρινῶς, ὥστε νὰ εἶναι εὐανάγνωστη, φανερὴ καὶ κατανοητή. Γράψε την ἐπάνω εἰς ξυλίνην πινακίδα, διὰ νὰ διατηρηθῇ ἡ γραφὴ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον χρόνον. Ἔτσι, αὐτὸς ποὺ θὰ τὰ διαβάζῃ ἀργότερα, θὰ ἐπιζητῇ τὸ πέρας τῆς ἀποκαλύψεως καὶ πότε θὰ ἐκπληρωθοῦν αὐτά.
3 διότι ἔτι ὅρασις εἰς καιρὸν καὶ ἀνατελεῖ εἰς πέρας καὶ οὐκ εἰς κενόν· ἐὰν ὑστερήσῃ, ὑπόμεινον αὐτόν, ὅτι ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ μὴ χρονίσῃ. 3 Διότι η όρασις αυτή έρχεται στον κατάλληλον καιρόν της. Θα εκπληρωθή και δεν θα ματαιωθή. Εάν όμως και βραδύνη ολίγον χρόνον, δείξε υπομονήν. Διότι αυτός που αναμένεται να έλθη, θα έλθη και δεν θα χρονοτριβήση. 3 Διότι ἡ ὅρασις αὐτὴ δὲν θὰ πραγματοποιηθῇ τώρα· χρειάζεται νὰ περάσῃ ἀκόμη καιρός. Μὴ ἔχῃς ὅμως κανένα ἐνδοιασμὸν διὰ τὸ ὅτι θὰ ἐκπληρωθῇ· διότι θὰ πραγματοποιηθῇ ὁπωσδήποτε καὶ δὲν θὰ ματαιωθῇ. Ἐὰν καθυστερήσῃ καὶ βραδύνῃ, νὰ μὴ ὀλιγοψυχήσεις, ἀλλὰ νὰ περιμένεις τὴν πραγματοποίησίν της· διότι αὐτή «ἡ ἐκπλήρωσις τῆς ὁράσεως», ποὺ τὴν περιμένομεν, θὰ ἔλθῃ ὁπωσδήποτε· θὰ ἔλθῃ καὶ δὲν θὰ βραδύνῃ.
4 ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεώς μου ζήσεται. 4 Εάν κανείς λιποψυχήση και αδημονήση, ας μάθη, ότι δεν επαναπαύεται η ψυχή μου εις αυτόν. Ο δίκαιός που πιστεύει εις εμέ και τηρεί τον νόμον μου, θα σωθή και θα ζήση. 4 Ἐὰν ἐκεῖνος, ποὺ θὰ διαβάσω τὴν ἀποκάλυψιν αὐτήν, τὴν ὁποίαν θὰ γράψῃς, ἔχῃ ἐνδοιασμοὺς καὶ ἀμφιβολίες δι' ὅσα προλέγω, δειλιάσῃ δὲ καὶ ὀπισθοχωρήσῃ, δὲν μοῦ εἶναι εὐάρεστος· ἡ ψυχή μου δὲν εὐαρεστεῖται εἰς αὐτόν. Ἐνῷ ὁ δίκαιος, αὐτὸς ποὺ πιστεύει ἀδιστάκτως καὶ χωρὶς ἐνδοιασμοὺς εἰς ὅσα λέγω, θὰ σωθῇ καὶ θὰ ζήσῃ διὰ τῆς πίστεώς του εἰς Ἐμέ, τὸν Θεόν».
5 ὁ δὲ κατοιόμενος καὶ καταφρονητής, ἀνὴρ ἀλαζών, οὐθὲν μὴ περάνῃ, ὃς ἐπλάτυνε καθὼς ᾅδης τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ οὗτος ὡς θάνατος οὐκ ἐμπιπλάμενος καὶ ἐπισυνάξει ἐπ᾿ αὐτὸν πάντα τὰ ἔθνη καὶ εἰσδέξεται πρὸς αὐτὸν πάντας τοὺς λαούς. 5 Ο επηρμένος Ασσύριος και καταφρονητής των όλων, ο αλαζονικός αυτός άνθρωπος τίποτε δεν ημπορεί να φέρη εις πέρας. Επλάτυνε και έκαμε αχόρταγον την ψυχήν του όπως ο άδης και ο θάνατος, που δεν χορταίνουν ποτέ. Θα συγκεντρώση υπό την εξουσίαν του όλα τα έθνη και θα έχη μαζή του όλους τους λαούς. 5 Ὁ δὲ Βαβυλώνιος, ποὺ εἶναι γεμᾶτος οἴησιν καὶ περιφρονεῖ τὴν ἀνεξικακίαν τοῦ παντοκράτορος Κυρίου, ὁ ἐπηρμένος καὶ ἀλαζονικὸς αὐτὸς ἄνθρωπος, τίποτε δὲν πρόκειται νὰ φέρῃ εἰς πέρας. Αὐτὸς ἐτέντωσε πλατύν, ὅπως ὁ Ἅδης, τὸν στόμαχόν του καὶ ἄνοιξε τὸ στόμα του· καὶ αὐτός, ὅπως ὁ θάνατος, ποτὲ δὲν χορταίνει καταβροχθίζων τὰ θύματά του. Ἐπὶ πλέον θὰ συναθροίσῃ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του ὅλα τὰ ἔθνη καί, καθὼς εἶναι ἄπληστος καὶ πλεονέκτης, θὰ ἔχῃ μαζί του ὅλους τοὺς λαούς.
6 οὐχὶ ταῦτα πάντα κατ᾿ αὐτοῦ παραβολὴν λήψονται καὶ πρόβλημα εἰς διήγησιν αὐτοῦ; καὶ ἐροῦσιν· οὐαὶ ὁ πληθύνων ἑαυτῷ τὰ οὐκ ὄντα αὐτοῦ ἕως τίνος; καὶ βαρύνων τὸν κλοιὸν αὐτοῦ στιβαρῶς. 6 Θα έλθη όμως καιρός, κατά τον οποίον όλα αυτά θα εκσπάσουν εναντίον του. Οι εχθροί του θα τον έχουν εις σατυρισμόν και εμπαιγμόν. Ειρωνικόν μολόγημα θα γίνη μεταξύ των και θα λέγουν· Αλλοόμονον εις σέ, Βαβυλών, η οποία παίρνεις και θησαυρίζεις δια τον εαυτόν σου εκείνα, τα οποία δεν σου ανήκουν. Εως πότε όμως θα συνεχισθή αυτό; Συ κάμνεις βαρύν και καταθλιπτικόν τον ζυγόν της δουλείας. 6 Δὲν θὰ ἀναλάβουν, λοιπόν, ὅλοι αὐτοὶ οἱ καταδυναστευόμενοι λαοί «κατ’ ἄλλους: Οἱ ἐχθροί· ἢ κατ' ἄλλους: Οἱ σώφρονες» ἐναντίον του παραβολικόν, παροιμιακόν, εἰρωνικὸν καὶ σαρκαστικὸν λόγον; Καὶ δὲν θὰ προβάλλουν μεταξύ των λόγον παροιμιακόν, δημώδη; Καὶ θὰ λέγουν: Ἀλλοίμονον εἰς σέ, Βαβυλών, ἡ ὁποία ἁρπάζεις τὰ ξένα, ποὺ δὲν σοῦ ἀνήκουν, καὶ μὲ αὐτὰ θησαυρίζεις. Μέχρι πότε θὰ δεικνύεσαι ἄπληστος καὶ ἀκόρεστος; Σὺ κάμνεις βαρὺν καὶ καταθλιπτικὸν τὸν ζυγὸν τῆς δουλείας καὶ ἔτσι καθιστὰς βαρυτέραν καὶ τὴν ἀπὸ Θεοῦ τιμωρίαν, ἡ ὁποία σὲ περιμένει.
7 ὅτι ἐξαίφνης ἀναστήσονται δάκνοντες αὐτόν, καὶ ἐκνήψουσιν οἱ ἐπίβουλοί σου, καὶ ἔσῃ εἰς διαρπαγὴν αὐτοῖς. 7 Ιδού όμως ότι αιφνιδίως θα εξεγερθούν εναντίον σου και θα σε δαγκώσουν οι εχθροί σου. Οι επίβουλοί σου θα ανανήψουν εναντίον σου και θα γίνης αντικείμενον διαρπαγής από αυτούς, 7 Θὰ ἔλθῃ ὅμως ὤρα, ποὺ θὰ παύσῃς τὴν ἀδικίαν χωρὶς νὰ τὸ θέλῃς καὶ νὰ τὸ περιμένῃς. Διότι ἔξαφνα καὶ ἀπρόσμενα θὰ σηκωθοῦν, ὡσὰν ἀπὸ ὕπνον, καὶ θὰ σὲ δαγκώνουν οἱ ἐχθροί σου μὲ τὶς πολεμικὲς προσβολές των, ποὺ ὁμοιάζουν μὲ δόντια, καὶ θὰ ἀρπάζουν καὶ θὰ κατατρώγουν τις στρατιωτικές σου δυνάμεις.
8 διότι σὺ ἐσκύλευσας ἔθνη πολλά, σκυλεύσουσί σε πάντες οἱ ὑπολελειμμένοι λαοὶ δι᾿ αἵματα ἀνθρώπων καὶ ἀσεβείας γῆς καὶ πόλεως καὶ πάντων τῶν κατοικούντων αὐτήν. 8 Διότι, όπως συ ελαφυραγώγησες πολλά έθνη, έτσι και όλοι θα λαφυραγωγήσουν σέ, οχι μόνον οι εχθροί σου άλλα και οι υπόλοιποι λαοί, διότι θα σε μισούν δια τα ανθρώπινα αίματα, τα οποία έχυσες και τας άλλας ασεβείας, τας οποίας διέπραξες εις την γην, εις τας πόλεις κι στους κατοικούντας αυτάς. 8 Ἐπειδὴ σὺ ἐλαφυραγώγησες ἔθνη πολλά, θὰ σὲ λαφυραγωγήσουν ὄχι μόνον οἱ ἐχθροί σου, ἀλλὰ καὶ οἱ ὀλίγοι λαοί, ποὺ ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὸ τυραννικόν σου βασίλειον, οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν ἤλπιζες ὅτι θὰ σοῦ ἐπιτεθοῦν. Θὰ σὲ λαφυραγωγήσουν λόγῳ τῶν ἀνθρωπίνων αἱμάτων, ποὺ ἔχυσες μὲ τὶς σφαγές, καὶ τῶν ἀσεβειῶν, τὶς ὁποίες ἔκαμες εἰς τὴν χώραν καὶ τὶς πόλεις καὶ εἰς τοὺς κατοίκους των.
9 ὦ ὁ πλεονεκτῶν πλεονεξίαν κακὴν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ τοῦ τάξαι εἰς ὕψος νοσσιὰν αὐτοῦ τοῦ ἐκσπασθῆναι ἐκ χειρὸς κακῶν. 9 Αλλοίμονον εις σέ, ο οποίος από απερίγραπτον πλεονεξίαν κατεχόμενος αποταμιεύεις πονηρούς θησαυρούς στον οίκόν σου, δια να τοποθετήσης την φωλεάν σου εις ύψος, με την ιδέαν ότι έτσι υψηλά θα είσαι ασφαλής και δεν θα διατρέχης κίνδυνον από τα χέρια των εχθρών σου. 9 Ὤ! ἀλλοίμονον εἰς σέ, Βαβυλώνιε· εἶσαι πράγματι ἄθλιος, τρισάθλιος καὶ ἄξιος θρήνων, διότι, κυριευμένος ἀπὸ ἀκόρεστον πλεονεξίαν, θησαυρίζεις ἀδίκους θησαυροὺς εἰς τὸν οἶκον «τὴν βασιλείαν» σου, ὥστε νὰ καταστήσῃς τὸ βασίλειόν σου ὑψηλότερον, ἰσχυρότερον καὶ περισσότερον ὀχυρὸν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔτσι, ὅπως νομίζεις, νὰ τὸ κάμῃς ἀσφαλὲς καὶ ἄπαρτον ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σου.
10 ἐβουλεύσω αἰσχύνην τῷ οἴκῳ σου, συνεπέρανας πολλοὺς λαούς, καὶ ἐξήμαρτεν ἡ ψυχή σου· 10 Αυτά όμως, που εσκέφθης, είναι εις την πραγματικότητα εξευτελιστικά δια τον οίκον σου. Εθεσες τέρμα εις την ζωήν πολλών λαών, ημάρτησε πολύ η ψυχή σου. 10 Ἀλλ’ αὐτὸ τὸ ὕψος, ἡ δύναμις καὶ ὀχύρωσις, ποὺ ἐσκέφθης καὶ ἐπέτυχες εἰς τὸ βασίλειόν σου λόγῳ τῆς πλεονεξίας σου, θὰ ἀποβοῦν διὰ τὸν οἶκον σου εἰς ἐντροπήν· κατέστρεψες πολλοὺς λαοὺς μὲ πανωλεθρίαν καὶ ὄχι μόνον δὲν ἔπαυσες νὰ ἁμαρτάνῃς, ἀλλ' ἡ ψυχή σου ἐπροχώρησε περισσότερον εἰς τὴν ἁμαρτίαν τῆς πλεονεξίας.
11 διότι λίθος ἐκ τοίχου βοήσεται, καὶ κάνθαρος ἐκ ξύλου φθέγξεται αὐτά. 11 Και αυτοί ακόμη οι λίθοι από τον τοίχον της οικίας σου θα φωνάξουν, και ο κάνθαρος, που ευρίσκεται εις τα ξύλα της οικοδομής σου, θα ομιλήση εναντίον των αδικιών σου”. 11 Διότι ὄχι μόνον τὰ λογικὰ ὄντα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλογα καὶ αὐτὰ τὰ ἄψυχα θὰ φωνάξουν ἐναντίον σου καὶ θὰ σὲ κατηγοροῦν· ὁ λίθος ἀπὸ τοὺς τοίχους τῆς οἰκίας σου καὶ αὐτὸς ὁ μικρὸς κάνθαρος ἀπὸ τὰ δοκάρια καὶ τὰ ξύλα τῆς οἰκοδομῆς σου θὰ ὁμιλήσουν καὶ θὰ καταφέρωνται ἐναντίον σου διὰ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες ἀδικίες σου.
12 οὐαὶ ὁ οἰκοδομῶν πόλιν ἐν αἵμασι καὶ ἑτοιμάζων πόλιν ἐν ἀδικίαις. 12 Αλλοίμονον εις εκείνον, ο οποίος οικοδομεί οικίας με αίματα άνθρωπον και συγκροτεί πόλιν με αδικίας, θα υποστή τα επίχειρα των πονηρών έργων του. 12 Ἀλλοίμονον· εἶναι ἄξιος πολλῶν θρήνων καὶ ὀδυρμῶν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος οἰκοδομεῖ πόλιν μὲ αἵματα ἀδίκων σφαγῶν ἀνθρώπων καὶ νομίζει ὅτι τὴν καθιστᾷ ἑδραίαν καὶ ἀκλόνητον μὲ τὸν ἄδικον πλοῦτον, ποὺ συναθροίζει. Αὐτὸς ποὺ συμπεριφέρεται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, θὰ ὑποστῇ τὴν τιμωρίαν, ἡ ὁποία τοῦ πρέπει.
13 οὐ ταῦτά ἐστι παρὰ Κυρίου παντοκράτορος; καὶ ἐξέλιπον λαοὶ ἱκανοὶ ἐν πυρί, καὶ ἔθνη πολλὰ ὠλιγοψύχησαν. 13 Αυτά δεν έγιναν από τον Κυριον τον παντοκράτορα; Πολλοί δηλαδή λαοί εξηφανίσθησαν δια του πυρός και πολλά έθνη ωλιγοψύχησαν. 13 Αὐτὰ μήπως δὲν ἔγιναν ἀπὸ τὸν παντοκράτορα Κύριον; Πολλοὶ λαοὶ ἐξεκληρίσθησαν καὶ ἐξηφανίσθησαν μὲ φωτιὰ καὶ πολλὰ ἔθνη ἐξηντλήθησαν, ἐλιποψύχησαν καὶ ἔχασαν τὸ θάρρος των.
14 ὅτι ἐπλησθήσεται ἡ γῆ τοῦ γνῶναι τὴν δόξαν Κυρίου, ὡς ὕδωρ κατακαλύψει αὐτούς. 14 Η γη θα γεμίση με την γνώσιν της δόξης του Κυρίου. Αυτή θα καλύψη τους ανθρώπους, όπως το ύδωρ καλύπτει την γην. 14 Διότι εἰς τὴν περίπτωση σοῦ, τοῦ Βαβυλωνίου, θὰ γίνῃ γνωστὴ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ. Ὅλη ἡ γῆ θὰ γεμίσῃ μὲ τὴν γνῶσιν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅπως τὸ νερὸ σκεπάζει ὅλως διόλου τὴν γῆν, ἔτσι καὶ ἡ γνῶσις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι τόσον πολλή, ὥστε θὰ ἐκχυθῇ εἰς ὅλους. Τοιουτοτρόπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ καταυγασθοῦν ἀπὸ τὴν λάμψιν τῆς θεογγνωσίας.
15 ὦ ὁ ποτίζων τὸν πλησίον αὐτοῦ ἀνατροπῇ θολερᾷ καὶ μεθύσκων, ὅπως ἐπιβλέπῃ ἐπὶ τὰ σπήλαια αὐτῶν. 15 Αλλοίμονον εις σέ, Ασσύριε, ο οποίος ποτίζστους ανθρώπους και τους μεθάς με οίνον, δια να θολώσης τον νουν των, ώστε να ερευνήσης και αυτά ακόμη τα σπήλαιά των. 15 Ὤ! ἀλλοίμονον εἰς σέ, Βαβυλώνιε· ἐπειδὴ ἐπέφερες τὶς τιμωρίες κατὰ τῶν ἄλλων λαῶν, ὡσὰν νὰ τοὺς ἐπότιζες μὲ θολερὸν ποτὸν πηγῆς, ποῦ ἐθόλωσεν ἀπὸ τὸ ἀνακάτεμα, καὶ μὲ αὐτὸ τοὺς ἐμεθοῦσες· ἐθόλωνες δὲ τὸν νοῦν των μὲ τιμωρίες, μέχρις ὅτου σοῦ δείξουν τοὺς σπηλαιώδεις, μυστικοὺς καὶ ἀποκρύφους τόπους, ὅπου εἶχαν κρυμμένους τοὺς θησαυρούς, διὰ νὰ ἐπιβλέψῃς εἰς αὐτούς.
16 πλησμονὴν ἀτιμίας ἐκ δόξης πίε καὶ σύ, καρδία σαλεύθητι καὶ σείσθητι· ἐκύκλωσεν ἐπὶ σὲ ποτήριον δεξιᾶς Κυρίου καὶ συνήχθη ἀτιμία ἐπὶ τὴν δόξαν σου. 16 Αλλά ήλθεν η ώρα της τιμωρίας σου. Πιε και συ αυτό το ποτήριον της οργής του Κυρίου και πάρε, αντί της δόξης σου, ατιμίαν και καταφρόνησιν. Θα σαλευθή η καρδία σου, θα συγκλονισθή και θα καταστραφή από σεισμόν η χώρα σου. Η τιμωρός δεξιά του Κυρίου σε περιέλαβε και όλος ο εξευτελισμός συνεκεντρώθη και έπεσεν επάνω σου, αντί της προτέρας δόξης σου. 16 «Διὰ τὴν συμπεριφοράν σου λοιπὸν αὐτήν» πίε τώρα καὶ σὺ ἀπὸ τὸ ποτήριον τῆς ὀργῆς καὶ δικαίας τιμωρίας τοῦ Κυρίου· καὶ ἀντὶ τῆς πολλῆς δόξης, ποὺ ἔχεις σήμερον, λάβε ὑπερβολικὴν ἀτιμίαν καὶ ἀδοξίαν. Ἡ καρδία σου ἂς μὴ νομίζῃ ὅτι εἶναι στηριγμένη εἰς ἀκλόνητον εὐημερίαν καὶ εὐτυχίαν ἂς σαλευθῇ «ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Θὰ σαλευθῇ» καὶ ἂς συγκλονισθῇ ἀπὸ σεισμόν. Διότι ἦλθεν ἐπάνω σου ἡ δικαία τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Τὸ ποτήριον τῆς θείας δεξιᾶς, δηλαδὴ ἡ τιμωρία, σὲ περιεκύκλωσεν, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇς νὰ διαφύγῃς ἀπὸ πουθενά. Ἡ δειλία δὲ καὶ ἡ ἀνοησία, ἡ ἀτιμία καὶ ἡ ἀδοξία ἀντικατέστησαν τὴν δόξαν, ποὺ εἶχες ἀπὸ τὸν πλοῦτον, τὴν δύναμιν καὶ τὸ πλῆθος τῶν ὑπηκόων.
17 διότι ἀσέβεια τοῦ Λιβάνου καλύψει σε, καὶ ταλαιπωρία θηρίων πτοήσει σε δι᾿ αἵματα ἀνθρώπων καὶ ἀσεβείας γῆς καὶ πόλεως καὶ πάντων τῶν κατοικούντων αὐτήν. 17 Η ασεβής και καταστρεπτική υλοτομία σου προς το όρος Λιβανον θα ξεσπάση επάνω σου και θα σε σκεπάση με καταισχύνην. Τα θηρία του όρους τούτου θα σε ταλαιπωρήσουν και θα σε τιμωρήσουν δια τα ανθρώπινα αίματα, τα οποία έχυσες, και δια την ασέβειαν, η οποία επικρατεί εις την χώραν σου, εις τας πόλεις και στους κατοίκους αυτής. 17 Διότι ἡ καταστροφὴ τοῦ Λιβάνου, δηλαδὴ ἡ ἀκόρεστος ὑλοτομία καὶ ἀποψίλωσίς του, θὰ ἐκσπάσῃ ἐναντίον σου καὶ θὰ σὲ σκεπάσῃ μὲ ἐντροπήν. Ἀλλὰ καὶ ἡ κακοπάθεια καὶ ἡ ἀθλιότης, ποὺ θὰ σοῦ προξενήσουν τὰ θηρία τοῦ ὄρους, δηλαδὴ οἱ θηριώδεις ἐχθροί σου, θὰ σὲ τιμωρήσῃ καὶ θὰ σὲ καταστήσῃ ταπεινὸν καὶ δειλόν, διὰ τὰ ἀνθρώπινα αἵματα, τὶς ἀσέβειες καὶ καταστροφές, ποὺ ἐπροξένησες εἰς κάθε χώραν καὶ πόλιν μὲ τὸ νὰ τὶς ἐρημώνῃς ἀπὸ ὅλους τοὺς κατοίκους των.
18 τί ὠφελεῖ γλυπτόν, ὅτι ἔγλυψαν αὐτό; ἔπλασεν αὐτὸ χώνευμα, φαντασίαν ψευδῆ, ὅτι πέποιθεν ὁ πλάσας ἐπὶ τὸ πλάσμα αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι εἴδωλα κωφά. 18 Ποίαν ωφέλειαν είναι δυνατόν, να σου δώση το γλυπτόν άγαλμα, το οποίον άνθρωποι κατεσκεύασαν; Ο τεχνίτης το διεμόρφωσε και το εχώνευσεν στο χωνευτήριον. Αυτό όμως είναι γέννημα ψευδούς φαντασίας. Αλλά έδω είναι το παράδοξον· ότι αυτός, που κατεσκεύασε το κωφόν και άλαλον είδωλον, πιστεύει στο έργον των χειρών του. 18 Ἀλλοίμονον εἰς τὸν εἰδωλολάτρην, ὁ ὁποῖος λέγει εἰς τὸ ξόανον, τὸ ξύλινον εἴδωλον: «Ξύπνα, σύνελθε, σήκω ἐπάνω κατὰ τῶν ἐχθρῶν»! Εἰς δὲ τὸ λίθινον εἰδωλολατρικον ἄγαλμα: «Στάσου ὑψηλά· δεῖξε τὴν ἀήττητον δύναμίν σου»! Καὶ αὐτὸ ἠμπορεῖ μὲν νὰ ἔχῃ τὴν μορφὴν ἀνθρώπου, εἶναι ὅμως οὐσιαστικὰ δημιούργημα ψευδοῦς ἀνθρωπίνης φαντασίας. Τοῦτο εἶναι κατεσκευασμένον ἀπὸ ἔλασμα χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, καὶ εἰς αὐτὸ δὲν ὑπάρχει καμμία πνοὴ ζωῆς· κανένα πνεῦμα, οὔτε τὸ φυσικόν, οὔτε τὸ αἰσθητικόν, οὔτε τὸ λογικόν.
19 οὐαὶ ὁ λέγων τῷ ξύλῳ· ἔκνηψον, ἐξεγέρθητι, καὶ τῷ λίθῳ· ὑψώθητι· καὶ αὐτό ἐστι φαντασία, τοῦτο δέ ἐστιν ἔλασμα χρυσίου καὶ ἀργυρίου, καὶ πᾶν πνεῦμα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. 19 Αλλοίμονον εις εκείνον, που πιστεύει εις τα ξύλινα αγάλματα και λέγει προς αυτά· “ξύπνα, σήκω” και στο λίθινον άγαλμα, “στάσου υψηλά!” Και αυτό είναι επινόησις της ανθρωπίνης φαντασίας. Το υλικόν, από το οποίον αποτελείται, είναι έλασμα χρυσού και αργύρου. Κανένα πνεύμα, καμμία πνοή ζωής δεν υπάρχει έντος αυτού. 19 Ποίαν ὠφέλειαν προσφέρει τὸ νεκρὸν γλυπτὸν ἄγαλμα, τὸ ὁποῖον κατεσκεύασαν καὶ ἔγλυψαν ἀνθρώπινα χέρια; Ὁ ἀγαλματοποιὸς τὸ ἔπλασε μὲ τὴν ψευδῆ ἀνθρωπίνην φαντασίαν του καὶ κατόπιν τὸ κατεσκεύασεν ἀπὸ λειωμένον μέταλλον διότι ὁ λογικὸς ἀγαλματοποιὸς ἢ ὁ τεχνίτης ἔχει πεποίθησιν εἰς τὸ ἄλογον εἰδωλικὸν αὐτὸ κατασκεύασμα· πιστεύει εἰς αὐτά, παρ' ὅλον ὅτι τὰ λίθινα ἢ μεταλλικὰ ἀγάλματά του, τὰ εἴδωλα, εἶναι ἄλαλα καὶ κωφά!
20 ὁ δὲ Κύριος ἐν ναῷ ἁγίῳ αὐτοῦ· εὐλαβείσθω ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ. 20 Ο Κυριος όμως κατοικεί στον άγιον ναόν του. Ας ευλαβηθή αυτόν όλη η οικουμένη. 20 Ἐνῷ δὲ τὰ εἴδωλα εἶναι κωφά, ἀδύνατα, ἐντελῶς ἀνώφελα, ὁ παντοδύναμος Κύριος, ὡς ο Ἅγιος τῶν ἁγίων, κατοικεῖ εἰς τὸν ἅγιον ναόν Του. Ὁλόκληρος λοιπὸν ἡ γῆ ἂς προσκυνῇ καὶ ἂς τρέφῃ ἀπέραντον καὶ βαθὺν σεβασμὸν πρὸς τὸ πρόσωπόν Του, δηλαδὴ τὴν παντοκρατορικήν του ἐπίβλέψιν καὶ ἐπίσκεψιν ἐφ’ ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων καὶ ἐκδηλώσεων, τὰ ὁποῖα κατευθύνει.