Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Προσευχὴ ᾿Αμβακοὺμ τοῦ προφήτου μετὰ ᾠδῆς. - ΚΥΡΙΕ, εἰσακήκοα τὴν ἀκοήν σου καὶ ἐφοβήθην· | 1 Κυριε, ήκουσα εκείνο, το οποίον συ με έκαμες να ακούσω, και εφοβήθην. | 1 Προσευχὴ Ἀμβακοὺμ τοῦ Προφήτου, ἡ ὁποία ψάλλεται μὲ συνοδεία ὀργάνων. 1β Κύριε, ἄκουσα ὅσα εἶπες διὰ τοὺς παρανομοῦντας εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅτι θὰ παραδοθοῦν εἰς τοὺς Βαβυλωνίους, καὶ ὅτι οἱ ἀσεβεῖς Βαβυλώνιοι θὰ παραδοθοῦν ἐν συνεχείᾳ εἰς τοὺς Πέρσας, καὶ ἐφοβήθηκα· ἐγέμισα ἀπὸ δέος καὶ φόβον, διότι παραδίδεις τοὺς ἀσεβεῖς εἰς καταστροφήν. |
2 Κύριε, κατενόησα τὰ ἔργα σου καὶ ἐξέστην. ἐν μέσῳ δύο ζῴων γνωσθήσῃ, ἐν τῷ ἐγγίζειν τὰ ἔτη ἐπιγνωσθήσῃ, ἐν τῷ παρεῖναι τὸν καιρὸν ἀναδειχθήσῃ, ἐν τῷ ταραχθῆναι τὴν ψυχήν μου, ἐν ὀργῇ ἐλέους μνησθήσῃ. | 2 Κυριε, παρετήρησα με προσοχήν τα έργα σου, τα κατενόησα, κατελήφθην από έκπληξιν μεγάλην. Ανάμεσα εις δύο όντα, που έχουν ζωήν, θα γίνης γνωστός στους ανθρώπους. Οταν πλησιάζουν τα έτη, που θα αποκαλυφθή η αγαθότης σου, θα γνωρισθής ακόμα καλύτερον. Οταν έλθη ο καιρός ο ωρισμένος, θα αναδειχθή η δύναμίς σου. Οταν ταραχθή η ψυχή μου εις καιρόν της δικαίας σου οργής, ενθυμήσου, Κυριε, και δος μου το έλεός σου. | 2 Κύριε, ἐμελέτησα μὲ προσοχὴν τὰ ἔργα σου, τὰ ἐνόησα πολὺ καλὰ καὶ ἐγέμισα ἀπὸ ἔκπληξιν καὶ θαυμασμόν, θὰ γίνῃς γνωστὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους μεταξὺ δύο ζωντανῶν ὄντων «ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Μεταξὺ τῆς παρούσης καὶ τῆς μελλούσης ζωῆς». Μᾶς προεῖπες τὰ περὶ Βαβυλωνίων. Καθὼς προχωροῦν οἱ αἰῶνες καὶ θὰ φθάσῃ ὁ καιρὸς νὰ γίνουν ὅσα προεῖπες, καὶ πλησιάζουν τὰ ἔτη τῆς συντελείας καὶ ἐπικρατήσεως τοῦ ἁγίου θελήματός σου, θὰ γίνῃς γνωστὸς εἰς ὅλους· ὅταν δὲ φθάσῃ ὁ ὡρισμένος καιρός, θὰ φανερωθῇ εἰς ὅλους ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀληθεία καὶ ἡ δύναμίς σου. Ὅταν ταραχθῇ ἡ ψυχή μου, κατὰ τὸν καιρὸν τῆς δικαίας ὀργῆς σου, ἐνθυμήσου τὸ ἔλεός σου καὶ γίνε εὐσπλαγχνικὸς ἀπέναντί μου. |
3 ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμὰν ἥξει, καὶ ὁ ἅγιος ἐξ ὄρους κατασκίου δασέος. (διάψαλμα). ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ, καὶ αἰνέσεως αὐτοῦ πλήρης ἡ γῆ. | 3 Ο Θεός, ένδοξος και ισχυρός, θα έλθη από την Θαιμάν· ο άγιος από το βαθύσκιον δασωμένον όρος. (Διάψαλμα). Αι άπειροι εις αριθμόν και τελειότητα αρεταί σου εκάλυψαν τον ουρανόν. Η γη είναι γεμάτη από την δοξολογίαν προς σέ. | 3 Ὁ παντοκράτωρ Θεὸς θὰ ἔλθῃ μὲ δόξαν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἀπὸ τὴν Θαιμάν «ἀπὸ τὰ νότια»· ὁ Ἅγιος θὰ ἔλθῃ ἀπὸ πυκνὸν καὶ βαθύσκιον ὄρος. «Ἡ ὠδὴ διακόπτεται ἀπότομα καὶ γίνεται σιωπή· ἀκούεται ἰσχυρὸς ἦχος ἐγχόρδων ὀργάνων». Ἡ ἄπειρος δόξα, ἡ σεβασμιότης, ἡ τελεία ἁγιότης καὶ ἡ κραταιὰ ἀγάπη Του ἐκάλυψαν τοὺς οὐρανούς «ἢ ἐσκέπασαν τὶς οὐράνιες Δυνάμεις»· ἡ γῆ εἶναι γεμᾶτη ἀπὸ τοὺς αἴνους καὶ τοὺς δοξολογητικοὺς ὕμνους πρὸς Αὐτόν. |
4 καὶ φέγγος αὐτοῦ ὡς φῶς ἔσται, κέρατα ἐν χερσὶν αὐτοῦ, καὶ ἔθετο ἀγάπησιν κραταιὰν ἰσχύος αὐτοῦ. | 4 Η ακτινοβολία της δόξης του είναι ισχυρά, όπως το φως. Δυναμιν κρατεί εις τα χέρια του. Την αγάπην του την ενηρμόνισε με την άπειρον δύναμίν του. | 4 Ἡ λάμψις καὶ ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἀπείρου δόξης Του δὲν θὰ εἶναι ἀμυδρὰ καὶ ἀσθενής, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἄκρατος, ἀμιγὴς καὶ ἰσχυρά, ὅπως τὸ καθαρώτατον φῶς. Εἰς τὰ χέρια Του κρατεῖ δύναμιν ἀκαταγώνιστον. Τὴν ἄπειρον ἀγάπην Του συνεδύασε κατὰ πάνσοφον τρόπον μὲ τὴν ἀκατάβλητον δύναμίν Του. |
5 πρὸ προσώπου αὐτοῦ πορεύσεται λόγος, καὶ ἐξελεύσεται εἰς παιδείαν κατὰ πόδας αὐτοῦ | 5 Εμπρός του προπορεύεται ο λόγος ο καθοδηγητικός, ο διαφωτιστικός. Αυτός τον ακολουθεί κατά πόδας, όταν πρόκειται να διαφωτίση, αλλά και παιδαγωγικώς να τιμωρήση τους ανθρώπους. | 5 Πρὶν ἀπὸ Αὐτὸν πορεύεται, ὡς προπομπὸς καὶ προάγγελος, προφητικὸς καὶ καθοδηγητικὸς λόγος· ἀφοῦ δὲ ἀπέστειλε τὸν λόγον εἰς παιδαγωγίαν ἰδικήν μας, κατόπιν ἔρχεται καὶ Αὐτὸς ὁ ἴδιος κατὰ πόδας τοῦ προφητικοῦ λόγου. «Ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ὁ λόγος αὐτὸς Τὸν Ἀκολουθεῖ εἰς κάθε του βῆμα, κάθε φορὰν ποὺ πρόκειται νὰ διαφωτίσῃ ἢ νὰ τιμωρήσῃ παιδαγωγικῶς τοὺς ἀνθρώπους». |
6 ἔστη, καὶ ἐσαλεύθη ἡ γῆ· ἐπέβλεψε, καὶ διετάκη ἔθνη. διεβρύθη τὰ ὄρη βίᾳ, ἐτάκησαν βουνοὶ αἰώνιοι. | 6 Εστάθη ο Κυριος, και η γη εσαλεύθη έντρομος. Ερριψεν ένα μόνον βλέμμα, και έλυωσαν τα έθνη. Τα όρη εθρυμματίσθηκαν μετά κρότου, τα αιώνια βουνά έλυωσαν από τον φόβον των. | 6 Κύριος ὁ Θεὸς ἐστάθη, καὶ λόγῳ τῆς φοβερᾶς παντοδυναμίας του ἐσείσθη καὶ ἐκλονίσθη ἡ γῆ· ἔρριψεν ἁπλῶς τὸ βλέμμα του, παρετήρησε μὲ προσοχήν, καὶ ὁλόκληρα ἔθνη ἔλειωσαν ὅπως τὸ κερί· τὰ ὅρη ἔγιναν θρύμματα ἀπὸ τὴν ὁρμὴν καὶ τὴν δύναμίν του καί οἱ ἀπ’ αἰώνων ὀνομαστοὶ διὰ τὸ ὕψος καὶ τὸ μέγεθος των λόφοι διελύθησαν, ἔλειωσαν κυριολεκτικῶς. |
7 πορείας αἰωνίας αὐτοῦ ἀντὶ κόπων εἶδον· σκηνώματα Αἰθιόπων πτοηθήσονται καὶ αἱ σκηναὶ γῆς Μαδιάμ. | 7 Και μέσα εις αυτάς τας συμφοράς και τας θλίψεις είδον εγώ τας αιωνίας βουλάς και ενεργείας αυτού! Αι σκηναί των Αιθιόπων θα κατατρομάξουν και αι σκηναί επίσης της γης Μαδιάμ. | 7 Εἶδαν τὰ διὰ μέσου τῶν αἰώνων θαυμαστὰ καὶ συγκλονιστικὰ ἔργα σου καὶ τὰ ἐθεώρησαν ἀβάστακτα καὶ ἀνυπόφορα «ἢ κατ’ ἄλλους: Εἶδαν τὶς αἰώνιες καὶ ἀκατάλυτες ἐντολὲς καὶ τὶς ἐθεώρησαν φορτικὲς καὶ δυσβάστακτες· ἢ κατ’ ἄλλους πάλιν: Εἶδα ἐγώ, ὁ Προφήτης». Οἱ σκηνὲς τῶν Αἰθιόπων θὰ κατατρομάξουν, ὅπως ἐπίσης καί οἰ σκηνὲς τῶν κατοίκων τῆς χώρας τῶν Μαδιανιτῶν. |
8 μὴ ἐν ποταμοῖς ὠργίσθης, Κύριε, ἢ ἐν ποταμοῖς ὁ θυμός σου; ἢ ἐν θαλάσσῃ τὸ ὅρμημά σου; ὅτι ἐπιβήσῃ ἐπὶ τοὺς ἵππους σου, καὶ ἡ ἱππασία σου σωτηρία. | 8 Μηπως, Κυριε, ωργίσθης και εθύμωσες εναντίον των αψύχων ποταμών; Μηπως η ορμή σου στρέφεται εναντίον της Ερυθράς Θαλάσσης; Οχι βεβαίως, διότι συ επέβης επάνω στους ίππους του άρματός σου και η ίππευσίς σου αυτή υπήρξε σωτηρία δια τον λαόν σου. | 8 Μήπως, Κύριε, ὠργίσθης ἐναντίον τῶν ἀψύχων ποταμῶν, ἢ μήπως ὁ θυμὸς τῆς ὀργῆς σου στρέφεται μόνον κατὰ τῶν ποταμῶν; Ἢ μήπως ἡ ὁρμὴ τοῦ θυμοῦ σου στρέφεται ἐναντίον τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης; Ἀσφαλῶς ὄχι! Διότι Σὺ ἀνέβης εἰς τοὺς ἵππους τοῦ πολεμικοῦ σου ἅρματος, καὶ ἡ ἱππασία σου αὐτὴ ἔφερε τὴν σωπηρίαν εἰς τὸν λαόν σου. |
9 ἐντείνων ἐντενεῖς τὸ τόξον σου ἐπὶ σκῆπτρα, λέγει Κύριος. (διάψαλμα). ποταμῶν ραγήσεται γῆ. | 9 Θα τεντώσης έως τα άκρα με δύναμιν το τοξον σου εναντίον των σκηπτρούχων της γης, λέγει ο Κυριος (Διάψαλμα). Η γη θα ανοίξη και άφθονα ύδατα ποταμών θα αναβλύσουν. | 9 θὰ τεντώσης τὴν χορδὴν τοῦ πολεμικοῦ σου τόξου, ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον, ὄχι ἐναντίον ἀψύχων, ἀλλ’ ἐναντίον βασιλέων, οἱ ὁποῖοι κρατοῦν σκῆπτρα, λέγει ὁ Κύριος. «Ἡ ώδὴ διακόπτεται ἀπότομα καὶ γίνεται σιωπή· ἀκούεται ἰσχυρὸς ἦχος ἐγχόρδων ὀργάνων». Ἡ γῆ θὰ σχισθῇ καὶ θὰ ἀνοίξῃ, θὰ ἀναβλύσουν δὲ ἄφθονα ὕδατα ποταμῶν. |
10 ὄψονταί σε καὶ ὠδινήσουσι λαοί, σκορπίζων ὕδατα πορείας αὐτοῦ· ἔδωκεν ἡ ἄβυσσος φωνὴν αὐτῆς, ὕψος φαντασίας αὐτῆς. | 10 Θα σε ίδουν, Κυριε, όλοι οι λαοί και θα καταληφθούν από ωδίνας, ομοίας προς τας ωδίνας της επιτόκου. Διότι συ εκβάλλεις και διασκορπίζεις τα ύδατα από τας κοίτας, εις τας οποίας ρέουν. Η απύθμενος θάλασσα εβόησε από τους παφλασμούς των κυμάτων της. Τα κύματά της υψώθησαν εις αφάνταστον ύψος ενώπιόν σου. | 10 Κύριε, θὰ σὲ ἴδουν οἱ λαοὶ καὶ θὰ συγκλονισθοῦν θὰ αἰσθανθοῦν δυνατὸν πόνον, ὅμοιον μὲ τὶς ὠδῖνες τῆς γυναίκας, ποὺ πρόκειται νὰ γεννήσῃ· διότι Σὺ βγάζεις ἔξω ἀπὸ τὴν κοίτην τῶν ποταμῶν καὶ τῶν θαλασσῶν τὰ ὕδατα καὶ τὰ διασκορπίζεις πρὸς διαφόρους κατευθύνσεις. Τὰ ὕδατα ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς γῆς καὶ τὰ τρίσβαθα τῆς θαλάσσης ἀντήχησαν μὲ τοὺς παφλασμούς των, τρομαγμένα ἀπὸ τὴν θείαν παρουσίαν Σου· τὰ δὲ κύματα ἀνέβησαν κατακορύφως καὶ ἀψαντάστως ὑψηλὰ ἐνώπιόν Σου. |
11 ἐπῄρθη ὁ ἥλιος, καὶ ἡ σελήνη ἔστη ἐν τῇ τάξει αὐτῆς· εἰς φῶς βολίδες σου πορεύσονται, εἰς φέγγος ἀστραπῆς ὅπλων σου. | 11 Εσηκώθη και εστάθη ακίνητος ο ήλιος· και αυτή σελήνη εσταμάτησεν εις την θέσιν της, όταν ο Ιησούς του Ναυή εν ονόματί σου τα διέταξε. Τα βέλη σου ολοφάνερα, ωσάν το φως, κατευθύνονται εναντίον των εχθρών σου. Τα όπλα σου απαστράπτουν, ωσάν το φως. | 11 Ὁ ἥλιος ὑψώθη, ἀνέκοψε τὴν τροχιάν του καὶ ἐστάθη ἀκίνητος, ἡ δὲ σελήνη ἐσταμάτησεν εἰς τὴν θέσιν της. Τὰ βέλη «οἱ κεραυνοί» Σου ὁλοφάνερα, ὡσὰν τὸ φῶς, κατευθύνονται ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν Σου· τὰ ὅπλα «οἱ ἀστραπὲς καὶ οἰ κεραυνοί» Σου λάμπουν καὶ ἀκτινοβολοῦν, ὡσὰν τὴν λάμψιν τοῦ φωτός. |
12 ἐν ἀπειλῇ ὀλιγώσεις γῆν καὶ ἐν θυμῷ κατάξεις ἔθνη. | 12 Με την δικαίαν σου τιμωρίαν, την οποίαν απειλητικώς προανήγγειλες, θα καταστρέψης την γην των Χαλδαίων. Και επάνω στον δίκαιον θυμόν σου θα ρίψης ταπεινωμένους στο έδαφος λαούς. | 12 Μὲ τὴν σκληρὰν καὶ δικαίαν τιμωρίαν, τὴν ὁποίον ἔχεις προαναγγείλει ἀπειλητικῶς, θὰ ἐρημώσῃς τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων - Βαβυλωνίων, καὶ μὲ τὸν θυμὸν τῆς δικαίας ὀργῆς σου θὰ ρίψῃς κάτω καὶ θὰ ταπεινώσης πολλὰ ἔθνη. |
13 ἐξῆλθες εἰς σωτηρίαν λαοῦ σου τοῦ σῶσαι τὸν χριστόν σου· ἔβαλες εἰς κεφαλὰς ἀνόμων θάνατον, ἐξήγειρας δεσμοὺς ἕως τραχήλου. (διάψαλμα). | 13 Ετσι θα εξέλθης, δια να σώσης τον λαόν σου, δια να σώσης τον αφιερωμένον εις σε λαόν. Εδωσες θάνατον εις κεφαλάς παρανόμων ανθρώπων. Αλύτους δεσμούς ανέβασες και επέβαλες στον τράχηλον των αμαρτωλών. | 13 Ἐνῷ ὅμως θὰ καταστρέψῃς τὰ ἔθνη, θὰ ἐξέλθῃς διὰ νὰ σώσῃς τὸν ἰδικόν Σου λαόν, διὰ νὰ σώσῃς τὸν ἀγαπημένον καὶ ἀφιερωμένον εἰς Σὲ λαόν, τὸν ὁποῖον ἐξέλεξες ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη. Συνέτριψες καὶ ἐθανάτωσες τὶς κεφαλὲς τῶν παρανόμων καὶ ἀσεβῶν· τοὺς ἔδεσες γύρω - γύρω μὲ τὰ σχοινιὰ τῶν ἰδικῶν των ἁμαρτιῶν καὶ ἐγκλημάτων ὄχι μερικῶς, ἀλλ' εἰς ὅλον τὸ σῶμα των, ἀπὸ κάτω ἕως ἐπάνω, μέχρι τοῦ τραχήλου. «Ἡ ὠδὴ διακόπτεται ἀπότομα καὶ γίνεται σιωπή· ἀκούεται ἰσχυρὸς ἦχος ἐγχόρδων ὀργάνων». |
14 διέκοψας ἐν ἐκστάσει κεφαλὰς δυναστῶν, σεισθήσονται ἐν αὐτῇ· διανοίξουσι χαλινοὺς αὐτῶν ὡς ἐσθίων πτωχὸς λάθρᾳ. | 14 Προς κατάπληξιν όλων έκοψες τας κεφαλάς των ισχυρών της γης. Θα συγκλονισθούν και θα πανικοβληθούν όλοι οι κατοικούντες εις αυτήν. Ως εάν έχουν χαλινούς, ολίγον θα ανοίξουν το στόμα των, όπως ο πτωχός ο οποίος τρώγει κρυφίως το ψωμί του. | 14 Ἔκοψες πέρα - πέρα κεφαλὲς δυναστῶν, προξενῶν τὴν κατάπληξιν ὅλων· ὅσοι θὰ ἴδουν τὸ γεγονὸς τοῦτο, θὰ συνταραχθοῦν, θὰ συγκλονισθοῦν. Θὰ ἀνοίξουν κατατρομαγμένοι τὸ στόμα των πολὺ λίγο, ὡσὰν νὰ ἔχουν χαλινάρι καὶ ἐμποδίζωνται, καὶ θὰ τολμήσουν νὰ ὁμιλήσουν δειλὰ - δειλά, ὅπως ὁ πτωχός, ὁ ὁποῖος δὲν τολμᾷ νὰ ἀνοίξῃ τὸ στόμα του, ἀλλὰ μασᾷ κρυφὰ τὴν τροφήν του μὲ τὰ χείλη κλειστά. |
15 καὶ ἐπεβίβασας εἰς θάλασσαν τοὺς ἵππους σου ταράσσοντας ὕδατα πολλά. | 15 Ωδήγησες και ανέβασες, Κυριε, εις την θάλασσαν τους ίππους σου, οι οποίοι αναταράσσουν τα πολλά αυτής ύδατα. | 15 Μὴ ἐμποδιζόμενος ἀπὸ τίποτε, ὠδήγησες καὶ ἀνέβασες ες τὴν θάλασσαν τοὺς ἵππους σου, οἱ ὁποῖοι, καθὼς κολυμβοῦν καὶ προχωροῦν, ἀναταράσσουν τὰ πολλά της ὕδατα. |
16 ἐφυλαξάμην, καὶ ἐπτοήθη ἡ κοιλία μου ἀπὸ φωνῆς προσευχῆς χειλέων μου, καὶ εἰσῆλθε τρόμος εἰς τὰ ὀστᾶ μου, καὶ ὑποκάτωθέν μου ἐταράχθη ἡ ἕξις μου. ἀναπαύσομαι ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως τοῦ ἀναβῆναι εἰς λαὸν παροικίας μου. | 16 Παρετήρησα με προσοχήν, ήκουσα και είδα τας θλίψστου λαού μου. Η καρδία μου εταράχθη καθ' ον χρόνον τα χείλη μου τρέμοντα απηύθυναν την προσευχήν. Τρόμος εισεχώρησεν στο εσωτερικόν μου. Ολόκληρος η υπαρξίς μου ανεστατώθη από κάτω έως άνω. Αλλά την ημέραν της θλίψεώς μου θα αναπαυθώ και θα παρηγορηθώ, όταν αναβώ στον λαόν μου, τον παροικούντα στον τόπον του. | 16 Παρετήρησα καὶ ἄκουσα μὲ προσοχήν, ὅσα μοῦ ἀπεκάλυψες, Κύριε, καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι, ὅσα πρόκειται νὰ ὑποστῇ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ποὺ ἀπίστησε εἰς Σέ. Διὰ τοῦτο, ἐνῷ τὰ χείλη μου προσηύχοντο καὶ ἔτρεμαν, τὸ ἐσωτερικόν μου ἐγέμισεν ἀπὸ φόβον, ἀγωνίαν καὶ ταραχὴν τρόμος ἐκυρίευσε τὰ ὀστά μου ὁλόκληρος δὲ ἡ ὑπαρξίς μου συνεκλονίσθη καὶ ἀνεστατώθη. Ἔχω ὅμως παρηγορίαν διότι πρὶν πραγματοποιηθοῦν οἱ προρρήσεις αὐτές, ὅταν ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τῆς εἰσορμήσεως κακῶν, ποὺ εἶναι δι' ἐμὲ ἡμέρα θλίψεως, ἐγὼ θὰ ἀναπαυθῶ, θὰ τελειώσω τὴν ζωήν μου καὶ θὰ ἀνεβῶ εἰς τὴν ἄνω πόλιν, ὅπου εἶναι ὁ λαὸς τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ὡς προσωρινοὶ κάτοικοι εἰς τὴν γῆν «ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Θὰ παρηγορηθῶ, διότι θὰ μεταβῶ εἰς τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος διαμένει εἰς τὸν τόπον του». |
17 διότι συκῆ οὐ καρποφορήσει, καὶ οὐκ ἔσται γενήματα ἐν ταῖς ἀμπέλοις· ψεύσεται ἔργον ἐλαίας, καὶ τὰ πεδία οὐ ποιήσει βρῶσιν· ἐξέλιπον ἀπὸ βρώσεως πρόβατα, καὶ οὐχ ὑπάρχουσι βόες ἐπὶ φάτναις. | 17 Διότι ιδού, οι συκιές δεν θα καρποφορήσουν, τα αμπέλια δεν θα παράγουν σταφυλάς, τα ελαιόδενδρα θα διαψεύσουν τας προσδοκίας μας δια ουγκομιδήν καρπού και αι πεδιάδες δεν θα παράγουν καρπούς εις διατροφήν των ανθρώπων. Τα πρόβατα αποθνήσκουν δια την έλλειψιν τροφής. Βοϊδια δεν υπάρχουν πλέον εις τα παχνιά των. | 17 Εἶναι δι’ ἐμὲ ἡμέρα μεγάλης θλίψεως, διότι οἰ συκιὲς δὲν θὰ καρποφορήσουν καὶ εἰς τὰ ἀμπέλια δὲν θὰ ὑπάρχουν σταφύλια· τὰ ἐλαιόδενδρα θὰ εἶναι ἔρημα καρπῶν καὶ ἔτσι θὰ διαψεύσουν τὶς προσδοκίες μας διὰ παραγωγὴν ἐλαιῶν καὶ λαδιοῦ· ἀλλὰ καὶ οἰ πεδιάδες δὲν θὰ παράγουν γεωργικὰ προϊόντα πρὸς διατροφήν. Τὰ πρόβατα θὰ ἀποθνήσκουν, ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως βοσκῆς, δὲν θὰ ὑπάρχουν δὲ εἰς τὰ παχνιά των βόδια, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα διὰ τὴν καλλιέργειαν τῶν χωραφιῶν. |
18 ἐγὼ δὲ ἐν τῷ Κυρίῳ ἀγαλλιάσομαι, χαρήσομαι ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου. | 18 Εγώ όμως θα αγάλλωμαι ελπίζων στον Κυριον. Θα γεμίση χαράν η καρδία μου δια τον σωτήρα μου Θεόν. | 18 Ἐγὼ ὅμως, ἐνῷ θὰ λυποῦμαι διὰ τὶς μεγάλες αὐτὲς συμφορές, ποὺ θὰ κτυπήσουν τὸν λαόν μου, φέρων εἰς τὸν νοῦν μου τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θὰ εἶναι φανερὰ εἰς ὅλους, θὰ χαίρω, θὰ ἀγάλλωμαι καὶ θὰ σκιρτῶ διὰ τὸν Θεόν, τὸν ἰδικόν μου σωτῆρα, ἀλλὰ καὶ σωτῆρα τοῦ λαοῦ μου. |
19 Κύριος ὁ Θεὸς δύναμίς μου καὶ τάξει τοὺς πόδας μου εἰς συντέλειαν· ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ ἐπιβιβᾷ με τοῦ νικῆσαί με ἐν τῇ ᾠδῇ αὐτοῦ. | 19 Κυριος ο Θεός είναι η δύναμίς μου. Αυτός θα στερεώση δια παντός τα πόδια μου εις τας δικαίας πορείας μου. Θα με αναβιβάση υψηλά, ώστε ψάλλων ευγνώμονα δοξολογίαν προς αυτόν να νικήσω. | 19 Ὡς ἄνθρωπος εἶμαι ἀδύνατος, ἀλλ’ ὁ Κύριος καὶ Θεὸς εἶναι ἡ δύναμίς μου· Αὐτὸς θὰ στερεώσῃ καὶ ἐνδυναμώσῃ τὰ πόδιά μου καὶ θὰ ἀσφαλίσῃ τὰ βήματά μου, ὥστε νὰ φθάσω εἰς τὸ τέλος τοῦ δρόμου. Ὁ Κύριος θὰ μὲ ἐνισχύσῃ καὶ θὰ μὲ ἀνεβάσῃ ὑψηλά, ὥστε ἀπὸ τὰ ὑψηλότερα νὰ νικήσω ἐκείνους, ποὺ μοῦ ἐπιτίθενται, προσφέρων εἰς τὸν Σωτῆρα μου ὕμνον δοξολογητικὸν καὶ ἐπινίκιον. |