Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΟΤΙ ἰδοὺ ἐγὼ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅταν ἐπιστρέψω τὴν αἰχμαλωσίαν ᾿Ιούδα καὶ ῾Ιερουσαλήμ, | 1 Ιδού, κατά τας ημέρας της μεγάλης κοσμοϊστορικής εκείνης εποχής, θα επαναφέρω τους αιχμαλώτους της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ από τον τόπον της εξορίας των. | 1 Όντως θὰ γίνῃ σωτηρία ἐν Ἱερουσαλήμ. Διότι Ἐγὼ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας καὶ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ὅταν θὰ γυρίσω πάλιν εἰς τὴν πατρίδα τῶν τοὺς αἰχμαλώτους τοῦ Ἰούδα καὶ τῆς Ἱερουσαλήμ, |
2 καὶ συνάξω πάντα τὰ ἔθνη καὶ κατάξω αὐτὰ εἰς τὴν κοιλάδα ᾿Ιωσαφὰτ καὶ διακριθήσομαι πρὸς αὐτοὺς ἐκεῖ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ μου καὶ τῆς κληρονομίας μου ᾿Ισραήλ, οἳ διεσπάρησαν ἐν τοῖς ἔθνεσι· καὶ τὴν γῆν μου καταδιείλαντο | 2 Θα συγκεντρώσω όλα τα έθνη, θα τα καταβιβάσω εις την κοιλάδα του Ιωσαφάτ. Εκεί θα κάμω κρίσιν εναντίον αυτών υπέρ του ισραηλιτικού μου λαού και της ιδιαιτέρας αυτής κληρονομίας μου, των Ισραηλιτών, οι οποίοι έχουν διασπαρή μεταξύ των ειδωλολατρικών λαών. Θα κρίνω και θα δικάσω τα έθνη, διότι διεμοιράσθησαν μεταξύ των την χώραν του λαού μου. | 2 καὶ θὰ συναθροίσω τότε δλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ τὰ κατεβάσω εἰς τὴν κοιλάδα Ἰωσαφατ καὶ θὰ κριθῶ μαζὶ τοὺς ἐκεῖ διὰ τὸν λαόν μου καὶ διὰ τὴν κληρονομίαν μου, διὰ τὸν Ἰσραὴλ δηλαδή, οἱ ὁποῖοι διεσκορπίσθησαν εἰς τὰ ἔθνη· καὶ τὴν χώραν τῆς Παλαιστίνης, ἢ ὁποία κατ’ ἐξοχὴν ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην εἶναι ἴδική μου, τὴν διεμοίρασαν ὁλόκληρον |
3 καὶ ἐπὶ τὸν λαόν μου ἔβαλον κλήρους καὶ ἔδωκαν τὰ παιδάρια πόρναις καὶ τὰ κοράσια ἐπώλουν ἀντὶ τοῦ οἴνου καὶ ἔπινον. | 3 Δια την διανομήν των αιχμαλώτων του λαού μου έβελαν κλήρους μεταξύ των. Παρέδωκαν τα παιδάρια εις τας πόρνας, τα δε κοράσια επωλούσαν αντί ελαχίστου οίνου, τον οποίον και έπιναν δια να μεθούν. | 3 καὶ ἔρριψαν κλήρους διὰ τὸν αἰχμαλωτισθεντα λαόν μου καὶ ἔδωκαν νέα παιδιὰ ὣς δούλους, διὰ νὰ πάρουν ἂντ’ αὐτῶν πόρνας, καὶ τὰ κοράσια ἐπωλούσαν ἀντὶ τοϋ κρασιοΰ καὶ ἐπιναν. |
4 καὶ τί ὑμεῖς ἐμοί, Τύρος καὶ Σιδὼν καὶ πᾶσα Γαλιλαία ἀλλοφύλων; μὴ ἀνταπόδομα ὑμεῖς ἀνταποδίδοτέ μοι; ἢ μνησικακεῖτε ὑμεῖς ἐπ᾿ ἐμοὶ ὀξέως; καὶ ταχέως ἀνταποδώσω τὸ ἀνταπόδομα ὑμῶν εἰς κεφαλὰς ὑμῶν, | 4 Και τι είσθε σεις ενώπιόν μου, Τυρος, Σιδών και όλη η Γαλιλαία των αλλοεθνών και αλλοθρήσκων; Μηπως, τυχόν, και θέλετε να ανταποδώσετε εις εμέ όσα κατά την δικαιοσύνην μου έκαμα προς σας; Η μήπως σεις μνησικακήτε με δριμύτητα εναντίον μου; Πολύ σύντομα θα ανταποδώσω και θα ρίψω επάνω εις τας κεφαλάς σας το κακόν, το οποίον εκάματε στον λαόν μου. | 4 Καὶ τί ἔχετε νὰ κάμετε σεὶς μὲ Ἐμέ, σεῖς οἱ κατοικοῦντες τὴν Τύρον καὶ Σιδῶνα καὶ οἱ ἀλλόφυλοι οἱ κατέχοντες ὅλην τὴν παραλίαν τῆς Παλαιστίνης; Μήπως σεῖς μοῦ ἀνταποδίδετε κάτι, μὲ τὸ ὁποῖον σᾶς ἠδίκησα; Ἢ μήπως σεῖς μοῦ βαστᾶτε κακίαν καὶ θέλετε νὰ μὲ ἐκδικηθῆτε; Καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν γρήγορα θὰ ἀνταποδώσω εἰς τὰς κεφαλάς σας τὴν τιμωρίαν, ποὺ σᾶς ἀξίζει, |
5 ἀνθ᾿ ὧν τὸ ἀργύριόν μου καὶ τὸ χρυσίον μου ἐλάβετε καὶ τὰ ἐπίλεκτά μου τὰ καλὰ εἰσηνέγκατε εἰς τοὺς ναοὺς ὑμῶν | 5 Διότι σεις διηρπάσατε το αργύριον και το χρυσίον του λαού μου και τα άλλα πολύτιμα αντικείμενα, τα εφέρατε και τα ετοποθετήσατε στους ειδωλολατρικούς ναούς σας. | 5 διὰ τὸ ὅτι ἐπήρατε τὸν ἄργυρόν μου καὶ τὸν χρυσόν μου, καὶ τὰ διαλεγμένα καὶ πολύτιμα ἱερά μου εἰσηγάγετε εἰς τοὺς ναούς σας καὶ τὰ ἐβεβηλώσατε, |
6 καὶ τοὺς υἱοὺς ᾿Ιούδα καὶ τοὺς υἱοὺς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπέδοσε τοῖς υἱοῖς τῶν ῾Ελλήνων, ὅπως ἐξώσητε αὐτοὺς ἐκ τῶν ὁρίων αὐτῶν. | 6 Τους ανθρώπους της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ τους επωλήσατε στους Ελληνας και τους απεδιώξατε από τα όρια της χώρας των. | 6 καὶ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰούδα καὶ τὰ παιδιὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ τοὺς ἐπωλήσατε εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν Ἑλλήνων, τοὺς Ἴωνας, διὰ νὰ τοὺς ἐξώσετε ἀπὸ τὴν πατρίδα των καὶ τὰ σύνορά των. |
7 καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω αὐτοὺς ἐκ τοῦ τόπου, οὗ ἀπέδοσθε αὐτοὺς ἐκεῖ, καὶ ἀνταποδώσω τὸ ἀνταπόδομα ὑμῶν εἰς κεφαλὰς ὑμῶν | 7 Ιδού όμως ότι εγώ θα επαναφέρω αυτούς από τον τόπον της εξορίας των, όπου σστους είχατε πωλήσει και θα ανταποδώσω και θα ρίψω επάνω εις τας κεφαλάς σας την τιμωρίαν, που σας πρέπει. | 7 Καὶ ἰδοὺ Ἐγὼ ξεσηκώνω αὐτοὺς ἀπὸ τὸν τόπον, ὅπου τοὺς ἐπωλήσατε διὰ νὰ μένουν ἐκεῖ, καὶ θὰ ἀνταποδώσω τὴν ἀνταπόδοσιν, ποὺ σᾶς ἀνήκει, στρέφων αὐτὴν κατὰ τῶν κεφαλῶν σας. |
8 καὶ ἀποδώσομαι τοὺς υἱοὺς ὑμῶν καὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν εἰς χεῖρας τῶν υἱῶν ᾿Ιούδα, καὶ ἀποδώσονται αὐτοὺς εἰς αἰχμαλωσίαν εἰς ἔθνος μακρὰν ἀπέχον, ὅτι Κύριος ἐλάλησε. - | 8 Τους υιούς και τας θυγατέρας σας θα παραδώσω εις τα χέρια των Ιουδαίων, οι οποίοι και θα τους πωλήσουν ως αιχμαλώτους εις έθνος απομεμακρυσμένον· διότι ο Κυριος ωμίλησε και έτσι θα γίνη. | 8 Καὶ θὰ παραδώσω τοὺς υἱούς σας καὶ τὰς θυγατέρας σας εἰς τὰ χέρια τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰούδα, καὶ θὰ τοὺς πωλήσουν ὡς αἰχμαλώτους εἰς ἔθνος ποὺ ἀπέχει μακρὰν θὰ γίνῃ δὲ αὐτὸ ὠρισμένως, διότι ὁ Κύριος ἐλάλησε καὶ διέταξεν αὐτό. |
9 Κηρύξατε ταῦτα ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἁγιάσατε πόλεμον, ἐξεγείρατε τούς μαχητάς, προσαγάγετε καὶ ἀναβαίνετε, πάντες ἄνδρες πολεμισταί. | 9 Αναγγείλατε αυτά εις όλα τα έθνη, κηρύξατε και αναλάβετε ιερόν πόλεμον. Εξεγείρατε και ενθουσιάσατε τους μαχητάς αυτού. Οδηγήσατε όλους εις την μάχην. Ολοι οι εμπειροπόλεμοι άνδρες ας αναβούν, δια να λάβουν μέρος στον πόλεμον αυτόν. | 9 Διακηρύξατε σεῖς οἱ ἄγγελοι αὐτὰ εἰς τὰ ἔθνη· κηρύξατε πόλεμον, σηκώσατε ἐπάνω τοὺς μαχητάς, πλησιάσατέ τους καὶ συγκροτήσατέ τους εἰς στράτευμα, καὶ ἀναβαίνετε ἐπιτιθέμενοι κατὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ ὅλοι οἱ ἄνδρες, ποὺ ξεύρουν να πολεμοῦν. |
10 συγκόψατε τὰ ἄροτρα ὑμῶν εἰς ρομφαίας καὶ τὰ δρέπανα ὑμῶν εἰς σειρομάστας· ὁ ἀδύνατος λεγέτω ὅτι ἰσχύω ἐγώ. | 10 Κοψτε τα άροτρά σας και μεταβάλετέ τα εις ρομφαίας και τα δρέπανά σας εις λόγχας με άγκιστρα και όποιος τυχόν είναι αδύνατος, ας ενθαρρύνη τον εαυτόν του λέγων· έχω και εγώ δύναμιν. | 10 Κατακόψατε ὅλοι μαζὶ τὰ ἀλέτριά σας τὰ σιδηρᾶ καὶ σφυρηλατήσατέ τα εἰς ρομφαίας καὶ τὰ δρέπανά σας μετατρέψατέ τα εἰς λόγχας. Καθένας καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀδυνάτους ἂς λέγῃ, ὅτι εἶμαι δυνατὸς ἐγὼ καὶ ἔχω δύναμιν νὰ πολεμήσω. |
11 συναθροίζεσθε καὶ εἰσπορεύεσθε, πάντα τὰ ἔθνη κυκλόθεν, καὶ συνάχθητε ἐκεῖ· ὁ πρᾳΰς ἔστω μαχητής. | 11 Συγκεντρωθήτε και εισέλθετε στον αγώνα. Ολα τα έθνη είναι γύρω σας. Συγκεντρωθήτε εκεί και αυτός ακόμη ο πράος και ήρεμος ας αναδειχθή πολεμιστής. | 11 Συναθροισθῆτε καὶ κάμετε εἰσβολήν, ὅλα τὰ ἔθνη ἀπὸ κάθε τριγύρω μέρος, καὶ συναθροισθῆτε ἐκεῖ πλησίον τῆς Ἱερουσαλήμ, εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ. Μαζευθῆτε ὅλοι· καὶ αὐτοὶ οἱ ἀπὸ φύσεως καὶ συνηθείας πρᾶοι ἂς ἐμπνευσθοῦν ἀπὸ πολεμικὸν μένος καὶ ἂς γίνουν μαχηταί. |
12 ἐξεγειρέσθωσαν καὶ ἀναβαινέτωσαν πάντα τὰ ἔθνη εἰς τὴν κοιλάδα ᾿Ιωσαφάτ, διότι ἐκεῖ καθιῶ τοῦ διακρῖναι πάντα τὰ ἔθνη κυκλόθεν. | 12 Ας εγερθούν και ας αναβούν όλα τα έθνη εις την κοιλάδα του Ιωσαφάτ, διότι εκεί εγώ θα στήσω το δικαστήριόν μου, δια να κρίνω και δικάσω όλα τα γύρω έθνη. | 12 Ἂς ἐξεγερθοῦν καὶ ἂς ἀναβοῦν πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὅλα τὰ ἔθνη, καταβαίνοντα ἀκολούθως εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, διότι ἐκεῖ θὰ καθίσω διὰ νὰ κρίνῳ καὶ ξεχωρίσω ὅλα τὰ ἔθνη ἐπισυναγόμενα ἐξ ὅλων τῶν μερῶν. |
13 ἐξαποστείλατε δρέπανα, ὅτι παρέστηκεν ὁ τρυγητός· εἰσπορεύεσθε, πατεῖτε, διότι πλήρης ἡ ληνός· ὑπερεκχεῖτε τὰ ὑπολήνια, ὅτι πεπλήθυνται τὰ κακὰ αὐτῶν. | 13 Αποστείλατε τα δρέπανά σας, διότι έφθασεν ο καιρός, που θα θερισθούν οι εχθροί μου. Εισέλθετε στον ληνόν και πατείτε ωσάν σταφύλια τους εχθρούς σας, διότι είναι γεμάτος ο ληνός από αυτούς. Τα κάτω από τον ληνόν εγέμισαν οίνον, από το αίμα δηλαδή των εχθρών, διότι αι κακίαι αυτών έχουν πληθυνθή. | 13 Στείλατε γρήγορα παντοῦ δρέπανα, διότι ἦλθεν ὁ θερισμὸς καὶ ὁ τρύγος· ἐμβᾶτε μέσα καὶ πατεῖτε, διότι ἐγέμισεν ὁ ληνός, καὶ ὁ μοῦστος, ποὺ ρέει ἀπὸ τὰ συνθλιβόμενα σταφύλια, χύνεται ἔξω ἀπὸ τὶς στέρνες, εἰς τὶς ὁποῖες συλλέγεται. Καὶ εἶναι τόσον πολὺς ὁ μοῦστος, διότι ἔχουν πληθυνθῆ τὰ κακὰ τῶν τιμωρουμένων ἁμαρτωλῶν, ποὺ ἐξεικονίζονται ἀπὸ τὰ πατούμενα σταφύλια. |
14 ἦχοι ἐξήχησαν ἐν τῇ κοιλάδι τῆς δίκης, ὅτι ἐγγὺς ἡμέρα Κυρίου ἐν τῇ κοιλάδι τῆς δίκης. | 14 Ηχοι αντήχησαν και διεβοήθησαν εις την κοιλάδα αυτήν της δίκης, διότι πλησιάζει πλέον η ημέρα, που θα κρίνη ο Κυριος τα έθνη εις την κοιλάδα αυτήν. | 14 Ἦχοι τρόμου καὶ φρίκης ἀντήχησαν εἰς τὴν κοιλάδα, ποὺ γίνεται ἡ κρίσις, διότι πλησιάζει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου εἰς τὴν κοιλάδα αὐτήν, ποὺ θὰ δικάσῃ ὁ Κύριος. |
15 ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη συσκοτάσουσι, καὶ οἱ ἀστέρες δύσουσι φέγγος αὐτῶν. | 15 Ο ήλιος και η σελήνη, τα δύο αυτά φωτεινά σώματα, θα σκοτισθούν, το δε φεγγοβόλημα των αστέρων θα σβήση. | 15 Ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη θὰ σκοτισθοῦν συγχρόνως, καὶ οἱ ἀστέρες θὰ χάσουν τὴν λάμψιν των. |
16 ὁ δὲ Κύριος ἐκ Σιὼν ἀνακεκράξεται καὶ ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ δώσει φωνὴν αὐτοῦ, καὶ σεισθήσεται ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ· ὁ δὲ Κύριος φείσεται τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνισχύσει τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ. | 16 Ο Κυριος όμως θα κράξη από την Σιών, θα φωνάξη από την Ιερουσαλήμ και θα σεισθή ο ουρανός και η γη. Αλλά μέσα στον συγκλονισμόν αυτόν θα λυπηθή τον λαόν του και θα ενισχύση τους Ισραηλίτας. | 16 Ὁ δὲ Κύριος ἀπὸ τὴν Σιὼν θὰ ἐκβάλῃ ἰσχυρὰν κραυγὴν καὶ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ δώσῃ τὴν φωνήν του, καὶ θὰ σεισθῇ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ· ὁ Κύριος δὲ θὰ φεισθῇ καὶ θὰ σώσῃ τὸν λαόν του, καὶ θὰ δώσῃ δύναμιν καὶ ἰσχὺν εἰς τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ. |
17 καὶ ἐπιγνώσεσθε, διότι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ὁ κατασκηνῶν ἐν Σιὼν ὄρει ἁγίῳ μου· καὶ ἔσται ῾Ιερουσαλὴμ ἁγία, καὶ ἀλλογενεῖς οὐ διελεύσονται δι᾿ αὐτῆς οὐκέτι. | 17 Τοτε θα μάθετε καλά ότι ίεγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος έχω κατασκηνώσει εις την Σιών, στο άγιον αυτό όρος της Ιερουσαλήμ. Τοτε η Ιερουσαλήμ θα γίνη αγία. Οι αλλοεθνείς και οι αλλόθρησκοι δεν θα πατούν πλέον εκεί. | 17 Καὶ τότε θὰ λάβετε πλήρη καὶ τελείαν γνῶσιν, διότι Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας, ποὺ ὡς ἐν σκηνῇ κατοικῶ εἰς τὴν Σιών, εἰς τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου· καὶ θὰ εἶναι ἡ Ἱερουσαλὴμ ἁγία καὶ ἀπλησίαστος εἰς πάντα μολυσμένον, καὶ ἀλλογενεῖς καὶ ξένοι δὲν θὰ περάσουν πλέον δι’ αὐτῆς. |
18 καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν, καὶ οἱ βουνοὶ ρυήσονται γάλα, καὶ πᾶσαι αἱ ἀφέσεις ᾿Ιούδα ρυήσονται ὕδατα, καὶ πηγὴ ἐξ οἴκου Κυρίου ἐξελεύσεται καὶ ποτιεῖ τὸν χειμάρρουν τῶν σχοίνων. | 18 Κατά την εποχήν εκείνην, εις την νέαν κατάστασιν των πραγμάτων, τα όρη θα τρέχουν γλυκό μέλι και από τους λόφους θα τρέχη άφθονον γάλα, όλαι δε αι πηγαί θα αναβλύζουν άφθονα ύδατα. Πηγή θα αναβλύζη από τον ναόν του Κυρίου, τα νερά της θα φθάνουν και θα ποτίζουν και αυτόν ακόμη τον μακρυνόν και ξηρόν χείμαρρον των Σχοίνων. | 18 Καὶ θὰ γίνῃ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, τὰ ὅρη θὰ στάζουν γλυκὸν γλεῦκος, καὶ τὰ βουνὰ θὰ ρέουν γάλα, καὶ ὅλα τὰ ρυάκια τοῦ Ἰούδα θὰ τρέχουν νερά, καὶ ἀπὸ τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου θὰ ἐξέρχεται πηγὴ καὶ θὰ ποτίζῃ τὴν κοιλάδα τῶν σχοίνων. |
19 Αἴγυπτος εἰς ἀφανισμὸν ἔσται, καὶ ἡ ᾿Ιδουμαία εἰς πεδίον ἀφανισμοῦ ἔσται ἐξ ἀδικιῶν υἱῶν ᾿Ιούδα, ἀνθ᾿ ὧν ἐξέχεαν αἷμα δίκαιον ἐν τῇ γῇ αὐτῶν. | 19 Η Αίγυπτος θα εξαφανισθή και η Ιδουμαία θα γίνη πεδιάς ερημώσεως εξ αιτίας των αδικιών της εναντίον της φυλής Ιούδα, διότι τα δύο αυτά έθνη έχυσαν αθώον αίμα εις την χώραν του Ιούδα. | 19 Ἡ Αἴγυπτος θὰ εἶναι ἀφανισμένη καὶ ἐρημωμένη, καὶ ἡ Ἰδουμαία θὰ γίνῃ ἀφανισμένη ἔρημος ἕνεκα τῶν ἀδικιῶν, ποὺ ἔγιναν εἰς βάρος τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰούδα, διὰ τὸ ὅτι οἰ Αἰγύπτιοι καὶ οἱ Ἰδουμαῖοι ἔχυσαν αἷμα ἀθῶον καὶ δίκαιον εἰς τὴν χώραν των. |
20 ἡ δὲ ᾿Ιουδαία εἰς τὸν αἰῶνα κατοικηθήσεται καὶ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς γενεὰς γενεῶν. | 20 Η Ιουδαία όμως θα κατοικηθή αιωνίως και η Ιερουσαλήμ από γενεάς εις γενεάν. | 20 Τουναντίον δὲ ἡ Ἰουδαία θὰ κατοικηθῇ αἰωνίως καὶ ἡ Ἱερουσαλὴμ θὰ παραμένῃ εἰς γενεᾶς γενεῶν. |
21 καὶ ἐκζητήσω τὸ αἷμα αὐτῶν καὶ οὐ μὴ ἀθωώσω, καὶ Κύριος κατασκηνώσει ἐν Σιών. | 21 Εγώ θα τιμωρήσω τα έθνη δια το αίμα το αθώον, που έχυσαν. Δεν θα τους αθωώσω. Εις δε την Σιών θα κατοικήση δια παντός ο Κυριος. | 21 Καὶ θὰ ἐκδικηθῶ τὸ ἀδικοχυμένον αἷμα τῶν δούλων μου τούτων καὶ δὲν θὰ ἀμνηστεύσω αὐτό· καὶ ὁ Κύριος θὰ κατοικήσῃ εἰς τὴν Σιών. |