Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΔΡΑΣ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ μετὰ τὰ ρήματα ταῦτα ἐν βασιλείᾳ ᾿Αρθασασθὰ βασιλέως Περσῶν ἀνέβη ῎Εσδρας υἱὸς Σαραίου, υἱοῦ ᾿Αζαρίου, υἱοῦ Χελκία, 1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά, επί της βασιλείας του Αρταξέρξου βασιλέως των Περσών ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ ο Εσδρας, υιός του Αζαρία, υιού του Χελκία, 1 Μετὰ ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ καὶ ὅταν ἐβασίλευεν εἰς τὴν Περσίαν ὁ βασιλεὺς Ἀρταξέρξης, ἐνεφανίσθη ὁ Ἔσδρας, ὁ ἀπόγονος τοῦ Σαραῖου, ποὺ ἦτο υἱὸς τὸν Ἀζαρίου, υἱοῦ τοῦ Χελκία.
2 υἱοῦ Σελούμ, υἱοῦ Σαδδούκ, υἱοῦ ᾿Αχιτώβ, 2 υιού του Σελούμ, υιού του Σαδδούκ, υιού του Αχιτώβ, 2 Οἱ ἄλλοι πρόγονοι τὸν Ἔσδρα κατὰ σειρὰν ἦσαν ὁ Σελούμ, ὁ Σαδδούκ, ὁ Ἀχιτώβ,
3 υἱοῦ Σαμαρία, υἱοῦ ᾿Εσριά, υἱοῦ Μαρεώθ, 3 υιού του Σαμαρία, υιού του Εσριά, υιού του Μαρεώθ, 3 ὁ Σαμαρίας, ὁ Ἐσριά, ὁ Μαρεώθ,
4 υἱοῦ Ζαραΐα, υἱοῦ ᾿Οζίου, υἱοῦ Βοκκί, 4 υιού του Ζαραΐα, υιού του Οζίου υιού του Βοκκί, 4 ὁ Ζαραΐας, ὁ Ὀζίας, ὁ Βοκκί,
5 υἱοῦ ᾿Αβισουέ, υἱοῦ Φινεές, υἱοῦ ᾿Ελεάζαρ, υἱοῦ ᾿Ααρὼν τοῦ ἱερέως τοῦ πρώτου· 5 υιού του Αβισουέ, υιού του Φινεές, υιού του Ελεάζαρ, υιού του Ααρών του πρώτου αρχιερέως των Ισραηλιτών. 5 ὁ Ἀβισουέ, ὁ Φινεές, ὁ Ἐλεάζαρ καὶ ὁ Ἀαρών, ὁ πρῶτος ἀρχιερεὺς τῶν Ἰσραηλιτῶν.
6 αὐτὸς ῎Εσδρας ἀνέβη ἐκ Βαβυλῶνος, καὶ αὐτὸς γραμματεὺς ταχὺς ἐν νόμῳ Μωυσῇ, ὃν ἔδωκε Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ. καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς, ὅτι χεὶρ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτὸν ἐν πᾶσιν, οἷς ἐζήτει αὐτός. 6 Αυτός λοιπόν ο Εσδρας, σοφός και ικανός γραμματεύς στον νόμον του Μωϋσέως, τον οποίον ο Θεός του Ισραήλ είχε δώσει, επανήλθεν από την Βαβυλώνα εις την Ιερουσαλήμ. Επειδή δε το προστατευτικόν χέρι Κυρίου του Θεού ήτο μαζή του, ο βασιλεύς έδωσεν εις αυτόν ο,τι αυτός του εζήτησε. 6 Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Ἔσδρας ἀνέβη εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα. Ἦτο δὲ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς βαθὺς γνώστης καὶ ἱκανὸς ἑρμηνευτὴς καὶ διδάσκαλος τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, τὸν ὁποῖον ἔδωσεν ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ. Ἐχάρισε δὲ ὁ βασιλεὺς Ἀρταξέρξης εἰς τὸν Ἔσδραν ὅ,τι τοῦ ἐζήτησε, διότι τὸ παντοδύναμο καὶ πανάγαθο χέρι τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ του ἦτο ἐπάνω εἰς τὸν Ἔσδραν καὶ τὸν ἐπροστάτευε διαρκῶς.
7 καὶ ἀνέβησαν ἀπὸ τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ ἀπὸ τῶν ἱερέων καὶ ἀπὸ τῶν Λευιτῶν καὶ οἱ ἄδοντες καὶ οἱ πυλωροὶ καὶ οἱ Ναθινὶμ εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἐν ἔτει ἑβδόμῳ τῷ ᾿Αρθασασθὰ τῷ βασιλεῖ. 7 Τοτε δε και πολλοί άλλοι από τους Ισραηλίτας, από τους ιερείς, από τους Λευίτας, από τους ψάλτας, από τους θυρωρούς, από τους νεωκόρους, επανήλθαν εις την Ιερουσαλήμ κατά το έβδομον έτος της βασιλείας του βασιλέως Αρταξέρξου. 7 Μαζὶ μὲ τὸν Ἔσδραν ἀνέβηκαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὸ ἕβδομον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ βασιλέως Ἀρταξέρξου καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα, καὶ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ Λευΐτας, καθὼς ἐπίσης καὶ ἱεροψάλται καὶ θυρωροὶ καὶ ἄλλοι ὑπηρέται τοῦ Ναοῦ.
8 καὶ ἤλθοσαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ τῷ μηνὶ τῷ πέμπτῳ, τοῦτο τὸ ἔτος ἕβδομον τῷ βασιλεῖ· 8 Εφθασαν δε αυτοί εις την Ιερουσαλήμ κατά τον πέμπτον μήνα του εβδόμου έτους της βασιλείας του Αρταξέρξου. 8 Ἔφθασαν δὲ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὸν πέμπτον μῆνα τοῦ ἰδίου ἔτους, τοῦ ἑβδόμου δηλαδὴ ἔτους τῆς βασιλείας τὸν Ἀρταξέρξου.
9 ὅτι ἐν μιᾷ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου αὐτὸς ἐθεμελίωσε τὴν ἀνάβασιν τὴν ἀπὸ Βαβυλῶνος, ἐν δὲ τῇ πρώτῃ τοῦ μηνὸς τοῦ πέμπτου ἤλθοσαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ, ὅτι χεὶρ Θεοῦ αὐτοῦ ἦν ἀγαθὴ ἐπ᾿ αὐτόν. 9 Ο Εσδρας και οι ακολουθούντες αυτόν κατά την πρώτην ημέραν του πρώτου μηνός εξεκίνησαν από την Βαβυλώνα και ήλθαν εις την Ιερουσαλήμ κατά την πρώτην ημέραν του πέμπτου μηνός ασφαλείς, διότι το προστατευτικόν χέρι του Θεού ήτο μαζή με τον Εσδραν. 9 Ἐξεκίνησαν δὲ τὴν πορείαν των ἀπὸ τὴν Βαβυλώνα κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ πρώτου μηνὸς καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ πέμπτου μηνός. Ἔφθασαν δὲ σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς, διότι τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ἐπροστάτευε τὸν Ἔσδραν, ποὺ ἦτο ἐπὶ κεφαλῆς των.
10 ὅτι ῎Εσρας ἔδωκεν ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ ζητῆσαι τὸν νόμον καὶ ποιεῖν καὶ διδάσκειν ἐν ᾿Ισραὴλ προστάγματα καὶ κρίματα. 10 Τούτο δέ, διότι ο Εσδρας είχεν αφοσιωθή με όλην του την καρδίαν εις την έρευναν και την μελέτην του Νομου, αφ' ενός μεν δια να τον εφαρμόζη αυτός, αφ' ετέρου δε δια να διδάσκη στον ισραηλιτικόν λαόν τας εντολάς και τας διαταγάς του Νομου αυτού. 10 Τὸν ἐπροστάτευε δὲ ὁ Θεός, διότι ὁ Ἔσδρας εἶχεν ἀφοσιωθῆ μὲ ὅλην του τὴν καρδιὰν εἰς τὴν μελέτην καὶ ἐφαρμογὴν τοῦ Νόμου τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τὸ νὰ διδάσκῃ τοὺς Ἰσραηλίτας τὰ προστάγματα καὶ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ.
11 Καὶ αὕτη ἡ διασάφησις τοῦ διατάγματος, οὗ ἔδωκεν ᾿Αρθασασθὰ τῷ ῎Εσδρᾳ τῷ ἱερεῖ τῷ γραμματεῖ βιβλίου λόγων ἐντολῶν Κυρίου καὶ προσταγμάτων αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ᾿Ισραήλ· 11 Αυτό δε είναι το περιεχόμενον της διαταγής, την οποίαν ο Αρταξέρξης έδωκεν στον Εσδραν, τον ιερέα και γραμματέα, τον βαθύν γνώστην του βιβλίου του Νομου, όπου περιέχονται οι λόγοι, αι εντολαί και τα προστάγματα του Κυρίου προς τον ισραηλιτικόν λαόν· 11 Τὸ δὲ περιεχόμενον τοῦ διατάγματος, ποὺ παρέδωσεν ὁ Ἀρταξέρξης εἰς τὸν ἱερέα Ἔσδραν, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζεν εἰς τὴν ἐντέλειαν καὶ ἑρμήνευε σωστὰ τὸ βιβλίον ποὺ περιέχει τοὺς λόγους, τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Ἰσραήλ, εἶναι τὸ ἑξῆς:
12 «᾿Αρθασασθὰ βασιλεὺς βασιλέων ῎Εσδρᾳ γραμματεῖ νόμου Κυρίου τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ· τετέλεσθαι λόγος καὶ ἡ ἀπόκρισις. 12 “Εγώ ο Αρταξέρξης, ο βασιλεύς των βασιλέων, προς τον Εσδραν τον γραμματέα, τον βαθύν γνώστην του νόμου Κυρίου του Θεού του ουρανού. Θεωρείται τετελεσμένον πλέον γεγονός ο λόγος μου αυτός. 12 Ὁ Ἀρταξέρξης, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων, ὁρίζω τὰ ἑξῆς χάριν τοῦ Ἔσδρα, τοῦ ἑρμηνευτοῦ καὶ διδασκάλου τοῦ Νόμου τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ λόγος καὶ ἡ διαταγή μου αὐτὴ εἶναι ἀπόφασίς μου ὁριστικὴ καὶ ἀμετάκλητος.
13 ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐτέθη γνώμη ὅτι πᾶς ὁ ἑκουσιαζόμενος ἐν βασιλείᾳ μου ἀπὸ λαοῦ ᾿Ισραὴλ καὶ ἱερέων καὶ Λευιτῶν πορευθῆναι εἰς ῾Ιερουσαλήμ, μετὰ σοῦ πορευθῆναι. 13 Εγώ έδωσα διαταγήν, ώστε καθένας από τον ισραηλιτικόν λαόν, είτε λαϊκός είτε ιερεύς η Λευίτης είναι, ο οποίος ευρίσκεται στο βασίλειόν μου και επιθυμεί να μεταβή εις την Ιερουσαλήμ, ας έλθη μαζή σου. 13 Ἀπεφάσισα ὅτι ὁποιοσδήποτε ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς Λευΐτας, ποὺ ζῇ εἰς τὸ βασίλειόν μου, ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, εἶναι ἐλεύθερος νὰ φύγῃ μαζὶ μὲ σέ, τὸν Ἔσδραν.
14 ἀπὸ προσώπου τοῦ βασιλέως καὶ τῶν ἑπτὰ συμβούλων ἀπεστάλη ἐπισκέψασθαι ἐπὶ τὴν ᾿Ιουδαίαν καὶ εἰς ῾Ιερουσαλὴμ νόμῳ Θεοῦ αὐτῶν τῷ ἐν χειρί σου 14 Εκ μέρους του βασιλέως και των επτά συμβούλων του απεστάλη διαταγή, να εποπτεύσης εις την Ιουδαίαν και εις την Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με του Θεού τον νόμον, ο οποίος ευρίσκεται εις τα χέρια σου, 14 Ἔχει ἀποφασισθῆ ἀπὸ τὸν βασιλέα καὶ τοὺς ἑπτὰ συμβούλους του νὰ ἀποσταλῇς, διὰ νὰ ἐποπτεύῃς ὡς ἐκπρόσωπός των τοὺς Ἰσραηλίτας, εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ, συμφώνως πρὸς τὸν Νόμον τὸν Θεοῦ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἔχεις εἰς τὰ χέρια σου
15 καὶ εἰς οἶκον Κυρίου ἀργύριον καὶ χρυσίον, ὃ ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ σύμβουλοι ἑκουσιάσθησαν τῷ Θεῷ τοῦ ᾿Ισραὴλ τῷ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ κατασκηνοῦντι, 15 να φέρετε στον ναόν αυτόν του Κυρίου άργυρον και χρυσόν, τον οποίον ο βασιλεύς και οι επτά σύμβουλοί του προθύμως και αυτοπροαιρέτως αφιέρωσαν στον Θεόν του ισραηλιτικού λαού, του κατοικούντος εις την Ιερουσαλήμ. 15 Θὰ παραλάβῃς ἐπίσης καὶ θὰ μεταφέρῃς εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ χρυσάφι, ποὺ θὰ προσφέρουν εὐχαρίστως καὶ κατὰ βούλησιν ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ συμβουλοί του διὰ τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος κατοικεῖ καὶ λατρεύεται εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
16 καὶ πᾶν ἀργύριον καὶ χρυσίον, ὅ,τι ἐὰν εὕρῃς ἐν πάσῃ χώρᾳ Βαβυλῶνος μετὰ ἑκουσιασμοῦ τοῦ λαοῦ καὶ ἱερέων τῶν ἑκουσιαζομένων εἰς οἶκον Θεοῦ τὸν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, 16 Επίσης να δεχθής και κάθε άργυρον και χρυσόν, τον οποίον θα εύρης εις όλην την επαρχίαν της Βαβυλώνος από τας αυτοπροαιρέτους προσφοράς του λαού σου και των ιερέων, οι οποίοι θεληματικώς και προθύμως θα προσφέρουν αυτά στον ναόν του Κυρίου, εις την Ιερουσαλήμ. 16 Θὰ πάρῃς ἐπίσης καὶ ὅλο τὸ ἀσῆμι καὶ χρυσάφι, ποὺ θὰ βρῇς εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Βαβυλῶνος, τὸ ὁποῖον θὰ προέρχεται ἀπὸ τὰς ἑκουσίας προσφορὰς τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἱερέων, ποὺ προσφέρουν ἑκουσίως χρήματα διὰ τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
17 καὶ πάντα προσπορευόμενον τοῦτον ἑτοίμως ἔνταξον ἐν βιβλίῳ τούτῳ, μόσχους, κριούς, ἀμνοὺς καὶ θυσίας αὐτῶν καὶ σπονδὰς αὐτῶν, καὶ προσοίσεις αὐτὰ ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν τοῦ ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 17 Καθε τέτοιαν εισφοράν αμέσως θα την καταγράψης στο καθωρισμένον βιβλίον και να αγοράσης μόσχους, κριούς, αμνούς και ο,τι άλλο χρειάζεται δια τας αναιμάκτους θυσίας και σπονδάς και να προσφέρης αυτά στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων του ναού του Θεού, του κατοικούντος εις την Ιερουσαλήμ. 17 Καθένα δέ, ποὺ θὰ ἔρχεται νὰ προσφέρῃ κάτι, νὰ τὸν καταγράφῃς ἀμέσως εἰς ὡρισμένον βιβλίον, ὅπου θὰ σημειώνῃς λεπτομερῶς τὰς προσφοράς των, τὰ μοσχάρια δηλαδή, τὰ κριάρια, τὰ ἀρνιὰ καὶ τὰς ἄλλας προσφορὰς καὶ σπονδάς των. Καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ προσφέρῃς ἐκεῖ, εἰς τὸ Θυσιαστήριον τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ σας, εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
18 καὶ εἴ τι ἐπὶ σὲ καὶ τοὺς ἀδελφούς σου ἀγαθυνθῇ ἐν καταλοίπῳ τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ χρυσίου ποιῆσαι, ὡς ἀρεστὸν τῷ Θεῷ ὑμῶν ποιήσατε. 18 Με το υπόλοιπον δε αργύριον και χρυσίον κάμετε ο,τι συ και οι αδελφοί σου νομίζετε καλόν και όπως είναι αρεστόν στον Θεόν σας. 18 Ὀτιδήποτε δὲ θὰ περισσεύσῃ ἀπὸ τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ χρυσάφι, μετὰ τὴν ἀγορὰν τῶν ἀπαραιτήτων διὰ τὰς θυσίας, νὰ τὸ χρησιμοποιήσετε, ὅπως νομίζεις σὺ καὶ οἱ ἀδελφοί σου, καὶ νὰ ἐνεργήσετε, ὅπως εἶναι εὐάρεστον εἰς τὸν Θεόν σας.
19 καὶ τὰ σκεύη τὰ διδόμενά σοι εἰς λειτουργίαν οἴκου Θεοῦ παράδος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 19 Και τα ιερά σκεύη, τα οποία παρεδόθησαν εις σέ, δια να χρησιμοποιηθούν στον ναόν του Θεού, παράδωσέ τα στον ναόν του Θεού, ενώπιον του Θεού, του εις την Ιερουσαλήμ. 19 Τὰ δὲ σκεύη, ποὺ θὰ σοῦ δώσουν διὰ νὰ χρησιμοποιοῦνται εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ, νὰ τὰ παραδώσῃς ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ τόπου τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
20 καὶ κατάλοιπον χρείας οἴκου Θεοῦ σου, ὃ ἂν φανῇ σοι δοῦναι, δώσεις ἀπὸ οἴκων γάζης βασιλέως 20 Και ο,τι άλλο νομίζεις συ ότι θα χρειασθή, να δοθή στον ναόν του Θεού σου, θα το δώσης, αφού το πάρης από το θησαυροφυλάκιον του βασιλέως 20 Καὶ ὅ,τι ἄλλο ἐπίσης χρειάζεται διὰ τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον θὰ κρίνῃς ὡς ἀπαραίτητον να δοθῇ, θὰ τὸ προσφέρῃς μὲ χρήματα, ποὺ θὰ παίρνῃς ἀπὸ τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ βασιλέως,
21 καὶ ἀπ᾿ ἐμοῦ. ἐγὼ ᾿Αρθασασθὰ βασιλεὺς ἔθηκα γνώμην πάσαις ταῖς γάζαις ταῖς ἐν πέρᾳ τοῦ ποταμοῦ, ὅτι πᾶν, ὃ ἄν αἰτήσῃ ὑμᾶς ῎Εδρας ὁ ἱερεὺς καὶ γραμματεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ, ἑτοίμως γινέσθω, 21 και από εμέ προσωπικώς. Εγώ, ο βασιλεύς Αρταξέρξης, εξέδωσα αυτήν την διαταγήν προς όλους τους θησαυροφύλακάς μου, οι οποίοι ευρίσκονται εις τας πέραν του ποταμού Ευφράτου χώρας. Καθε τι, που θα ζητήση από σας ο ιερεύς Εσδρας, ο γραμματεύς αυτός και βαθύς γνώστης του νόμου του Θεού του ουρανού, να γίνη με ακρίβειαν. 21 καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὸ ἰδιαίτερον ταμεῖον μου. Ἐγώ, ὁ βασιλεὺς Ἀρταξέρξης, ἀπεφάσισα καὶ ἔστειλα διαταγὴν εἰς ὅλα τὰ βασιλικὰ θησαυροφυλάκια, ποὺ εὑρίσκονται πέραν τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ, καὶ εἶπα εἰς τοὺς ὑπευθύνους: Ὁτιδήποτε θὰ σᾶς ζητήσῃ ὁ ἱερεὺς Ἔσδρας, ὁ ἑρμηνευτὴς καὶ διδάσκαλος τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ, νὰ τοῦ τὸ δώσετε ἀμέσως μὲ κάθε ἀκρίβειαν.
22 ἕως ἀργυρίου ταλάντων ἑκατὸν καὶ ἕως πυροῦ κόρων ἑκατὸν καὶ ἕως οἴνου βατῶν ἑκατὸν καὶ ἕως ἐλαίου βατῶν ἑκατὸν καὶ ἅλας οὗ οὐκ ἔστι γραφή. 22 Να του δοθούν μέχρις εκατόν αργυρά τάλαντα, εκατόν κόροι σίτου, εκατόν βάτοι οίνου, εκατόν βάτοι ελαίου και αλάτι, όσον αυτός θα θελήση. 22 Νὰ τοῦ δοθοῦν ἕως ἑκατὸ ἀσημένια τάλαντα (3.400 κιλὰ περίπου), ἕως ἑκατὸ κόροι (45.000 κιλὰ περίπου) σιτάρι, ἕως ἑκατὸ βάτοι (4.500 λίτρα περίπου) κρασί, ἕως ἑκατὸ βάτοι (4.500 λίτρα περίπου) λάδι καὶ ὄσο ἁλάτι ζητήσῃ, χωρὶς νὰ καταγραφῇ.
23 πᾶν ὅ ἐστιν ἐν γνώμῃ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ, γινέσθω. προσέχετε μή τις ἐπιχειρήσῃ εἰς τὸν οἶκον Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ, μή ποτε γένηται ὀργὴ ἐπὶ τὴν βασιλείαν τοῦ βασιλέως καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ. 23 Καθε τι, το οποίον ήθελε διαταχθή από τον Θεόν του ουρανού, πρέπει να γίνη. Προσέχετε, μήπως κανένας από σας επιχειρήση να κάμη κάτι κακόν εναντίον του ναού του Θεού του ουρανού, δια να μη εκσπάση η οργή του Θεού εναντίον της βασιλείας, εμού του βασιλέως και των τέκνων μου. 23 Κάθε τι, ποὺ ἔχει διατάξει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ, νὰ γίνῃ ὁπωσδήποτε. Προσέχετε, ὥστε νὰ μὴ ἐπιχειρήσῃ καὶ βλάψῃ κανεὶς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ, διὰ νὰ μὴ ὀργισθῇ ὁ Θεὸς ἐναντίον τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας ἐμοῦ, τοῦ βασιλέως, καὶ τῶν υἱῶν μου.
24 καὶ ὑμῖν ἐγνώρισται ἐν πᾶσι τοῖς ἱερεῦσι καὶ τοῖς Λευίταις, ᾄδουσι, πυλωροῖς, Ναθινὶμ καὶ λειτουργοῖς οἴκου Θεοῦ τοῦτο, φόρος μὴ ἔστω σοι, οὐκ ἐξουσιάσεις καταδουλοῦσθαι αὐτούς. 24 Επί πλέον σας καθιστώ γνωστόν και τούτο, ότι όλοι οι ιερείς και οι Λευίται και οι ψάλται και οι θυρωροί και οι νεωκόροι και οι άλλοι υπηρέται του ναού είναι απηλλαγμένοι από κάθε φορολογίαν. Ούτε με κανένα άλλον τρόπον θα επιβαρύνετε και θα καταδουλώνετε αυτούς. 24 Γνωστοποιεῖται δὲ ἤδη καὶ εἰς σᾶς, τὰ ὄργανά μου, ὅτι δὲν θὰ φορολογοῦνται ὅλοι οἱ ἱερεῖς, οἱ Λευῖται, οἱ ἱεροψάλται, οἱ θυρωροί, οἱ νεωκόροι καὶ οἱ ἄλλοι ὑπηρέται τοῦ Ναοῦ. Δὲν θὰ ἑξασκήσῃς καμμίαν ἐξουσίαν σύ, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ κράτους μου, ἐπάνω των, ὥστε νὰ τοὺς ὑποδουλώσῃς.
25 καὶ σύ, ῎Εσδρα, ὡς ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἐν χειρί σου, κατάστησον γραμματεῖς καὶ κριτάς, ἵνα ὦσι κρίνοντες παντὶ τῷ λαῷ ἐν πέρᾳ τοῦ ποταμοῦ πᾶσι τοῖς εἰδόσι νόμον τοῦ Θεοῦ σου, καὶ τῷ μὴ εἰδότι γνωριεῖτε. 25 Και συ, Εσδρα, όπως θα σε φωτίζη η πλούσια σοφία του Θεού, με την οποίαν είσαι προικισμένος, να διορίσης γραμματείς και δικαστάς, δια να δικάζουν όλον τον ισραηλιτικόν λαόν, ο οποίος ευρίσκεται πέραν από τον Ευφράτην ποταμόν και γνωρίζει τον νόμον του Θεού σου. Επί πλέον δε να φροντίσης, ώστε και εκείνοι που δεν γνωρίζουν τον νόμον του Θεού να τον μάθουν. 25 Σὺ δέ, Ἔσδρα, μὲ τὴν σοφίαν τοῦ Θεοῦ ποὺ διαθέτεις, νὰ ὁρίσῃς γραμματεῖς καὶ κριτὰς εἰς τὸν λαόν σου, διὰ νὰ δικάζουν ὅλον τὸν λαὸν ποὺ εὑρίσκεται πέραν τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ, ὅλους δηλαδὴ ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ σου. Αὐτοὺς δὲ ποὺ δὲν τὸν γνωρίζουν, νὰ τοὺς διδάξετε, ὥστε να τὸν μάθουν.
26 καὶ πᾶς, ὃς ἂν μὴ ᾖ ποιῶν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ νόμον τοῦ βασιλέως ἑτοίμως, τὸ κρίμα ἔσται γινόμενον ἐξ αὐτοῦ, ἐάν τε εἰς θάνατον ἐάν τε εἰς παιδείαν ἐάν τε εἰς ζημίαν τοῦ βίου ἐάν τε εἰς παράδοσιν». 26 Καθένας δέ, που δεν θα εκτέλεση τον νόμον του Θεού και τον νόμον του βασιλέως προθύμως, θα ανακριθή και θα καταδικασθή αμέσως η εις θάνατον η εις άλλην τιμωρίαν η εις χρηματικόν πρόστιμον, η εις φυλάκισιν”. 26 Καθένας δέ, ποὺ δὲν θὰ θέλῃ νὰ ἐφαρμόζῃ ἀμέσως τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν νόμον τοῦ βασιλέως, θὰ ἀνακρίνεται καὶ θὰ δικάζεται διὰ τὴν συμπεριφοράν του αὐτήν. Θὰ τιμωρῆται δὲ αὐτὸς ἀναλόγως, εἴτε μὲ θάνατον, εἴτε μὲ σωφρονιστικὴν τιμωρίαν ἢ ἐξορίαν, εἴτε μὲ πρόστιμον ἢ δήμευσιν τῆς περιουσίας του, εἴτε μὲ φυλάκισιν.
27 Εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, ὃς ἔδωκεν ἐν καρδίᾳ τοῦ βασιλέως οὕτως, τοῦ δοξάσαι τὸν οἶκον Κυρίου τὸν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 27 Ευλογημένος ας είναι Κυριος ο Θεός των πατέρων μας, ο οποίος ενέβαλεν εις την καρδίαν του βασιλέως τέτοια αισθήματα και τέτοιες ευμενείς διαθέσεις, δια να δοξασθή ο ναός του Κυρίου, ο εις την Ιερουσαλήμ. 27 Μετὰ ταῦτα εἶπεν ὁ Ἔσδρας: Ἂς εἶναι εὐλογημένος ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τῶν πατέρων μας, ὁ Ὁποῖος ἔδωσεν αὐτὴν τὴν καλὴν διάθεσιν εἰς τὴν καρδιὰν τοῦ βασιλέως, ὥστε νὰ θελήσῃ νὰ τιμήσῃ καὶ δοξάσῃ τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
28 καὶ ἐπ᾿ ἐμὲ ἔκλινεν ἔλεος ἐν ὀφθαλμοῖς τοῦ βασιλέως καὶ τῶν συμβούλων αὐτοῦ καὶ πάντων τῶν ἀρχόντων τοῦ βασιλέως τῶν ἐπῃρμένων. καὶ ἐγὼ ἐκραταιώθην ὡς χεὶρ Θεοῦ ἡ ἀγαθὴ ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ συνῆξα ἀπὸ ᾿Ισραὴλ ἄρχοντας ἀναβῆναι μετ᾿ ἐμοῦ. 28 Δοξασμένος ας είναι ο Θεός, ο οποίος κατηύθυνε ευμενείς προς εμέ τους οφθαλμούς του βασιλέως και των συμβούλων του και όλων των αρχόντων του βασιλέως, που κατέχουν μεγάλα αξιώματα. Ετσι δε και εγώ ενισχύθην, διότι το αγαθόν και προστατευτικόν χέρι του Θεού ήτο επάνω μου. Συνεκέντρωσα, λοιπόν τότε τους αρχηγούς του ισραηλιτικού λαού, δια να επανέλθουν και αυτοί μαζή με εμέ εις την Ιερουσαλήμ. 28 Συνετέλεσεν ἐπίσης ὁ Κύριος, ὥστε νὰ ἀντιμετωπίσουν καὶ ἐμὲ μὲ συμπάθειαν ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ σύμβουλοί του καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντες τοῦ βασιλέως, ποὺ κατέχουν ὑψηλὰς θέσεις. Καὶ ἐπειδὴ εἶχα ἐπάνω μου τὸ προστατευτικὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ἐπῆρα δύναμιν καὶ ἐμάζευσα κοντά μου ἀρκετοὺς ἄρχοντας ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας, ἀποφασισμένους νὰ ἀνεβοῦν μαζί μου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.