Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΔΡΑΣ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἤκουσαν οἱ θλίβοντες ᾿Ιούδα καὶ Βενιαμίν, ὅτι υἱοὶ τῆς ἀποικίας οἰκοδομοῦσιν οἶκον τῷ Κυρίῳ Θεῷ ᾿Ισραήλ, 1 Οι εχθροί της φυλής του Ιούδα και της φυλής του Βενιαμίν επληροφορήθησαν ότι οι Ιουδαίοι, που είχον επανέλθει από την αιχμαλωσίαν, ανοικοδομούσαν τον ναόν του Κυρίου του Θεού του ισραηλιτικού λαού. 1 Έμαθαν δὲ οἱ ἐχθροὶ τῶν φυλῶν Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν ὅτι αὐτοί, ποὺ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν, κτίζουν Ναὸν πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ.
2 καὶ ἤγγισαν πρὸς Ζοροβάβελ καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας τῶν πατριῶν καὶ εἶπον αὐτοῖς· οἰκοδομήσομεν μεθ᾿ ὑμῶν, ὅτι ὡς ὑμεῖς ἐκζητοῦμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν. καὶ αὐτῷ ἡμεῖς θυσιάζομεν ἀπὸ ἡμερῶν ᾿Ασαραδδὼν βασιλέως ᾿Ασσοὺρ τοῦ ἐνέγκαντος ἡμᾶς ὧδε. 2 Ηλθαν, λοιπόν, προς τον Ζοροβάβελ και προς τους αρχηγούς των οικογενειών και είπαν προς αυτούς· “θα ανοικοδομήσωμεν και ημείς μαζη με σας, διότι και ημείς λατρεύομεν τον Θεόν μας, όπως και σεις, και εις αυτόν προσφέρομεν θυσίας από της εποχής του Ασραδδών, βασιλέως των Ασσυρίων, ο οποίος μας έφερεν εδώ”. 2 Ἐπλησίασαν λοιπὸν τὸν Ζοροβάβελ καὶ τοὺς ἐπὶ κεφαλῆς τῶν πατριαρχικῶν οἰκογενειῶν καὶ τοὺς εἶπαν: Θὰ σᾶς βοηθήσωμεν εἰς τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ Ναοῦ, διότι καὶ ἐμεῖς λατρεύομεν τὸν Θεόν μας, ὅπως καὶ σεῖς. Εἰς Αὐτὸν προσφέρομεν θυσίας καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τοῦ βασιλέως τῆς Ἀσσυρίας Ἀσαραδδών, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔφερε καὶ μᾶς ἐγκατέστησεν εἰς τὰ ἐδάφη αὐτά.
3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Ζοροβάβελ καὶ ᾿Ιησοῦς καὶ οἱ κατάλοιποι τῶν ἀρχόντων τῶν πατριῶν τοῦ ᾿Ισραήλ· οὐχ ἡμῖν καὶ ὑμῖν τοῦ οἰκοδομῆσαι οἶκον τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι ἡμεῖς αὐτοὶ ἐπὶ τὸ αὐτὸ οἰκοδομήσομεν τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν, ὡς ἐνετείλατο ἡμῖν Κῦρος ὁ βασιλεὺς Περσῶν. 3 Ο Ζοροβάβελ, ο Ιησούς και οι άλλοι αρχηγοί των πατριών του ισραηλιτικού λαού, απήντησε προς αυτούς· “δεν είναι πρέπον και νοητόν να ανοικοδομήσωμεν ημείς μαζή με σας τον ναόν του Θεού μας, αλλά ημείς μόνοι θα ανοικοδομήσωμεν αυτόν προς τον Κυριον τον Θεόν μας, όπως άλλωστε μας διέταξε Κύρος ο βασιλεύς των Περσώνό 3 Ὁ δὲ Ζοροβάβελ μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ τοὺς ὑπολοίπους ἀρχηγοὺς τῶν πατριαρχικῶν οἰκογενειῶν τῶν Ἰσραηλιτῶν τοὺς εἶπαν: Δὲν ἔχομεν σχέσεις μαζί σας καὶ οὔτε θέλομεν νὰ οἰκοδομήσωμεν μαζί σας τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ μας, διότι ἐμεῖς μόνοι μας καὶ μὲ ὁμόνοιαν μεταξύ μας θὰ κτίσωμεν τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, συμφώνως πρὸς τὴν ἐντολὴν καὶ ἄδειαν, ποὺ μᾶς ἔδωσεν ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν Κῦρος.
4 καὶ ἦν ὁ λαὸς τῆς γῆς ἐκλύων τὰς χεῖρας τοῦ λαοῦ ᾿Ιούδα καὶ ἐνεπόδιζον αὐτοὺς οἰκοδομεῖν 4 Τοτε ο λαός εκείνης της χώρας παρενέβαλε διάφορα προσκόμματα εις την εργασίαν του ιουδαϊκού λαού και ημπόδιζεν αυτόν στο έργον της ανοικοδομήσεως. 4 Τότε οἱ κάτοικοι ἐκείνης τῆς περιοχῆς, δηλαδὴ οἱ Σαμαρεῖται, ἐπιχειροῦσαν μὲ κάθε τρόπον νὰ δεσμεύσουν τὰ χέρια τῶν Ἰουδαίων κατὰ τὴν ἀνέγερσιν τοῦ Ναοῦ καὶ τοὺς ἐμπόδιζαν νὰ κτίζουν.
5 καὶ μισθούμενοι ἐπ᾿ αὐτοὺς βουλευόμενοι τοῦ διασκεδάσαι βουλὴν αὐτῶν πάσας τὰς ἡμέρας Κύρου βασιλέως Περσῶν καὶ ἕως βασιλείας Δαρείου βασιλέως Περσῶν. 5 Επλήρωναν δε ιδικούς των ανθρώπους ως δολιοφθορείς, δια να ματαιώσουν την απόφασιν των Ιουδαίων προς ανοικοδόμησιν του ναού. Ετσι δε εφέρθησαν καθ' όλον το διάστημα της βασιλείας Κυρου, του βασιλέως των Περσών, μέχρι της βασιλείας του Δαρείου βασιλέως των Περσών. 5 Ἔβαλαν μάλιστα καὶ ἰδικούς των πληρωμένους ἀνθρώπους νὰ ἀναμειγνύωνται δῆθεν ὡς σύμβουλοι εἰς τὰ ἔργα τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ Ναοῦ, μὲ σκοπὸν ὅμως νὰ ματαιώσουν τελικῶς τὴν ἀπόφασιν τῶν Ἰουδαίων διὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ Ναοῦ. Αὐτὸ δὲ ἐγίνετο καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τῆς βασιλείας τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Κύρου καὶ ἕως τὴν βασιλείαν τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Δαρείου.
6 Καὶ ἐν βασιλείᾳ ᾿Ασσουήρου, ἐν ἀρχῆ βασιλείας αὐτοῦ, ἔγραψαν ἐπιστολὴν ἐπὶ οἰκοῦντας ᾿Ιούδα καὶ ῾Ιερουσαλήμ. 6 Οταν δε έγινε βασιλεύς ο Ξέρξης, αμέσως μόλις ανέλαβε την βασιλείαν του, έγραψαν αυτοί προς τον βασιλέα επιστολήν με κατηγορίας εναντίον των Ισραηλιτών, που κατοικούσαν την περιοχήν Ιούδα και την πόλιν Ιερουσαλήμ. 6 Ὅταν δὲ ἔγινε βασιλεὺς τῶν Περσῶν ὁ Ἀσσουῆρος, ποὺ ἐλέγετο καὶ Ξέρξης, κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς βασιλείας του, τοῦ ἔγραψαν ἐπιστολὴν ἐναντίον τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς ἄλλης Ἰουδαίας, μὲ σκοπὸν νὰ ματαιωθῇ ἡ ἀνασύστασις τοῦ ἰουδαϊκοῦ κράτους.
7 καὶ ἐν ἡμέραις ᾿Αρθασασθὰ ἔγραψεν ἐν εἰρήνῃ Μιθραδάτῃ Ταβεὴλ καὶ τοῖς λοιποῖς συνδούλοις. πρὸς ᾿Αρθασασθὰ βασιλέα Περσῶν ἔγραψεν ὁ φορολόγος γραφὴν Συριστὶ καὶ ἡρμηνευμένην. 7 Κατά την περίοδον της βασιλείας του ο Αρταξέρξης έγραψεν επιστολήν προς τον Μιθραδάτην, τον Ταβεήλ, και τους άλλους συντρόφους των, με πνεύμα ειρήνης και καλωσύνης. Προς τον βασιλέα απήντησεν ο γραμματεύς αυτών δι' επιστολής γραμμένης εις την αραμαϊκήν γλώσσαν μεταφρασμένης εις την περσικήν. 7 Ἔγραψαν ἐπίσης ἐπιστολὴν διὰ τὸ ἴδιον θέμα καὶ ἐπὶ τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Ἀρταξέρξου. Καὶ ἀπήντησεν ὁ Ἀρταξέρξης μὲ πνεῦμα εἰρηνικὸν καὶ φιλικὸν εἰς τὸν Μιθραδάτην, τὸν Ταβεὴλ καὶ τοὺς ἄλλους διοικητὰς τῶν περιοχῶν, ποὺ ἐγειτόνευαν μὲ τὴν Ἰουδαίαν, καὶ ποὺ ὅλοι μαζὶ ἦσαν δοῦλοι καὶ ὑποτελεῖς τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν. Τὴν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην τὴν ἔγραψεν εἰδικὸς γραμματεὺς μὲ συριακά (ἢ ἀραμαϊκά) γράμματα, μεταφρασμένην ὅμως εἰς τὴν περσικὴν γλῶσσαν.
8 Ραοὺμ βααλτὰμ καὶ Σαψὰ ὁ γραμματεὺς ἔγραψαν ἐπιστολὴν μίαν κατὰ ῾Ιερουσαλὴμ τῷ ᾿Αρθασασθὰ βασιλεῖ. 8 Τοτε ο διοικητής Ραούμ και ο γραμματεύς Σαμψά έγραψαν προς τον Αρταξέρξην τον βασιλέα μίαν επιστολήν εναντίον της Ιερουσαλήμ. 8 Ἔγραψαν λοιπὸν μίαν ἐπιστολὴν ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην ὁ ἀνώτατος δικαστὴς (βααλτάμ) Ραοὺμ καὶ ὁ γραμματεὺς Σαμψά.
9 τάδε ἔκρινε Ραοὺμ βααλτὰμ καὶ Σαμψὰ ὁ γραμματεὺς καὶ οἱ κατάλοιποι σύνδουλοι ἡμῶν, Δειναῖοι, ᾿Αφαρσαθαχαῖοι, Ταρφαλαῖοι, ᾿Αφασραῖοι, ᾿Αρχυαῖοι, Βαβυλώνιοι, Σουσαναχαῖοι, Δαυαῖοι 9 Αυτά έκριναν να θέσουν υπ' όψιν του βασιλέως ο Ραούμ ο διοικητής και ο Σαμψά ο γραμματεύς και οι άλλοι σύντροφοί μας, όπως επίσης και οι Δειναίοι και οι Αφαρσαθαχαίοι, οι Ταρφαλαίοι, οι Αφαρσαίοι, οι Αρχυαίοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Σουσαναχαίοι, οι Δαυαίοι, 9 Τὴν ἀποστολὴν τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς ἀπεφάσισαν ὁ ἀνώτατος δικαστὴς Ραούμ, ὁ γραμματεὺς Σαμψὰ καὶ οἱ ἄλλοι σύντροφοί των, ποὺ ὅλοι μαζὶ εἴμαστε ὑποτελεῖς τῶν Περσῶν, δηλαδὴ οἱ Δειναῖοι, οἱ Ἀφαρσαθαχαῖοι, οἱ Ταρφαλαῖοι, οἱ Ἀφαρσαῖοι, οἱ Ἀρχυαῖοι, οἱ Βαβυλώνιοι, οἱ Σουσαναχαῖοι, οἱ Δαυαῖοι
10 καὶ οἱ κατάλοιποι ἐθνῶν, ὧν ἀπώκισεν ᾿Ασσεναφὰρ ὁ μέγας καὶ ὁ τίμιος καὶ μετῴκισεν αὐτοὺς ἐν πόλεσι τῆς Σομόρων καὶ τὸ κατάλοιπον πέραν τοῦ ποταμοῦ· 10 και οι υπόλοιποι εθνικοί λαοί, τους οποίους ο μεγάλος και ένδοξος Ασσεναφάρ μετέφερε και εγκατέστησεν εις τας πόλεις της Σαμαρείας και εις την πέραν του Ευφράτου ποταμού περιοχήν. 10 καὶ οἱ ἄλλοι λαοί, ποὺ τοὺς μετεκίνησεν ὁ μέγας καὶ ἔνδοξος ἄρχων τῶν Ἀσσυρίων Ἀσσεναφὰρ καὶ τοὺς ἐγκατέστησεν εἰς τὰς πόλεις τῆς Σαμαρείας καὶ εἰς τὴν ὑπόλοιπον χώραν, ποὺ εὑρίσκεται πέραν τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτου.
11 αὕτη ἡ διαταγὴ τῆς ἐπιστολῆς ἧς ἀπέστειλαν πρὸς αὐτόν· «Πρὸς ᾿Αρθασασθὰ βασιλέα παῖδές σου ἄνδρες πέραν τοῦ ποταμοῦ. 11 Το δε περιεχόμενον αυτής της επιστολής, την οποίαν έστειλαν προς τον Αρταξέρξην, ήτο το εξής· “Προς τον Αρταξέρξην τον βασιλέα, ημείς οι δούλοι σου, οι οποίοι ευρισκόμεθα πέραν του ποταμού Ευφράτου, θέτομεν υπ' όψει σου τα εξής· 11 Τὸ δὲ κυρίως κείμενον τῆς ἐπιστολῆς, ποὺ ἀπέστειλαν εἰς τὸν Ἀρταξέρξην, περιελάμβανε τὰ ἑξῆς: Πρὸς τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην στέλλομεν αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴν οἱ δοῦλοι σου, ἐμεῖς οἱ ἄνδρες, ποὺ διαμένομεν πέραν τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ.
12 γνωστὸν ἔστω τῷ βασιλεῖ ὅτι οἱ ᾿Ιουδαῖοι οἱ ἀναβάντες ἀπὸ σοῦ πρὸς ἡμᾶς ἤλθοσαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ τὴν πόλιν τὴν ἀποστάτιν καὶ πονηράν, ἣν οἰκοδομοῦσι, καὶ τὰ τείχη αὐτῆς κατηρτισμένα εἰσί, καὶ θεμελίους αὐτῆς ἀνύψωσαν. 12 Ας γίνη γνωστόν στον βασιλέα ότι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι επανήλθον από την χώραν σου προς ημάς, ήλθον εις την Ιερουσαλήμ, την πόλιν την επαναστάτιδα και κακήν, και έχουν αρχίσει να την ανοικοδομούν. Τα υλικά δια την οικοδομήν του τείχους είναι έτοιμα και τα θεμέλια έχουν ίδη ανυψωθή. 12 Θέλομεν νὰ γνωρίζῃς, βασιλεῦ, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὸν τόπον, ὅπου εὐρίσκεσαι, καὶ ἀνέβηκαν πρὸς ἐμᾶς, ἦλθαν ἤδη εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλιν ποὺ κατοικεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους πονηροὺς καὶ ἐπαναστάτας. Ἄρχισαν μάλιστα νὰ τὴν ἀνοικοδομοῦν. Ἐπροχώρησαν δὲ εἰς τὰ τείχη καὶ ἔχουν ὑψώσει ἀρκετὰ τὰ θεμέλιά της.
13 νῦν οὖν γνωστὸν ἔστω τῷ βασιλεῖ, ὅτι ἐὰν ἡ πόλις ἐκείνη ἀνοικοδομηθῇ καὶ τὰ τείχη αὐτῆς καταρτισθῶσι, φόροι οὐκ ἔσονταί σοι οὐδὲ δώσουσι· καὶ τοῦτο βασιλεῖς κακοποιεῖ· 13 Φέρομεν λοιπόν, εις γνώσιν του βασιλέως ότι, εάν η πόλις αυτή ανοικοδομηθή και τα τείχη αυτής ολοκληρωθούν, δεν θα δίδουν πλέον οι Ιουδαίοι φόρους στον βασιλέα, πράγμα το οποίον είναι γενικώς κακόν δια τους βασιλείς. 13 Τώρα λοιπὸν ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου, βασιλεῦ, ὅτι ἐὰν ἡ πόλις ἐκείνη ἀνοικοδομηθῇ καὶ ὁλοκληρωθοῦν τὰ τείχη της, δὲν θὰ παίρνῃς πλέον φόρους ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν θὰ σοῦ δώσουν τίποτε ἄλλο. Αὐτὸ ὅμως ζημιώνει τοὺς βασιλεῖς μας.
14 καὶ ἀσχημοσύνην βασιλέως οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν ἰδεῖν· διὰ τοῦτο ἐπέμψαμεν καὶ ἐγνωρίσαμεν τῷ βασιλεῖ, 14 Επειδή δεν είναι δυνατόν να ανεχθώμεν την καταφρόνησιν αυτήν του βασιλέως, δια τούτο εστείλαμεν και κατεστήσαμεν γνωστόν τούτο στον βασιλέα, 14 Καὶ ἐπειδὴ δὲν μᾶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνεχθοῦμε κάποιαν καταφρόνησιν τοῦ βασιλέως μας ἐκ μέρους των, δι’ αὐτὸ ἐστείλαμεν αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἐγνωστοποιήσαμεν τὴν ὑπόθεσιν εἰς τὸν βασιλέα.
15 ἵνα ἐπισκέψηται ἐν βίβλῳ ὑπομνηματισμοῦ τῶν πατέρων σου, καὶ εὑρήσεις καὶ γνώσῃ ὅτι ἡ πόλις ἐκείνη πόλις ἀποστάτις, κακοποιοῦσα βασιλεῖς καὶ χώρας, καὶ φυγαδεῖαι δούλων γίνονται ἐν μέσῳ αὐτῆς ἀπὸ ἡμερῶν αἰῶνος· διὰ ταῦτα ἡ πόλις αὕτη ἠρημώθη. 15 δια να ερευνήση εις τα αρχεία των προγόνων του, όπου θα εύρη στοιχεία και θα πεισθή ότι η πόλις εκείνη, η Ιερουσαλήμ, είναι αποστάτις. Ο έχει διαπράξει πολλά κακά εναντίον βασιλέων και εναντίον των χωρών των ότι είναι τόπος, όπου καταφεύγουν οι δραπετεύοντες δούλοι από αρχαιοτάτων χρόνων. Δια τας κακουργίας της, άλλωστε αυτάς έχει μεταβληθή η πόλις εις ερείπια. 15 Σοῦ ἐγράψαμεν διὰ νὰ παρακινηθῇς νὰ ἐρευνήσῃ εἰς τὰ Ἀρχεῖα τῶν πατέρων σου. Εἴμαστε δὲ βέβαιοι ὅτι θὰ βρῇς ἐκεῖ γραμμένα πολλὰ στοιχεῖα καὶ θὰ διαπιστώσῃς ὅτι ἡ πόλις ἐκείνη εἶναι πόλις ἐπαναστατῶν. Ἡ πόλις αὐτὴ βλάπτει τοὺς βασιλεῖς καὶ τὰς ἐπαρχίας τῆς αὐτοκρατορίας καὶ εἶναι καταφύγιον δούλων ἐπαναστατῶν ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια. Δι' αὐτὸ ἐξ ἄλλου καὶ ἔχει ἐρημωθῇ ἡ πόλις αὐτὴ τὸν τελευταῖον καιρόν.
16 γνωρίζομεν οὖν ἡμεῖς τῷ βασιλεῖ ὅτι ἂν ἡ πόλις ἐκείνη οἰκοδομηθῇ καὶ τὰ τείχη αὐτῆς καταρτισθῇ, οὐκ ἔστι σοι εἰρήνη». 16 Καθιστώμεν λοιπόν γνωστόν ημείς στον βασιλέα ότι, εάν αυτή η πόλις ανοικοδομηθή και τα τείχη της ολοκληρωθούν, δεν θα υπάρχη πλέον εις σε ειρήνη”. 16 Σοῦ γνωστοποιοῦμεν λοιπόν, βασιλεῦ, ὅτι ἐὰν ἡ πόλις αὐτὴ οἰκοδομηθῇ καὶ πάλιν καὶ ὁλοκληρωθοῦν τὰ τείχη της, δὲν πρόκειται νὰ ἠσυχάσῃς ποτέ.
17 Καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ραοὺμ βααλτὰμ καὶ Σαμψὰ γραμματέα καὶ τοὺς καταλοίπους συνδούλους αὐτῶν τοὺς οἰκοῦντας ἐν Σαμαρείᾳ καὶ τοὺς καταλοίπους πέραν τοῦ ποταμοῦ εἰρήνην καὶ φησίν· 17 Κατόπιν της επιστολής αυτής έστειλεν ο βασιλεύς απάντησιν προς τον κυβερνήτην Ραουμ και τον γραμματέα Σαψά και τους άλλους συντρόφους των, οι οποίοι κατοικούσαν εις την Σαμάρειαν και τους υπολοίπους που ευρίσκοντο πέραν του ποταμού Ευφράτου, και μετά του ειρηνικούς χαιρετισμούς λέγει. 17 Κατόπιν τῆς ἐπιστολῆς αὐτὴς ὁ βασιλεὺς ἔστειλεν ἀπάντησιν εἰς τὸν ἀνώτατον δικαστὴν Ραοὺμ καὶ εἰς τὸν γραμματέα Σαμψὰ καὶ τοὺς ὑπολοίπους συντρόφους των, ποὺ διέμεναν εἰς τὴν Σαμάρειαν, καθὼς καὶ τοὺς ἄλλους, ποὺ διέμεναν πέραν τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ. Εἰς τὴν ἀπάντησιν τὸν αὐτὴν ὁ βασιλεὺς μετὰ τὰς εἰρηνικὰς εὐχὰς ἔλεγε τὰ ἑξῆς:
18 «ὁ φορολόγος, ὃν ἀπεστείλατε πρὸς ἡμᾶς, ἐκλήθη ἔμπροσθεν ἐμοῦ. 18 “Ο γραμματοκομιστής, τον οποίον μας επεστείλατε, εκλήθη ενώπιόν μου. 18 Ὁ εἰδικὸς γραμματεύς, ποὺ ἔγραψε καὶ μετέφερε τὴν ἐπιστολήν σας, τὸν ὁποῖον καὶ μοῦ ἀπεστείλατε, ἐκλήθη καὶ παρουσιάσθη ἐμπρός μου καὶ ἀνέγνωσε τὴν ἐπιστολήν.
19 καὶ παρ᾿ ἐμοῦ ἐτέθη γνώμη καὶ ἐπεσκεψάμεθα καὶ εὕραμεν, ὅτι ἡ πόλις ἐκείνη ἀφ᾿ ἡμερῶν αἰῶνος ἐπὶ βασιλεῖς ἐπαίρεται, καὶ ἀποστάσεις καὶ φυγαδεῖαι γίνονται ἐν αὐτῇ· 19 Εγώ δε έδωκα διαταγήν να ερευνήσουν σχετικώς και ευρήκαμεν πράγματι ότι, η πόλις αυτή από αρχαιοτάτων χρόνων υπερηφανεύεται εναντίον βασιλέων και ότι είναι τόπος επαναστάσεων και καταφύγιον δραπετευόντων δούλων. 19 Ἀπεφάσισα δὲ καὶ ἐρευνήσαμεν τὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους καὶ διεπιστώσαμεν ὅτι πράγματι ἡ πόλις ἐκείνη ἀνέκαθεν ἐπαναστατεῖ ἐναντίον τῶν βασιλέων καὶ γίνονται εἰς αὐτὴν ἀνταρσίαι καὶ συνάξεις δραπετῶν.
20 καὶ βασιλεῖς ἰσχυροὶ ἐγένοντο ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐπικρατοῦντες ὅλης τῆς πέραν τοῦ ποταμοῦ, καὶ φόροι πλήρεις καὶ μέρος δίδονται αὐτοῖς· 20 Υπήρξαν εις την Ιερουσαλήμ και βασιλείς ισχυροί, οι οποίοι έγιναν κύριοι όλης της πέραν του ποταμού Ευφράτου χώρας. Εις αυτούς δε κατεβάλλοντο μεγάλοι φόροι, όπως επίσης και δικαίωμα διόδου δια μέσου των χωρών των. 20 Ἐβασίλευσαν δὲ ἄλλοτε εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ δυνατοὶ βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐκυριάρχησαν εἰς ὅλην τὴν πέραν τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ περιοχὴν καὶ ἐδίδοντο εἰς αὐτοὺς φόροι κεφαλικοὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ὑπηκόους των. Εἰσέπρατταν ἐπίσης καὶ δασμοὺς τελωνειακοὺς καὶ φόρους διοδίων ἀπὸ ὅσους ἐπερνοῦσαν μέσα ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν.
21 καὶ νῦν θέτε γνώμην καταργῆσαι τοὺς ἄνδρας ἐκείνους, καὶ ἡ πόλις ἐκείνη οὐκ οἰκοδομηθήσεται ἔτι· 21 Τωρα, λοιπόν δώσατε διαταγήν να σταματήσουν οι άνδρες το έργον της ανοικοδομήσεως, δι να μη ανοικοδομηθή πλέον η πόλις αυτή. 21 Τώρα λοιπὸν πρέπει νὰ διατάξετε νὰ παύσουν οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι τὰς οἰκοδομικὰς ἐργασίας των καὶ νὰ μὴ ἀνοικοδομηθῇ πλέον ἡ πόλις ἐκείνη.
22 ὅπως ἀπὸ τῆς γνώμης πεφυλαγμένοι ἦτε ἄνεσιν ποιῆσαι περὶ τούτου, μή ποτε πληθυνθῇ ἀφανισμὸς εἰς κακοποίησιν βασιλεῦσι». 22 Διατάσσω δε να μη αμελήσετε την εκτέλεσιν αυτής μου της διαταγής και τούτο δια να μη επαναληφθή και πληθυνθή όλεθρος εκ μέρους των Ιουδαίων εις μεγάλην βλάβην των βασιλέων”. 22 Ἡ ἀπόφασις μου αὐτὴ θέλω νὰ σᾶς κάμῃ προσεκτικοὺς καὶ νὰ μὴ ἀδιαφορήσετε διὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ τὸ θεωρήσετε πάρεργον, διὰ νὰ μὴ πληθυνθῇ τὸ κακὸν καὶ βλαβοῦν ἔτσι περισσότερον τὰ συμφέροντα τῶν βασιλέων.
23 Τότε ὁ φορολόγος τοῦ ᾿Αρθασασθὰ βασιλέως ἀνέγνω ἐνώπιον Ραοὺμ βααλτὰμ καὶ Σαμψὰ γραμματέως καὶ συνδούλων αὐτοῦ· καὶ ἐπορεύθησαν σπουδῇ εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν ᾿Ιούδᾳ καὶ κατήργησαν αὐτοὺς ἐν ἵπποις καὶ δυνάμει. 23 Τοτε γραμματοκομιστής του βασιλέως Αρταξέρξου επέστρεψε και ανέγνωσεν ενώπιον του διοικητού Ραούμ και του γραμματέως Σαμψά και των συντρόφων των την επιστολήν αυτήν. Εκείνοι αμέσως μετέβησαν εις την Ιερουσαλήμ της Ιουδαίας και με ιππικόν και με άλλην στρατιωτικήν δύναμιν εσταμάτησαν τους εργάτας από τα έργα των. 23 Ἐν συνεχείᾳ ὁ εἰδικὸς γραμματεύς, ποὺ ἔγραψε καὶ μετέφερε τὴν ἐπιστολὴν τοῦ βασιλέως Ἀρταξέρξου, ἐδιάβασε τὴν ἐπιστολὴν ἐμπρὸς εἰς τὸν ἀνώτατον δικαστὴν Ραοὺμ καὶ τὸν γραμματέα Σαμψὰ καὶ τοὺς σνντρόφους των. Κατόπιν τοῦτον ἔφυγαν αὐτοὶ ἀμέσως καὶ ἦλθαν γρήγορα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν ἄλλην περιοχὴν τῆς Ἰουδαίας καὶ μὲ ἱππικὸν καὶ ἄλλην στρατιωτικὴν δύναμιν ἀνάγκασαν τοὺς Ἰουδαίους νὰ διακόψουν τὴν ἀνοικοδόμησιν.
24 τότε ἤργησε τὸ ἔργον οἴκου τοῦ Θεοῦ τὸ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἦν ἀργοῦν ἕως δευτέρου ἔτους τῆς βασιλείας Δαρείου βασιλέως Περσῶν. 24 Τοτε διεκόπη το εργο της ανοικοδομήσεως του ναού του Θεού εις την Ιερουσαλήμ. Αυτή δε η διακοπή παρετάθη μέχρι του δευτέρου έτους της βασιλείας του Δαρείου, βασιλέως των Περσών. 24 Ἐξ αἰτίας δὲ τοῦ γεγονότος αὐτοῦ διεκόπη τότε τὸ ἔργον τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἡ διακοπὴ αὐτὴ διήρκεσεν ἕως τὸ δεύτερον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Δαρείου.