ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α' Γ´ 1 - 13
1 Ο λόγος περὶ ἐπισκοπῆς, τὸν ὁποῖον θὰ εἴπω, εἶναι ἄξιος νὰ δώσῃ ὁ καθένας πίστιν εἰς αὐτὸν καὶ νὰ τὸν δεχθῇ μὲ τὴν καρδιά του. Ἐὰν κανεὶς ἐπιθυμῇ πολὺ τὸ ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα, καλὸν ἔργον ἐπιθυμεῖ.
2 Ἀλλὰ τὸ καλὸν καὶ ὑψηλὸν ἔργον πρέπει νὰ ἀνατίθεται εἰς καλοὺς καὶ ἐκλεκτοὺς ἀνθρώπους. Πρέπει λοιπὸν ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι ἀκατηγόρητος, ὥστε κανεὶς να μὴ μπορῇ να εἴπῃ τίποτε εἰς βάρος του. Πρέπει να εἶναι σύζυγος μιᾶς μόνης γυναικὸς καὶ να μὴ ἔχῃ ἔλθει εἰς δεύτερον γάμον. Νὰ εἶναι προσεκτικός, ἐγκρατής, σεμνός, φιλόξενος, διδακτικός.
3 Νὰ μὴ εἶναι μέθυσος, οὔτε να βιαιοπραγῇ καὶ να δέρνῃ μὲ τὰ χέρια του τοὺς ἄλλους, οὔτε νὰ ἐπιζητῇ κέρδη μὲ μέσα αἰσχρά, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἐπιεικής, ξένος πρὸς μάχας καὶ φιλονεικίας, ἀφιλάργυρος.
4 Νὰ κυβερνᾷ καλὰ τὸ σπίτι του, νὰ ἔχῃ παιδιά, ποὺ νὰ ὑποτάσσωνται μὲ κάθε σεμνότητα.
5 Πρέπει δὲ νὰ κυβερνᾷ καλὰ τὸ σπίτι του, διότι, ἐὰν ἕνας δὲν γνωρίζῃ νὰ διευθύνῃ τὸ σπίτι του, πῶς θὰ ἐπιμεληθῇ καὶ θὰ φροντίσῃ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ;
6 Πρέπει νὰ μὴ εἶναι νεοκατήχητος καὶ νεοφυτευμένος εἰς τὸν πνευματικὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου. Δὲν πρέπει δὲ να εἶναι νεοκατήχητος, διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανευθῇ καὶ πέσῃ εἰς τὴν αὐτὴν ἐξ ὑπερηφανείας καταδίκην, ποὺ ἔπεσε καὶ ὁ διάβολος.
7 Πρέπει δὲ να ἔχῃ καὶ καλὴν μαρτυρίαν ἀπὸ τοὺς ἔξω τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπους, διὰ νὰ μὴ τοῦ στήσῃ μὲ τὰς κατηγορίας καὶ τὴν διαπόμπευσιν τῶν ἀπίστων παγίδα ὁ διάβολος καὶ πέσῃ εἰς αὐτὴν εἴτε θυμώνων καὶ μισῶν τοὺς κατηγόρους του, εἴτε χάνων τὸ κῦρος του καὶ ἀπογοητευόμενος, εἴτε καὶ παρασυρόμενος πάλιν εἰς τὰ παλαιά.
8 Οἱ διάκονοι τὸ ἴδιο πρέπει να εἶναι σεμνοί, ὄχι διπρόσωποι, ὥστε να λέγουν ἄλλα εἰς τοῦτον καὶ ἄλλα εἰς ἐκεῖνον διὰ τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν· νὰ μὴ ἔχουν τὸν νοῦν τους εἰς τὸ πολὺ κρασί, νὰ μὴ εἶναι αἰσχροκερδεῖς·
9 νὰ κατέχουν τὴν μυστηριώδη ἀλήθειαν τῆς πίστεως συντροφευμένην μὲ βίον ἄμεμπτον καὶ καθαρὰν συνείδησιν.
10 Καὶ αὐτοὶ δὲ ἂς ἐξετάζωνται πρῶτον προσεκτικὰ καὶ ἂς δοκιμάζονται, καὶ ἔπειτα ἂς ἀναλαμβάνουν τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ διακόνου, ἐφ’ ὅσον εὑρεθοῦν, ὅτι εἶναι ἀκατηγόρητοι καὶ ἄμεμπτοι.
11 Αἱ γυναῖκες διάκονοι πρέπει καὶ αὐταὶ νὰ εἶναι σεμναί, ἐλεύθεραι ἀπὸ τὸ ἁμάρτημα τῆς κακολογίας καὶ διαβολῆς, ἐγκρατεῖς καὶ προσεκτικοί, ἀξιόπιστοι εἰς ὅλα.
12 Οἱ διάκονοι ἂς εἶναι μονόγαμοι, μιᾶς γυναικὸς ἄνδρες, νὰ κυβερνοῦν καλὰ τὰ τέκνα των καὶ τὰ σπίτια των.
13 Ζητῶ καὶ ἀπ’ αὐτούς, ὅπως ἐζήτησα καὶ ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, νὰ κυβερνοῦν καλὰ τὰ σπίτια των, διότι ἐκεῖνοι, ποὺ διηκόνησαν καλά, ἀποκτοῦν καὶ καλὸν βαθμὸν καὶ προάγονται εἰς ἐπισκόπους. Ἀποκτοῦν ἀκόμη καὶ πολλὴν παρρησίαν καὶ θάρρος εἰς τὸ νὰ διακηρύττουν τὴν πίστιν, ποὺ ὁμολογοῦμεν ὅσοι εἴμεθα ἐν κοινωνίᾳ μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.