(από την λέξη τρυφή = αβρότητα) = ο αβρός, ο λεπτός στους τρόπους.
Τρύφων ἀνῆλθε σώματι πρὸς ἰτέαν,Καὶ πνεύματι πρὸς ὕψος οὐρανοῦ μέγα.
Ο Άγιος Τρύφων μαρτύρησε δια απαγχονισμού πάνω από μια Ιτιά.