(τιμώ + Θεός) = αυτός που τιμά τον Θεό, ο ευσεβής.
1) Αθηναίος στρατηγός, γιός του Κόνωνα2) Γλύπτης του 4ου π.Χ. αιώνα3) Ποιητής της νέας κωμωδίας
(πολύ + εύχομαι) = ο πολυπόθητος.
Eις τον Tιμόθεον.Τιμόθεον δέ, τὸν πεπυρπολημένον,Ποῦ θήσομεν, λαχόντα παντίμου τέλους;Eις τον Πολύευκτον.Σοῦ Πολύευκτε Καισαρεῦ ποῖον τέλος;Τὸ πῦρ ὑπελθών, εὗρον εὐκταῖον τέλος.
Οι Άγιοι Τιμόθεος και Πολύευκτος πέθαναν αφού τους έριξαν μέσα στη φωτιά. Ο μεν Τιμόθεος στην Αφρική, ο δε Πολύευκτος στην Καισαρεία, διότι κατηχούσαν και βάπτιζαν ειδωλολάτρες. Παρ' όλο που κατά την θανατική εκτέλεση ήταν παρόντες και οι δικοί τους και έκλαιγαν, αυτοί ατρόμητοι με τη θεία χάρη, τους παρηγορούσαν. Μπήκαν δε μέσα στις φλόγες, διατηρώντας την ευψυχία τους και ψάλλοντες ύμνους προς τον Κύριο.Ορισμένοι Συναξαριστές, λανθασμένα αναφέρουν την ημέρα αυτή και δεύτερο Άγιο Πολύευκτο, που όμως πρόκειται για τον ίδιο με τον πιο πάνω Άγιο.