ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Α´ 28 - 32
28 Καὶ ὅπως ἀκριβῶς δὲν ἔκριναν καλὸν καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ κατέχουν τὴν πλήρη καὶ ἀληθῆ γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἐγκατέλιπεν ὁ Θεὸς καὶ παρεδόθησαν εἰς νοῦν ἀνίκανον νὰ διακρίνῃ τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ ὀρθόν, καὶ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ ὑπῆρξε τὸ νὰ πράττουν ἀπρεπῆ καὶ ἀνήθικα ἔργα.
29 Καὶ ἔτσι ἐκυριεύθησαν καὶ ἐγέμισαν ἀπὸ κάθε εἶδος ἁμαρτίας, ἀπὸ πορνείαν, πονηρίαν, πλεονεξίαν, κακίαν, ἐγέμισαν ἀπὸ φθόνον, φόνον, φιλονεικίαν, δόλον, κακοτροπίαν.
30 Καὶ κακολογοῦν μὲ κρυφομιλήματα, κατακρίνουν φανερά, μισοῦν τὸν Θεόν, ὑβρίζουν, εἶναι φαντασμένοι, προσβλέποντες εἰς τοὺς ἄλλους μὲ περιφρόνησιν, εἶναι καυχηματίαι εἰς τοὺς λόγους, ἐπινοοῦν καὶ ἐφευρίσκουν κακά, εἶναι ἀπειθεῖς εἰς τοὺς γονεῖς,
31 δὲν ἔχουν σύνεσιν, καταπατοῦν τὸν λόγον τους καὶ τὰς συμφωνίας ποὺ ἔκαμαν μὲ τοὺς ἄλλους, δὲν ἔχουν οὔτε αὐτὴν τὴν στοργήν, τὴν τόσον φυσικὴν καὶ εἰς αὐτὰ ἀκόμη τὰ ζῶα, εἶναι ἀδιάλλακτοι καὶ ξένοι πρὸς τὸν οἶκτον καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν.
32 Αὐτοί, μολονότι ἐγνώρισαν καλὰ ἐκεῖνο, ποὺ ὁ Θεὸς ἐπρόσταξεν ὡς δίκαιον, ὅτι δηλαδὴ ὅσοι πράττουν τέτοια ἔργα εἶναι ἄξιοι θανάτου, ὄχι μόνον πράττουν αὐτά, ἀλλὰ καὶ ἐπιδοκιμάζουν ἐκείνους ποὺ τὰ πράττουν καὶ δεικνύουν ἔτσι, ὅτι ὅχι ἀπὸ ἀδυναμίαν, ἀλλὰ ἀπὸ βαθεῖαν τῆς ψυχῆς τῶν διαφθορὰν τρέχουν πρὸς τὸ κακόν. Αὐτὰ περὶ τῶν ἐθνικῶν καὶ εἰδωλολατρῶν.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Β´ 1 - 9
1 Αλλὰ καὶ σὺ ὁ Ἰουδαῖος μὴ νομίσῃς ὅτι, ἐπειδὴ γνωρίζεις τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ φωτίζεσαι ἀπὸ τὸν νόμον του, θὰ ξεφύγῃς τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ. Ἀκριβῶς διότι γνωρίζεις, πόσον ὀργίζεται ὁ Θεὸς κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν, διὰ τοῦτο εἶσαι ἀναπολόγητος, ὦ ἄνθρωπε, σὺ ποὺ γίνεσαι δικαστὴς τῶν ἄλλων, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶσαι. Διότι διὰ τῆς πράξεώς σου αὐτῆς τοῦ νὰ κατακρίνῃς τὸν ἄλλον, καταδικάζεις τὸν ἑαυτόν σου. Διότι καὶ σὺ ὁ Ἰουδαῖος, ποὺ παίρνεις τὴν θέσιν τοῦ δικαστοῦ, κάνεις τὰ ἴδια μὲ τὸν εἰδωλολάτρην, τὸν ὁποῖον κατακρίνεις.
2 Γνωρίζομεν δὲ ὅλοι, ὅτι ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ ἐναντίον ἐκείνων, ποὺ πράττουν τέτοια ἄτοπα ἔργα, δὲν εἶναι φανταστική, ἀλλὰ ἀληθὴς καὶ πραγματική.
3 Φαντάζεσαι δὲ αὐτό, ὦ ἄνθρωπε, σὺ ποὺ κατακρίνεις μὲν ἐκείνους, ποὺ κάνουν τέτοια ἄτοπα ἔργα, καὶ ὅμως πράττεις καὶ σὺ αὐτά, φαντάζεσαι λοιπόν, ὅτι σὺ προνομιακῶς θὰ ἀποφύγῃς τὴν καταδικαστικὴν ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ;
4 Ἢ καταφρονεῖς τὸν πλοῦτον τῆς εὐεργετικῆς ἀγαθότητός του καὶ τῆς ἀνεκτικότητος καὶ τῆς μακροθυμίας, ποὺ δείχνει εἰς σέ, χωρὶς νὰ λαμβάνῃς ἐνδιαφέρον νὰ μάθῃς, ὅτι τὸ νὰ σὲ εὐεργετῇ ὁ Θεός, ἀντὶ νὰ ἑξαπολύσῃ τὴν ὀργήν του κατὰ σοῦ διὰ τὰς κακὰς πράξεις σου, πρέπει νὰ σὲ παρακινῇ καὶ νὰ σὲ ὁδηγῇ εἰς μετάνοιαν;
5 Σύμφωνα δὲ μὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ τὴν ἀμετανόητον καρδίαν σου, ποὺ δὲν συγκινεῖται ἀπὸ τὴν τόσην καλωσύνην τοῦ Θεοῦ, μαζεύεις κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ σου θησαυροὺς ὀργῆς, ποὺ θὰ ἑξαπολυθοῦν ἐναντίον σου κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἐκσπάσῃ ἡ θεία ὀργὴ καὶ θὰ ἀποκαλυφθῇ ἡ δικαία κρίσις τοῦ Θεοῦ,
6 ὁ ὁποῖος θὰ ἀποδώσῃ εἰς τὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του·
7 εἰς ἐκείνους μέν, ποὺ μὲ ὑπομονὴν ἐργάζονται κάθε ἔργον ἀγαθὸν καὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸν δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν, θὰ ἀποδώσῃ ζωὴν αἰώνιον·
8 εἰς ἐκείνους δέ, ποὺ εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ πνεῦμα φατριαστικὸν καὶ ἀπειθοῦν μὲν εἰς τὴν ἀλήθειαν, πείθονται δὲ εἰς τὴν ἀδικίαν καὶ δὲν ἀποφεύγουν αὐτήν, θὰ ἐπιπέσῃ θυμὸς καὶ ὀργή.
9 Ναί· θλῖψις καὶ στενοχώρια θὰ ἐπιπέσῃ εἰς κάθε ἄνθρωπον, ποὺ ἐπιμένει να ἐργάζεται τὸ κακόν, τόσον εἰς τὸν Ἰουδαῖον κατὰ πρῶτον λόγον, ὅσον καὶ εἰς τὸν εἰδωλολάτρην.