ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 31 - 42
31 Διὰ νὰ καταστήσῃ λοιπὸν βαθυτέραν καὶ στερεωτέραν τὴν πίστιν των ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εἶχον πιστεύσει εἰς αὐτόν· Ἐὰν σεῖς μείνετε στερεοὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν μου καὶ συμμορφώσετε τὴν συμπεριφορὰν καὶ τὴν ζωήν σας πρὸς αὐτήν, εἶσθε πράγματι καὶ ἀληθινοὶ μαθηταί μου.
32 Καὶ καθ’ ὅσον θὰ ζῆτε αὐτά, ποὺ σᾶς διδάσκω, θὰ μάθετε πειραματικῶς τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια θὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας.
33 Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτὸν οἰ Ἰουδαῖοι, οἰ ὁποῖοι ὑπὸ τὸ κράτος τῆς παραφορᾶς των ἐλησμόνησαν τὴν δουλείαν τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Βαβυλῶνος, καθὼς καὶ τὸν ρωμαϊκὸν ζυγόν· Εἴμεθα ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τοῦ Ἀβραάμ, προωρισμένοι νὰ κατακτήσωμεν ὁλόκληρον τὸν κόσμον καὶ δὲν ἐγίναμεν ποτὲ ἕως τώρα δοῦλοι εἰς κανένα, ἀλλὰ μόνον κυβερνήτην καὶ Κύριόν μας ἔχομεν τὸν Θεόν. Πῶς σὺ λέγεις, ὅτι θὰ γίνετε ἐλεύθεροι;
34 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Σᾶς διαβεβαιῶ κατηγορηματικῶς, ὅτι καθένας, ποὺ συστηματικῶς ἐπιμένει νὰ κάνῃ τὴν ἁμαρτίαν καὶ δὲν μετανοεῖ διὰ νὰ ἐγκολπωθῇ τὴν ἀλήθειαν, εἶναι δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος τῆς ἁμαρτίας.
35 Ὁ δοῦλος δὲ δὲν παραμένει ὡς κληρονόμος καὶ παντοτεινὸς κάτοχος εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ κυρίου, διότι δὲν ἔχει δικαιώματα εἰς αὐτήν, καὶ ἐκδιώκεται ἐκ ταύτης, ὅταν καταστῇ ἀνεπιθύμητος. Τουναντίον ὁ υἱός, ἐπειδὴ κληρονομεῖ ὅλα τὰ δικαιώματα τοῦ πατρός του, μένει παντοτεινὰ εἰς τὴν οἰκίαν.
36 Ἐὰν λοιπὸν ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σᾶς δώσῃ τὴν ἐλευθερίαν, τότε θὰ εἶσθε πράγματι ἐλεύθεροι καὶ θὰ ἀποκτήσετε τὴν ἀληθινὴν ἐλευθερίαν τῆς ψυχῆς.
37 Γνωρίζω, ὅτι κατὰ τὴν σαρκικὴν καταγωγὴν εἶσθε ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ. Παρὰ ταῦτα ὅμως, ἐπειδὴ δὲν ὁμοιάζετε κατὰ τὴν ἀρετὴν πρὸς τὸν Ἀβραάμ, δὲν εἶσθε ἐλεύθερα τέκνα του, ἀλλ’ εἶσθε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἀπόδειξις τούτου εἶναι, ὅτι ζητεῖτε νὰ μὲ φονεύσετε, μόνον καὶ μόνον διότι ὁ λόγος μου καὶ ἡ διδασκαλία μου δὲν εἰσχωρεῖ καὶ δὲν ἔχει τόπον μέσα σας.
38 Ἐγὼ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχω ἴδει καὶ ἔμαθα μὲ πλήρη βεβαιότητα πλησίον τοῦ ἐν οὐρανοῖς Πατρός μου, αὐτὸ καὶ μόνον λέγω. Καὶ σεῖς πάλιν ἐκεῖνο, ποὺ ἐμάθατε ἀπὸ τὸν πατέρα σας διάβολον, αὐτὸ πράττετε. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ὁ λόγος τοῦ Πατρός μου νὰ εἰσχωρήσῃ καὶ νὰ εὕρῃ θέσιν μέσα σας;
39 Ἀπεκρίθησαν καὶ τοῦ εἶπαν· Ὁ πατήρ μας εἶναι ὁ Ἀβραάμ, καὶ κανένας ἄλλος. Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ἤσασθε τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, θὰ τοῦ ὠμοιάζατε καὶ εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ θὰ ἐκάνατε τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραάμ.
40 Τώρα ὅμως σεῖς θέλετε νὰ μὲ θανατώσετε, ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος εἶπα εἰς σᾶς τὴν ἀλήθειαν. Ποίαν δὲ ἀλήθειαν; Αὐτὴν τὴν ὁποίαν ἤκουσα ἀπὸ τὸν Θεόν. Τὸ ἔγκλημα αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαμεν ὁ Ἀβραάμ.
41 Σεῖς πράττετε τὰ ἔργα τοῦ πατρός σας, τὸν ὁποῖον ἀποφεύγω νὰ κατονομάσω. Κατόπιν λοιπὸν τῆς κατηγορίας ταύτης τοῦ Κυρίου, εἶπαν πρὸς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἡμεῖς δὲν ἔχομεν γεννηθῆ ἀπὸ ἀθέμιτον καὶ πορνικὴν ἐπιμιξίαν μὲ εἰδωλολάτρας, ὥστε νὰ ἔχῃ νοθευθῇ ἡ καταγωγή μας ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Δὲν ἀνήκομεν εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ σατανᾶ, τοὺς εἰδωλολάτρας, ἀλλ’ ἀνήκομεν εἰς τὸν ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ καταγόμενον λαὸν τοῦ Θεοῦ. Ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν.
42 Εἰς ἀπάντησιν λοιπὸν τῆς καυχησιολογίας των ταύτης εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦτο πατέρας σας, θὰ εἴχατε ἀγάπην καὶ εἰς ἐμέ, διότι ἐγὼ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐβγῆκα διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ ἔχω ἔλθει μεταξύ σας. Ναί· εἶμαι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς πρέσβυς ἀντιπροσωπεύων τὸν Θεόν· διότι καὶ εἰς τὸν κόσμον, ποὺ ἦλθα, δὲν ἔχω ἔλθει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ μὲ ἀπέστειλεν ἐκεῖνος.