ΗΣΑΪΑΣ Β´ 3 - 17
3 Καὶ θὰ πορευθοῦν ἔθνη πολλὰ καὶ προτρέποντα τὸ ἕνα τὸ ἄλλο θὰ λέγουν: Ἐμπρός, ἂς ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ, καὶ θὰ μᾶς ἀναγγείλῃ τὸν δρόμον τοῦ θελήματός του, καὶ θὰ συμμορφωθῶμεν πρὸς αὐτὸ βαδίζοντες εἰς τὸν δρόμον αὐτόν· διότι ἀπὸ τὴν Σιὼν θὰ βγῇ νέος Νόμος καὶ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ κηρυχθῇ λόγος τοῦ Κυρίου.
4 Καὶ θὰ κρίνῃ μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, ἀναγνωριζόμενος ὑπ’ αὐτῶν ἀνώτατος νομοθέτης καὶ κριτής, καὶ θὰ ἐλέγξῃ ὡς κυρίαρχος πολὺν λαόν.Καὶ ὅλοι αὐτοὶ θὰ μετατρέψουν τὰς μαχαίρας των εἰς ἀλέτρια καὶ τὰ δόρατά των εἰς δρεπάνια, καὶ δὲν θὰ πάρῃ ἔθνος ἐναντίον ἔθνους μάχαιραν διὰ νὰ πολεμήσῃ κατ’ αὐτοῦ, οὔτε θὰ μάθουν πλέον τὴν τέχνην να πολεμοῦν ὁ εἰς κατὰ τοῦ ἄλλου.
5 Καὶ τώρα, ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἴπαμεν, ὦ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ, ἐμπρός, ἂς ὑπάγωμεν πρῶτοι ἡμεῖς εἰς τὸ φῶς τῆς θείας διδασκαλίας τοῦ Κυρίου, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ ἀκολουθήσουν οἱ ἐθνικοί.
6 Σᾶς προτρέπω δὲ εἰς τοῦτο, διότι ὁ Θεὸς ἀσφαλῶς θὰ ἐγκαταλείψῃ τὸν λαόν του, τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ· διότι ἡ χώρα των ἐγέμισεν ὅπως ἐξ ἀρχῆς, προτοῦ κατοικηθῇ ἀπὸ αὐτούς, ἀπὸ μαντείας, ὅπως καὶ ἡ χώρα τῶν Φιλισταίων, καὶ τέκνα πολλὰ ἐκ παρανόμων γάμων μὲ γυναῖκας Φιλισταίας ἐγεννήθησαν εἰς αὐτούς.
7 Διότι ἐγέμισεν ἡ χώρα των ἀπὸ ἀργυρὰ καὶ χρυσὰ νομίσματα καὶ ἔγιναν ἀναρίθμητοι οἱ θησαυροὶ των· ἐγέμισεν ἐπίσης ἡ γῆ των ἀπὸ ἵππους καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἀριθμὸς τῶν ἁρμάτων των.
8 Καὶ ἐγέμισεν ἡ χώρα των ἀπὸ εἴδωλα καμωμένα ἀπὸ τὰ χέρια των, καὶ ἐπροσκύνησαν εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ἔφτιασαν τὰ δάκτυλά των.
9 Καὶ ἔσκυψε ταπεινῶς ἐνώπιον τῶν ἀψύχων αὐτῶν εἰδώλων ὁ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεὶς ἄνθρωπος καὶ ἐξευτελίσθη ὁ ἄνδρας προσκυνήσας ταῦτα.Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ ἐγὼ δὲν θὰ συγχωρήσω αὐτούς.
10 Καὶ τώρα, ὅταν ἐκσπάσῃ ἡ θεία ὀργή, ἔμβητε μέσα εἰς σπήλαια καὶ κρυφθῆτε εἰς τὰ βάθη τῆς γῆς πρὸ τοῦ φόβου, τὸν ὁποῖον θὰ δοκιμάζετε ἀπὸ τὸν ὠργισμένον Κύριον καὶ ἀπὸ τὴν ἔνδοξον καὶ ἀκαταγώνιστον δύναμίν του, ἡ ὁποία θὰ ἐκδηλωθῇ, ὅταν σηκωθῇ να συντρίψῃ τὴν γῆν.
11 Κρυφθῆτε, διότι τὰ μάτια τοῦ Κυρίου βλέπουν ἀπὸ ψηλὰ καὶ τὰ παρακολουθοῦν ὅλα· ὁ δὲ ἄνθρωπος εἶναι ταπεινὸς καὶ δὲν ἡμπορεῖ να διαφύγῃ τὸ ὑψηλὸν ὄμμα τοῦ Κυρίου.Καὶ θὰ ταπεινωθῇ τὸ ὕψος καὶ ἡ ὑπερηφάνεια τῶν ἀνθρώπων, καὶ θὰ ὑψωθῇ μόνος ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς κρίσεώς του.
12 Θὰ ταπεινωθῇ ἡ ὑπερηφάνεια τῶν ἀνθρώπων, διότι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τοῦ παντοκράτορος καὶ ἐξουσιαστοῦ τῶν πνευμάτων, θὰ ἔλθῃ κατὰ παντὸς μετ’ αὐθαδείας ἀσεβοῦς καὶ ὑπερηφάνου καὶ κατὰ παντὸς ἀλαζόνος καὶ πεφυσιωμένου, καὶ ὅλοι αὐτοὶ θὰ ταπεινωθοῦν καὶ θὰ ἐξευτελισθοῦν.
13 Θὰ ἔλθῃ ἡ φοβερὰ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ πλήξῃ καὶ κάθε κέδρον τοῦ Λιβάνου ἀπὸ τὰς ὑψηλὰς καὶ μετεώρους καὶ κάθε δένδρον δρυὸς τῆς γῆς Βασάν·
14 14 θὰ πλήξῃ καὶ πᾶν ὄρος ὑψηλὸν καὶ κάθε βουνὸν ὑψηλόν.
15 15 Θὰ ἐπέλθῃ καὶ κατὰ παντὸς πύργου ὑψηλοῦ καὶ κατὰ παντὸς τείχους ὑψηλοῦ, τὰ ὁποῖα οὕτω θ’ ἀποδειχθοῦν ὅλως ἄχρηστα πρὸς ὑπεράσπισιν καὶ προστασίαν.
16 Θὰ ἐπέλθῃ καὶ κατὰ παντὸς πλοίου θαλάσσης καὶ κατὰ παντὸς θεάματος ὡραίων καὶ στολισμένων πλοίων.
17 Καὶ θὰ ταπεινωθῆ ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὑψηλοφροσύνη παντὸς ἀνθρώπου, καὶ θὰ πέσῃ ἡ ἀλαζονεία καὶ ἡ περιφρόνησις τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον, καὶ θὰ ὑψωθῆ μόνος ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην.
ΓΕΝΕΣΙΣ Α´ 24 - 31
24 Καὶ ὁ Θεός, έκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ βγάλῃ καὶ νὰ γεμίσῃ ἡ γῆ μὲ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν, τῶν ζώων· νὰ βγάλῃ ζῶα μεγάλα, ἥμερα καὶ κατοικίδια, ἑρπετὰ καὶ ἔντομα, ἄγρια θηρία, τὰ ὁποῖα νὰ ζοῦν εἰς τὰ δάση, καθένα κατὰ τὸ εἶδος του». Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον.
25 Καὶ ὁ Θεὸς διέπλασε καὶ διεμόρφωσε τὰ ἄγρια θηρία, τὰ ὁποῖα ζοῦν εἰς τὰ δάση καθένα κατὰ τὸ εἶδος του, καὶ τὰ μεγάλα, ἥμερα καὶ κατοικίδια ζῶα καθένα κατὰ τὸ εἶδος του, καὶ ὅλα τὰ μικρὰ ζῶα, ἑρπετὰ καὶ ἔντομα καθένα κατὰ τὸ εἶδος του. Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὰ ἔργα του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι καλά, ἔτσι ὅπως τὰ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθή βουλή του καὶ ὅπως τὰ εἶχε προορίσει.
26 Καὶ ὁ Θεὸς Πατήρ, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλὴν καὶ σκέψιν του πρὸς τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος, τὸν ὁμοούσιον πρὸς Αὐτὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον του καὶ τὸ ὁμόθρονον καὶ συναΐδιον πρὸς Αὐτὸν Παράκλητον Πνεῦμα, εἶπεν· «ἂς κάμωμεν μέγα καὶ θαυμαστὸν δημιούργημα, τὸ τιμιώτερον ὅλων τῶν ζωντανῶν κτισμάτων, διὰ τὸ ὁποῖον ἐδημιουργήθη ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, ἡ θάλασσα καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτὰ ἂς κάμωμεν ἄνθρωπον, ἄνδρα καὶ γυναῖκα, καὶ ἂς τὸν τιμήσωμεν μὲ ἔξοχα χαρίσματα καὶ θεῖες ἱκανότητες· δηλαδὴ μὲ ψυχὴν λογικὴν καὶ ἀθάνατον, μὲ ἐλευθέραν βούλησιν, μὲ ἱκανότητα γνωστικὴν καὶ δημιουργικὴν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ ὅλου τοῦ ὁρατοῦ κόσμου καὶ ἂς τὸν κάμωμεν ἔτσι, ὥστε νὰ ἠμπορῇ, ἐὰν θέλῃ, νὰ γίνῃ ὅμοιος μὲ ἡμᾶς κατὰ τὴν ἀρετήν, τὴν ὁσιότητα καὶ ἁγιότητα, ὅσον τοῦτο εἶναι δυνατὸν εἰς τὸ κτίσμα νὰ ὁμοιάσῃ τὸν κτίστην του. Καὶ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναῖκα ἂς ἄρχουν ὡς ἄλλοι ἀντιβασιλεῖς ἐπὶ τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πτηνῶν, ποὺ διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες καὶ τῶν μεγάλων ζώων τῆς γῆς, ἀγρίων καὶ ἡμέρων καὶ ἐπὶ ὅλων τῶν ἄλλων μικρῶν ζώων, ποὺ κινοῦνται ὡς νὰ σύρωνται καὶ ἐπὶ τῶν ἐντόμων, τὰ ὁποῖα ζοῦν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν».
27 Καὶ ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε καὶ διέπλασε τὸν ἄνθρωπον μὲ ψυχὴν λογικὴν καὶ ἀθάνατον, μὲ ἐλευθέραν βούλησιν, μὲ ἱκανότητα γνωστικὴν καὶ δημιουργικὴν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ ὅλου τοῦ ὁρατοῦ κόσμου· ἐδημιούργησεν ἐξ ἀρχῆς ἀνδρόγυνον, ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναῖκα.
28 Καὶ ὁ Θεὸς εὐλόγησε τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα, λέγων· «σεῖς, τὸ ἕνα ζεῦγος, καρποφορεῖτε, ἀναπαράγεσθε καὶ πολλαπλασιάζεσθε· μὲ τοὺς ἀπογόνους, ποὺ θὰ προέλθουν ἀπὸ τὴν μίαν ρίζαν, τὴν ἰδικήν σας, γεμίσατε καὶ καλύψατε τὴν γῆν καὶ γίνετε οἱ κυρίαρχοι, ποὺ θὰ τὴν ὑποτάξετε καὶ γίνετε δεσπόται καὶ ἐξουσιασταὶ τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν, ποὺ διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες, καὶ τῶν μεγάλων ζώων, ἀγρίων καὶ ἡμέρων, καὶ ὁλοκλήρου τῆς γῆς καὶ ὅλων ἐκείνων, τὰ ὁποῖα κινοῦνται ὡς νὰ σύρωνται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν».
29 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός: «Νά· ἔχω δώσει εἰς σᾶς, τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα, ὅλα τὰ εἴδη τῶν χόρτων καὶ φυτῶν, ποὺ ἔχουν σπόρον καὶ ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ὁλοκλήρου τῆς γῆς, καὶ ὅλα τὰ εἴδη τῶν δένδρων, ποὺ ἔχουν εἰς τοὺς καρπούς των τὸν σπόρον διὰ πολλαπλασιασμὸν ὅλα αὐτά, χόρτα καὶ φυτὰ καὶ καρποὶ τῶν δένδρων, ἂς εἶναι διὰ τὴν διατροφὴν καὶ τὴν συντήρησίν σας.
30 Καὶ εἰς ὅλα τὰ μεγάλα ἄγρια ζῶα τῆς γῆς καὶ εἰς ὅλα τὰ πετεινά, τὰ ὁποῖα διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες, καὶ εἰς ὅλα τὰ εἴδη τῶν ζώων, τὰ ὁποῖα κινοῦνται ὡς νὰ σύρωνται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι ζωντανὲς ὑπάρζεις, δίδω διὰ διατροφὴν καὶ συντήρησίν των κάθε εἶδος χόρτου χλωροῦ, πρασίνου καὶ τρυφεροῦ». Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον καὶ ὅλα εἰς ὅσα ὁ Θεὸς ἔδωκεν ἐντολὴν νὰ γίνουν, ἐπραγματοποιήθησαν καὶ ἔλαβαν τὴν πρέπουσαν θέσιν καὶ ἀποστολὴν εἰς τὸν κόσμον.
31 Καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ἀτενίζων καὶ ἐπιθεωρῶν μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του ὅλα ὅσα ἐδημιούργησεν ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ διέπλασεν, ἄψυχα καὶ ἔμψυχα, μὲ τὸν ἄνθρωπον ἀντιβασιλέα τοῦ ὁρατοῦ κόσμου, καὶ νά· τοῦ ἐφάνησαν ὅλα ἑξαιρετικῶς τέλεια καὶ ἄριστα, χωρὶς κανένα μειονέκτημα. Ὅλα ἦσαν ἔτσι ὅπως τὰ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του· ἦσαν σύνολον ὠλοκληρωμένον, ἁρμονικὸν καὶ ἀπείρου ὡραιότητος· καὶ ὅλα ἔγιναν ἔτσι ὅπως τὰ εἶχε προορίσει νὰ ὑπηρετοῦν τὸν ἄνθρωπον καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Δημιουργόν των. Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ, καὶ ἔκλεισεν ἡ ἕκτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ ἕκτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας).
ΓΕΝΕΣΙΣ Β´ 1 - 3
1 Τοιουτοτρόπως συνεπληρώθησαν καὶ ὡλοκληρώθησαν ὁ οὐρανός, ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα καὶ ὅλη ἡ ἁρμονικὴ καὶ λαμπρὰ στρατιὰ τῶν στοιχείων, τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν εἰς αὐτά.
2 Καὶ ὁ Θεὸς ἀπετελείωσε καὶ ὠλοκλήρωσε κατὰ τὴν ἕκτην ἡμέραν τὰ ἔργα του, τὰ ὁποῖα διέπλασε καὶ διεμόρφωσεν ἀπὸ τὸ μηδέν. Καὶ ἐσταμάτησεν ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα του, τὰ ὁποῖα διέπλασε καὶ διεμόρφωσε ἀπὸ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι κατὰ τὶς προηγούμενες ἕξ ἡμέρες.
3 Καὶ ἐπειδὴ ὅσα ἠθέλησεν ἡ θεῖα παντοδυναμία τὸ παρήγαγε καὶ τὰ ὠλοκλήρωσε κατὰ τὶς ἕξι προηγούμενες ἡμέρες, διὰ νὰ μὴ ὑστερῇ καὶ ἡ ἑβδόμη, ἀξιώνει καὶ τὴν ἡμέραν αὐτὴν εὐλογίας. Οἱ προηγούμενες ἡμέρες εἶχαν ἀντὶ ἄλλης εὐλογίας τὴν δημιουργίαν τῶν ὄντων. Εἰς τὴν ἑβδόμην ἡμέραν ὁ Θεὸς ἔδωκε χαρίτας πνευματικὰς τὴν καθιέρωσεν ὡς ἁγίαν καὶ τὴν ἐξεχώρισε διὰ τὸν ἑαυτόν του, διότι τὴν ἡμέραν αὐτὴν ἐσταμάτησε νὰ παράγῃ ἀπὸ τὸ μηδὲν τὰ δημιουργήματα, ποὺ ἄρχισε νὰ δημιουργῇ ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν. Ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς προνοεῖ διὰ τὴν συντήρησιν τῶν ἔργων του καὶ κατευθύνει τὸν χρόνον καὶ τὴν ἱστορίαν.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Β´ 1 - 22
1 Παιδί μου, ἐὰν ἀποδεχθῇς μὲ προθυμίαν καὶ εἰλικρινῆ διάθεσιν τὰς ἐντολάς μου καὶ κρύψῃς ὡς πολύτιμον πρᾶγμα εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας σου τὰ λόγια μου,
2 τότε τὸ αὐτί σου θὰ προσέξῃ τὰ λόγια τῆς θείας σοφίας καὶ θὰ τὰ ἔχῃς κατὰ νοῦν, ὥστε νὰ σὲ συνετίζουν, καὶ θὰ τὰ χρησιμοποιῇς διὰ νὰ συμβουλεύεις τὸ παιδί σου.
3 Σοῦ ζητῶ δὲ τόσην προσοχήν, διότι, ἐὰν ἐπικαλεσθῇς τὴν θείαν σοφίαν μὲ ζωηρὸν πόθον καὶ φωνάξῃς προσκαλῶν τὴν σύνεσιν καὶ ζητήσῃς μὲ μεγάλην φωνὴν τὴν γνῶσιν τῆς θείας ἀληθείας καὶ τὴν διάκρισιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ,
4 καὶ ἐὰν ζητήσῃς ἐπιμόνως νὰ τὴν εὕρῃς, ὅπως ἀναζητεῖ κανεὶς νὰ εὕρῃ χρήματα, καὶ ἐὰν ἐρευνήσῃς δι’ αὐτήν, ὅπως ἐρευνᾷ κανεὶς νὰ εὕρῃ θησαυροὺς πολλοὺς καὶ μεγάλους,
5 τότε θὰ αἰσθανθῇς τὸν σωτηριώδη φόβον τοῦ Κυρίου καὶ θὰ λάβῃς ἀληθῆ καὶ τελείαν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, καθ’ ὅσον βεβαίως εἶναι δυνατὸν εἰς τὸν πεπερασμένον ἄνθρωπον νὰ ἐπιτύχῃ ταύτην.
6 Διότι ὁ Κύριος χαρίζει τὴν σοφίαν καὶ ἀπὸ Αὐτὸν πηγάζει ἡ γνῶσις τῆς ἀληθείας καὶ ἡ σύνεσις.
7 Καὶ προσφέρει ὡς θησαυρόν, εἰς ὅσους ἀγωνίζονται ἠρωϊκῶς, τὴν σωτηρίαν των καὶ θὰ προστατεύσῃ ὡς ἀκαταμάχητος ὑπερασπιστὴς τὴν θεάρεστον πορείαν τῆς ζωῆς των, ἐνισχύων αὐτοὺς
8 οὕτως, ὥστε νὰ φυλάξουν τὰς ἐντολάς του· καὶ θὰ προφυλάξῃ ἀπὸ κάθε κίνδυνον τὴν ζωὴν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τὸν σέβονται.
9 Ὅταν δὲ ἐπιδιώξῃς τὴν θείαν σοφίαν καὶ ἐπιτύχῃς αὐτήν, τότε θὰ ἐννοήσῃς ποία εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀρετὴ καὶ δικαιοσύνη καὶ τότε θὰ κρίνῃς δικαίως καὶ θὰ κατορθώσῃς καὶ θὰ ἐφαρμόσῃς ὅλας τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, αἱ ὁποῖαι ὡς ἄλλοι ἀγαθοὶ καὶ στερεοὶ ἄξονες ὁδηγοῦν ἀσφαλῶς εἰς σωτηρίαν.
10 Διότι, ἐὰν ἐπικρατήσῃ εἰς τὸν νοῦν σου ἡ σοφία καὶ ἡ διάκρισις, ἡ ὁποία προέρχεται ἐξ αὐτῆς, καὶ φανῇ εἰς τὴν διάνοιάν σου ἡ εὐαισθησία τῆς συνειδήσεως καλὴ καὶ ὠφέλιμος,
11 τότε ἀπόφασις ἀγαθὴ καὶ πεφωτισμένη θὰ σὲ προφυλάξῃ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἐξωτερικοὺς πειρασμούς. Σκέψις δὲ ἅγια θὰ σὲ διατηρῇ εἰς τὴν ἀρετήν,
12 διὰ νὰ σὲ γλυτώσῃ ἀπὸ τὸν κακὸν καὶ ὀλέθριον δρόμον τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπὸ ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε λέγει κάτι ἄξιον ἐμπιστοσύνης καὶ παραδοχῆς.
13 Ὤ! ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀφήνουν τοὺς ἴσιους δρόμους τῆς ἀρετῆς, διὰ νὰ ἀκολουθήσουν τοὺς σκοτεινοὺς καὶ ἐπικινδύνους δρόμους τῆς καταισχύνῃς, τῆς φαυλότητος καὶ ἀσεβείας·
14 ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι μόνον οἱ ἴδιοι κακοί, ἀλλ’ οἱ ὁποῖοι εὐχαριστοῦνται, ὅταν διαπράττεται τὸ κακόν, καὶ χαίρουν, ὅταν κατορθοῦται διαστροφὴ καὶ διαφθορὰ χαρακτήρων!
15 Αὐτῶν οἱ δρόμοι εἶναι ἀνάποδοι καὶ διεστραμμένοι καὶ ἡ πορεία των καμπυλωτὴ καὶ ὕπουλος,
16 ἔχουσα σκοπὸν νὰ σὲ ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὸν εὐθὺν δρόμον καὶ νὰ σὲ ἀποξενώσῃ ἀπὸ τὰς ἐναρέτους σκέψεις καὶ ἀποφάσεις, δηλαδὴ νὰ σὲ κάμῃ, ὥστε νὰ μὴ σκέπτεσαι τὴν ἀρετήν.
17 Παιδί μου, πρόσεχε νὰ μὴ σὲ κυριεύσῃ θέλησις κακὴ καὶ διεστραμμένη, ἡ ὁποία ἠρνήθη τὴν καλὴν διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν ἤκουσες κατὰ τὴν νεότητά σου, θέλησις διεστραμμένη, ἡ ὁποία ἐλησμόνησε τὸν σωτήριον νόμον τοῦ Θεοῦ.
18 Σοῦ ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν ἐπ’ αὐτοῦ, διότι ἡ κακὴ αὐτὴ προαίρεσις ἔχει τὴν κατοικίαν της κοντὰ εἰς τὸν θάνατον καὶ συνεταύτισε τὴν πορείαν της μὲ τοὺς ὑλόφρονας ἀνθρώπους, τῶν ὁποίων τὸ κατάντημα εἶναι ὁ θάνατος καὶ ὁ Ἅδης.
19 Ὅλοι, ὅσοι βαδίζουν τοὺς δρόμους τῆς κακῆς των ἀποφάσεως καὶ μένουν ἀμετανόητοι, δὲν πρόκειται νὰ μεταπεισθοῦν καὶ νὰ ἐπιστρέφουν πάλιν πίσω, οὔτε εἶναι εὔκολον νὰ ἐπανεύρουν τὸν ἴσιον δρόμον, διότι δὲν πρόκειται νὰ ζήσουν χρόνια πολλά, ὥστε νὰ ἐπιτύχουν τοῦτο.
20 Διότι, ἐὰν εἶχαν τὴν διάθεσιν καὶ ἀπόφασιν να βαδίσουν τοὺς καλοὺς δρόμους, θὰ ἔβρισκαν τοὺς ὁμαλοὺς δρόμους τῆς ἀρετῆς, ὅπου θὰ ἔζων εἰρηνικῶς καὶ μακροβιώτερον.
21 Οἱ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι θὰ κατοικήσουν μονίμως εἰς τὴν γῆν καὶ οἱ ἄκακοι θὰ ἀπομείνουν εἰς αὐτήν· διότι οἱ τίμιοι καὶ εἰλικρινεῖς θὰ κατασκηνώσουν εἰς τὴν γῆν καὶ οἱ καθαροὶ κατὰ τὴν ψυχὴν καὶ ἀφαισιωμένοι θὰ ἀπομείνουν εἰς αὐτήν.
22 Οἱ δρόμοι τῶν ἀσεβῶν θὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπὸ τὴν γῆν, οἱ δὲ παραβάται τοῦ θείου νόμου θὰ ἐξωσθοῦν καὶ θὰ πεταχθοῦν ἔξω ἀπὸ αὐτήν.