(από τη λατινική λέξη acula = μικρή βελόνα) = ο οξύς και χρήσιμος όπως η βελόνη. Κατά μια άλλη εκδοχή προέρχεται από τη λατινική λέξη Αquilla που σημαίνει αετός.
Ἄμωμον ἱερεῖον ὤφθης Ἀκύλα,Τμηθεὶς ἀμώμῳ Δεσπότῃ διὰ ξίφους.
Ο Άγιος Ακύλας μαρτύρησε διά ξίφους. Δεν έχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.