ΗΣΑΪΑΣ Α´ 1 - 20
1 Οράσεις καὶ ἀποκαλύψεις, τὰς ὁποίας εἶδε καὶ αἱ ὁποῖαι ἐγένοντο εἰς τὸν Ἡσαΐαν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀμώς.Εἶδε καὶ ἔλαβεν αὐτὰς διὰ τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν πρωτεύουσαν τῆς Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς βασιλείας τοῦ Ὀζίου καὶ τοῦ Ἰωάθαμ καὶ τοῦ Ἀχὰζ καὶ τοῦ Ἐζεκίου, οἱ ὁποῖοι ἐβασίλευσαν ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας.
2 Ἄκουε σύ, ὦ οὐρανέ, καὶ δέχου εἰς τὰ αὐτιά σου σύ, ὦ γῆ, διότι ὁ Κύριος καὶ ὄχι ἄνθρωπός τις πρόκειται νὰ λαλήσῃ· λέγει λοιπὸν ὁ Κύριος: Υἱοὺς ἐγέννησα καὶ τοὺς ἀνέδειξα ἀνυψώσας τούτους· αὐτοὶ ὅμως μὲ ἠρνήθησαν.
3 Τὸ βόδι γνωρίζει τὸν ἰδιοκτήτην, ποὺ τὸ ὁρίζει, καὶ ὁ ὄνος ξεύρει τὴν φάτνην τοῦ κυρίου του, εἰς τὴν ὁποίαν τρώγει καὶ ἔχει τὴν κατοικίαν του.Ὁ Ἰσραὴλ ὅμως δὲν μὲ ἀναγνωρίζει καὶ ὁ λαός μου δὲν μὲ νοιώθει.
4 Ἀλλοίμονον εἰς σέ, ὦ ἔθνος ἁμαρτωλόν, λαὲ γεμᾶτε ἁμαρτίας, ἀπ’ αὐτῶν τῶν πρώτων στιγμῶν τῆς ζωῆς σας πονηροί, παιδιὰ διεφθαρμένα καὶ ξένα ἐντελῶς πρὸς τὸν Νόμον.Ἐγκατελείψατε τὸν Κύριον καὶ ἐξωργίσατε τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ τὸν ἅγιον.
5 Πρὸς τί νὰ κτυπηθῆτε καὶ νὰ πληγωθῆτε ἀκόμη, ἐφ’ ὅσον ἑξακολουθεῖτε νὰ προσθέτετε περιφρόνησιν παντελῆ τοῦ Νόμου καὶ ἀποστασίαν; Ὁλόκληρος ἡ κεφαλὴ ἐκ τῶν τιμωριῶν μου διατελεῖ ἐν πόνοι καὶ πᾶσα ἡ καρδία εὑρίσκεται ἐν λύπῃ.
6 Ἀπὸ τὰ πόδια μέχρι τῆς κεφαλῆς δὲν ὑπάρχει ἐν τῷ σώματι ἀκεραιότης καὶ ὑγεία, οὔτε ὑπάρχει ἐδῶ μόνον τραῦμα ἀνοικτόν, οὔτε ἐκεῖ μόνον κτύπημα πρησμένον, οὔτε εἰς ἄλλο τι μόνον σημεῖον πληγὴ γεμάτη πύον καὶ αἷμα ἀποσυντεθειμένον ἀλλ’ ὅλον τὸ σῶμα εἶναι μία ὁλόκληρος πληγή· καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τεθῇ ἐπ’ αὐτοῦ κατάπλασμα, οὔτε ἔλαιον, οὔτε ἐπίδεσμοι.
7 Ἡ γῆ σας ἔγινεν ἔρημος, αἱ πόλεις σας ἔχουν κατακαῇ ἀπὸ πυρκαϊές· τὴν καλλιεργημένην χώραν σας καὶ τοὺς καρποὺς μπροστὰ στὰ μάτια σας τὰ κατατρώγουν ξένοι καὶ ἔχει ἐρημωθῇ κατεστραμμένη ἀπὸ ξένους λαούς.
8 Θὰ ἐγκαταλειφθῇ ἡ προσφιλὴς ὡς θυγάτηρ Σιών, ἢ πόλις Ἱερουσαλήμ, ὡσὰν σκηνὴ εἰς ἄμπελον ποὺ δὲν ἔχει καρπούς, καὶ ὡσὰν πρόχειρος ἀποθήκη, διὰ νὰ φυλάττωνται τὰ φρούτα εἰς μποστάνι ξυλαγγουριῶν, ὡσὰν πόλις ποὺ πολιορκεῖται ἀπὸ ἐχθρούς.
9 Καὶ ἐὰν ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων, ὁ Παντοκράτωρ, δὲν μᾶς ἄφηνε μικράν, ἀλλ' ἐκλεκτὴν μερίδα ἰδικῶν του ἀνθρώπων, θὰ ἐγινόμεθα σὰν τὰ Σόδομα καὶ θὰ ἐξωμοιούμεθα πρὸς τὰ Γόμορρα, ἐξαφανιζόμενοι ὡς ἐκεῖνα ὁλοτελῶς.
10 Ἀκούσατε τὸν λόγον, ὅστις δὲν εἶναι ἰδικός μου, ἀλλ’ εἶναι λόγος τοῦ Κυρίου, σεῖς, ποὺ διὰ τὴν κακίαν σας ἀξίζει νὰ λέγεσθε ἄρχοντες τῶν Σοδόμων προσέχετε εἰς αὐτό, ποὺ θὰ σᾶς εἴπω καὶ τὸ ὁποῖον εἶναι Νόμος Θεοῦ, σεῖς, ποὺ εἶσθε λόγῳ τῆς πονηρίας σας μᾶλλον λαὸς τῆς Γομόρρας.
11 Τί μὲ ἐνδιαφέρει καὶ κατά τι μὲ εὐχαριστεῖ τὸ πλῆθος τῶν θυσιῶν σας; Λέγει ὁ Κύριος.Εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ θυσίας κριαριῶν, ποὺ κατακαίονται ὁλόκληρα, καὶ δὲν θέλω νὰ καίεται ἐπὶ τοῦ Θυσιαστηρίου μου πάχος ἀρνίων καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων.
12 Οὔτε ἂν ἔρχεσθε κατὰ τὰς τρεῖς μεγάλας ἑορτὰς εἰς τὸν Ναόν μου, διὰ νὰ παρουσιασθῆτε εἰς ἐμέ, τὸ θέλω· διότι ποῖος σᾶς ἐζήτησε νὰ ἔρχεσθε μὲ τὰς δεκάτας καὶ τὰς ἄλλας προσφοράς σας; Ποῖος ἐζήτησεν αὐτὰ ἀπὸ τὰ γεμᾶτα αἵματα χέρια σας; Δὲν θὰ ἐξακολουθήσετε νὰ πατάτε εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ μου.
13 Ἐὰν φέρετε σιμιγδάλι ὡς θυσίαν, εἶναι τοῦτο μάταιον καὶ ἀνωφελές.Τὸ θυμίαμά σας μου εἶναι ἀηδὲς καὶ σιχαμένον· δὲν ἀνέχομαι τὶς ἐορτὲς τῶν πρωτομηνιῶν σας καὶ τὰ Σάββατα καὶ τὴν μεγάλην ἡμέραν τοῦ Ἐξιλασμοῦ, τὴν ἱερωτάτην αὐτὴν ἑορτήν· τὴν νηστείαν καὶ τὴν ἀργίαν
14 καὶ τὶς πρωτομηνιές σας καὶ τὶς ἐορτές σας μισεῖ ἡ ψυχή μου.Μοῦ ἐγίνατε πρόξενοι ἀηδίας.Δὲν θὰ συγχωρήσω πλέον τὶς ἁμαρτίες σας.
15 Ὅταν ὑψώνετε τὰ χέρια εἰς προσευχήν, θὰ ἀπομακρύνω μὲ ἀποστροφὴν τὰ μάτια μου ἀπὸ σᾶς.Καὶ ἐὰν παρατείνετε τὴν παράκλησίν σας καὶ πληθύνετε αὐτήν, δὲν θὰ σᾶς εἰσακούσω, διότι τὰ χέρια σας εἶναι γεμᾶτα αἷμα ἀδελφικόν.
16 Λουσθῆτε διὰ τοῦ πνευματικοῦ λουτροῦ τῆς μετανοίας, γίνατε καθαροί, ἀφαιρέσατε τὰς πονηρίας ἀπὸ τὰς ψυχάς σας, ὥστε νὰ μὴ φαίνωνται ἀκάθαρτοι αὗται μπροστὰ εἰς τὰ μάτια μου, παύσατε ἀπὸ τὰς πονηρίας σας.
17 Μάθετε καὶ ἀποκτήσατε τὴν ἕξιν νὰ πράττετε τὸ καλὸν καὶ τὴν ἀρετήν, ζητήσατε μὲ ὅλην σας τὴν καρδίαν τὸ δίκαιον, γλυτώσατε αὐτὸν ποὺ ἀδικεῖται ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀδικοῦντος αὐτόν, ἀποδώσατε τὸ δίκαιον εἰς τὸν ὀρφανὸν καὶ δικαιώσατε τὴν ἀδικουμένην χήραν.
18 Καὶ ἀφοῦ μετανοήσετε, ἐλᾶτε νὰ δικασθῶμεν «νὰ συζητήσωμεν» καὶ νὰ λογαριασθῶμεν, λέγει ὁ Κύριος.Καὶ εἰς περίπτωσιν ἀκόμη, ποὺ αἱ ἁμαρτίαι σας θὰ εἶναι ὡσὰν τὸ ἐλαφρῶς κόκκινον χρῶμα, θὰ τὰς λευκάνω ὡσὰν τὸ χιόνι· καὶ ἐὰν δὲ ἀκόμη εἶναι ὡσὰν τὸ βαθὺ κόκκινον χρῶμα, θὰ τὰς λευκάνω ὡσὰν τὸ ἄσπρο τῶν προβάτων μαλλί.
19 Καὶ ἐὰν θέλετε ἀποφασιστικῶς καὶ μὲ ἀκούσετε μὲ τὴν καρδία σας, θὰ φάγετε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς.
20 Ἐὰν ὅμως δὲν θέλετε, οὔτε μὲ εἰσακούσετε, μάχαιρα θὰ σᾶς καταφάγῃ.Θὰ συμβοῦν δὲ ταῦτα ἀσφαλῶς.Διότι τὸ στόμα τοῦ Κυρίου ἐλάλησεν αὐτά.
1 Εἰς τὸ βιβλίον τοῦτο περιέχονται αἱ παροιμίαι καὶ τὰ σοφὰ ἀποφθέγματα τοῦ Σολομῶντος, τοῦ υἱοῦ τὸν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσεν εἰς τὸ Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος.
2 Ἐγράφησαν δὲ αἱ παροιμίαι αὐταί, ὥστε ἐκεῖνος ποὺ τὰς μελετᾷ ἢ τὰς ἀκούει, νὰ ἀποκτήσῃ τὴν πραγματικὴν ἐπιστήμην, δηλαδὴ τὴν ἀληθῆ γνῶσιν, ποὺ ἐμπνέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Σκοπὸς ἑπομένως τῶν παροιμιῶν αὐτῶν εἶναι νὰ γνωρίσῃ καλῶς ὁ ἄνθρωπος τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, τὴν ὠφέλιμον διδασκαλίαν καὶ παιδαγωγίαν διὰ τὴν ψυχήν του καὶ ἔτσι νὰ ἀποκτήσῃ τὴν σύνεσιν καὶ τὴν ἱκανότητα, διὰ νὰ διακρίνῃ τί πρέπει νὰ ἀποφεύγῃ καὶ τί νὰ πράττῃ, ὥστε ἡ ὅλη του συμπεριφορὰ νὰ εἶναι θεάρεστος.
3 Νὰ εἶναι ἀκόμη εἰς θέσιν νὰ δεχθῇ καὶ νὰ ἀποκρούσῃ τὰς προσβολὰς ἀντιθέτων λόγων, ποὺ λέγονται ἢ γράφονται μὲ ρητορικὴν τέχνην καὶ σοφιστείαν, νὰ ἐννοήσῃ δὲ ποία εἶναι ἡ ἀληθὴς δικαιοσύνη, ὥστε νὰ ἐκφέρῃ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις δικαίας καὶ εὐθείας ἐπὶ τῶν ἑκάστοτε παρουσιαζομένων περιστάσεων.
4 Ἐπὶ πλέον τὸ βιβλίον τῶν Παροιμιῶν ἐγράφη διὰ νὰ δώσῃ εἰς τοὺς ἁπλοῦς καὶ ἀπονηρεύτους ἀνθρώπους σύνεσιν καὶ ἐξυπνάδα πρὸς ὠφέλειαν ἑαυτῶν καὶ τοῦ πλησίον, εἰς δὲ τὸν νεαρὸν κατὰ τὴν ἡλικίαν καὶ στερούμενον πείρας συνείδησιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ καὶ ὡριμότητα σκέψεως πρὸς ὀρθὴν τῶν πραγμάτων ἀντίληψιν.
5 Καίτοι δὲ τὸ βιβλίον αὐτὸ ἀπευθύνεται κυρίως πρὸς τὴν ἀνώριμον καὶ ἄπειρον νεότητα, ἐν τούτοις ἔχει νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ τὴν μελέτην του καὶ αὐτὸς ὁ σοφός· πράγματι, ὅταν ὁ σοφὸς ἀκούσῃ τὰ ὅσα γράφονται εἰς αὐτό, θὰ γίνῃ περισσότερον σοφὸς καὶ γνωστικός, ὁ δὲ συνετὸς καὶ φρόνιμος θὰ ἀποκτήσῃ τὴν ἱκανότητα νὰ κυβερνᾷ καὶ νὰ κατευθύνῃ θεαρέστως τὴν ζωήν του
6 Τόσον πολὺ δὲ θὰ ἐξασκηθῇ καὶ θὰ ἀναπτυχθῇ ἡ διάνοιά του, ὥστε θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐννοῇ κάθε παραβολήν, δυσνόητον καὶ ἀλληγορικὸν λόγον, καθὼς ἐπίσης τὰ ἀποφθέγματα καὶ τὰ γνωμικὰ τῶν σοφῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τὰ αἰνίγματα, εἰς τὰ ὁποῖα κρύπτεται κάποια βαθύτερη ἀλήθεια.
7 Ἀρχή, ρίζα καὶ θεμέλιον τῆς ἀληθινῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ· ἡ σύνεσις δὲ τότε εἶναι ἀγαθὴ καὶ ἀποδίδει τοὺς καρπούς της, ὅταν ἐφαρμόζεται καὶ ἐπιτελῆται δι’ ἔργων. Ἡ εὐσέβεια δέ, δηλαδὴ ὁ πρὸς τὸν Θεὸν σεβασμὸς καὶ ἡ πρὸς αὐτὸν εὐλάβεια, εἶναι ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς γνώσεως· οἱ ἀσεβεῖς ὅμως θὰ περιφρονήσουν τὴν θείαν παιδαγωγίαν.
8 Ἄκουε πάντοτε, παιδί μου, προσεκτικὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ πατέρα σου καὶ νὰ εἶσαι ὑπάκουος εἰς τὴν παιδαγωγίαν του, καὶ νὰ μὴ διώχνῃς μακριὰ ἀπὸ σένα τὰς συμβουλὰς καὶ ὁδηγίας τῆς μητέρας σου, τὰς ὁποίας ὡς θεσμοὺς καὶ νόμους ἱεροὺς νὰ μνημονεύῃς καθ’ ὅλην τὴν ζωήν σου·
9 διότι ἔτσι θὰ τιμηθῇς καὶ θὰ δεχθῇς εἰς τὴν κεφαλήν σου στέφανον ἀπὸ χάριτας ἀρετῶν καὶ γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν σου θὰ στολισθῇς μὲ χρυσοῦν περιδέραιον, ἀσυγκρίτως πολυτιμότερον ἀπὸ κάθε ἄλλο μέταλλον.
10 Παιδί μου, πρόσεχε μὴ σὲ ἀποπλανήσουν ἄνθρωποι ἀσεβεῖς, οὔτε να συγκατατεθῇς θεληματικῶς εἰς ὅσα σοῦ προτείνουν.
11 Ἐὰν σὲ προσκαλέσουν μὲ τρόπον φιλικὸν καὶ σοῦ εἴπουν· ἔλα μαζί μας, λάβε μέρος εἰς τὰ αἵματα, ποὺ θὰ χύσωμεν, ἂς κρύψωμεν δὲ καὶ ἂς θάψωμεν εἰς τὴν γῆν ὅλως ἀδίκως τὸν δίκαιον ἄνθρωπον, ἔστω καὶ ἂν δὲν μᾶς ἔκαμε ποτὲ κακὸν ἢ ἀδικίαν,
12 ἂς τὸν καταπίωμεν δὲ ζωντανόν, ὅπως ὁ ἀχόρταστος Ἅδης, καὶ ἂς ἐξαλείψωμεν τὴν μνήμην του ἀπὸ τὴν γῆν, ὥστε νὰ μὴ τὸν ἐνθυμῆται πλέον κανείς·
13 ἂς καταλάβωμεν καὶ ἂς κάμωμεν ἰδιοκτησίαν μας τὴν μεγάλην καὶ πολύτιμον περιουσίαν του, ἂς γεμίσωμεν δὲ τὰ σπίτια μας ἀπὸ λάφυρα, τὰ ὁποῖα θὰ ἀρπάσωμεν χύνοντες αἵματα ἀθώων καὶ πατοῦντες ἐπὶ πτωμάτων·
14 βάλε καὶ σὺ τὸ μερίδιον τῆς πατρικῆς σου κληρονομίας μὲ τὰ ἰδικά μας, καὶ ταύτισε τὴν τύχην σου μὲ τὴν ἰδικήν μας τύχην καὶ ἂς ἔχωμεν ὅλοι κοινὸν βαλάντιον καὶ ὅλοι μας κοινὸν ταμεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον ἂς μαζεύσωμεν ὅσα λάφυρα καὶ χρήματα θὰ συνάξωμεν οὕτω πῶς.
15 Παιδί μου, μὴ ὑπάγῃς μαζί των εἰς τὸν δρόμον ποὺ βαδίζουν, ἀπομάκρυνε δὲ τὰ βήματά σου ἀπὸ τοὺς δρόμους των
16 διότι τὰ πόδια των τρέχουν γρήγορα εἰς τὸ κακὸν καὶ εἰς τὸ ἔγκλημα καὶ εἶναι ἕτοιμα εἰς τὸ νὰ σπεύσουν καὶ νὰ χύσουν ἀμέσως αἷμα.
17 Ἀλλ' ὅπως δὲν στήνονται ἀσκόπως καὶ χωρὶς ἀποτέλεσμα παγίδες καὶ δίκτυα διὰ τὰ πουλιά, ἔτσι καὶ αὐτοὶ δὲν θὰ μείνουν ἀτιμώρητοι· θὰ τιμωρηθοῦν εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπους εἴτε ἀπὸ τὸν Θεόν.
18 Διότι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν εἰς φόνον, θησαυρίζουν εἰς τοὺς ἑαυτούς των κακὰ πολλά, ἡ δὲ καταστροφὴ τῶν παρανόμων ἀνθρώπων θὰ εἶναι κακή.
19 Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ζοῦν καὶ τέτοιο θὰ εἶναι τὸ κατάντημα ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι πράττουν ἔργα παράνομα· διότι ἐξ αἰτίας τῆς κακίας καὶ ἀσεβείας των καταστρέφουν καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ψυχήν των.
20 Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὅσους μὲ τὴν πεῖραν των τὴν ἐγνώρισαν, ἐξυμνεῖται δημοσίᾳ εἰς τοὺς δρόμους, ἡ δὲ θεία διδασκαλία της διακηρύττεται μὲ παρρησίαν εἰς τὰς πλατείας.
ΓΕΝΕΣΙΣ Α´ 1 - 13
1 Όταν ἦλθεν ἡ κατάλληλος ὥρα νὰ δημιουργηθῇ ἀπὸ τὸ μηδὲν ὁ ὑλικὸς κόσμος· εἰς τὴν ἀρχὴν ἐκείνην τοῦ χρόνου, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν ἰδίαν ἀρχὴν μὲ τὴν ὑλικὴν δημιουργίαν, ὁ ἄναρχος καὶ παντοδύναμος Τριαδικὸς Θεός, ἡ μακαρία φύσις καὶ ἀνεξάντλητος ἀγαθότης, ἡ ἀρχὴ ὅλων τῶν ὄντων καὶ ἡ ἄφθαστος σοφία ἐδημιούργησεν ἀπὸ τὸ μηδέν, «ἐξ οὐκ ὄντων», ἀπὸ ὕλην, ἡ ὁποία δὲν προϋπῆρχε, τὸ ὑλικὸν σύμπαν. Ἐδημιούργησε τὸν ἀπέραντον οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Ἐδημιούργησε τὸν ὁρατὸν τοῦτον κόσμον, τὸν ἔθεσεν εἰς κίνησιν καὶ καθώρισε νόμους διὰ τὴν ἐξέλιξίν του, ἀκαριαίως· δηλαδὴ εὐθὺς μόλις ἐξεφράσθη τὸ παντοδύναμον καὶ πάνσοφον θέλημά του.
2 Ἡ δὲ γῆ, ὄχι ὅπως τὴν βλέπομεν σήμερον, ἀλλ’ ἐκεῖνο τὸ πρωτόγονον χάος, ἦταν ἀθέατος, ἀδιαμόρφωτος καὶ ἀσχημάτιστος μᾶζα, χωρὶς τάξιν ἦταν χωρὶς κανένα στολισμόν. Ἦταν ἀθέατος, διότι σκοτάδι πηκτὸν ἐκάλυπτε τὸ πρόσωπόν της ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως φωτὸς καὶ διότι τὴν ἐσκέπαζαν πολλὰ καὶ βαθειὰ νερά, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν ἀκόμη συγκεντρωθῆ καὶ περιορισθῆ εἰς τὴν θέσιν, ποὺ θὰ τοὺς καθώριζεν ἀργότερα ὁ Θεός. Καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκινεῖτο ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσον τῶν νερῶν καὶ μὲ τὴν ζωτικὴν ἐνέργειάν του συνέθαλπε καὶ ἐζωογονοῦσε τὴν φύσιν τῶν νερῶν, ὅπως τὸ πτηνόν, τὸ ὁποῖον κλωσσᾷ τὰ αὐγά του. Τοιουτοτρόπως τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον συμμετεῖχε εἰς τὴν δημιουργικὴν ἐνέργειαν, προετοίμαζε καὶ διέπλασσε τὴν φύσιν τῶν νερῶν, ὥστε νὰ ἀναπηδήσῃ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς ὕλης, ποὺ ἦσαν νεκρὰ καὶ ἄμορφα μεταξύ των, ἡ νέα δημιουργία μὲ τὴν ποικιλίαν τῆς ζωῆς.
3 Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ γίνῃ φῶς»· καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον καὶ ἐδημιουργήθη τὸ ἀνέκφραστον κάλλος τοῦ φωτός.
4 Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι εἶναι ὡραῖον ὅπως τὸ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του, διότι αὐτὸ θὰ ἀνταπεκρίνετο εἰς τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον τὸ ἔπλασεν καὶ ὁ Θεὸς ἐχώρισε καὶ ἀπεμάκρυνε τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι καὶ ἀφώρισε διὰ τὸ καθένα ὡρισμένον καιρόν, ὥστε τὸ σκοτάδι νὰ διαδέχεται τὸ φῶς με τὴν καθημερινὴν ἐναλλαγήν.
5 Καὶ ὁ Θεός, ὡς κύριος τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν ὠνόμασε τὸ φῶς «ἡμέραν» καὶ τὸ σκοτάδι ὠνόμασε «νύκτα». Καὶ μὲ τὴν ἀρίστην αὐτὴν διαίρεσιν καὶ θαυμαστὴν δημιουργίαν ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισε ἡ μία ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ πρώτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ ὁλοκληρωθῇ εἰς ἕξι φάσεις).
6 Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ γίνῃ στερέωμα, δηλαδὴ νὰ ξετυλιχθῇ ἡ ἀτμόσφαιρα ὡς παραπέτασμα καὶ διάφραγμα, τὸ ὁποῖον νὰ διαιρῇ καὶ νὰ χωρίζῃ τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον, ὥστε ἄλλα μὲν ὕδατα ὡς λεπτὰ καὶ ὡς εὑρισκόμενα εἰς κατάστασιν ὑδρατμῶν νὰ τὰ σπρώχνῃ πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ νὰ τὰ ἀποθηκεύῃ εἰς τὰ νέφη· ἄλλα δέ, ὡς εὑρισκόμενα εἰς κατάστασιν ὑγράν, νὰ τὰ ἀφήνῃ κάτω εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς»· καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργoν.
7 Καὶ ὁ Θεὸς διέπλασε καὶ ἐμορφοποίησε τὸ στερέωμα, τὸ ὁποῖον διήρεσε τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον· καὶ ἐχώρισεν ὁ Θεὸς εἰς δύο μέρη τὰ ὕδατα εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ἦσαν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, κάτω ἀπὸ τὸ στερέωμα· καὶ εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ἦσαν μετέωροι ὑδρατμοὶ ὑπὸ μορφὴν νεφῶν, ἐπάνω ἀπὸ τὸ στερέωμα.
8 Καὶ ὠνόμασεν ὁ Θεὸς αὐτό, τὸ ὁποῖον ἐχώρισε τὰ ὕδατα εἰς ἄνω καὶ κάτω, «οὐρανόν»· αὐτός (δὲν εἶναι ὁ οὐρανὸς ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὸν πρῶτον στίχον, ἀλλά) εἶναι ἡ ἀχανὴς ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ὡς λαμπρὸς καὶ πάγκαλος μανδύας περιβάλλει προστατευτικῶς τὴν γῆν καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι ὁ οὐρανὸς μὲ τὸ ἀπερίγραπτον κάλλος του εἶναι ἔτσι ὅπως τὸν εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του καὶ ὅπως τὸν εἶχε προορίσει. Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισε ἡ δευτέρα ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ δευτέρα φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας).
9 Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «να συναχθοῦν τὰ νερά, ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ στερέωμα καὶ καλύπτουν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, εἰς μεγάλην καὶ τελειοτάτην συνάθροισιν καὶ να φανῇ ἡ ξηρά»· καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον. Καὶ ἐσυνάχθησαν τὰ νερά, ποὺ ἐκάλυπταν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, εἰς τὶς συναθροίσεις των, τὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς, καὶ ἐφάνη ἡ ξηρά.
10 Καὶ ὠνόμασεν ὁ Θεὸς τὴν ἐπιφάνειαν, ποὺ δὲν ἐκάλυπταν πλέον τὰ νερά, «γῆν»· καὶ τὰ νερά, ποὺ εἶχαν συναχθῇ καὶ ἐσχημάτισαν τοὺς μεγάλους ὠκεανοὺς καὶ τὶς θάλασσες μὲ τὰ ἰδιαίτερά των σχήματα, ὠνόμασε «θάλασσας. Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὸ ἔργον του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι ὡραῖον, ὅπως τὸ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του, καὶ ὅτι θὰ ἀνταπεκρίνετο εἰς τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον τὸ ἔπλασε· διότι ἡ ὑγρασία τῆς θαλάσσης ἐπιστρέφει εἰς τὸ βάθος τῆς γῆς· διότι ἡ θάλασσα εἶναι δοχεῖον ὅλων τῶν ποταμῶν τῆς γῆς καὶ ὅμως μένει περιωρισμένη εἰς τὰ ὅριά της· διότι αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ὑδρατμῶν, ποὺ ἀνεβαίνουν ὑψηλὰ διὰ νὰ πέσουν ὡς βροχή, ἡ ὁποία ποτίζει καὶ λιπαίνει τὴν γῆν καὶ διότι ἡ θάλασσα περιβάλλει τὶς νήσους, τὶς στολίζει καὶ τὶς ἀσφαλίζει καὶ ταυτοχρόνως ἑνώνει μεταξύ των τὶς ἠπείρους.
11 Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «να βλαστήσῃ ἡ γῆ χλόην, χορτάρι νὰ φυτρώσουν ποώδεις θάμνοι, καθένας τῶν ὁποίων νὰ παράγῃ σπόρον ἀναλόγως τοῦ εἴδους καὶ τῆς ποικιλίας του, ὥστε νὰ διαιωνίζωνται νὰ φυτρώσουν δένδρα δασικά (ποὺ παράγουν ξυλείαν) καὶ ὀπωροφόρα, οἱ καρποὶ τῶν ὁποίων να περιέχουν τὰ σπέρματά των, τὸ καθένα ἀναλόγως τοῦ ἰδιαιτέρου εἴδους του· ἡ χλόη, οἱ θάμνοι, τὰ δένδρα νὰ καλύψουν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς». Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον.
12 Καὶ ἡ γῆ, ἡ ὁποία μέχρι τότε ἦταν χωρὶς καλλιέργειαν ἢ ἄλλην βοήθειαν, ἀκολουθοῦσα τὸ πρόσταγμα καὶ τοὺς νόμους τοῦ Δημιουργοῦ, ἐβλάστησε χορτάρι, ποώδεις θάμνους, καθένας τῶν ὁποίων παράγει σπόρον ἀναλόγως τοῦ εἴδους καὶ τῆς ποικιλίας του, καὶ δένδρα δασικά (ποὺ παράγουν ξυλείαν) καὶ ὀπωροφόρα, οἱ καρποὶ τῶν ὁποίων περιέχουν τὰ σπέρματά των, τὸ καθένα ἀναλόγως τοῦ ἰδιαιτέρου εἴδους του, ὥστε νὰ συνεχίζουν τὴν ὕπαρξίν των ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς.
13 Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὸ ἔργον του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι καλόν, ἔτσι ὅπως τὸ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του καὶ ὅπως τὸ εἶχε προορίσει· διότι τὸ ἴδιον δημιουργικὸν πρόσταγμα συνεχίζει νὰ παραμένῃ εἰς τὴν γῆν, ὥστε νὰ βλαστάνῃ τὸ χορτάρι, τοὺς θάμνους καὶ τὰ δένδρα τὸ καθένα κατὰ τὸ εἶδος του. Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισε ἡ τρίτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ τρίτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας).
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Α´ 1 - 20
1 Οράσεις καὶ ἀποκαλύψεις, τὰς ὁποίας εἶδε καὶ αἱ ὁποῖαι ἐγένοντο εἰς τὸν Ἡσαΐαν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀμώς.Εἶδε καὶ ἔλαβεν αὐτὰς διὰ τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν πρωτεύουσαν τῆς Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς βασιλείας τοῦ Ὀζίου καὶ τοῦ Ἰωάθαμ καὶ τοῦ Ἀχὰζ καὶ τοῦ Ἐζεκίου, οἱ ὁποῖοι ἐβασίλευσαν ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας.
2 Ἄκουε σύ, ὦ οὐρανέ, καὶ δέχου εἰς τὰ αὐτιά σου σύ, ὦ γῆ, διότι ὁ Κύριος καὶ ὄχι ἄνθρωπός τις πρόκειται νὰ λαλήσῃ· λέγει λοιπὸν ὁ Κύριος: Υἱοὺς ἐγέννησα καὶ τοὺς ἀνέδειξα ἀνυψώσας τούτους· αὐτοὶ ὅμως μὲ ἠρνήθησαν.
3 Τὸ βόδι γνωρίζει τὸν ἰδιοκτήτην, ποὺ τὸ ὁρίζει, καὶ ὁ ὄνος ξεύρει τὴν φάτνην τοῦ κυρίου του, εἰς τὴν ὁποίαν τρώγει καὶ ἔχει τὴν κατοικίαν του.Ὁ Ἰσραὴλ ὅμως δὲν μὲ ἀναγνωρίζει καὶ ὁ λαός μου δὲν μὲ νοιώθει.
4 Ἀλλοίμονον εἰς σέ, ὦ ἔθνος ἁμαρτωλόν, λαὲ γεμᾶτε ἁμαρτίας, ἀπ’ αὐτῶν τῶν πρώτων στιγμῶν τῆς ζωῆς σας πονηροί, παιδιὰ διεφθαρμένα καὶ ξένα ἐντελῶς πρὸς τὸν Νόμον.Ἐγκατελείψατε τὸν Κύριον καὶ ἐξωργίσατε τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ τὸν ἅγιον.
5 Πρὸς τί νὰ κτυπηθῆτε καὶ νὰ πληγωθῆτε ἀκόμη, ἐφ’ ὅσον ἑξακολουθεῖτε νὰ προσθέτετε περιφρόνησιν παντελῆ τοῦ Νόμου καὶ ἀποστασίαν; Ὁλόκληρος ἡ κεφαλὴ ἐκ τῶν τιμωριῶν μου διατελεῖ ἐν πόνοι καὶ πᾶσα ἡ καρδία εὑρίσκεται ἐν λύπῃ.
6 Ἀπὸ τὰ πόδια μέχρι τῆς κεφαλῆς δὲν ὑπάρχει ἐν τῷ σώματι ἀκεραιότης καὶ ὑγεία, οὔτε ὑπάρχει ἐδῶ μόνον τραῦμα ἀνοικτόν, οὔτε ἐκεῖ μόνον κτύπημα πρησμένον, οὔτε εἰς ἄλλο τι μόνον σημεῖον πληγὴ γεμάτη πύον καὶ αἷμα ἀποσυντεθειμένον ἀλλ’ ὅλον τὸ σῶμα εἶναι μία ὁλόκληρος πληγή· καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τεθῇ ἐπ’ αὐτοῦ κατάπλασμα, οὔτε ἔλαιον, οὔτε ἐπίδεσμοι.
7 Ἡ γῆ σας ἔγινεν ἔρημος, αἱ πόλεις σας ἔχουν κατακαῇ ἀπὸ πυρκαϊές· τὴν καλλιεργημένην χώραν σας καὶ τοὺς καρποὺς μπροστὰ στὰ μάτια σας τὰ κατατρώγουν ξένοι καὶ ἔχει ἐρημωθῇ κατεστραμμένη ἀπὸ ξένους λαούς.
8 Θὰ ἐγκαταλειφθῇ ἡ προσφιλὴς ὡς θυγάτηρ Σιών, ἢ πόλις Ἱερουσαλήμ, ὡσὰν σκηνὴ εἰς ἄμπελον ποὺ δὲν ἔχει καρπούς, καὶ ὡσὰν πρόχειρος ἀποθήκη, διὰ νὰ φυλάττωνται τὰ φρούτα εἰς μποστάνι ξυλαγγουριῶν, ὡσὰν πόλις ποὺ πολιορκεῖται ἀπὸ ἐχθρούς.
9 Καὶ ἐὰν ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων, ὁ Παντοκράτωρ, δὲν μᾶς ἄφηνε μικράν, ἀλλ' ἐκλεκτὴν μερίδα ἰδικῶν του ἀνθρώπων, θὰ ἐγινόμεθα σὰν τὰ Σόδομα καὶ θὰ ἐξωμοιούμεθα πρὸς τὰ Γόμορρα, ἐξαφανιζόμενοι ὡς ἐκεῖνα ὁλοτελῶς.
10 Ἀκούσατε τὸν λόγον, ὅστις δὲν εἶναι ἰδικός μου, ἀλλ’ εἶναι λόγος τοῦ Κυρίου, σεῖς, ποὺ διὰ τὴν κακίαν σας ἀξίζει νὰ λέγεσθε ἄρχοντες τῶν Σοδόμων προσέχετε εἰς αὐτό, ποὺ θὰ σᾶς εἴπω καὶ τὸ ὁποῖον εἶναι Νόμος Θεοῦ, σεῖς, ποὺ εἶσθε λόγῳ τῆς πονηρίας σας μᾶλλον λαὸς τῆς Γομόρρας.
11 Τί μὲ ἐνδιαφέρει καὶ κατά τι μὲ εὐχαριστεῖ τὸ πλῆθος τῶν θυσιῶν σας; Λέγει ὁ Κύριος.Εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ θυσίας κριαριῶν, ποὺ κατακαίονται ὁλόκληρα, καὶ δὲν θέλω νὰ καίεται ἐπὶ τοῦ Θυσιαστηρίου μου πάχος ἀρνίων καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων.
12 Οὔτε ἂν ἔρχεσθε κατὰ τὰς τρεῖς μεγάλας ἑορτὰς εἰς τὸν Ναόν μου, διὰ νὰ παρουσιασθῆτε εἰς ἐμέ, τὸ θέλω· διότι ποῖος σᾶς ἐζήτησε νὰ ἔρχεσθε μὲ τὰς δεκάτας καὶ τὰς ἄλλας προσφοράς σας; Ποῖος ἐζήτησεν αὐτὰ ἀπὸ τὰ γεμᾶτα αἵματα χέρια σας; Δὲν θὰ ἐξακολουθήσετε νὰ πατάτε εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ μου.
13 Ἐὰν φέρετε σιμιγδάλι ὡς θυσίαν, εἶναι τοῦτο μάταιον καὶ ἀνωφελές.Τὸ θυμίαμά σας μου εἶναι ἀηδὲς καὶ σιχαμένον· δὲν ἀνέχομαι τὶς ἐορτὲς τῶν πρωτομηνιῶν σας καὶ τὰ Σάββατα καὶ τὴν μεγάλην ἡμέραν τοῦ Ἐξιλασμοῦ, τὴν ἱερωτάτην αὐτὴν ἑορτήν· τὴν νηστείαν καὶ τὴν ἀργίαν
14 καὶ τὶς πρωτομηνιές σας καὶ τὶς ἐορτές σας μισεῖ ἡ ψυχή μου.Μοῦ ἐγίνατε πρόξενοι ἀηδίας.Δὲν θὰ συγχωρήσω πλέον τὶς ἁμαρτίες σας.
15 Ὅταν ὑψώνετε τὰ χέρια εἰς προσευχήν, θὰ ἀπομακρύνω μὲ ἀποστροφὴν τὰ μάτια μου ἀπὸ σᾶς.Καὶ ἐὰν παρατείνετε τὴν παράκλησίν σας καὶ πληθύνετε αὐτήν, δὲν θὰ σᾶς εἰσακούσω, διότι τὰ χέρια σας εἶναι γεμᾶτα αἷμα ἀδελφικόν.
16 Λουσθῆτε διὰ τοῦ πνευματικοῦ λουτροῦ τῆς μετανοίας, γίνατε καθαροί, ἀφαιρέσατε τὰς πονηρίας ἀπὸ τὰς ψυχάς σας, ὥστε νὰ μὴ φαίνωνται ἀκάθαρτοι αὗται μπροστὰ εἰς τὰ μάτια μου, παύσατε ἀπὸ τὰς πονηρίας σας.
17 Μάθετε καὶ ἀποκτήσατε τὴν ἕξιν νὰ πράττετε τὸ καλὸν καὶ τὴν ἀρετήν, ζητήσατε μὲ ὅλην σας τὴν καρδίαν τὸ δίκαιον, γλυτώσατε αὐτὸν ποὺ ἀδικεῖται ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀδικοῦντος αὐτόν, ἀποδώσατε τὸ δίκαιον εἰς τὸν ὀρφανὸν καὶ δικαιώσατε τὴν ἀδικουμένην χήραν.
18 Καὶ ἀφοῦ μετανοήσετε, ἐλᾶτε νὰ δικασθῶμεν «νὰ συζητήσωμεν» καὶ νὰ λογαριασθῶμεν, λέγει ὁ Κύριος.Καὶ εἰς περίπτωσιν ἀκόμη, ποὺ αἱ ἁμαρτίαι σας θὰ εἶναι ὡσὰν τὸ ἐλαφρῶς κόκκινον χρῶμα, θὰ τὰς λευκάνω ὡσὰν τὸ χιόνι· καὶ ἐὰν δὲ ἀκόμη εἶναι ὡσὰν τὸ βαθὺ κόκκινον χρῶμα, θὰ τὰς λευκάνω ὡσὰν τὸ ἄσπρο τῶν προβάτων μαλλί.
19 Καὶ ἐὰν θέλετε ἀποφασιστικῶς καὶ μὲ ἀκούσετε μὲ τὴν καρδία σας, θὰ φάγετε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς.
20 Ἐὰν ὅμως δὲν θέλετε, οὔτε μὲ εἰσακούσετε, μάχαιρα θὰ σᾶς καταφάγῃ.Θὰ συμβοῦν δὲ ταῦτα ἀσφαλῶς.Διότι τὸ στόμα τοῦ Κυρίου ἐλάλησεν αὐτά.
1 Εἰς τὸ βιβλίον τοῦτο περιέχονται αἱ παροιμίαι καὶ τὰ σοφὰ ἀποφθέγματα τοῦ Σολομῶντος, τοῦ υἱοῦ τὸν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσεν εἰς τὸ Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος.
2 Ἐγράφησαν δὲ αἱ παροιμίαι αὐταί, ὥστε ἐκεῖνος ποὺ τὰς μελετᾷ ἢ τὰς ἀκούει, νὰ ἀποκτήσῃ τὴν πραγματικὴν ἐπιστήμην, δηλαδὴ τὴν ἀληθῆ γνῶσιν, ποὺ ἐμπνέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Σκοπὸς ἑπομένως τῶν παροιμιῶν αὐτῶν εἶναι νὰ γνωρίσῃ καλῶς ὁ ἄνθρωπος τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, τὴν ὠφέλιμον διδασκαλίαν καὶ παιδαγωγίαν διὰ τὴν ψυχήν του καὶ ἔτσι νὰ ἀποκτήσῃ τὴν σύνεσιν καὶ τὴν ἱκανότητα, διὰ νὰ διακρίνῃ τί πρέπει νὰ ἀποφεύγῃ καὶ τί νὰ πράττῃ, ὥστε ἡ ὅλη του συμπεριφορὰ νὰ εἶναι θεάρεστος.
3 Νὰ εἶναι ἀκόμη εἰς θέσιν νὰ δεχθῇ καὶ νὰ ἀποκρούσῃ τὰς προσβολὰς ἀντιθέτων λόγων, ποὺ λέγονται ἢ γράφονται μὲ ρητορικὴν τέχνην καὶ σοφιστείαν, νὰ ἐννοήσῃ δὲ ποία εἶναι ἡ ἀληθὴς δικαιοσύνη, ὥστε νὰ ἐκφέρῃ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις δικαίας καὶ εὐθείας ἐπὶ τῶν ἑκάστοτε παρουσιαζομένων περιστάσεων.
4 Ἐπὶ πλέον τὸ βιβλίον τῶν Παροιμιῶν ἐγράφη διὰ νὰ δώσῃ εἰς τοὺς ἁπλοῦς καὶ ἀπονηρεύτους ἀνθρώπους σύνεσιν καὶ ἐξυπνάδα πρὸς ὠφέλειαν ἑαυτῶν καὶ τοῦ πλησίον, εἰς δὲ τὸν νεαρὸν κατὰ τὴν ἡλικίαν καὶ στερούμενον πείρας συνείδησιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ καὶ ὡριμότητα σκέψεως πρὸς ὀρθὴν τῶν πραγμάτων ἀντίληψιν.
5 Καίτοι δὲ τὸ βιβλίον αὐτὸ ἀπευθύνεται κυρίως πρὸς τὴν ἀνώριμον καὶ ἄπειρον νεότητα, ἐν τούτοις ἔχει νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ τὴν μελέτην του καὶ αὐτὸς ὁ σοφός· πράγματι, ὅταν ὁ σοφὸς ἀκούσῃ τὰ ὅσα γράφονται εἰς αὐτό, θὰ γίνῃ περισσότερον σοφὸς καὶ γνωστικός, ὁ δὲ συνετὸς καὶ φρόνιμος θὰ ἀποκτήσῃ τὴν ἱκανότητα νὰ κυβερνᾷ καὶ νὰ κατευθύνῃ θεαρέστως τὴν ζωήν του
6 Τόσον πολὺ δὲ θὰ ἐξασκηθῇ καὶ θὰ ἀναπτυχθῇ ἡ διάνοιά του, ὥστε θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐννοῇ κάθε παραβολήν, δυσνόητον καὶ ἀλληγορικὸν λόγον, καθὼς ἐπίσης τὰ ἀποφθέγματα καὶ τὰ γνωμικὰ τῶν σοφῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τὰ αἰνίγματα, εἰς τὰ ὁποῖα κρύπτεται κάποια βαθύτερη ἀλήθεια.
7 Ἀρχή, ρίζα καὶ θεμέλιον τῆς ἀληθινῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ· ἡ σύνεσις δὲ τότε εἶναι ἀγαθὴ καὶ ἀποδίδει τοὺς καρπούς της, ὅταν ἐφαρμόζεται καὶ ἐπιτελῆται δι’ ἔργων. Ἡ εὐσέβεια δέ, δηλαδὴ ὁ πρὸς τὸν Θεὸν σεβασμὸς καὶ ἡ πρὸς αὐτὸν εὐλάβεια, εἶναι ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς γνώσεως· οἱ ἀσεβεῖς ὅμως θὰ περιφρονήσουν τὴν θείαν παιδαγωγίαν.
8 Ἄκουε πάντοτε, παιδί μου, προσεκτικὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ πατέρα σου καὶ νὰ εἶσαι ὑπάκουος εἰς τὴν παιδαγωγίαν του, καὶ νὰ μὴ διώχνῃς μακριὰ ἀπὸ σένα τὰς συμβουλὰς καὶ ὁδηγίας τῆς μητέρας σου, τὰς ὁποίας ὡς θεσμοὺς καὶ νόμους ἱεροὺς νὰ μνημονεύῃς καθ’ ὅλην τὴν ζωήν σου·
9 διότι ἔτσι θὰ τιμηθῇς καὶ θὰ δεχθῇς εἰς τὴν κεφαλήν σου στέφανον ἀπὸ χάριτας ἀρετῶν καὶ γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν σου θὰ στολισθῇς μὲ χρυσοῦν περιδέραιον, ἀσυγκρίτως πολυτιμότερον ἀπὸ κάθε ἄλλο μέταλλον.
10 Παιδί μου, πρόσεχε μὴ σὲ ἀποπλανήσουν ἄνθρωποι ἀσεβεῖς, οὔτε να συγκατατεθῇς θεληματικῶς εἰς ὅσα σοῦ προτείνουν.
11 Ἐὰν σὲ προσκαλέσουν μὲ τρόπον φιλικὸν καὶ σοῦ εἴπουν· ἔλα μαζί μας, λάβε μέρος εἰς τὰ αἵματα, ποὺ θὰ χύσωμεν, ἂς κρύψωμεν δὲ καὶ ἂς θάψωμεν εἰς τὴν γῆν ὅλως ἀδίκως τὸν δίκαιον ἄνθρωπον, ἔστω καὶ ἂν δὲν μᾶς ἔκαμε ποτὲ κακὸν ἢ ἀδικίαν,
12 ἂς τὸν καταπίωμεν δὲ ζωντανόν, ὅπως ὁ ἀχόρταστος Ἅδης, καὶ ἂς ἐξαλείψωμεν τὴν μνήμην του ἀπὸ τὴν γῆν, ὥστε νὰ μὴ τὸν ἐνθυμῆται πλέον κανείς·
13 ἂς καταλάβωμεν καὶ ἂς κάμωμεν ἰδιοκτησίαν μας τὴν μεγάλην καὶ πολύτιμον περιουσίαν του, ἂς γεμίσωμεν δὲ τὰ σπίτια μας ἀπὸ λάφυρα, τὰ ὁποῖα θὰ ἀρπάσωμεν χύνοντες αἵματα ἀθώων καὶ πατοῦντες ἐπὶ πτωμάτων·
14 βάλε καὶ σὺ τὸ μερίδιον τῆς πατρικῆς σου κληρονομίας μὲ τὰ ἰδικά μας, καὶ ταύτισε τὴν τύχην σου μὲ τὴν ἰδικήν μας τύχην καὶ ἂς ἔχωμεν ὅλοι κοινὸν βαλάντιον καὶ ὅλοι μας κοινὸν ταμεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον ἂς μαζεύσωμεν ὅσα λάφυρα καὶ χρήματα θὰ συνάξωμεν οὕτω πῶς.
15 Παιδί μου, μὴ ὑπάγῃς μαζί των εἰς τὸν δρόμον ποὺ βαδίζουν, ἀπομάκρυνε δὲ τὰ βήματά σου ἀπὸ τοὺς δρόμους των
16 διότι τὰ πόδια των τρέχουν γρήγορα εἰς τὸ κακὸν καὶ εἰς τὸ ἔγκλημα καὶ εἶναι ἕτοιμα εἰς τὸ νὰ σπεύσουν καὶ νὰ χύσουν ἀμέσως αἷμα.
17 Ἀλλ' ὅπως δὲν στήνονται ἀσκόπως καὶ χωρὶς ἀποτέλεσμα παγίδες καὶ δίκτυα διὰ τὰ πουλιά, ἔτσι καὶ αὐτοὶ δὲν θὰ μείνουν ἀτιμώρητοι· θὰ τιμωρηθοῦν εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπους εἴτε ἀπὸ τὸν Θεόν.
18 Διότι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν εἰς φόνον, θησαυρίζουν εἰς τοὺς ἑαυτούς των κακὰ πολλά, ἡ δὲ καταστροφὴ τῶν παρανόμων ἀνθρώπων θὰ εἶναι κακή.
19 Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ζοῦν καὶ τέτοιο θὰ εἶναι τὸ κατάντημα ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι πράττουν ἔργα παράνομα· διότι ἐξ αἰτίας τῆς κακίας καὶ ἀσεβείας των καταστρέφουν καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ψυχήν των.
20 Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὅσους μὲ τὴν πεῖραν των τὴν ἐγνώρισαν, ἐξυμνεῖται δημοσίᾳ εἰς τοὺς δρόμους, ἡ δὲ θεία διδασκαλία της διακηρύττεται μὲ παρρησίαν εἰς τὰς πλατείας.