ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 29 - 40
29 Καὶ ἀκολούθως συνέβη τοῦτο· Ὅταν ἐπλησίασεν εἰς ἡ Βηθσφαγῆ καὶ τὴν Βηθανίαν κοντὰ εἰς τὸ βουνόν, ποὺ ἐλέγετο ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του
30 καὶ εἶπε· Πηγαίνετε εἰς τὸ ἀπέναντι χωριό, εἰς τὸ ὁποῖον ὅταν ἔμβητε, θὰ εὕρετε πουλάρι δεμένον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἐκάθισε ποτὲ κανεὶς ἄνθρωπος. Ἀφοῦ τὸ λύσετε, φέρετέ το ἐδῶ.
31 Καὶ ἂν σᾶς ἐρωτήσῃ κανείς· Διατὶ λύετε τὸ πουλάρι; θὰ τοῦ εἴπετε αὐτὰ τὰ λόγια· ὅτι τὸ χρειάζεται ὁ Κύριος.
32 Ὅταν δὲ ἐπῆγαν ἐκεῖ οἱ ἀπεσταλμένοι, ηὗραν νὰ στέκεται τὸ πουλάρι ἐκεῖ, ὅπως ἀκριβῶς τοὺς εἶπεν ὁ Κύριος.
33 Ἐνῷ δὲ οἱ μαθηταὶ ἔλυαν τὸ πουλάρι, εἶπον οἱ κύριοι πρὸς αὐτούς· Διατὶ λύετε τὸ πουλάρι;
34 Αὐτοὶ δὲ εἶπαν· ὅτι τὸ χρειάζεται ὁ Κύριος.
35 Καὶ τὸ ἔφεραν εἰς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ἀφοῦ ἔρριψαν ἐπάνω εἰς τὸ πουλάρι τὰ ἐξωτερικά των ἐνδύματα, ἀνέβασαν ἐπ’ αὐτοῦ τὸν Ἰησοῦν.
36 Ἐνῷ δὲ ὁ Κύριος ἐπήγαινεν, ἄλλοι μαθηταὶ καὶ ἀκροαταὶ του ἔστρωναν εἰς τὸν δρόμον τὰ ἐνδύματά των, διὰ νὰ περάσῃ ἐπ’ αὐτῶν.
37 Ὅταν δὲ ἐπλησίαζεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἔφθασε πλησίον τοῦ μέρους, ὅπου τελειώνει ὁ κατηφορικὸς δρόμος τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, ἤρχισεν ὅλον τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν μὲ χαρὰν νὰ ἀνυμνοῦν καὶ δοξολογοῦν τὸν Θεὸν μὲ φωνὴν μεγάλην δι’ ὅλα τὰ θαύματα, ποὺ ἕως τότε εἶχαν ἴδει νὰ γίνωνται ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν.
38 Καὶ ἔλεγαν· εὐλογημενος καὶ δοξασμένος εἶναι ὁ βασιλεύς, ποὺ ἔρχεται ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου ὡς ἀντιπρόσωπος αὐτοῦ. Διὰ σοῦ τοῦ Μεσσίου γίνεται εἰρήνη ἐν τῷ οὐρανῷ, διότι συμφιλιώνονται καὶ εἰρηνεύουν διὰ σοῦ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸν οὐράνιον Πατέρα καὶ τοὺς ἀγγέλους του, καὶ διὰ τὴν ἐνανθρώπησιν καὶ ἔλευσίν σου ἀναπέμπεται δόξα εἰς τὸν Θεὸν ὑπὸ τῶν ἐν ὑψίστοις τοῦ οὐρανοῦ ἀγγέλων.
39 Καὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους μερικοὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, μὲ τὸ ὁποῖον εἶχαν ἀναμιχθῇ διὰ νὰ κατασκοπεύσουν τὸν Ἰησοῦν, καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν· Διδάσκαλε, ἐπίπληξε τοὺς μαθητάς σου διὰ τοὺς βλασφήμους αὐτοὺς λόγους, ποὺ λέγουν, ἀποδιδόντες εἰς σὲ τιμάς, αἱ ὁποῖαι εἰς μόνον τὸν Μεσσίαν ἀνήκουν.
40 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι καὶ αὐτοὶ ἐὰν σιωπήσουν, θὰ φωνάξουν οἱ ἄψυχοι λίθοι.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 7 - 39
7 Ἔφθασε δὲ ἡ ἡμέρα τῶν ἀζύμων, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔπρεπε σύμφωνα μὲ τὸν νόμον νὰ θυσιάζεται ὁ πασχάλιος ἀμνός. (Καὶ ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἤρχιζεν ἀπὸ τὴν δύσιν τῆς 13ης Νισὰν καὶ ἔληγε κατὰ τὴν δύσιν τῆς 14ης, ὀλίγον δὲ πρὸ τῆς δύσεως τῆς 14ης ἐσφάζετο ὁ ἀμνός, ὥστε μετὰ τὴν δύσιν, ὅτε ἤρχιζεν ἡ 15η Νισὰν καὶ ἐτελεῖτο τὸ Πάσχα, νὰ εἶναι οὗτος ἐτοιμασμένος καὶ ψημένος).
8 Καὶ περὶ τὴν δύσιν τῆς 13ης τοῦ Νισὰν ἀπέστειλεν ὁ Κύριος τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ τοὺς εἶπε· Πηγαίνετε καὶ ἐτοιμάσατέ μας τὸ Πάσχα διὰ νὰ φάγωμεν αὐτό.
9 Αὐτοὶ δὲ εἶπαν· Εἰς ποῖον μέρος θέλεις νὰ ἐτοιμάσωμεν τὸ πάσχα;
10 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπεν· Ἰδού, ὅταν θὰ ἔμβητε εἰς τὴν πόλιν, θὰ σᾶς συναντήσῃ κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ θὰ βαστάζῃ μίαν στάμναν νερό. Ἀκολουθήσατέ τον είς τὸ σπίτι, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ ἔμβῃ.
11 Καὶ θὰ εἴπετε εἰς τὸν οἰκοδεσπότην τοῦ σπιτιοῦ ἐκείνου· Λέγει εἰς σὲ ὁ διδάσκαλος· Ποὺ εἶναι ἡ αἴθουσα τοῦ φαγητοῦ, ὅπου θὰ φάγω μὲ τοὺς μαθητάς μου τὸ νέον Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης;
12 Καὶ ἐκεῖνος θὰ σᾶς δείξῃ ἕνα μεγάλο ἀνώγειον, δηλαδὴ τὸ ἐπάνω διαμέρισμα τοῦ σπιτιοῦ, μὲ καναπέδες στρωμένους γύρω ἀπὸ τὰ τραπέζια τοῦ φαγητοῦ. Ἐκεῖ ἐτοιμάσατε τὸ Πάσχα.
13 Ἐπῆγαν δὲ οἱ δύο μαθηταὶ καὶ εὗρον, καθὼς τοὺς εἶχεν εἴπει ὁ Διδάσκαλος. Καὶ ἡτοίμασαν τὸ δεῖπνον, εἰς τὸ ὁποῖον παρέδωκεν ὁ Κύριος τὸ Πάσχα τῆς θείας Εὐχαριστίας.
14 Καὶ ὅταν ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ, ἑξαπλώθη πλησίον τῆς τραπέζης καὶ μαζί του ἐπῆραν θέσεις καὶ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι.
15 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Τοῦτο τὸ τελευταῖον τῆς ἐπιγείου ζωῆς μου Πάσχα, τὸ ὁποῖον ὡς συνδεδεμένον μετὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι τῆς Καινῆς Διαθήκης πάσχα, μεγάλως ἐπεθύμησα νὰ τὸ φάγω μαζί σας προτοῦ νὰ σταυρωθῶ.
16 Ἐπεθύμησα δὲ πολὺ νὰ φάγω τὸ πάσχα τοῦτο τῆς Καινῆς Διαθήκης μαζί σας, διότι σᾶς βεβαιῶ, ὅτι αὐτὸ εἶναι, ὅπως σᾶς εἶπα, τὸ τελευταῖον Πάσχα μου καὶ δὲν θὰ φάγω πλέον τὸ Πάσχα, μέχρις ὅτου γίνῃ τοῦτο πλῆρες καὶ τέλειον ἐν τῇ οὐρανίῳ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἡ μεταξύ μας κοινωνία καὶ ἕνωσις, ποὺ γίνεται τώρα μυστηριακῶς, θὰ εἶναι τότε τελεία.
17 Καὶ ἀφοῦ ἔλαβεν ἀπὸ τοὺς μαθητὰς ποτήριον, ὄχι τῆς θείας Εὐχαριστίας, τὸ ὁποῖον καθηγιάσθη καὶ ἐδόθη εἰς τοὺς μαθητὰς μετὰ τὸ τέλος τοῦ δείπνου, ἀλλὰ τὸ ποτήριον μὲ τὸ ὁποῖον ἐσυνηθίζετο νὰ γίνεται ἡ ἔναρξις παντὸς ἱεροῦ δείπνου, εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, καὶ εἶπε· Λάβετε τοῦτο καὶ μοιράσατέ το μεταξύ σας, ὥστε νὰ πίωμεν ὅλοι μαζὶ ἀπὸ αὐτό.
18 Διότι σᾶς λέγω, ὅτι ἀπὸ τὴν στιγμὴν αὐτήν, ποὺ τὸ ἔπια διὰ τελευταίαν φοράν, δὲν θὰ ξαναπίω ἀπὸ τὸ προϊὸν καὶ γένημα τῆς ἀμπέλου, ἕως ὅτου ἔλθῃ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου θὰ πίνωμεν μαζὶ τὸ ποτήριον τῆς θείας εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς.
19 Καὶ ἀφοῦ ἔλαβεν εἰς τὰς χεῖρας του ἄρτον, ηὐχαρίστησε τὸν Θεὸν καὶ ἔκοψεν εἰς τεμάχια τὸν ἄρτον καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς λέγων· Αὐτό, ποὺ σᾶς δίνω νὰ φάγετε, εἶναι τὸ σῶμα μου, τὸ ὁποῖον μετ’ ὀλίγον παραδίδεται, ἵνα σταυρωθῇ διὰ τὴν ἰδικήν σας σωτηρίαν. Πράττετε συνεχῶς τοῦτο, δηλαδὴ λαμβάνετε καὶ σεῖς ἄρτον, εὐχαριστεῖτε ὑπεράνω αὐτοῦ, κόπτετέ τον εἰς τεμάχια καὶ τρώγετε αὐτόν. Καὶ πράττετε τοῦτο διὰ νὰ φέρετε εὐγνωμόνως καὶ μετὰ πίστεως εἰς τὴν μνήμην σας καὶ εἰς τὴν μνήμην τῶν ἄλλων τὴν ὑπὲρ ὑμῶν σταυρικήν μου θυσίαν καὶ τὴν ἀπολύτρωσιν καὶ σωτηρίαν σας, ποὺ ἐπετεύχθη μὲ τὴν θυσίαν αὐτήν.
20 Ὡσαύτως ἔλαβε καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ πέρας τοῦ δείπνου καὶ εὐχαρίστησε καὶ ἔδωσε τοῦτο εἰς αὐτούς, καὶ εἶπε· Αὐτό, ποὺ περιέχεται μέσα εἰς τὸ ποτήριον τοῦτο, εἶναι ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἡ ὁποία ἐπικυροῦται καὶ ἐπισφραγίζεται μὲ τὸ αἷμα μου, τὸ ὁποῖον προκεῖται μετ’ ὀλίγον νὰ χυθῇ διὰ τὴν σωτηρίαν σας.
21 Ἀλλ’ ἐνῷ ἐγὼ χύνω τὸ αἷμα μου διὰ σᾶς, ἰδοὺ ἡ χεὶρ ἐκείνου, ποὺ μὲ παραδίδει εἰς τοὺς ἐχθρούς μου διὰ νὰ θανατωθῶ, εἶναι μαζί μου ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ βουτᾷ τὸν ἄρτον εἰς τὴν αὐτὴν πιατέλλαν, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ἡ ἰδική μου χεὶρ βουτᾷ.
22 Καὶ ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου φεύγει ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει ὁρισθῇ ἀπὸ τὴν θείαν βουλὴν τοῦ ἐπουρανίου Πατρός. Ἀλλοίμονον ὅμως εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται εἰς τοὺς σταυρωτάς του.
23 Καὶ αὐτοὶ ἤρχισαν νὰ συζητοῦν μεταξύ των, ποῖος λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἦτο ἐκεῖνος, ποὺ ἔμελλε νὰ πράξῃ τὴν προδοσίαν αὐτήν.
24 Ἐκτὸς δὲ τῆς συζητήσεως αὐτῆς ἔγινε καὶ φιλονεικία μεταξύ των, περὶ τοῦ ποῖος ἐξ αὐτῶν ἤξιζε νὰ θεωρῆται ὁ μεγαλύτερος καὶ περισσότερον διακεκριμένος, ὥστε νὰ ἔχῃ τὴν πρωτεύουσαν θέσιν.
25 Ὁ Κύριος ὅμως εἶπε πρὸς αὐτούς· οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριαρχοῦν ἐπ’ αὐτῶν διὰ τυραννικῆς δυνάμεως. Καὶ αὐτοί, ποὺ ἔχουν ἐξουσίαν ὡς ἡγεμόνες ἐπ’ αὐτῶν, καλοῦνται ἀπὸ τοὺς κόλακας εὐεργέται.
26 Σεῖς ὅμως δὲν πρέπει νὰ εἶσθε ὅπως ἐκεῖνοι. Ἀλλ’ ἐκεῖνος, ποὺ πράγματι εἶναι μεγαλύτερος καὶ περισσότερον διακεκριμένος μεταξύ σας, ἂς γίνῃ ὡς ὁ νεώτερος, ὁ ὁποῖος λόγῳ τῆς ἡλικίας του ὀφείλει νὰ ὑπηρετῇ τοὺς ἄλλους. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει θέσιν ἐξαιρετικὴν καὶ προηγεῖται ἀπὸ τοὺς ἄλλους, αὐτὸς ἂς ὑπηρετῇ τούτους ὡς δοῦλος των.
27 Εἰς τοῦτο δὲ σᾶς ἔδωκα ἐγὼ τὸ παράδειγμα. Διότι ποῖος εἶναι μεγαλύτερος; Ἐκεῖνος ποὺ κάθεται εἰς τὸ τραπέζι καὶ τρώγει, ἢ ἐκεῖνος ποὺ στέκεται ὄρθιος καὶ ὑπηρετεῖ; Δὲν εἶναι ἀνώτερος αὐτός, ποὺ κάθηται; Βεβαίως. Καὶ ὅμως ἐγὼ καὶ τώρα, ποὺ σᾶς ἔνιψα τοὺς πόδας καὶ πάντοτε εἰς τὸ παρελθόν, εἶμαι μεταξύ σας ὡς ὑπηρέτης, ποὺ σᾶς διακονεῖ.
28 Δὲν σᾶς λέγω ὅμως αὐτὰ διὰ νὰ σᾶς ἀποδοκιμάσω καὶ σᾶς ἀποκηρύξω, ἀλλὰ διὰ νὰ σᾶς δείξω, ποὺ θὰ εὕρετε τὸ πραγματικὸν μεγαλεῖον. Σεῖς οἱ ἕνδεκα καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τῆς ζωῆς μου ἐμείνατε μαζί μου εἰς τὰς δοκιμασίας μου καὶ δὲν ἐκλονίσθητε ἀπὸ αὐτάς.
29 Καὶ ἐγὼ ὡς ἀνταμοιβὴν τῆς πρὸς ἐμὲ ἀφοσιώσεώς σας σᾶς ὑπόσχομαι βασιλείαν, σύμφωνα μὲ τὴν ἐξουσίαν ποὺ ἔχω, λόγῳ τοῦ ὅτι καὶ ὁ Πατήρ μου ὥρισε βασιλικὸν ἀξίωμα καὶ δι’ ἐμέ.
30 Συνέπεια δὲ τοῦ βασιλικοῦ αὐτοῦ ἀξιώματος, τὸ ὁποῖον σᾶς ὑπόσχομαι, εἶναι νὰ τρώγετε καὶ νὰ πίνετε ἐπὶ τῆς τραπέζης μου, νὰ ἀπολαμβάνετε δηλαδὴ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ ἐν τῇ βασιλείᾳ μου, διατελοῦντες εἰς στενὴν σχέσιν καὶ κοινωνίαν μετ’ ἐμοῦ. Καὶ ἐπὶ πλέον θὰ καθίσετε ἐπὶ θρόνων διὰ νὰ ἀσκῆτε βασιλικὴν ἐξουσίαν καὶ δικάζετε τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ νέου Ἰσραὴλ τῆς χάριτος.
31 Μὴν ὑπερηφανευθῆτε ὅμως ἀπὸ τὸν ἔπαινόν μου αὐτὸν καὶ τὰς ὑποσχέσεις, ποὺ σᾶς ἔδωκα. Παρεμείνατε πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι εἰς ἐμὲ λόγῳ τῆς χάριτος καὶ προστασίας τοῦ Θεοῦ. Πράγματι. Σίμων, Σίμων, ἰδοὺ ὁ σατανᾶς, ὅπως ἄλλοτε περὶ τοῦ Ἰώβ, οὕτω καὶ διὰ σᾶς τώρα ἐζήτησε νὰ σᾶς ταράξῃ καὶ σᾶς κλονίσῃ, ὅπως κοσκινίζεται καὶ σείεται τὸ σιτάρι μέσα εἰς τὸ κόσκινον.
32 Ἐγὼ ὅμως προσηυχήθην ὑπὲρ σοῦ καὶ παρεκάλεσα νὰ μὴ χάσῃς τὴν πίστιν σου. Καὶ σύ, ὅταν κάποτε ἐπιστρέψῃς διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἀποκατασταθῇς εἰς τὸ ἀξίωμά σου, γίνε εἰς τοὺς ἀδελφούς σου ὑπόδειγμα μετανοίας καὶ πίστεως, ὥστε νὰ στηρίζωνται οὗτοι καὶ νὰ παρηγοροῦνται τόσον διὰ τῶν λόγων σου, ὅσον καὶ διὰ τοῦ παραδείγματός σου.
33 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος εἶπεν εἰς αὐτόν· Κύριε, εἶμαι ἕτοιμος μαζί σου νὰ ὑπάγω καὶ εἰς φυλακὴν καὶ εἰς θάνατον.
34 Ὁ δὲ Κύριος εἶπε· Σὲ βεβαίῳ, Πέτρε· Δὲν θὰ λαλήσῃ ὁ πετεινὸς κατὰ τὰ ἐξημερώματα τῆς σημερινῆς ἡμέρας, προτοῦ νὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορᾶς καὶ νὰ βεβαιώσης ὅτι δὲν μὲ γνωρίζεις.
35 Καὶ προαναγγέλλων εἰς αὐτούς, ὅτι εἰς τὸ μέλλον ὅλων ἡ πίστις θὰ ἐδοκιμάζετο, τοὺς εἶπεν· Ὅταν εἰς τὴν πρώτην σας περιοδείαν σᾶς ἔστειλα χωρὶς βαλλάντιον καὶ χωρὶς σάκκον ταξιδιωτικὸν καὶ ὑποδήματα, μήπως ἐστερήθητε τίποτε; Αὐτοὶ δὲ εἶπον· ὄχι· δὲν ἐστερήθημεν τίποτε.
36 Εἶπε λοιπὸν εἰς αὐτούς· Τὰ πράγματα τώρα ἤλλαξαν καὶ πρέπει νὰ ὁπλισθῆτε μὲ σύνεσιν καὶ νὰ ἔχετε πάντοτε εἰς τὸν νοῦν σᾶς, ὅτι περικυκλώνεσθε ἀπὸ ἐχθρούς. Τώρα ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει βαλλάντιον, ἂς τὸ πάρη μαζί του, διὰ νὰ ἔχῃ χρήματα πρὸς ἀγορὰν τῶν ἀναγκαίων διὰ τὴν συντήρησίν του. Τὸ ἴδιον ἂς κάμῃ καὶ αὐτός, ποὺ ἔχει σάκκον. Ἂς τὸν πάρῃ μαζί του γεμᾶτον μὲ τρόφιμα. Δὲν θὰ εὕρετε πλέον τὴν φιλόξενον προθυμίαν καὶ ὑποδοχήν, ποὺ συνηντήσατε εἰς τὴν πρώτην περιοδείαν σας. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει μάχαιραν, ἂς πωλήσῃ καὶ αὐτὸ τὸ ροῦχο του καὶ ἂς ἀγοράσῃ μάχαιραν. Δὲν θέλω νὰ εἴπω μὲ αὐτό, ὅτι σᾶς ἐπιτρέπεται εἰς τὴν βίαν νὰ ἀντιτάσσετε τὴν βίαν. Οὔτε ὅτι ἔχετε δικαίωμα διὰ τῆς μαχαίρας νὰ ἐπιδιώξετε τὴν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλ’ ἁπλῶς διὰ ζωηρᾶς εἰκόνος θέλω νὰ σᾶς παραστήσω, ὅτι ὁ παρὼν καιρὸς εἶναι καιρὸς ἀμύνης καὶ ὅτι θὰ ἀντιμετωπίσετε θανατηφόρους ἐπιβουλὰς καὶ ἐχθρότητας.
37 Ὅτι δὲ τώρα ἦλθαν καιροὶ διωγμῶν καὶ ἐπιβουλῶν, ἀποδεικνύεται ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μετ’ ὀλίγον θὰ συμβοῦν εἰς ἐμέ. Διότι σᾶς λέγω, ὅτι μαζὶ μὲ τόσα ἄλλα, ποὺ ἐπληρώθησαν, πρέπει νὰ πληρωθῇ καὶ νὰ ἐπαληθεύσῃ εἰς ἐμὲ καὶ αὐτό, ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς τὸν προφήτην Ἡσαΐαν· δηλαδὴ τὸ καὶ μεταξὺ τῶν ἀνόμων καὶ κακούργων κατετάχθη διὰ νὰ τιμωρηθῇ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ὡς ἄνομος. Πρέπει δὲ νὰ ἐπαληθεύσῃ καὶ ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος εἰς ἐμέ, διότι ὅσα ἐγράφησαν καὶ ἐπροφητεύθησαν δι’ ἐμέ, λαμβάνουν τώρα τέλος καὶ πραγματοποίησιν πλήρη.
38 Οἱ μαθηταὶ ὅμως δὲν ἐκατάλαβαν τὴν σημασίαν τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ εἶπαν: Κύριε, ἰδοὺ ἐδῶ ὑπάρχουν δύο μάχαιραι. Ὁ δὲ Κύριος εἶπεν εἰς αὐτούς· Δὲν ἐννοεῖτε τί σᾶς λέγω. Φθάνει λοιπόν. Ἂς μὴ ἐκτεινώμεθα εἰς περαιτέρω συζήτησιν.
39 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκεν, ἐπῆγε κατὰ τὴν συνήθειάν του εἰς τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν. Τὸν ἠκολούθησαν δὲ καὶ οἱ μαθηταί του.