ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 39 - 42
39 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκεν, ἐπῆγε κατὰ τὴν συνήθειάν του εἰς τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν. Τὸν ἠκολούθησαν δὲ καὶ οἱ μαθηταί του.
40 Ὅταν δὲ ἦλθεν εἰς τὸν τόπον, ποὺ ἐσυνήθιζε νὰ ἔρχεται, τοὺς εἶπε· Προσεύχεσθε καὶ παρακαλέσατε τὸν Θεὸν νὰ σᾶς προφυλάξῃ, ὥστε νὰ μὴ πέσετε εἰς πειρασμόν.
41 Καὶ αὐτὸς ἀπεμακρύνθη ἀπὸ αὐτοὺς εἰς ἀπόστασιν πετροβολιᾶς, καὶ ἀφοῦ ἐγονάτισε προσηύχετο.
42 Καὶ ἔλεγε· Πάτερ, ἐὰν εἶναι θέλημά σου νὰ ἀπομακρύνῃς τὸ ποτήριον αὐτὸ τοῦ θανάτου ἀπὸ ἐμέ, ἀπομάκρυνέ το· ἀλλ’ ὅμως ὄχι νὰ γίνῃ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον λόγῳ τῆς φυσικῆς ἀποστροφῆς πρὸς τὸν θάνατον ἡ ἀνθρωπίνη φύσις μου θέλει, ἀλλ’ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θέλεις σύ.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 45 - 71
45 Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν προσευχήν, ἦλθε πρὸς τοὺς μαθητὰς καὶ τοὺς εὗρε νὰ κοιμῶνται ἀπὸ τὴν κόπωσιν καὶ χαλάρωσιν, ποὺ ἐπροκάλεσεν εἰς τὰ νεῦρα των ἡ πολλή των λύπη.
46 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Διατί κοιμᾶσθε; Σηκωθῆτε καὶ προσεύχεσθε, διὰ νὰ μὴ ἐμβῆτε εἰς πειρασμὸν καὶ κυριευθῆτε ὑπ’ αὐτοῦ.
47 Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ὡμίλει ἀκόμη, ἔξαφνα κατέφθασεν ὄχλος, καὶ αὐτός, ποὺ ὠνομάζετο Ἰούδας, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ἐπήγαινεν ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἐπλησίασε τὸν Ἰησοῦν διὰ νὰ τὸν φιλήσῃ. Διότι αὐτὸ τὸ σημάδι εἶχε δώσει εἰς αὐτούς. Τοὺς εἶχεν εἴπει δηλαδή: Ἐκεῖνον ποὺ θὰ φιλήσω, αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς.
48 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπεν· Ἰούδα, μὲ φίλημα, ποὺ ἕως τώρα ἦτο δεῖγμα τῆς ἀγάπης μας, προδίδεις αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ μοναδικὸς ἐκπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπινου γένους καὶ ἀναμενόμενος κατὰ τοὺς προφήτας Μεσσίας;
49 Ὅταν δὲ εἶδον ἐκεῖνοι, ποὺ ἦσαν γύρω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν αὐτό, ποὺ ἔμελλε νὰ συμβῇ, ὅτι δηλαδὴ ἐπρόκειτο νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν πάρουν, εἶπαν πρὸς αὐτόν· Κύριε, ἐὰν τὸ ἐπιτρέπῃς, νὰ τοὺς κτυπήσωμεν μὲ μάχαιραν;
50 Καὶ ἕνας κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ἐκτύπησε μὲ τὴν μάχαιραν τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ δεξιὸν αύτί.
51 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἀφήσατε· φθάνει ἕως αὐτοῦ. Μὴ ἀνθίστασθε περισσότερον. Καὶ ἀφοῦ ἤγγισε τὸ αὐτὶ τοῦ δούλου, τὸν ἐθεράπευσε.
52 Εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς στρατηγοὺς τοῦ ἱεροῦ καὶ τοὺς πρεσβυτέρους, ποὺ ἦλθαν μαζὶ μὲ τὸν ὄχλον ἐναντίον του· Ἐβγήκατε μὲ σπαθιὰ καὶ μὲ ρόπαλα, σὰν νὰ ἤρχεσθε ἐναντίον λῃστοῦ;
53 Ὅταν ἐγὼ ἤμην μαζί σας κάθε ἡμέραν εἰς τὸ ἱερόν, δὲν ἀπλώσατε τὰς χεῖρας σας ἐπάνω μου διὰ νὰ μὲ συλλάβετε. Καὶ ἤλθετε τὴν ὥραν αὐτὴν τῆς νυκτός. Ἀλλ’ αὐτὴ ἡ ὥρα παρεχορήθη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς ὥρα ἰδική σας διὰ νὰ ἐπιτύχετε τὸ κακοῦργον σχέδιόν σας, καὶ συμπίπτει αὐτὴ πρὸς τὴν ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ σατανᾶς φανερώνει τὴν ἐξουσίαν καὶ δύναμίν του, διότι εἰς τὸ σκότος γίνονται τὰ ἐγκλήματα καὶ ὑπὸ τὸ σκότος ζητεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κρύπτεται, διὰ νὰ ἁμαρτάνῃ ἐλευθέρως.
54 Ἀφοῦ δὲ τὸν ἔπιασαν, τὸν ἔφεραν εἰς τὴν πόλιν καὶ τὸν ἔμβασαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἀρχιερέως. Ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει ἀπὸ μακράν.
55 Ἀφοῦ δὲ ἤναψαν φωτιὰν εἰς τὸ μέσον τῆς αὐλῆς καὶ ἐκάθησαν ὅλοι μαζὶ διὰ νὰ ζεσταίνωνται, ἐκάθητο καὶ ὁ Πέτρος ἐν μέσῳ αὐτῶν.
56 Ὅταν δὲ μία νεαρὰ ὑπηρέτρια τὸν εἶδε νὰ κάθηται κοντὰ εἰς τὸ φῶς, ποὺ ἔρριπτεν ἡ φωτιά, τὸν παρετήρησε προσεκτικὰ καὶ εἶπε· Καὶ αὐτὸς ἦτο μαζὶ μὲ τοῦτον, ποὺ εἶναι μέσα δεμένος.
57 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος τὸν ἠρνήθη καὶ εἶπε· Γυναῖκα, δὲν τὸν ξεύρω.
58 Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο τὸν εἶδε κάποιος ἄλλος καὶ εἶπε· Καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ αὐτούς. Ἀλλ’ ὁ Πέτρος εἶπεν· Ἄνθρωπε, δὲν εἶμαι ἀπὸ αὐτούς.
59 Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασε περίπου μία ὥρα, κάποιος μὲ ἐπιμονὴν ἐβεβαίωνε καὶ ἔλεγεν· Ἀλήθεια καὶ αὐτὸς ἦτο μαζὶ μὲ τοῦτον, ποὺ δικάζεται μέσα, διότι καθὼς φαίνεται ἀπὸ τὴν προφοράν του εἶναι Γαλιλαῖος.
60 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος εἶπεν· Ἄνθρωπε, δὲν ξεύρω τί λέγεις. Καὶ ἀμέσως, ἐνῷ ἀκόμη ὡμίλει ὁ Πέτρος καὶ ἔλεγε τὰ λόγια αὐτά, ἐλάλησεν ὁ πετεινός.
61 Καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἔστρεψεν ὁ Κύριος καὶ παρετήρησεν ἐκφραστικὰ τὸν Πέτρον. Καὶ ἐνεθυμήθη ὁ Πέτρος τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ὅπως τοῦ τὸν εἶπεν, ὅτι δηλαδὴ προτοῦ λαλήσῃ ὁ πετεινός, θὰ μὲ ἀρνηθῇς τρεῖς φοράς.
62 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκεν ὁ Πέτρος ἔξω ἀπὸ τὴν περιοχὴν τοῦ ἀρχιερατικοῦ μεγάρου, ἔκλαυσε πικρά.
63 Καὶ οἱ ἄνδρες ποὺ ἐκράτουν καὶ ἐφύλαττον καλὰ τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἐνέπαιζαν καὶ τὸν ἔδερναν.
64 Καὶ ἀφοῦ τοῦ ἐκάλυψαν τριγύρω τὴν κεφαλὴν διὰ νὰ μὴ βλέπῃ, τοῦ ἐκτύπων τὸ πρόσωπον καὶ τὸν ἠρώτων λέγοντες· Προφήτευσε, ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ σὲ ἐκτύπησε.
65 Καὶ τοῦ ἔλεγαν πολλὰς ἄλλας ὕβρεις, μὲ τὰς ὁποίας ἐβλασφήμουν.
66 Καὶ ὅταν ἐξημέρωσεν, ἐμαζεύθησαν οἱ προεστοὶ τοῦ λαοῦ, δηλαδὴ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς, καὶ ἀνέβασαν αὐτὸν ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου των λέγοντες· Εἰπέ μας, ἐὰν εἶσαι σὺ ὁ Χριστός.
67 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπεν· Ἐὰν σᾶς εἴπω τί εἶμαι, δὲν θὰ τὸ πιστεύσετε.
68 Ἐὰν δὲ καὶ προβάλω εἰς σᾶς ἐρωτήσεις καὶ ἐπιχειρήματα πειστικά, δὲν θὰ μοῦ δώσετε ἀπάντησιν εἰς αὐτά, οὔτε θὰ μὲ ἀφήσετε ἐλεύθερον.
69 Τόσον μόνον σᾶς λέγω, ὅτι ἀπὸ τώρα ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, θὰ κάθεται διαρκῶς εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ.
70 Εἶπον δὲ τότε ὅλοι· Σὺ λοιπὸν εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτούς· Τὸ λέγετε καὶ σεῖς, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
71 Αὐτοὶ δὲ εἶπον· Τί μᾶς χρειάζεται πλέον ἄλλη μαρτυρία; Εἶναι περιττή. Διότι ὅλοι ἠκούσαμεν ἀπὸ τὸ στόμα του νὰ λέγῃ, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ´ 1 - 1
1 Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη ὅλον τὸ πλῆθος τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων, ποὺ ἀπετέλουν τὸ συνέδριον, ἔφεραν τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν Πιλᾶτον.