Σάββατο, 27 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:34
Δύση: 20:12
Σελ. 19 ημ.
118-248
16ος χρόνος, 5915η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΡΙΘΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 (Λ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Μωυσῆς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ κατὰ πάντα, ὅσα ἐνετείλατο Κύριος τῷ Μωυσῇ. 1 Ο Μωϋσής ανεκοίνωσεν στους Ισραηλίτας όλα όσα τον είχε διατάξει ο Θεός. 1 Ο Μωϋσῆς ἐμίλησε πρὸς τοὺς Ἰσραηλῖτες καὶ τοὺς ἀνεκοίνωσε ὅλα, ὅσα τὸν διέταξεν ὁ Θεός.
2 καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς πρὸς τοὺς ἄρχοντας τῶν φυλῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ λέγων· τοῦτο τὸ ρῆμα, ὃ συνέταξε Κύριος· 2 Και ωμίλησε προς τους άρχοντας των φυλών του Ισραήλ, λέγων· “Αυτή είναι η εντολή, την οποίαν διέταξεν ο Κυριος σχετικώς με τα ταξίματα. 2 Καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐμίλησε πρὸς τοὺς ἄρχοντες τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ τοὺς εἶπε: «Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ διέταξεν ὁ Θεὸς σχετικὰ μὲ τὰ ταξίματα.
3 ἄνθρωπος ἄνθρωπος, ὃς ἂν εὔξηται εὐχὴν Κυρίῳ ἢ ὀμόσῃ ὅρκον ἢ ὁρίσηται ὁρισμῷ περὶ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, οὐ βεβηλώσει τὸ ρῆμα αὐτοῦ· πάντα ὅσα ἂν ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, ποιήσει· 3 Ενας άνθρωπος, ο οποίος έκανε τάξιμο προς τον Κυριον η, ωρκίσθη ότι θα στερηθή κάτι δια τον Κυριον, δεν πρέπει να παραβή τον λόγον του και να μολύνη το τάξιμό του. Ολα όσα έχει υποσχεθή πρέπει να τα εκτελέση. 3 Ἐὰν ἕνας ἄνδρας κάμῃ κάποιο τάξιμον εἰς τὸν Κύριον ἢ ὁρκισθῇ κάποιον δεσμευτικὸν ὅρκον, ὅτι θὰ στερηθῇ κάτι διὰ τὸν Θεὸν (π.χ. ἀποχὴν ἀπὸ τροφὲς ἢ ξύρισμα τῶν τριχῶν κλπ.), δὲν πρέπει νὰ παραβῇ τὸν λόγον του. Πρέπει νὰ πραγματοποιήσῃ ὅ,τι ὑπεσχέθη καὶ ὅσα ὑπεσχέθη μὲ τὸ στόμα του.
4 ἐὰν δὲ εὔξηται γυνὴ εὐχὴν Κυρίῳ ἢ ὁρίσηται ὁρισμὸν ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐτῆς ἐν τῇ νεότητι αὐτῆς καὶ ἀκούσῃ ὁ πατὴρ αὐτῆς τὰς εὐχὰς αὐτῆς καὶ τοὺς ὁρισμοὺς αὐτῆς, οὓς ὡρίσατο κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς, καὶ παρασιωπήσῃ αὐτῆς ὁ πατήρ, καὶ στήσονται πᾶσαι αἱ εὐχαὶ αὐτῆς, 4 Εάν δε μία γυναίκα έκαμε τάξιμο προς τον Κυριον η δια λόγους ευλαβείας ώρισε να στερηθή κάτι, όταν νέα ακόμη ευρίσκετο στον οίκον του πατρός της, ήκουσε δε ο πατήρ της το τάξιμο της η την απόφασίν της να στερηθή κάτι δια τον Κυριον, δεν έφερε δε αντίρρησιν ο πατήρ, αλλά εσιώπησε και δια της σιωπής του έδειξε ότι συγκατατίθεται στο τάξιμο, τότε το τάξιμον είναι έγκυρον και πρέπει να εκπληρωθή. 4 Ἐὰν δὲ μία γυναῖκα κάμῃ κάποιο τάξιμον εἰς τὸν Κύριον ἢ δεσμευθῇ μὲ ὑπόσχεσιν ὅτι θὰ στερηθῇ κάτι διὰ τὸν Θεόν, ὅταν ἦταν ἀκόμη νέα καὶ εὑρίσκετο (ἀνύπανδρος) εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα της, ὁ δὲ πατέρας τῆς ἄκουσε τὰ ταξίματα καὶ τὶς ὑποσχέσεις της, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δεσμευθῆ, καὶ (ὁ πατέρας της) ἐσιώπησε χωρὶς νὰ φέρῃ ἀντίρρησιν, τότε ὅλα τὰ ταξίματα τῆς (τῆς κόρης του) εἶναι ἔγκυρα,
5 καὶ πάντες οἱ ὁρισμοί, οὓς ὡρίσατο κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς, μενοῦσιν αὐτῇ. 5 Οσα ώρισεν η γυνή να στερηθή δια τον εαυτόν της προς χάριν του Κυρίου, μένουν έγκυρα και πρέπει να εκτελεθούν. 5 καὶ ὅλες οἱ ἱερὲς ὑποσχέσεις, μὲ τὶς ὁποῖες ἐδεσμεύθη χάριν τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ πραγματοποιηθοῦν ἀπὸ αὐτήν.
6 ἐὰν δὲ ἀνανεύων ἀνανεύσῃ ὁ πατὴρ αὐτῆς, ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἀκούσῃ πάσας τὰς εὐχὰς αὐτῆς καὶ τοὺς ὁρισμούς, οὓς ὡρίσατο κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς, οὐ στήσονται· καὶ Κύριος καθαριεῖ αὐτήν, ὅτι ἀνένευσεν ὁ πατὴρ αὐτῆς. 6 Εάν όμως ο πατήρ αρνηθή να εγκρίνη τα ταξίματα της κόρης του, την ημέραν που θα τα ακούση, όπως επίσης και τας αποφάσεις της περί στερήσεως της από κάποιον πράγμα, τας οποίας αυτή ανεκοίνωσε, το τάξιμό της και αι αποφάσεις της δεν είναι έγκυροι. Ο δε Κυριος θεωρεί αυτήν καθαράν και άπηλλαγμένην από τας σχετικάς υποχρεώσεις, διότι ο πατήρ της δεν τας ενέκρινεν. 6 Ἐὰν ὅμως ὁ πατέρας της ἀπορρίψῃ καὶ ἀρνηθῇ τὰ ταξίματα τῆς κόρης του, τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ ἀκούσῃ ὅλα τὰ ταξίματά της καὶ τὶς ὑποσχέσεις της, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δεσμευθῆ ὅτι θὰ στερηθῇ κάτι διὰ τὸν Κύριον, τότε ὅλα αὐτὰ εἶναι ἄκυρα. Καὶ ὁ Κύριος Θὰ τὴν συγχωρήσῃ καὶ θὰ τὴν θεωρῇ ἁπαλλαγμένην, διότι ὁ πατέρας της δεν ἔχει ἐγκρίνει τὰ ταξίματά της.
7 ἐὰν δὲ γενομένη γένηται ἀνδρὶ καὶ αἱ εὐχαὶ αὐτῆς ἐπ' αὐτῇ κατὰ τὴν διαστολὴν τῶν χειλέων αὐτῆς, οὓς ὡρίσατο κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς, 7 Εάν δε αυτή υπανδρευθή, και με το ίδιο της το στόμα είχε κάμει, πριν η έλθη εις γάμον, τάξιμον προς τον Κυριον η είχεν εκφράσει την απόφασιν να υποβληθή υπέρ της ψυχής της εις ωρισμένας στερήσεις, 7 Ἐὰν δὲ ἡ γυναῖκα ἔχῃ ὑπανδρευθῆ καὶ τὰ ταξίματα καὶ οἱ ὑποσχέσεις της, ποὺ ἔκαμε μὲ τὸ ἴδιον τὸ στόμα της, ἔγιναν πρὶν ἀκόμη ὑπανδρευθῆ, καὶ ἔτσι ἔχῃ δεσμεύσει μόνη της τὸν ἑαυτόν της,
8 καὶ ἀκούσῃ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς καὶ παρασιωπήσῃ αὐτῇ, ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἀκούσῃ, καὶ οὕτω στήσονται πᾶσαι αἱ εὐχαὶ αὐτῆς καὶ οἱ ὁρισμοὶ αὐτῆς, οὓς ὡρίσατο κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς, στήσονται. 8 μετά δε τον γάμον της ο σύζυγός της πληροφορηθή το τάμα της και σιωπηρώς συγκατατεθή, το τάξιμό της και αι άλλαι ευχαί της περί στερήσεώς της εκ πραγμάτων τινών, είναι έγκυρα και πρέπει να εκπληρωθούν. 8 καὶ ὁ σύζυγός της ἀκούσῃ (μετὰ τὸν γάμον των) διὰ τὰ ταξίματά της καὶ σιωπήσῃ καὶ δὲν τῆς εἰπῇ τίποτε, ὅταν τὰ πληροφορηθῇ, τότε ὅλα τὰ ταξίματα καὶ οἱ ἱερὲς ὑποσχέσεις της καὶ οἱ δεσμεύσεις, ποὺ ἀνέλαβε διὰ τὸν Κύριον, ἰσχύουν καὶ πρέπει νὰ πραγματοποιηθοῦν ἀπὸ αὐτήν.
9 ἐὰν δὲ ἀνανεύων ἀνανεύσῃ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, ᾗ ἐὰν ἡμέρᾳ ἀκούσῃ, πᾶσαι αἱ εὐχαὶ αὐτῆς καὶ οἱ ὁρισμοὶ αὐτῆς, οὓς ὡρίσατο κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς, οὐ μενοῦσιν, ὅτι ὁ ἀνὴρ ἀνένευσεν ἀπ' αὐτῆς, καὶ Κύριος καθαριεῖ αὐτήν. 9 Εάν όμως ο σύζυγός της, όταν πληροφορηθή το τάξιμόν της, τας ευχάς της και τας αποφάσεις της δια την στέρησίν της από κάποιον πράγμα, και αρνηθή να τας αναγνωρίση, τότε αυταί δεν είναι έγκυροι· διότι ο σύζυγός της τας ηρνήθη και ο Κυριος θεωρεί αυτήν καθαράν από την υποχρέωσιν της εκπληρώσεως του τάματος η της ευχής της. 9 Ἐὰν ὅμως ὁ ἄνδρας της ἀπορρίψῃ καὶ ἀρνηθῇ τὰ ταξίματα τῆς συζύγου του, τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ πληροφορηθῇ σχετικῶς, τότε ὅλα τὰ ταξίματά της καὶ οἱ ὑποσχέσεις, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δεσμευθῆ νὰ στερηθῇ κάτι διὰ τὸν Κύριον, θὰ εἶναι ἄκυρα. Διότι ὁ ἄνδρας της δὲν τὰ ἐδέχθη καὶ ὁ Κύριος θὰ τὴν συγχωρήσῃ καὶ θὰ τὴν θεωρῇ ἁπαλλαγμένην ἀπὸ τὰ ταξίματά της.
10 καὶ εὐχὴ χήρας καὶ ἐκβεβλημένης ὅσα ἐὰν εὔξηται κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς, μενοῦσιν αὐτῇ. 10 Το τάξιμο όμως της χήρας και της διεζευγμένης και όσα αυτή θα είχεν ευχηθή προς τον Κυριον δια τον εαυτόν της, μένουν έγκυρα και πρέπει να εκπληρωθούν. 10 Ὅμως τὸ τάξιμον τῆς χήρας καὶ τῆς διαζευγμένης ποὺ ἔκαμε καὶ ὅσα αὐτὴ ἔταξε καὶ ἐδέσμευσε τὸν ἑαυτόν της, θὰ εἶναι ἔγκυρα καὶ πρέπει νὰ πραγματοποιηθοῦν καὶ ἐκπληρωθοῦν ἀπὸ αὐτήν.
11 ἐὰν δὲ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἡ εὐχὴ αὐτῆς ἢ ὁ ὁρισμὸς κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς μεθ' ὅρκου 11 Εάν όμως το τάξιμον και η ένορκος υπόσχεσις περί στερήσεως πράγματός τινος έγινε μετά τον γάμον της, 11 Ἐὰν ἔκαμε τὸ τάξιμον καὶ ἐδέσμευσε τὸν ἑαυτὸν τῆς μὲ ὅρκον, δτι θὰ στερηθῇ κάτι διὰ τὸν Κύριον, εἰς τὸ σπίτι τοῦ συζύγου της μετὰ τὸν γάμον,
12 καὶ ἀκούσῃ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς καὶ παρασιωπήσῃ αὐτῇ καὶ μὴ ἀνανεύσῃ αὐτῇ, καὶ στήσονται πᾶσαι αἱ εὐχαὶ αὐτῆς, καὶ πάντες οἱ ὁρισμοὶ αὐτῆς, οὓς ὡρίσατο κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς, στήσονται κατ' αὐτῆς. 12 ο δε ανήρ ήκουσεν αυτά και δεν τα ηρνήθη, αλλά σιωπηρώς τα παρεδέχθη, όλα τα ταξίματά της και όσα άλλα είχεν ορίσει δια τον Κυριον είναι έγκυρα και πρέπει να εκπληρωθούν. 12 καὶ ὁ σύζυγός της (πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατόν του) ἀκούσῃ διὰ τὰ ταξίματά της καὶ σιωπήσῃ καὶ δὲν προβάλῃ ἄρνησιν, τότε ὅλα τὰ ταξίματά της καὶ ὅλες οἱ ἱερὲς ὑποσχέσεις, μὲ τὶς ὁποῖες ἐδέσμευσε τὸν ἑαυτόν της, θὰ εἶναι ἔγκυρα καὶ πρέπει νὰ πραγματοποιηθοῦν ἀπὸ αὐτήν.
13 ἐὰν δὲ περιελὼν περιέλῃ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἀκούσῃ, πάντα ὅσα ἐὰν ἐξέλθῃ ἐκ τῶν χειλέων αὐτῆς κατὰ τὰς εὐχὰς αὐτῆς καὶ κατὰ τοὺς ὁρισμοὺς τοὺς κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς, οὐ μενεῖ αὐτῇ· ὁ ἀνὴρ αὐτῆς περιεῖλε, καὶ Κύριος καθαριεῖ αὐτήν. 13 Εάν όμως ο σύζυγός της αρνηθή όλα, όσα κατά την ημέραν εκείνην ήθελεν ακούσει να εξέρχωνται από τα χείλη της συζύγου του ως ταξίματα δια τον Κυριον η ευλαβείς αποφάσεις της περί στερήσεως πράγματός τινος, αυτά δεν θα έχουν κύρος, διότι ο σύζυγός της τα ηρνήθη και ο Θεός θεωρεί αυτήν απηλλαγμένην από τας σχετικάς υποχρεώσεις. 13 Ἐὰν ὅμως ὁ ἄνδρας της (ὅταν ἐζοῦσε) ἀρνηθῇ τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ ἀκούσῃ, ὅλα ὅσα βγοῦν ἀπὸ τὰ χείλη της ὡς ταξίματα καὶ ὑποσχέσεις, μὲ τὰ ὁποῖα ἐδέσμευσε τὸν ἑαυτόν της χάριν τοῦ Κυρίου, τότε ὅλα αὐτὰ θὰ εἶναι ἄκυρα. Διότι ὁ σύζυγός της δὲν ἔδωσε συγκατάθεσιν, ἀρνήθηκε, δι αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος θὰ τὴν συγχωρήσῃ καὶ θὰ τὴν θεωρῇ ἁπαλλαγμένην ἀπὸ τὰ ταξίματά της.
14 πᾶσα εὐχὴ καὶ πᾶς ὅρκος δεσμοῦ κακῶσαι ψυχήν, ὁ ἀνὴρ αὐτῆς στήσει αὐτῇ καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς περιελεῖ. 14 Καθε τάξιμον της συζύγου και κάθε ένορκον δέσμευσιν και ευλαβή απόφασιν περί στερήσεως από κάποιο πράγμα και σχετικής ταλαιπωρίας της, ο σύζυγός της θα καταστήση αυτάς εγκύρους και υποχρεωτικάς δια την σύζυγόν του η ακύρους και ανεκτελέστους. 14 Κάθε τάξιμον καὶ κάθε δεσμευτικὸν ὅρκον διὰ τὴν στέρησιν τῆς ψυχῆς της ἀπὸ κάτι, ὁ σύζυγός της τὸν καθιστᾷ ἔγκυρον καὶ ὑποχρεωτικὸν ἢ τὸν ἀρνεῖται καὶ τὸν καθιστᾷ ἄκυρον.
15 ἐὰν δὲ σιωπῶν παρασιωπήσῃ αὐτῇ ἡμέραν ἐξ ἡμέρας, καὶ στήσει αὐτῇ πάσας τὰς εὐχὰς αὐτῆς, καὶ τοὺς ὁρισμοὺς τοὺς ἐπ' αὐτῆς στήσει αὐτῇ, ὅτι ἐσιώπησεν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἤκουσεν. 15 Εάν ο σύζυγος ακούων το τάξιμον σιωπήση επί αρκετάς ημέρας, δια της σιωπής του αυτής θα καταστήση αποδεκτάς και εγκύρους τας ιεράς ευχάς και τας υποσχέσεις της γυναικός του, διότι ενώ τας ήκουσεν εσιώπησε και δεν διεμαρτυρήθη κατά την ημέραν, που ελέχθησαν. 15 Ἐὰν ὁ σύζυγός της (ὅταν ἐζοῦσε) σιωπήσῃ ὁλωσδιόλου καὶ ἐπὶ ἀρκετὲς ἡμέρες χωρὶς νὰ εἰπῇ τίποτε εἰς τὴν σύζυγόν του διὰ τὰ ταξίματά της, τότε καθιστᾷ (μὲ τὴν σιωπήν του) ἔγκυρα ὅλα τὰ ταξίματά της καὶ τὶς ὑποσχέσεις, μὲ τὶς ὁποῖες ἐδέσμευσε τὸν ἑαυτόν της, διότι ἐσιώπησε καὶ δὲν τὰ ἀρνήθηκε τὴν ἡμέραν, ποὺ ἄκουσε τὰ ταξίματά της.
16 ἐὰν δὲ περιελὼν περιέλῃ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς μετὰ τὴν ἡμέραν, ἣν ἤκουσε, καὶ λήψεται τὴν ἁμαρτίαν αὐτοῦ. 16 Εάν όμως ο ανήρ αρνηθή το τάξιμο της γυναικός του μετά την ημέραν, που το ήκουσεν, θα είναι αυτός υπεύθυνος ενώπιον του Θεού δια την μη εκπλήρωσιν”. 16 Ἐὰν ὅμως ὁ σύζυγός της (ὅταν ἐζοῦσε) ἀρνηθῇ τὰ ταξίματα τῆς συζύγου του μετὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ τὰ ἄκουσε, τότε θὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὑπεύθυνος ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεὸν διὰ τὴν πραγματοποίησίν των».
17 ταῦτα τὰ δικαιώματα, ὅσα ἐνετείλατο Κύριος τῷ Μωυσῇ, ἀνὰ μέσον ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς αὐτοῦ καὶ ἀναμέσον πατρὸς καὶ θυγατρὸς ἐν νεότητι ἐν οἴκῳ πατρός. 17 Αυταί είναι αι εντολαί, τας οποίας ο Θεός έδωσεν στον Μωϋσήν αναφορικώς με τα ταξίματα και τας άλλας ευχάς σχετικώς με τον σύζυγον και την σύζυγον, σχετικώς με τον πατέρα και την θυγατέρα, όταν αυτή είναι νέα και ανύπανδρος στον οίκον του πατρός της. 17 Αὐτοὶ εἶναι οἱ νόμοι, τοὺς ὁποίους ἔδωσεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Μωϋσῆν, καὶ οἱ ὁποῖοι ἀφοροῦν τὰ ταξίματα, τοὺς ὅρκους καὶ τὶς ἱερὲς ὑποσχέσεις γυναικὸς (ὑπανδρευμένης) ἐμπρὸς εἰς τὸν ἄνδρα της καὶ θυγατρὸς ἐμπρὸς εἰς τὸν πατέρα της, ὅταν ἀκόμη αὐτὴ εἶναι νέα (ἀνύπανδρος) εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα της.