Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΡΙΘΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 (Κ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἦλθον οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ πᾶσα ἡ συναγωγὴ εἰς τὴν ἔρημον Σίν, ἐν τῷ μηνὶ τῷ πρώτῳ, καὶ κατέμεινεν ὁ λαὸς ἐν Κάδης, καὶ ἐτελεύτησεν ἐκεῖ Μαριὰμ καὶ ἐτάφη ἐκεῖ. 1 Ηλθον οι Ισραηλίται, όλος ο ισραηλιτικός λαός, εις την έρημον Σιν κατά τον πρώτον μήνα και εγκατεστάθησαν εις Καδης. Εκεί απέθανε και ετάφη η Μαριάμ, αδελφή του Μωϋσέως. 1 Κατόπιν οἱ Ἰσραηλῖται, ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ἦλθαν εἰς τὴν ἔρημον Σίν, κατὰ τὸν πρῶτον μῆνα, δηλαδὴ τὸν Μάρτιον, τοῦ τεσσαρακοστοῦ ἔτους ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον· καὶ ὁ λαὸς ἐστρατοπέδευσε καὶ ἐγκατεστάθη εἰς τὴν Κάδης. Εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ἀπέθανεν ἡ Μαριάμ, ἡ ἀδελφὴ τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ Ἀαρών, καὶ ἐτάφη ἐκεῖ.
2 καὶ οὐκ ἦν ὕδωρ τῇ συναγωγῇ, καὶ ἠθροίσθησαν ἐπὶ Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρών. 2 Εις Καδης δεν υπήρχεν ύδωρ δια τον λαόν. Οι Ισραηλίται δυσφορούντες και αγανακτούντες συνεκεντρώθησαν και ήλθον προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών. 2 Καὶ δεν ὑπῆρχε καθόλου νερὸν διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν. Διὰ τοῦτο συνεκεντρώθησαν οἱ Ἰσραηλῖται καὶ γεμᾶτοι ἀγανάκτησιν παρουσιάσθησαν σύσσωμοι εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών.
3 καὶ ἐλοιδορεῖτο ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν λέγοντες· ὄφελον ἀπεθάνομεν ἐν τῇ ἀπωλείᾳ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν ἔναντι Κυρίου· 3 Αυτοί ύβριζον και κατεφέροντο εναντίον του Μωϋσέως λέγοντες· “είθε να είχαμεν αποθάνει και ημείς μαζή με τους αδελφούς μας, τον Κορέ και τους άλλους στασιαστάς ενώπιον του Κυρίου (αντί να ταλαιπωρούμεθα από την δίψαν εις την κατάξηρον αυτήν περιοχήν). 3 Καὶ ὁ λαὸς στενοχωρημένος ἀπὸ τὴν δίψαν κατεφέρετο μὲ ὕβρεις ἐναντίον τοῦ Μωϋσῆ καὶ ἔλεγε: «Ἦταν προτιμότερον νὰ ἀποθάνωμεν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μὲ τὸν Κορὲ καὶ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς μας, ποὺ ἐκτυπήθησαν ἀπὸ τὸ θανατικόν, ὅταν ἐγόγγυσαν καὶ ἐπανεστάτησαν, παρὰ ἐδῶ εἰς τὴν ἔρημον Κάδης ἀπὸ τὴν δίψαν.
4 καὶ ἱνατί ἀνηγάγετε τὴν συναγωγὴν Κυρίου εἰς τὴν ἔρημον ταύτην ἀποκτεῖναι ἡμᾶς καὶ τὰ κτήνη ἡμῶν; 4 Διατί σεις εφέρατε ημάς, τον λαόν του Κυρίου, εις την έρημον αυτήν γην; Θέλετε να φονεύσετε ημάς και τα ζώα μας; 4 Διατὶ ἐφέρατε ἐμᾶς, τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, εἰς τὸν ἔρημον αὐτὸν τόπον, διὰ νὰ θανατώσετε ἐδῶ ἐμᾶς καὶ τὰ ζῶα μας;
5 καὶ ἱνατί τοῦτο; ἀνηγάγετε ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου παραγενέσθαι εἰς τὸν τόπον τὸν πονηρὸν τοῦτον, τόπος οὗ οὐ σπείρεται, οὐδὲ συκαῖ, οὐδὲ ἄμπελοι, οὔτε ροαί, οὔτε ὕδωρ ἐστὶ πιεῖν. 5 Διατί το εκάματε αυτό; Μας εβγάλατε από την Αίγυπτον, δια να έλθωμεν στον άγονον και ξηρόν αυτόν τόπον, όπου ούτε σπορά υπάρχει, ούτε συκιές, ούτε αμπέλια, ούτε ροδιές, ούτε νερό να πίωμεν” ! 5 Διατὶ τὸ ἐκάματε αὐτό; Μᾶς ἀνεβάσατε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον διὰ νὰ ἔλθωμεν εἰς τὸν ἄθλιον, ἀφιλόξενον καὶ κατάξερον αὐτὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον δεν ὑπάρχει οὔτε σπορά, οὔτε συκιές, οὔτε ἀμπέλια, οὔτε ροδιές, οὔτε καὶ νερὸν ὑπάρχει διὰ νὰ πιοῦμε!»
6 καὶ ἦλθε Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρὼν ἀπὸ προσώπου τῆς συναγωγῆς ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου καὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον, καὶ ὤφθη ἡ δόξα Κυρίου πρὸς αὐτούς. 6 Ο Μωϋσής και ο Ααρών στενοχωρημένοι δια τον νέον αυτόν γογγυσμόν, έφυγαν από την συγκέντρωσιν εκείνην του λαού. Ηλθον εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου και έπεσαν με το πρόσωπον κατά γης. Εφάνη τότε θεία λάμψις προς αυτούς. 6 Τότε ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἀαρών, στενοχωρημένοι διὰ τὶς κατηγορίες καὶ τὴν ὀργὴν τοῦ λαοῦ, ἔφυγαν ἀπὸ τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν, διὰ νὰ μὴ τοὺς βλέπῃ ὁ λαὸς καὶ ἐρεθίζεται, καὶ ἐπῆγαν κατ' εὐθεῖαν εἰς τὴν εἴσοδον τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου καὶ ἔπεσαν κάτω μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὸ χῶμα, ἀφήνοντας τὴν καρδιά τους νὰ ὁμιλήσῃ εἰς τὸν Θεόν. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὸν στεναγμόν των καὶ ἐφανερώθη εἰς αὐτοὺς ἡ θεία λάμψις, ποὺ ἐσυμβόλιζε τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου.
7 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· 7 Και μίλησε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν λέγων· 7 Καὶ ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε:
8 λάβε τὴν ράβδον σου καὶ ἐκκλησίασον τὴν συναγωγὴν σὺ καὶ ᾿Ααρὼν ὁ ἀδελφός σου καὶ λαλήσατε πρὸς τὴν πέτραν ἐναντίον αὐτῶν, καὶ δώσει τὰ ὕδατα αὐτῆς, καὶ ἐξοίσετε αὐτοῖς ὕδωρ ἐκ τῆς πέτρας, καὶ ποτιεῖτε τὴν συναγωγὴν καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν. 8 “πάρε την ράβδον σου, συγκέντρωσε συ και ο Ααρών ο αδελφός σου τον λαόν και διατάξατε τον βράχον, που είναι ενώπιόν σας, και αυτός θα αναβλύση πολλά ύδατα. Θα βγάλετε από τον βράχον ύδωρ δι' αυτούς και θα δώσετε να πίουν όλος ο λαός και τα ζώα των”. 8 «Πάρε εἰς τὰ χέρια σου τὸ ραβδί σου καὶ σὺ καὶ ὁ ἀρχιερεὺς Ἀαρών, ὁ ἀδελφός σου, συγκεντρώσατε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ὥστε νὰ εἶναι ὅλοι μάρτυρες τοῦ θαύματος, τὸ ὁποῖον θὰ ἀκολουθήσῃ· νὰ συναθροίσετε ὅλους καὶ νὰ μιλήσετε εἰς ἐκεῖνον τὸν ἄψυχον καὶ ἀναίσθητον βράχον, ὅταν θὰ εἶναι αὐτοὶ μπροστά, ὥστε νὰ ἀκούσουν τὶ κάμνετε. Ἡ πέτρα θὰ δώσῃ τὰ πολλὰ νερά, ποὺ κρύβονται εἰς τὸ βάθος της, καὶ θὰ βγάλετε δι’ αὐτοὺς ἄφθονο νερὸν ἀπὸ τὴν πέτραν καὶ θὰ ἐπιστατήσετε, ὥστε νὰ ποτισθῇ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς καὶ τὰ ζῶα τους»,
9 καὶ ἔλαβε Μωυσῆς τὴν ράβδον τὴν ἀπέναντι Κυρίου, καθὰ συνέταξε Κύριος, 9 Επήρεν ο Μωϋσής την ράβδον, η οποία ευρίσκετο απέναντι της Κιβωτού του Μαρτυρίου, όπως διέταξεν ο Κυριος, 9 Ὁ Μωϋσῆς ἐπῆρεν εἰς τὰ χέρια του τὸ ραβδί του, ποὺ ἦταν τοποθετημένον εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης, ὅπως τὸν διέταξεν ὁ Κύριος,
10 καὶ ἐξεκλησίασε Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρὼν τὴν συναγωγὴν ἀπέναντι τῆς πέτρας καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπειθεῖς· μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ; 10 και μαζή με τον Ααρών συνεκέντρωσε τον λαόν απέναντι από τον βράχον και είπε προς αυτούς· “ακούσατέ μου, σεις οι ανυπάκοοι και οι ανυπότακτοι· μήπως είναι δυνατόν να βγάλωμεν νερό από τον βράχον αυτόν;” ( Αν κάτι τέτοιο γίνη, θα είναι θαύμα Θεού). 10 Ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἀαρὼν ἐμάζευσαν ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἐμπρὸς εἰς τὸν βράχον καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐμίλησε καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς: «Ἀκοῦστε με τώρα, σεῖς οἱ ἀνυπάκουοι καὶ ἀνυπότακτοι· μήπως θέλετε καὶ ἀπὸ τὴν πέτραν αὐτὴν νὰ σᾶς βγάλωμε νερό;»
11 καὶ ἐπάρας Μωυσῆς τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπάταξε τὴν πέτραν τῇ ράβδῳ δίς, καὶ ἐξῆλθεν ὕδωρ πολύ, καὶ ἔπιεν ἡ συναγωγὴ καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν. 11 Εσήκωσεν ο Μωϋσής το χέρι του, εκτύπησε δύο φορές με την ράβδον του τον βράχον και αμέσως ανέβλυσεν άφθονον ύδωρ και έπιε όλος ο Ισραηλιτικός λαός και τα ζώα αυτών. 11 Καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐσήκωσε ἀγανακτισμένος τὸ χέρι, ποὺ ἐκρατοῦσε τὸ ραβδί του, καὶ παρασυρόμενος ἀπὸ τὴν ὁρμὴν τοῦ θυμοῦ του ἐκτύπησε τὴν πέτραν μὲ τὸ ραβδί του δύο φορές, τὴν μίαν κοντὰ εἰς τὴν ἄλλην. Καὶ ἀμέσως ἀνεπήδησε ἀπὸ τὸν βράχον νερὸν πολύ, ποτάμι ὁλόκληρον· καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἤπιαν ὅλοι οἰ Ἰασραηλῖται καὶ τὰ ζῶα τους.
12 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρών· ὅτι οὐκ ἐπιστεύσατε ἁγιάσαι με ἐναντίον τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, διὰ τοῦτο οὐκ εἰσάξετε ὑμεῖς τὴν συναγωγὴν ταύτην εἰς τὴν γῆν, ἣν δέδωκα αὐτοῖς. 12 Είπε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών· “επειδή δεν επιστεύσατε αδιστάκτως εις εμέ, ώστε με την ζωντανήν σας πίστιν να με ευπροσωπήσετε και να με δοξάσετε ενώπιον των Ισραηλιτών, δια τούτο δεν θα οδηγήσετε και δεν θα εγκαταστήσετε σστον λαόν αυτόν εις την γην, την οποίαν υπεσχέθην ότι θα δώσω εις αυτούς”. 12 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Μωϋσὴν καὶ τὸν Ἀαρών: «Ἐπειδὴ δὲν ἐπιστεύσατε καὶ ἐδώσατε προσοχὴν εἰς ὅ,τι σᾶς εἶπα, καὶ δὲν ἐπροχωρήσατε μὲ φόβον καὶ συναίσθησιν ὡς ἐντολοδόχοι ἰδικοί μου, ὥστε νὰ μὲ ἐκπροσωπήσετε ἄξια καὶ νὰ μὲ δοξάσετε ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ· καὶ ἐπειδὴ ἐδώσατε ἀφορμὴν σκανδάλου, δι' αὐτὸ δὲν θὰ ἀξιωθῆτε νὰ ἰδῆτε πραγματοποιούμενον τὸ ὄνειρόν σας. Δὲν θὰ μπῆτε εἰς τὴν χώραν, πρὸς τὴν ὁποίαν βαδίζετε τώρα ἐπὶ σαράντα χρόνια εἰς τὴν ἔρημον ὡς σκηνίτες· δεν θὰ ὁδηγήσετε σεῖς τὸν Ἰσραηλιτικὸν αὐτὸν λαὸν εἰς τὴν γῆν Χαναάν, τὴν ὁποίαν ἔχω ὑποσχεθῆ ὅτι θὰ τοὺς δώσω».
13 τοῦτο τὸ ὕδωρ ἀντιλογίας, ὅτι ἐλοιδορήθησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἔναντι Κυρίου καὶ ἡγιάσθη ἐν αὐτοῖς. 13 Αυτός ο βράχος και η πηγή ωνομάσθη “ύδωρ αντιλογίας”, διότι οι Ισραηλίται έφεραν εκεί αντιρρήσεις και εξεφράσθησαν ανευλαβώς ενώπιον του Κυρίου, ο οποίος εν τούτοις έκαμεν εκεί θαύμα και έδειξεν εις αυτούς την δόξαν του. 13 Αὐτὸ τὸ νερόν, ποὺ ἀνεπήδησεν ἀπὸ τὸν βράχον, καὶ ὁ τόπος αὐτὸς ἐπῆραν τὸ ὄνομα «νερὸν ἀντιλογίας», διότι οἰ Ἰσραηλῖται ἔφεραν ἀντιρρήσεις καὶ ἀντιμίλησαν μὲ ἀνευλάβειαν εἰς τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐθαυματούργησε καὶ ἔδειξε τὸ μεγαλεῖον, τὴν δύναμιν καὶ τὴν δόξαν του εἰς αὐτούς.
14 Καὶ ἀπέστειλε Μωυσῆς ἀγγέλους ἐκ Κάδης πρὸς βασιλέα ᾿Εδὼμ λέγων· τάδε λέγει ὁ ἀδελφός σου ᾿Ισραήλ· σὺ ἐπίστῃ πάντα τὸν μόχθον τὸν εὑρόντα ἡμᾶς, 14 Ο Μωϋσής από την περιοχήν Καδης, όπου ευρίσκοντο, έστειλεν αγγελιαφόρους προς τον βασιλέα των Ιδουμαίων λέγων· “αυτά λέγει ο αδελφός σου ο Ισραηλιτικός λαός· συ γνωρίζεις όλας τας ταλαιπωρίας και τας πικρίας, αι οποίαι μας ευρήκαν. 14 Ὁ Μωϋσῆς ἔστειλεν ἀπεσταλμένους ἀπὸ τὴν Κάδης, ὅπου εὑρίσκοντο, πρὸς τὸν βασιλιᾶ τῆς χώρας τῶν Ἰδουμαίων (ἢ Ἐδωμιτῶν) καὶ τοῦ εἶπε: «Ἀδέλφια εἴμαστε· δὲν εἴμαστε ξένοι· αὐτὰ λοιπὸν λέγει ὁ ἀδελφός σου Ἰσραήλ· σὺ γνωρίζεις πολὺ καλὰ ὅλον τὸν μόχθον, τὶς ταλαιπωρίες καὶ πικρίες, ποὺ μᾶς εὑρῆκαν.
15 καὶ κατέβησαν οἱ πατέρες ἡμῶν εἰς Αἴγυπτον, καὶ παρῳκήσαμεν ἐν Αἰγύπτῳ ἡμέρας πλείους, καὶ ἐκάκωσαν ἡμᾶς οἱ Αἰγύπτιοι καὶ τοὺς πατέρας ἡμῶν, 15 Πως δηλαδή οι προπάτορές μας επήγαν εις την Αίγυπτον, όπου ως ξένοι και παρεπίδημοι κατοικήσαμεν χρόνον πολύν, πως οι Αιγύπτιοι κατεβασάνισαν ημάς και τους προγόνους μας. 15 Πῶς οἱ προπάτορές μας ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Χαναὰν καὶ κατέβησαν εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ πῶς ἑκατοικήσαμεν ὡς ξένοι καὶ πάροικοι εἰς τὴν Αἴγυπτον ἐπὶ πολλὰ χρόνια· καὶ οἱ Αἰγύπτιοι μᾶς ἔθλιψαν καὶ μᾶς ἐβασάνισαν, ὅπως ἐπίσης καὶ τοὺς προπάτορές μας.
16 καὶ ἀνεβοήσαμεν πρὸς Κύριον, καὶ εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς ἡμῶν καὶ ἀποστείλας ἄγγελον ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου, καὶ νῦν ἐσμεν ἐν Κάδης πόλει, ἐκ μέρους τῶν ὁρίων σου· 16 Εκραυγάσαμεν με θερμάς προσευχάς προς τον Κυριον και ο Κυριος ήκουσε την ικεσίαν μας. Εστειλεν άγγελον και μας έβγαλεν ελευθέρους από την Αίγυπτον. Και ιδού τώρα ευρισκόμεθα εις την περιοχήν Καδης κοντά εις τα σύνορά σου. 16 Καὶ ἐφωνάξαμεν πρὸς τὸν Κύριον καὶ ὁ Κύριος ἄκουσε τὴν κραυγὴν τῆς προσευχῆς μας καὶ ἀφοῦ ἔστειλε τὸν ἄγγελόν του, μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν δουλείαν· καὶ τώρα, νά· εἴμεθα εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Κάδης, ποὺ εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὰ σύνορά σου.
17 παρελευσόμεθα διὰ τῆς γῆς σου, οὐ διελευσόμεθα δι' ἀγρῶν, οὐδὲ δι' ἀμπελώνων, οὐδὲ πιόμεθα ὕδωρ ἐκ λάκκου σου, ὁδῷ βασιλικῇ πορευσόμεθα, οὐκ ἐκκλινοῦμεν δεξιὰ οὐδὲ εὐώνυμα, ἕως ἂν παρέλθωμεν τὰ ὅριά σου. 17 Σε παρακαλούμεν να μας επιτρέψης, όπως διέλθωμεν δια μέσου της χώρας σου. Σε διαβεβαιούμεν ότι δεν θα περάσωμεν δια μέσου των αγρών σου, ούτε δια μέσου των αμπελώνων σου, ούτε καν θα πίωμεν νερά από τα φρέατά σου. Θα βαδίσωμεν στον δημόσιον, στον κεντρικόν δρόμον· δεν θα παρεκκλίνωμεν ούτε δεξιά ούτε αριστερά και έτσι θα περάσωμεν τα όρια της χώρας σου”. 17 Σὲ παρακαλοῦμεν καὶ σοῦ ὑποσχόμεθα ὅτι, ἂν μᾶς δώσῃς τὴν ἄδειαν νὰ περάσωμεν ἀπὸ τὴν χώραν σου, δὲν θὰ μποῦμε εἰς τὰ χωράφια οὔτε εἰς τὰ ἀμπέλια τῶν ὑπηκόων σου, οὔτε θὰ πιοῦμε νερὸν ἀπὸ τὰ πηγάδια ἤ τὶς στέρνες σου. Θὰ ἀκολουθήσωμεν καὶ θὰ βαδίσωμεν τὸν δημόσιον (ἁμαξιτόν) δρόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον περνοῦν ὅλοι. Δὲν θὰ προχωρήσωμεν ἀπὸ μονοπάτια· δὲν θά στραφοῦμε οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν συνηθισμένον δημόσιον δρόμον, μέχρις ὅτου περάσωμεν καὶ βγοῦμε ἀπὸ τὰ σύνορά σου».
18 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ᾿Εδώμ· οὐ διελεύσῃ δι' ἐμοῦ, εἰ δὲ μή, ἐν πολέμῳ ἐξελεύσομαι εἰς συνάντησίν σοι. 18 Οι Ιδουμαίοι απήντησαν προς αυτούς· “δεν θα περάσετε από την χώραν μας. Εάν τολμήσετε κάτι τέτοιο, θα εξέλθωμεν εις πόλεμον εναντίον σας”. 18 Ὁ βασιλιᾶς ὅμως τῶν Ἰδουμαίων ἀπάντησε ἀπότομα καὶ ἄγρια: «Ὄχι· δὲν θὰ περάσετε ἀπὸ τὴν χώραν μου· δὲν σᾶς τὸ ἐπιτρέπω. Ἐὰν δὲ ἐπιχειρήσετε νὰ περάσετε, θὰ βγῶ μὲ τὸν στρατόν μου νὰ σᾶς συναντήσω καὶ νὰ σᾶς ἐμποδίσω διὰ τῆς βίας ἀπὸ τοῦ νὰ παραβιάσετε τὰ σύνορά μου».
19 καὶ λέγουσιν αὐτῷ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ· παρά τὸ ὄρος παρελευσόμεθα, ἐὰν δὲ τοῦ ὕδατός σου πίωμεν ἐγώ τε καὶ τὰ κτήνη μου, δώσω τιμήν σοι· ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα οὐδέν ἐστι, παρὰ τὸ ὄρος παρελευσόμεθα. 19 Οι Ισραηλίται λέγουν πάλιν εις αυτούς με αγγελιαφόρους· “θα περάσωμεν πλησίον από το όρος. Εάν πίωμεν ύδωρ ημείς και τα ζώα μας, θα σας πληρώσωμεν την αξίαν του. Δεν θα σας δημιουργήσωμεν ουδέν ζήτημα· κοντά στο όρος θα περάσωμεν”. 19 Οἱ ἀπεσταλμένοι τῶν Ἰσραηλιτῶν τοῦ λέγουν πάλιν: «Δὲν θὰ μποῦμε εἰς τὴν χώραν σας· θὰ περάσωμεν ἀπὸ τὴν πλαγιὰν τοῦ βουνοῦ αὐτοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὰ σύνορά σου. Ἐὰν δὲ χρειασθῇ νὰ πιοῦμε νερὸ ἀπὸ τὸ δικό σου ἐμεῖς καὶ τὰ ζῶα μας, σοῦ ὑποσχόμεθα ὅτι θὰ τὸ πληρώσωμεν. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι τίποτε· δὲν θὰ σᾶς ἐνοχλήσωμεν εἰς τίποτε ἄλλο. Θὰ περάσωμεν ἁπλῶς ριζοβουνιά - ριζοβουνιά, ἀπὸ τὴν πλαγιὰν τοῦ βουνοῦ αὐτοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὰ σύνορά σου».
20 ὁ δὲ εἶπεν· οὐ διελεύσῃ δι' ἐμοῦ. καὶ ἐξῆλθεν ᾿Εδὼμ εἰς συνάντησιν αὐτῷ ἐν ὄχλῳ βαρεῖ καὶ ἐν χειρὶ ἰσχυρᾷ. 20 Οι Ιδουμαίοι απήντησαν· “κατ' ουδένα τρόπον δεν θα περάσετε από την χώραν μας”. Εξήλθον δε με πολύν λαόν ισχυρώς εξωπλισμένον, δια να πολεμήσουν, κατά του ισραηλιτικού λαού. 20 Ὁ βασιλιᾶς ὅμως τῶν Ἰδουμαίων ἀπάντησε πάλιν ἀπότομα: «Ὄχι· δὲν θὰ μπῆτε εἰς τὰ σύνορά μου καὶ δὲν θὰ περάσετε ἀπὸ τὴν χώραν μου». Καὶ ἀμέσως ἐτοιμάσθη διὰ πόλεμον· ἐμάζευσε πάρα πολὺν λαὸν καὶ ἐπερίμενεν εἰς τὰ σύνορά του μὲ δύναμιν μεγάλην καὶ ὡπλισμένην, ἕτοιμος νὰ ἀντισταθῇ μὲ τὰ ὅπλα.
21 καὶ οὐκ ἠθέλησεν ᾿Εδὼμ δοῦναι τῷ ᾿Ισραὴλ παρελθεῖν διὰ τῶν ὁρίων αὐτοῦ· καὶ ἐξέκλινεν ᾿Ισραὴλ ἀπ' αὐτοῦ. 21 Δεν ηθέλησαν οι Ιδουμαίοι να δώσουν δίοδον δια μέσου των ορίων των στους Ισραηλίτας και έτσι ο Ισραηλιτικός λαός ηναγκάσθη να παρακάμψη την χώραν των Ιδουμαίων. 21 Ἔτσι οἱ Ἰδουμαῖοι ἀρνήθηκαν νὰ δώσουν τὴν ἄδειαν, ὥστε νὰ περάση ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀπὸ τὴν χώραν των. Καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς δὲν ἐπέμεινεν εἰς τὸ αἴτημά του· παρέκαμψε τὴν χώραν τῶν Ἰδουμαίων καὶ ἀκολούθησε ἄλλον δρόμον, μακρινὸν καὶ δύσκολον.
22 Καὶ ἀπῇραν ἐκ Κάδης· καὶ παρεγένοντο οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ, πᾶσα ἡ συναγωγὴ εἰς ῍Ωρ τὸ ὄρος. 22 Ανεχώρησαν οι Ισραηλίται από την περιοχήν Καδης και όλον το πλήθος αυτών ήλθον στο όρος Ωρ. 22 Οἱ Ἰσραηλῖται ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν περιοχὴν τῆς Κάδης. Καί οἱ Ἰσραηλῖται, ὅλον τὸ πλῆθος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἔφθασαν εἰς τὸ ὅρος Ὤρ.
23 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν ἐν ῍Ωρ τῷ ὄρει ἐπὶ τῶν ὁρίων τῆς γῆς ᾿Εδὼμ λέγων· 23 Είπε δε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών εκεί στο όρος Ωρ, που ευρίσκετο εις τα σύνορα της χώρας των Ιδουμαίων· 23 Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν εἰς τὸ ὅρος Ὤρ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ σύνορα τῶν Ἰδουμαίων, καὶ εἶπε:
24 προστεθήτω ᾿Ααρὼν πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ, ὅτι οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν γῆν, ἣν δέδωκα τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, διότι παρωξύνατέ με ἐπὶ τοῦ ὕδατος τῆς λοιδορίας. 24 “εδώ ας αποθάνη εν ειρήνη ο Ααρών και ας προστεθή στον εκδημήσαντα λαόν του, διότι και εκείνος και συ δεν θα εισέλθετε εις την χώραν, την οποίαν υπεσχέθην να δώσω στους Ισραηλίτας, επειδή με παρωργίσατε στο ύδωρ της αντιλογίας. 24 «Ὁ Ἀαρὼν ἂς ἀποθάνῃ ἐδῶ, ἂς προστεθῇ εἰς τὸ πλῆθος τῶν ἄλλων Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον πρὶν ἀπὸ αὐτόν· διότι δὲν θὰ μπῆτε οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν ἔχω ὑποσχεθῆ ὅτι θὰ δώσω εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ μὲ ἐθυμώσατε καὶ μὲ ἐπικράνατε εἰς τὸν τόπον, ὅπου εἶναι τὸ νερὸν τῆς ἀντιλογίας, ὅταν ἔγινε τὸ θαῦμα τοῦ νεροῦ.
25 λάβε τὸν ᾿Ααρὼν καὶ ᾿Ελεάζαρ τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἀναβίβασον αὐτοὺς εἰς ῍Ωρ τὸ ὄρος ἔναντι πάσης τῆς συναγωγῆς 25 Παρε τον Ααρών και τον υιόν αυτού τον Ελεάζαρ, ανέβασέ τους στο όρος Ωρ ενώπιον όλου του λαού. 25 ΙΙάρε τὸν ἀρχιερέα Ἀαρὼν καὶ τὸν ἱερέα Ἐλεάζαρ, τὸν υἱόν του, καὶ ἀνέβασέ τους ἐπάνω εἰς τὸ ὅρος Ὤρ, ἐμπρὸς εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
26 καὶ ἔκδυσον ᾿Ααρὼν τὴν στολὴν αὐτοῦ καὶ ἔνδυσον ᾿Ελεάζαρ τὸν υἱὸν αὐτοῦ, καὶ ᾿Ααρὼν προστεθεὶς ἀποθανέτω ἐκεῖ. 26 Βγάλε από τον Ααρών την αρχιερατικήν στολήν του και ένδυσε με αυτήν τον υιόν του τον Ελεάζαρ. Ο δε Ααρών ας αποθάνη εκεί, δια να προστεθή στους προγόνους του”. 26 Καὶ βγάλε ἀπὸ τὸν Ἀαρὼν τὰ ἀρχιερατικά του ἄμφια καὶ φόρεσέ τα εἰς τὸν Ἐλεάζαρ τὸν υἱόν του, ὡς διάδοχον τοῦ Ἀαρών. Καὶ ὁ Ἄαρων ἂς ἀποθάνῃ ἐκεῖ, διὰ νὰ προστεθῇ εἰς τὸ πλῆθος τῶν ἄλλων Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον πρὶν ἀπὸ αὐτόν».
27 καὶ ἐποίησε Μωυσῆς καθὰ συνέταξε Κύριος αὐτῷ, καὶ ἀνεβίβασεν αὐτὸν εἰς ῍Ωρ τὸ ὄρος ἐναντίον πάσης τῆς συναγωγῆς. 27 Ο Μωϋσής έκαμε, όπως τον διέταξεν ο Κυριος. Ωδήγησε τον Ααρών στο όρος Ωρ ενώπιον όλου του ισραηλιτικού λαού. 27 Καὶ ὁ Μωϋσῆς ἔκαμε ὅπως τὸν διέταξεν ὁ Κύριος· ὠδήγησε καὶ ἀνέβασε τὸν Ἀαρὼν εἰς τὸ ὅρος Ὤρ, ἐμπρὸς εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
28 καὶ ἐξέδυσε τὸν ᾿Ααρὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐνέδυσεν αὐτὰ ᾿Ελεάζαρ τὸν υἱὸν αὐτοῦ· καὶ ἀπέθανεν ᾿Ααρὼν ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους, καὶ κατέβη Μωυσῆς καὶ ᾿Ελεάζαρ ἐκ τοῦ ὄρους. 28 Εβγαλε από αυτόν τα αρχιερατικά ιμάτια και ενέδυσε με αυτά τον υιόν του τον Ελεάζαρ. Εις την κορυφήν του όρους απέθανεν ο Ααρών, ο δε Μωϋσής και ο Ελεάζαρ κατέβησαν από το όρος. 28 Καὶ ἔβγαλε ἀπὸ τὸν Ἀαρὼν τὰ ἀρχιερατικὰ ἄμφια καὶ μὲ αὐτὰ ἔντυσε τὸν Ἐλεάζαρ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀαρών, καὶ ἔτσι ἔγινεν αὐτὸς ἀρχιερεὺς ἕτοιμος καὶ ντυμένος διάδοχος τοῦ Ἀαρών. Καὶ ὁ Ἀαρών, ἀφοῦ εἶδε τὸν υἱόν του ὡς διάδοχόν του, ἀπέθανε ἐκεῖ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὅρους Ὤρ· ὁ δὲ Μωϋσῆς καὶ ὁ νέος ἀρχιερεὺς Ἐλεάζαρ κατέβησαν ἀπὸ τὸ ὅρος Ὤρ.
29 καὶ εἶδε πᾶσα ἡ συναγωγή, ὅτι ἀπελύθη ᾿Ααρών, καὶ ἔκλαυσαν τὸν ᾿Ααρὼν τριάκοντα ἡμέρας πᾶς οἶκος ᾿Ισραήλ. 29 Ολος ο λαός είδεν ότι απέθανεν εν ειρήνη ο Ααρών και όλοι τον έκλαυσαν επί τριάκοντα ημέρας. 29 Καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς εἶδεν, ὅτι ἀπέθανε ὁ Ἀαρών· τότε ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται ἔκλαυσαν καὶ ἐπένθησαν τὸν Ἀαρὼν ἐπὶ τριάντα ἡμέρες.