Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΡΙΘΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἦν ὁ λαὸς γογγύζων πονηρὰ ἔναντι Κυρίου, καὶ ἤκουσε Κύριος καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ, καὶ ἐξεκαύθη ἐν αὐτοῖς πῦρ παρὰ Κυρίου καὶ κατέφαγε μέρος τι τῆς παρεμβολῆς. 1 Μετά πορείαν τριών ημερών έφθασαν οι Ισραηλίται εις έρημον περιοχήν. Εκεί ο λαός εγόγγυζε και εξεφράζετο με ασέβειαν εναντίον του Κυρίου. Ηκουσεν ο Κυριος αυτά, ωργίσθη και ηγανάκτησεν εναντίον αυτών. Φωτιά εκ μέρους του Κυρίου ήναψε μεταξύ των Ισραηλιτών και κατέφαγεν ένα μέρος από το στρατόπεδον των Ισραηλιτών. 1 Καὶ ὁ λαὸς παρεπονεῖτο καὶ διεμαρτύρετο κατὰ τοῦ Κυρίου διὰ τὶς ταλαιπωρίες του· καὶ ἔφθασαν εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου τὰ παράπονα καὶ οἱ διαμαρτυρίες αὐτὲς καὶ ἐθύμωσε πάρα πολύ· ἀποτέλεσμα τοῦ μεγάλου θυμοῦ τοῦ Θεοῦ ἦταν ὅτι ἄναψε μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καταστρεπτικὴ φωτιά, τὴν ὁποίαν ἔστειλεν ὁ Κύριος· καὶ οἱ φλόγες τῆς φωτιᾶς κατέστρεψαν καὶ μετέβαλαν εἰς κάρβουνον μέρος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
2 καὶ ἐκέκραξεν ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν, καὶ ηὔξατο Μωυσῆς πρὸς Κύριον, καὶ ἐκόπασε τὸ πῦρ. 2 Εκραύγασε τότε ο λαός προς τον Μωϋσήν ζητών την επέμβασίν του προς τον Θεόν, ο δε Μωϋσής προσηυχήθη προς τον Κυριον και εσταμάτησε το πυρ. 2 Τότε ὁ λαός, τρομοκρατημένος ἀπὸ τὶς φλόγες τοῦ Θανάτου, ἐφώναζε μὲ φωνὴν δυνατὴν εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοῦ ἐζήτησε νὰ μεσιτεύσῃ εἰς τὸν Θεόν· καὶ ὁ Μωϋσῆς προσηυχήθη εἰς τὸν Κύριον καὶ ἐζήτησεν ἔλεος καὶ συγχώρησιν διὰ τὸν λαόν του καὶ ἐσταμάτησεν ἡ καταστρεπτικὴ φωτιά.
3 καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου ᾿Εμπυρισμός, ὅτι ἐξεκαύθη ἐν αὐτοῖς παρὰ Κυρίου. 3 “Εμπυρισμός” ωνομάσθη ο τόπος εκείνος, διότι εκεί ήναψε φωτιά εκ μέρους του Κυρίου εναντίον των Ισραηλιτών. 3 Καὶ ὠνομάσθη τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, εἰς τὸν ὁποῖον ἔγινε τὸ θλιβερὸν αὐτὸ περιστατικόν, τόπος «φλεγόμενος», διότι ἐκεῖ ἄναψε μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καταστρεπτικὴ φωτιά, τὴν ὁποίαν ἔστειλεν ὁ Κύριος.
4 Καὶ ὁ ἐπίμικτος ὁ ἐν αὐτοῖς ἐπεθύμησεν ἐπιθυμίαν, καὶ καθίσαντες ἔκλαιον καὶ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ καὶ εἶπαν· τίς ἡμᾶς ψωμιεῖ κρέα; 4 Πολλοί Αιγύπτιοι αναμιχθέντες με τους Ισραηλίτας εις την έρημον και ακολουθήσαντες αυτούς εκυριεύθησαν από πολλάς υλικάς επιθυμίας. Εκάθισαν λοιπόν αυτοί, μαζή δε με αυτούς και οι Ισραηλίται, και έκλαιον και έλεγον· “ποιός θα μας δώση κρέας να φάγωμεν; 4 Καὶ ὁ ὄχλος, ὁ συρφετὸς τῶν Αἰγυπτίων, ποὺ ἦταν ἀνακατεμένος μὲ τὸν γνήσιον λαὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ὁποῖος (ὄχλος) ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον χωρὶς νὰ κινῆται ἀπὸ γνήσια θρησκευτικὰ ἐλατήρια, ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ ἁμαρτωλὲς ὑλικὲς ἐπιθυμίες καὶ παρεπονεῖτο· παρεσύρθη ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους αὐτοὺς καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς καὶ παρεπονεῖτο πάλιν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκλαιε καὶ ἐθρηνοῦσε καὶ ἔλεγε: «Ποῖος θὰ μᾶς προμηθεύσῃ καὶ θὰ μᾶς θρέψῃ μὲ κρέας;
5 ἐμνήσθημεν τοὺς ἰχθύας, οὓς ἠσθίομεν ἐν Αἰγύπτῳ δωρεάν, καὶ τοὺς σικύους καὶ τοὺς πέπονας καὶ τὰ πράσα καὶ τὰ κρόμμυα καὶ τὰ σκόρδα· 5 Ενθαμούμεθα τα ψάρια, που ετρώγαμεν δωρεάν εις την Αίγυπτον, όπως επίσης τα αγγούρια, τα πεπόνια, τα πράσα, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα. 5 Ἐνθυμούμεθα τὰ ψάρια, ποὺ ἐτρώγαμεν εἰς τὴν Αἴγυπτον δωρεάν, καὶ τὰ ἀγγούρια καὶ τὰ πεπόνια καὶ τὰ πράσα καὶ τὰ κρεμμύδια καὶ τὰ σκόρδα·
6 νυνὶ δὲ ἡ ψυχὴ ἡμῶν κατάξηρος, οὐδὲν πλὴν εἰς τὸ μάννα οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν· 6 Τωρα δε η ψυχή μας είναι κατάξηρος, τίποτε άλλο δεν βλέπομεν εκτός από το μάννα”. 6 ἐνῷ τώρα ἐστέγνωσεν ἡ ψυχή μας· δὲν ἠμποροῦμεν νὰ δροσίσωμεν τὸν λάρυγγά μας. Τίποτε ἄλλο δὲν βλέπουν τὰ μάτια μας (καὶ τίποτε ἄλλο δὲν γεύεται τὸ στόμα μας), παρὰ μόνον αὐτὸ τὸ μάννα».
7 τὸ δὲ μάννα ὡσεὶ σπέρμα κορίου ἐστί, καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ εἶδος κρυστάλλου· 7 Το δε μάννα ήτο ωσάν σπόροι κοριού, και η μορφή του σαν κρύσταλλον. 7 Τὸ δὲ μάννα ἔμοιαζε κατὰ τὸ σχῆμα μὲ τὸν σπόρον τοῦ κόλιαντρου καὶ ἡ μορφή του ἦταν ὡραία καὶ ἐλκυστικὴ ὡσὰν τὸ κρύσταλλον καὶ ἔλαμπε ὅπως τὸ μαργαριτάρι.
8 καὶ διεπορεύετο ὁ λαὸς καὶ συνέλεγον καὶ ἤληθον αὐτὸ ἐν τῷ μύλῳ καὶ ἔτριβον ἐν τῇ θυΐᾳ καὶ ἥψουν αὐτὸ ἐν τῇ χύτρᾳ καὶ ἐποίουν αὐτὸ ἐγκρυφίας, καὶ ἦν ἡ ἡδονὴ αὐτοῦ ὡσεὶ γεῦμα ἐγκρὶς ἐξ ἐλαίου· 8 Ο λαός επορεύετο γύρω από την κατασκήνωσιν, εμάζευαν αυτό, το άλεθαν στον χειρόμυλον, το έτριβαν εις ξύλινο γουδί, το έβραζαν εις την χύτραν και κατεσκεύαζαν έπειτα με αυτό πίττες. Η ευχάριστος γεύσίς του ήτο ωσάν γεύσις τηγανίτας με λάδι. 8 Καὶ ὁ λαὸς ἐπήγαινε τὸ πρωῒ γύρω ἀπὸ τὸν τόπον ποὺ ἦταν στρατοπεδευμένος καὶ τὸ ἐμάζευαν καὶ τὸ ἄλεθαν εἰς τὸν χειρόμυλον καὶ τὸ ἐκοπάνιζαν εἰς τὸ γουδί, τὸ ἐζύμωναν καὶ τὸ ἔβραζαν εἰς τὴν χύτραν καὶ κατεσκεύαζαν μὲ αὐτὸ πίττες· καὶ ἡ εὐχάριστη, γλυκειὰ καὶ νόστιμη γεῦσις του ἦταν ὅπως ἐκείνη τῆς τηγανίτας μὲ τὸ λάδι.
9 καὶ ὅταν κατέβη ἡ δρόσος ἐπὶ τὴν παρεμβολὴν νυκτός, κατέβαινε τὸ μάννα ἐπ' αὐτῆς. 9 Οταν έπιπτε κατά το διάστημα της νυκτός η δροσιά στο στρατόπεδον, μαζή με αυτήν κατέβαινε και το μάννα. 9 Ὅταν κατέβαινε ἡ δροσιὰ καὶ ἐσκέπαζε τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν τὴν νύκτα, τότε ἔπεφτε εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ μάννα.
10 καὶ ἤκουσε Μωυσῆς κλαιόντων αὐτῶν κατὰ δήμους αὐτῶν, ἕκαστον ἐπὶ τῆς θύρας αὐτοῦ· καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος σφόδρα, καὶ ἔναντι Μωυσῆ ἦν πονηρόν. 10 Ηκουσεν ο Μωϋσής τους Ισραηλίτας να κλαίουν κατά τους δήμους αυτών, ο καθένας εις την θύραν της σκηνής του. Ο Κυριος ηγανάκτησε και ωργίσθη πολύ εναντίον των. Αλλά και στον Μωϋσέα εφάνη πολύ κακός ο θρήνος αυτός των Ισραηλιτών. 10 Ὁ Μωϋσῆς ἄκουσε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν νὰ κλαίῃ κατὰ δήμους, τὸν κάθε Ἰσραηλίτην εἰς τὴν πόρταν τῆς σκηνῆς του. Καὶ ὁ Κύριος ἐθύμωσε πάρα πολύ· ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ μάτια τοῦ Μωϋσῆ τὰ παραπονα καὶ τὰ κλάματα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ τοῦ ἐφάνησαν πολὺ κακὸν καὶ ἀνησυχητικὸν πρᾶγμα.
11 καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Κύριον· ἱνατί ἐκάκωσας τὸν θεράποντά σου, καὶ διατί οὐχ εὕρηκα χάριν ἐναντίον σου, ἐπιθεῖναι τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ τούτου ἐπ' ἐμέ; 11 Ο Μωϋσής είπε τότε προς τον Κυριον· “διατί εταλαιπώρησες και επίκρανες εμέ τον υπηρέτην σου και διατί δεν ευρήκα κάποιαν ευμένειαν ενώπιόν σου, ώστε να μου φορτώσης τον απερίσκεπτον και ορμητικόν αυτόν λαόν; 11 Καὶ ὁ Μωϋσῆς γεμᾶτος ἀπογοήτευσιν καὶ παράπονον εἶπεν εἰς τὸν Κύριον: «Διατὶ καταταλαιπωρεῖς ἐμὲ τὸν δοῦλον σου καὶ διατὶ δὲν εὑρῆκα χάριν ἐνώπιόν σου, ὥστε ἐφόρτωσες ἐπάνω μου ὅλην τὴν βιαιότητα καὶ τὴν ὁρμὴν τοῦ ἀδαμάστου καὶ ἀπειθάρχητου αὐτοῦ λαοῦ;
12 μὴ ἐγὼ ἐν γαστρὶ ἔλαβον πάντα τὸν λαὸν τοῦτον, ἢ ἐγὼ ἔτεκον αὐτούς, ὅτι λέγεις μοι, λάβε αὐτὸν εἰς τὸν κόλπον σου, ὡσεὶ ἄραι τιθηνὸς τὸν θηλάζοντα, εἰς τὴν γῆν ἣν ὤμοσας τοῖς πατράσιν αὐτῶν; 12 Μηπως εγώ συνέλαβα εις την κοιλίαν μου όλον αυτόν τον λαόν η εγώ τον εγέννησα, ώστε να μου λέγης, πάρε αυτόν τον λαόν εις την αγκάλην σου, όπως η τροφός παίρνει εις την αγκάλην της το θηλάζον νήπιον, και οδήγησέ τους εις την γην, την οποίαν ωρκίσθης στους πατέρας των; 12 Μήπως ἐγὼ ἔχω συλλάβει εἰς τὴν κοιλία μου ὅλον αὐτὸν τὸν λαόν; Ἢ μήπως ἐγὼ ἐγέννησα ὅλους αὐτούς, ὥστε νὰ μοῦ λέγῃς· «πάρε τους εἰς τὴν ἀγκαλιά σου, ὅπως παίρνει εἰς τὴν ἀγκαλιά της ἡ τροφὸς τὸ βρέφος ποὺ θηλάζει· πάρε τους καὶ ὁδήγησέ τους εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν ὡρκίσθης ὅτι θὰ δώσῃς ὡς κληρονομίαν εἰς τοὺς πατέρας των»;
13 πόθεν μοι κρέα δοῦναι παντὶ τῷ λαῷ τούτῳ; ὅτι κλαίουσιν ἐπ' ἐμοί, λέγοντες· δὸς ἡμῖν κρέα, ἵνα φάγωμεν. 13 Που θα εύρω εγώ κρέατα να δώσω εις όλον αυτό το πλήθος; Διότι κλαίουν ολόγυρά μου και με στενοχωρούν λέγοντες· Δος μας κρέας να φάγωμεν ! 13 Ἀπὸ ποῦ θὰ εὕρω τόσα κρέατα, διὰ νὰ χορτάσω ὅλον αὐτὸν τὸν λαόν; Διότι κλαίουν καὶ θρηνοῦν ἐμπρός μου καὶ μὲ στενοχωροῦν καὶ λέγουν· «δῶσε μας κρέας νὰ φάγωμεν».
14 οὐ δυνήσομαι ἐγὼ μόνος φέρειν τὸν λαὸν τοῦτον, ὅτι βαρύτερόν μοί ἐστι τὸ ρῆμα τοῦτο. 14 Δεν ημπορώ εγώ μόνος μου να οδηγώ και να υποφέρω αυτόν τον λαόν, διότι, αυτό το έργον είναι πολύ βαρύτερον, από όσον δύναμαι και αντέχω. 14 Δὲν ἀντέχω πλέον· δὲν ἠμπορῶ μόνος μου νὰ βαστάσω τὸ βάρος τοῦτο καὶ νὰ ὁδηγήσω τὸν λαὸν αὐτόν, διότι ἡ εὐθύνη τέτοιου ἔργου εἶναι πολὺ βαρειὰ διὰ τοὺς ὤμους μου.
15 εἰ δ' οὕτω σὺ ποιεῖς μοι, ἀπόκτεινόν με ἀναιρέσει, εἰ εὕρηκα ἔλεος παρὰ σοί, ἵνα μὴ ἴδω τὴν κάκωσίν μου. 15 Εάν όμως συ επιμένης να καταθλίβομαι εις την κατάστασιν αυτήν, πάρε την ζωήν μου, εάν έχω εύρει κάποιο έλεος κοντά σου, δια να μη βλέπω πλέον αυτήν την ταλαιπωρίαν μου από τον γογγύζοντα αυτόν λαόν”. 15 Ἐὰν ὅμως σὺ ἐπιμένῃς νὰ συνεχίσω τὸ δύσκολον τοῦτο ἔργον καὶ νὰ κάμω αὐτὸ ποὺ μο·υ ἀνέθεσες, θανάτωσέ με ἀμέσως καὶ βγάλε με ἀπὸ τὴν μέσην - ἐὰν εὑρῆκα χάριν ἐμπρός σου - διὰ νὰ μὴ βλέπω τὴν δυστυχίαν ποὺ μὲ εὑρῆκε, δηλαδὴ τὸν ἀγαπημένον λαόν σου νὰ παραπονῆται καὶ νὰ ἀγανακτῇ ἐναντίον σου, ποὺ εἶσαι ὁ εὐεργέτης του».
16 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· συνάγαγέ μοι ἑβδομήκοντα ἄνδρας ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων ᾿Ισραήλ, οὓς αὐτὸς σὺ οἶδας, ὅτι οὗτοί εἰσι πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ καὶ γραμματεῖς αὐτῶν. καὶ ἄξεις αὐτοὺς πρὸς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου, καὶ στήσονται ἐκεῖ μετὰ σοῦ. 16 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωυσήν· “συγκέντρωσέ μου εβδομήκοντά άνδρας, από τους γεροντότερους Ισραηλίτας, τους οποίους συ γνωρίζεις ότι είναι οι γεροντότεροι του λαού, συγκέντρωσέ μου και τους γραμματείς των Ισραηλιτών. Θα τους φέρης εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου και εκεί θα σταθούν όρθιοι μαζή με σέ. 16 Ὁ Κύριος ἀπάντησε εἰς τὸν Μωϋσῆν: «Συγκέντρωσέ μου ἑβδομῆντα ἄνδρες ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, τοὺς ὁποίους σὺ γνωρίζεις ὅτι εἶναι οἱ γεροντότεροι, οἱ πλέον σεβαστοὶ καὶ συνετοὶ ἀπὸ τὸν λαόν, καὶ τοὺς γραμματεῖς των. Ὅλους αὐτοὺς φέρε καὶ ὁδήγησέ τους εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου, καὶ ἐκεῖ νὰ σταθοῦν ὄρθιοι μαζί σου.
17 καὶ καταβήσομαι καὶ λαλήσω ἐκεῖ μετὰ σοῦ καὶ ἀφελῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἐπὶ σοὶ καὶ ἐπιθήσω ἐπ' αὐτούς, καὶ συναντιλήψονται μετὰ σοῦ τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ, καὶ οὐκ οἴσεις αὐτοὺς σὺ μόνος. 17 Εγώ δε θα κατεβώ εκεί, θα ομιλήσω μαζή σου, θα πάρω από την χάριν και την ικανότητα που έχω δώσει εις σέ, και θα δώσω εις αυτούς. Ετσι δε αυτοί, προικισμένοι με ομοίας προς τας ιδικάς σου ικανότητας, θα σε βοηθήσουν στο έργον σου, ώστε να βαστάζης την απερίσκεπτον ορμήν του λαού τούτου και δεν θα τους οδηγής πλέον μόνος σου. 17 Καὶ ἐγὼ θὰ κατεβῶ καὶ θὰ ὁμιλήσω μαζί σου ἐκεῖ· καὶ χωρὶς νὰ ὀλιγοστεύσω τὸ διοικητικὸν χάρισμα, τὸ ὁποῖον σοῦ ἔδωκα θὰ πάρω ἀπὸ τὸ ἴδιον τὸ ἰδικόν σου χάρισμα καὶ θὰ μεταδώσω εἰς τοὺς ἄνδρες αὐτούς, ὥστε νὰ γίνουν ἱκανοὶ νὰ σὲ βοηθήσουν καὶ νὰ βαστάζουν μαζί σου τὴν ὁρμὴν καὶ τὴν βιαιότητα τοῦ ἀνυποτάκτου αὐτοῦ λαοῦ καὶ ἔτσι δὲν θὰ τοὺς ὑποφέρῃς μόνος σου.
18 καὶ τῷ λαῷ ἐρεῖς· ἁγνίσασθε εἰς αὔριον, καὶ φάγεσθε κρέα, ὅτι ἐκλαύσατε ἔναντι Κυρίου λέγοντες· τίς ἡμᾶς ψωμιεῖ κρέα; ὅτι καλὸν ἡμῖν ἐστιν ἐν Αἰγύπτῳ. καὶ δώσει Κύριος ὑμῖν φαγεῖν κρέα, καὶ φάγεσθε κρέα. 18 Εις δε τον λαόν θα είπης· Αγνισθήτε δια την επομένην ημέραν, διότι εκλαύσατε ενώπιον του Κυρίου λέγοντες· Ποιός θα μας δώση κρέας να φάγωμεν; Καλύτερα είμεθα εις την Αίγυπτον. Λοιπόν ο Κυριος θα σας δώση να φάγετε κρέας, και θα φάγετε κρέας, που τόσον πολύ επιθυμήσατε. 18 Καὶ εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν θὰ εἰπῇς: Καθαρισθῆτε καὶ ἐτοιμασθῆτε διὰ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν καὶ θὰ φᾶτε κρέας· διότι παρεπονέθητε καὶ ἐκλαύσατε ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον λέγοντες· ποῖος θὰ μᾶς προμηθεύσει καὶ θὰ μᾶς θρέψῃ μὲ κρέας; Διότι καλὰ ἤμεθα καὶ ἐζούσαμεν εἰς τὴν Αἴγυπτον. Διὰ τοῦτο νά· ὁ Κύριος θὰ σᾶς δώσῃ νὰ φάγετε κρέας· ναί, θὰ φάγετε κρέατα ὅσα θέλετε.
19 οὐχ ἡμέραν μίαν φάγεσθε, οὐδὲ δύο, οὐδὲ πέντε ἡμέρας, οὐδὲ δέκα ἡμέρας, οὐδὲ εἴκοσιν ἡμέρας. 19 Και θα φάγετε όχι μόνον μίαν ημέραν, ούτε δύο, ούτε πέντε, ούτε δέκα, ούτε είκοσι ημέρας. 19 Δὲν θὰ φάγετε κρέας μόνον μίαν ἡμέραν, οὔτε δύο, οὔτε πέντε ἥμερες, οὔτε δέκα ἥμερες, οὔτε ἐπὶ εἴκοσι ἥμερες.
20 ἕως μηνὸς ἡμερῶν φάγεσθε, ἕως ἂν ἐξέλθῃ ἐκ τῶν μυκτήρων ὑμῶν. καὶ ἔσται ὑμῖν εἰς χολέραν, ὅτι ἠπειθήσατε Κυρίῳ, ὅς ἐστιν ἐν ὑμῖν, καὶ ἐκλαύσατε ἐναντίον αὐτοῦ λέγοντες· ἱνατί ἡμῖν ἐξελθεῖν ἐξ Αἰγύπτου; 20 Ολας τας ημέρας ενός μηνός ολοκλήρου θα τρώγετε κρέας, έως ότου εξέλθη από τις μύτες σας, και θα γίνη δια σας χολέρα η πολυφαγία, διότι εδείξατε παρακοήν στον Κυριον, που είναι πάντοτε μαζή σας βοηθός, και γογγύζοντες εκλαύσατε ενώπιόν του λέγοντες· Διατί εφύγαμεν από την Αίγυπτον;” 20 Θὰ τρώγετε ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρον μῆνα, μέχρις ὅτου βγῇ τὸ κρέας ἀπὸ τὰ ρουθούνια σας· καὶ ἀπὸ τὰ κρέατα τὰ πολλά, ποὺ θά φατε, θὰ σᾶς πιάσῃ χολέρα. Διότι δὲν ἐπειθαρχήσατε εἰς τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος εἶναι μεταξύ σας καὶ ἐργάζεται θαύματα· καὶ ἀντὶ νὰ τὸν εὐχαριστήσετε ἀρχίσατε νὰ κλαίετε καὶ νὰ παραπονῆσθε ἐναντίον του λέγοντες· διατὶ νὰ φύγωμεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον;»
21 καὶ εἶπε Μωυσῆς· ἑξακόσιαι χιλιάδες πεζῶν ὁ λαός, ἐν οἷς εἰμι ἐν αὐτοῖς. καὶ σὺ εἶπας, κρέα δώσω αὐτοῖς φαγεῖν, καὶ φάγονται μῆνα ἡμερῶν. 21 Ο Μωϋσής είπε προς τον Θεόν· “εξακόσιαι χιλιάδες πολεμιστών ανδρών είναι αυτός ο λαός, εν μέσω του οποίου εγώ ευρίσκομαι. Και συ μου είπες να δώσω να φάγουν αυτοί κρέας επί ένα κατά συνέχειαν μήνα ! 21 Καὶ ὁ Μωϋσῆς εἶπε πρὸς τὸν Θεόν: «Ὁ λαός, μεταξὺ τοῦ ὁποίου εὑρίσκομαι ἐγώ, εἶναι, μόνον οἱ πεζοὶ ποὺ φέρουν ὅπλα καὶ στρατεύονται, ἑξακόσιες χιλιάδες. Καὶ Σὺ (ὁ Κύριος) εἶπες· θὰ δώσω εἰς αὐτοὺς κρέας καὶ ὅλοι αὐτοὶ θὰ φάγουν κρέατα ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρον μῆνα.
22 μὴ πρόβατα καὶ βόες σφαγήσονται αὐτοῖς, καὶ ἀρκέσει αὐτοῖς; ἢ πᾶν τὸ ὄψος τῆς θαλάσσης συναχθήσεται αὐτοῖς, καὶ ἀρκέσει αὐτοῖς; 22 Μηπως και αν σφαγούν όλα τα πρόβατα και όλα τα βόδια, είναι δυνατόν να επαρκέσουν δι' αυτούς; Η αν συγκεντρώσωμεν όλα τα ψάρια της θαλάσσης, θα αρκέσουν δι' αυτούς;” 22 Μήπως ἐὰν σφαγοῦν πρὸς χάριν των ολα τὰ πρόβατα καὶ ὅλα τὰ βόδια θὰ ἐπαρκέσουν ἐπὶ ἕνα μῆνα νὰ θρέψουν τόσον λαόν; Ἢ μήπως ἂν συγκεντρώσωμεν ὅλα τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης πρὸς χάριν των, θὰ ἐπαρκέσουν ἐπὶ ἕνα μῆνα νὰ χορτάσουν τόσους ἀνθρώπους;»
23 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· μὴ χεὶρ Κυρίου οὐκ ἐξαρκέσει; ἤδη γνώσῃ εἰ ἐπικαταλήψεταί σε ὁ λόγος μου ἢ οὔ. 23 Απήντησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “μήπως η παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου δεν είναι ικανή να πραγματοποιήση το έργον του χορτασμού του λαού αυτού; Τωρα θα ίδης και θα μάθης, εάν ο λόγος μου θα πραγματοποιηθή αμέσως ενώπιόν μου η όχι”. 23 Εἰς τοὺς δισταγμοὺς αὐτοὺς τοῦ Μωύσεως ὁ Κύριος ἀπάντησε: «Ἐφαντάσθης μήπως ὅτι τόσον περιωρισμένη εἶναι ἡ δύναμις τοῦ Κυρίου, ὥστε τὸ παντοδύναμον χέρι του δὲν θὰ ἐπαρκέσῃ; Τώρα θὰ ἰδῇς καὶ θὰ μάθῃς καλά, ἐὰν ὁ λόγος μου θὰ γίνῃ ἔργον ἀμέσως, ἔξαφνα, καὶ θὰ ἐπαληθεύσῃ ἀκριβῶς ἢ ὄχι».
24 καὶ ἐξῆλθε Μωυσῆς καὶ ἐλάλησε πρὸς τὸν λαὸν τὰ ρήματα Κυρίου καὶ συνήγαγεν ἑβδομήκοντα ἄνδρας ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ καὶ ἔστησεν αὐτοὺς κύκλῳ τῆς σκηνῆς. 24 Ο Μωϋσής εβγήκε και ανεκοίνωσε προς τον λαόν τα λόγια αυτά του Κυρίου, συνήθροισε τους εβδομήκοντα πρεσβυτέρους από τους γεροντοτέρους του λαού και έθεσεν αυτούς ορθίους κύκλω από την Σκηνήν. 24 Καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐβγῆκε καὶ ἐγνωστοποίησεν εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν τὰ λόγια, ποὺ τοῦ εἶπεν ὁ Κύριος· καὶ ἐδιάλεξε ἑβδομῆντα ἄνδρες ἀπὸ τοὺς γεροντοτέρους τοῦ λαοῦ καὶ τοὺς ἔστησε γύρω - γύρω ἀπὸ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου.
25 καὶ κατέβη Κύριος ἐν νεφέλῃ καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτόν· καὶ παρείλατο ἀπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἐπ' αὐτῷ καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ τοὺς ἑβδομήκοντα ἄνδρας τοὺς πρεσβυτέρους· ὡς δὲ ἐπανεπαύσατο πνεῦμα ἐπ' αὐτούς, καὶ ἐπροφήτευσαν καὶ οὐκ ἔτι προσέθεντο. 25 Κατέβηκεν ο Κυριος εις την νεφέλην και ωμίλησε προς αυτόν. Επήρε από το πνεύμα, που είχε δώσει στον Μωϋσήν, και έδωσεν αυτό στους εβδομήκοντα πρεσβυτέρους. Οταν δε το Πνεύμα επανεπαύθη εις αυτούς και τους εφώτισεν, εκείνοι φωτισμένοι πλέον ωμίλησαν τότε λόγια Θεού. Αλλην όμως φοράν δεν επανελήφθη αυτό. 25 Καὶ ὅταν τοὺς παρουσίασε ἐκεῖ, κατέβη ὁ Θεὸς μέσα εἰς ὑπερφυσικόν, φωτεινόν, λαμπρὸν σύννεφον καὶ ἐμίλησε πρὸς τὸν Μωϋσῆν. Καὶ χωρὶς νὰ ὀλιγοστεύσῃ τὸ διοικητικὸν χάρισμα, ποὺ ἔδωκεν εἰς τὸν Μωϋσῆν, ἐπῆρε ἀπὸ τὸ ἴδιον ἐκεῖνο χάρισμα καὶ μετέδωσεν εἰς τοὺς ἑβδομῆντα ἄνδρες, τοὺς πρεσβυτέρους, ποὺ ἐδιάλεξεν ὁ Μωϋσῆς. Καὶ μόλις τὸ Πνεῦμα ἦλθεν ἐπάνω τους καὶ τοὺς μετέδωσε τὸ χάρισμα, ἐπροφήτευσαν· τοῦτο ὅμως ἔγινε μόνον μίαν φορὰν κατόπιν δὲν συνέχισαν νὰ προφητεύουν.
26 καὶ κατελείφθησαν δύο ἄνδρες ἐν τῇ παρεμβολῇ, ὄνομα τῷ ἑνὶ ῾Ελδὰδ καὶ ὄνομα τῷ δευτέρῳ Μωδάδ, καὶ ἐπανεπαύσατο ἐπ' αὐτοὺς πνεῦμα· καὶ οὗτοι ἦσαν τῶν καταγεγραμμένων καὶ οὐκ ἦλθον πρὸς τὴν σκηνήν· καὶ ἐπροφήτευσαν ἐν τῇ παρεμβολῇ. 26 Από τους εβδομήκοντα πρεσβυτέρους έμειναν δύο άνδρες εις την κατασκήνωσιν, ο ένας εκ των οποίων ωνομάζετο Ελδάδ, ο δε δεύτερος Μωδάδ. Το πνεύμα ήλθε και εις αυτούς. Ησαν και αυτοί γραμμένοι μεταξύ των εβδομήκοντα αλλά (δια λόγους ίσως ταπεινοφροσύνης) δεν ήλθον μαζή με τους άλλους εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου· φωτισμένοι και αυτοί από τον Θεόν ωμίλησαν στο στρατόπεδον τα λόγια του Θεού. 26 Ἔμειναν ὅμως ἀπὸ τοὺς ἑβδομῆντα πρεσβυτέρους δύο ἄνδρες εἰς τὸ στρατόπεδον· τὸ ὄνομα τοῦ ἑνὸς ἦταν Ἑλδὰδ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ δευτέρου Μωδάδ. Ἐνῷ δὲ ἦσαν εἰς τὶς σκηνές των, ἦλθε καὶ ἐπάνω τοὺς τὸ Πνεῦμα καὶ ἄρχισαν καὶ αὐτοὶ νὰ προφητεύουν, ὅπως οἱ ἄλλοι. Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ ἦσαν μεταξὺ ἐκείνων ποὺ εἶχε διαλέξει καὶ καταγράψει ὁ Μωϋσῆς, ἀλλὰ δὲν ἦλθαν ὅπως οἱ ἄλλοι καὶ δὲν παρουσιάσθησαν εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου. Ἐφωτίσθησαν ὅμως καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα καὶ ἐπροφήτευσαν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραήλ.
27 καὶ προσδραμὼν ὁ νεανίσκος ἀπήγγειλε Μωυσῇ καὶ εἶπε λέγων· ῾Ελδὰδ καὶ Μωδὰδ προφητεύουσιν ἐν τῇ παρεμβολῇ. 27 Ενας νεαρός ανήρ έτρεξε προς τον Μωϋσήν και είπεν· “ο Ελδάδ και ο Μωδάδ προφητεύουν εις την κατασκήνωσιν”. 27 Καὶ ἕνας νεαρὸς ετρεξε καὶ ἀνέφερεν εἰς τὸν Μωϋσῆν τὸ γεγονὸς καὶ τοῦ εἶπεν: «Ὁ Ἑλδὰδ καὶ ὁ Μωδὰδ προφητεύουν εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραήλ».
28 καὶ ἀποκριθεὶς ᾿Ιησοῦς ὁ τοῦ Ναυὴ ὁ παρεστηκὼς Μωυσῇ, ὁ ἐκλεκτός, εἶπε· κύριε Μωυσῆ, κώλυσον αὐτούς. 28 Ο Ιησούς του Ναυή ο εκλεκτός του Μωϋσέως, ο ευρισκόμενος πάντοτε πλησίον αυτού, είπε· “κύριε Μωϋσή, εμπόδισαν αυτούς να ομιλούν ως εκπρόσωποι του Θεού” ! 28 Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ναυῆ, ὁ ἰδιαίτερος, ἐκλεκτὸς καὶ ἔμπιστος (γραμματεύς) τοῦ Μωϋσῆ, εἶπε γεμᾶτος ἀνησυχίαν: «Κύριε, Μωϋσῆ, ἐμπόδισέ τους καὶ ἀπαγόρευσέ τους νὰ προφητεύουν».
29 καὶ εἶπε Μωυσῆς αὐτῷ· μὴ ζηλοῖς ἐμέ; καὶ τίς δῴη πάντα τὸν λαὸν Κυρίου προφήτας, ὅταν δῷ Κύριος τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐπ' αὐτούς; 29 Είπε προς αυτόν ο Μωϋσής· “διατί σε κατέλαβε ζηλοφθονία προς χάριν μου; Είθε όλον το πλήθος των Ισραηλιτών να αναδειχθούν προφήται του Θεού, όταν ο Κυριος δώση το Πνεύμα του εις αυτούς” ! 29 Καὶ ὁ Μωϋσῆς τοῦ ἀπάντησε καὶ τοῦ εἶπε: «Ζηλεύεις διὰ λογαριασμόν μου καὶ φοβεῖσαι ὅτι θὰ χάσω τὸ κῦρος μου; Εἴθε ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ νὰ ἦσαν προφῆται. Ποῖος ἠμπορεῖ νὰ ἐμποδίσῃ τὸν Κύριον νὰ κάμῃ ὅλον τὸν λαὸν προφῆτες, ὅταν ἀποφασίσῃ νὰ δώσῃ τὸ Πνεῦμα του εἰς αὐτούς;»
30 καὶ ἀπῆλθε Μωυσῆς εἰς τὴν παρεμβολὴν αὐτὸς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ᾿Ισραήλ. 30 Επειτα από αυτά επέστρεψεν ο Μωϋσής στο στρατόπεδον και μαζή με αυτόν οι βοηθοί του, οι πρεσβύτεροι του ισραηλιτικού λαού. 30 Καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐπέστρεψεν εἰς τὸ στρατόπεδον μαζὶ μὲ τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ποὺ ἔλαβαν τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ ἔγιναν βοηθοί του εἰς τὸ ἔργον τῆς διοικήσεως τοῦ Ἰσραήλ.
31 καὶ πνεῦμα ἐξῆλθε παρὰ Κυρίου καὶ ἐξεπέρασεν ὀρτυγομήτραν ἀπὸ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπέβαλεν ἐπὶ τὴν παρεμβολὴν ὁδὸν ἡμέρας ἐντεῦθεν καὶ ὁδὸν ἡμέρας ἐντεῦθεν, κὐκλῳ τῆς παρεμβολῆς, ὡσεὶ δίπηχυ ἀπὸ τῆς γῆς. 31 Ηγέρθη τότε παρά του Κυρίου άνεμος, ο οποίος έφερεν από το μέρος της θαλάσσης πλήθος ορτύκια και τα έρριψεν εις την περιοχήν της κατασκηνώσεως από εδώ και από εκεί κύκλω από την κατασκήνωσιν εις έκτασιν πορείας μιας ημέρας. Το στρώμα των ορτυκιών επάνω στο έδαφος έφθασε τους δύο πήχεις (ένα και πλέον μέτρον). 31 Καὶ ὁ Κύριος ἐσήκωσεν ἔξαφνα ἄνεμον δυνατόν, ἡ πνοὴ τοῦ ὁποίου ἔφερεν ἀπὸ τὴν θάλασσαν εἰς τὸν τόπον, ποὺ ἦσαν στρατοπεδευμένοι οἱ Ἰσραηλῖται, πλῆθος ὀρτύκια, τὰ ὁποῖα ἔρριψεν εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραὴλ εἰς ἔκτασιν πορείας μιᾶς ἡμέρας ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ εἰς ἔκτασιν πορείας μιᾶς ἡμέρας ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, γύρω - γύρω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον. Τὰ πουλιὰ ἦσαν τόσον πολλά, ὥστε ἐσχηματίσθη εἰς τὸ ἔδαφος ἕνα στρῶμα ἀπὸ ὀρτύκια, ποὺ εἶχε πάχος ἕως δύο πήχεις (ἑβραϊκούς)· δηλαδὴ περισσότερον ἀπὸ ἕνα μέτρον.
32 καὶ ἀναστὰς ὁ λαὸς ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ ὅλην τὴν νύκτα καὶ ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν ἐπαύριον καὶ συνήγαγον τὴν ὀρτυγομήτραν, ὁ τὸ ὀλίγον, συνήγαγε δέκα κόρους, καὶ ἔψυξαν ἑαυτοῖς ψυγμοὺς κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς. 32 Ο λαός εσηκώθηκε όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα και όλην την επομένην ημέραν και εμάζευαν ορτύκια. Τοσον πολύ ήτο το πλήθος των ορτυκιών, ώστε και ο τα ολιγώτερα μαζεύσας έφθασε τους δέκα κόρους (υπέρ τα 2000 κιλά). Εξήραναν αυτά κύκλω από την κατασκήνωσιν. 32 Καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐσηκώθη τὸ πρωΐ καὶ ὅλην ἐκείνην τὴν ἡμέραν καὶ ὅλην τὴν νύκτα καὶ ὅλην τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐμάζευαν τὰ ὀρτύκια. Ἐμάζευσαν τόσα πολλά, ὥστε αὐτὸς ποὺ ἐμάζευσε τὰ ὀλιγώτερα, εἶχε μαζεύσει δέκα κόρους (περίπου 4.090 κιλά). Καὶ διὰ νὰ μὴ βρωμήσουν τὰ κρέατα τὰ ἄπλωσαν εἰς τὸν ἥλιον γύρω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον καὶ τὰ ἐξήραναν.
33 τὰ κρέα ἔτι ἦν ἐν τοῖς ὀδοῦσιν αὐτῶν πρινὴ ἐκλείπειν, καὶ Κύριος ἐθυμώθη εἰς τὸν λαόν, καὶ ἐπάταξε Κύριος τὸν λαὸν πληγὴν μεγάλην σφόδρα. 33 Τα κρέατα από τα ορτύκια ήσαν ακόμη εις τα δόντια των και δεν είχαν ακόμη σταματήσει να τρώγουν, όταν ο Κυριος εξωργίσθη εναντίον του λαού δια την λαιμαργίαν και εθανάτωσε πολλούς από αυτούς. 33 Καὶ ἐνῷ ἀκόμη τὰ κρέατα ἦσαν εἰς τὰ δόντια τους καὶ τὰ ἐμασοῦσαν καὶ πρὶν τὰ καταπιοῦν καὶ κατεβῇ ἡ τροφὴ εἰς τὸ στομάχι τους, ὁ Κύριος ἐθύμωσε ἐναντίον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ διὰ τὴν λαιμαργίαν του καὶ τὸν ἐκτύπησε μὲ πληγὴν πολὺ μεγάλην· μὲ μολυσματικήν, λοιμικὴν ἀρρώστιαν πολὺ φοβερήν, ὥστε οἱ Ἰσραηλῖται νὰ ἀρρωσταίνουν καὶ νὰ ἀποθνήσκουν κατὰ σωροὺς καὶ ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλον.
34 καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Μνήματα τῆς ἐπιθυμίας, ὅτι ἐκεῖ ἔθαψαν τὸν λαὸν τὸν ἐπιθυμητήν. 34 Εδόθη δε στον τόπον εκείνον το όνομα “Μνήματα της επιθυμίας”, διότι εκεί έθαψαν πολλούς από τον λαίμαργον αυτόν λαόν. 34 Καὶ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς τάφους, ποὺ ἐγέμισεν ὁ τόπος ἐκεῖνος, ὠνομάσθη «μνήματα τῆς ἐπιθυμίας», διότι ἐκεῖ ἔθαψαν πάρα πολλοὺς ἀπὸ τὸν λαίμαργον λαόν, ποὺ ἐπεθύμησε τὰ κρέατα.
35 ᾿Απὸ Μνημάτων ἐπιθυμίας ἐξῇρεν ὁ λαὸς εἰς ᾿Ασηρώθ, καὶ ἐγένετο ὁ λαὸς ἐν ᾿Ασηρώθ. 35 Από τα “Μνήματα της επιθυμίας” ανεχώρησεν ο λαός δια την Ασηρώθ, όπου και έφθασε. 35 Ἀπὸ τὰ «μνήματα τῆς ἐπιθυμίας» ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔφυγε διὰ τὴν Ἀσηρώθ· καὶ ὁ λαὸς ἔφθασε καὶ ἐστρατοπέδευσεν εἰς τὴν Ἀσηρώθ.