Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΡΙΘΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· 1 Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν λέγων· 1 Ο Κύριος ἔμιλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε:
2 πρόσταξον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ καὶ ἐξαποστειλάτωσαν ἐκ τῆς παρεμβολῆς πάντα λεπρὸν καὶ πάντα γονορρυῆ καὶ πάντα ἀκάθαρτον ἐπὶ ψυχῇ· 2 “διάταξέ τους Ισραηλίτας να απομακρύνουν έξω από την κατασκήνωσίν των κάθε λεπρόν, κάθε γονορρυή και καθένα, ο οποίος εμιάνθη διότι ήγγισε νεκρόν. 2 «Δῶσε διαταγὴν εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν νὰ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ στρατόπεδον κάθε λεπρόν, κάθε ἕνα ποὺ ἔπαθε ἀκούσιον ρεῦσιν σπέρματος, καὶ κάθε ἕνα ποὺ ἐμολύνθη, διότι ἔχει ἐγγίσει νεκρόν·
3 ἀπὸ ἀρσενικοῦ ἕως θηλυκοῦ ἐξαποστείλατε ἔξω τῆς παρεμβολῆς, καὶ οὐ μὴ μιανοῦσι τὰς παρεμβολὰς αὐτῶν, ἐν οἷς ἐγὼ καταγίνομαι ἐν αὐτοῖς. 3 Καθε ακάθαρτον, είτε άρρην είτε θήλυς είναι, απομακρύνατε έξω από το στρατόπεδον, δια να μη μολύνουν τους τόπους τούτους των κατασκηνώσεων, στους οποίους εγώ παρίσταμαι”. 3 κάθε ἀκάθαρτον νομικῶς πρόσωπον, εἴτε ἄνδρας εἶναι αὐτὸς εἴτε γυναῖκα, νὰ τοὺς ἀπομακρύνετε, διὰ νὰ μὴ μολύνουν τὸ στρατόπεδόν σας, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκομαι καὶ κατοικῶ ἐγώ, ὁ Πανάγιος Θεός».
4 καὶ ἐποίησαν οὕτως οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ καὶ ἐξαπέστειλαν αὐτοὺς ἔξω τῆς παρεμβολῆς· καθὰ ἐλάλησε Κύριος Μωυσῇ, οὕτως ἐποίησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ. 4 Οι Ισραηλίται έκαμαν, όπως διέταξεν ο Θεός, και απεμάκρυναν τους ακαθάρτους έξω από το στρατόπεδον. Οπως έδωσεν εντολήν ο Κυριος στον Μωϋσήν, έτσι έκαμαν οι Ισραηλίται. 4 Οἱ Ἰσραηλῖται ἔκαμαν ὅπως τοὺς διέταξεν ὁ Θεὸς καὶ ἀπεμάκρυναν ὅλους αὐτοὺς τοὺς νομικῶς ἀκαθάρτους ἀπὸ τὸ στρατόπεδόν των ὅπως ἀκριβῶς ἐμίλησεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν, ἔτσι ἔκαμαν οἱ Ἰσραηλῖται.
5 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· 5 Ωμιλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν λέγων· 5 Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε:
6 λάλησον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ λέγων· ἀνὴρ ἢ γυνή, ὅς τις ἂν ποιήσῃ ἀπὸ πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρωπίνων, καὶ παριδὼν παρίδῃ καὶ πλημμελήσῃ ἡ ψυχὴ ἐκείνη, 6 “ειπέ προς τους Ισραηλίτας τα εξής· Εάν ανήρ η γυνή διαπράξουν κάποιο εκ των ανθρωπίνων αμαρτημάτων και ζημιώσουν τον πλησίον των και δια λόγους αγνοίας η αμελείας καταπατήσουν ούτω τον θείον νόμον και αμαρτήσουν, είναι υπεύθυνοι ενώπιον του Θεού. 6 «Νὰ ὁμιλήσῃς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτες καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς: Ὅταν ἕνας ἄνδρας ἢ γυναῖκα κάμουν κάποιαν συνηθισμένην ἁμαρτίαν καὶ βλάψουν ὑλικῶς τὸν ἄλλον, καὶ εἴτε ἀπὸ ἄγνοιαν εἴτε ἀπὸ ἀμέλειαν παραβοῦν τὸν θεῖον νόμον, θὰ εἶναι ὑπεύθυνοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὑπερασπιστὴς τῶν ἀδικουμένων.
7 ἐξαγορεύσει τὴν ἁμαρτίαν, ἣν ἐποίησε, καὶ ἀποδώσει τὴν πλημμέλειαν τὸ κεφάλαιον καὶ τὸ ἐπίπεμπτον αὐτοῦ προσθήσει ἐπ' αὐτό, καὶ ἀποδώσει, τίνι ἐπλημμέλησεν αὐτῷ. 7 Ο αμαρτήσας θα ομολογήση προς εξιλέωσίν του την αμαρτίαν, την οποίαν έκαμε, θα πληρώση στον αδικηθέντα την ζημίαν εξ ολοκλήρου και θα δώση επί πλέον και το εν πέμπτον της αξίας. 7 Αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τέτοιαν ἁμαρτίαν, διὰ νὰ συγχωρηθῇ πρέπει νὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἁμαρτίαν ποὺ ἔκαμε καὶ νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν ὑλικὴν ζημίαν ποὺ ἐπροξένησε· νὰ καταβάλῃ ὅλην τὴν ἀρχικὴν ἀξίαν τῆς ζημίας, ἀκόμη δὲ νὰ προσθέση εἰς τὸ ποσὸν αὐτὸ καὶ τὸ 1/5 τῆς ἀξίας της· ὅλο αὐτὸ τὸ ποσὸν να τὸ ἐπιστρέψῃ εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἔβλαψε.
8 ἐὰν δὲ μὴ ᾖ τῷ ἀνθρώπῳ ὁ ἀγχιστεύων, ὥστε ἀποδοῦναι αὐτῷ τὸ πλημμέλημα πρὸς αὐτόν, τὸ πλημμέλημα τὸ ἀποδιδόμενον Κυρίῳ τῷ ἱερεῖ ἔσται, πλὴν τοῦ κριοῦ τοῦ ἱλασμοῦ, δι' οὗ ἐξιλάσεται ἐν αὐτῷ περὶ αὐτοῦ. 8 Εάν όμως δεν υπάρχη ούτε ο ζημιωθείς ούτε άλλος τις συγγενής του, στον οποίον να καταβληθή η αποζημίωσις, τότε αυτή θα δοθή στον Κυριον και θα ανήκη στον ιερέα, στον οποίον επίσης θα ανήκη και ο εξιλαστήριος κριός, δια του οποίου θα εξιλεωθή από την αμαρτίαν του ο διαπράξας την αδικίαν. 8 Ἐὰν ὅμως ἀπέθανε ἐκεῖνος, ποὺ ἐζημιώθη ἀπὸ τὴν ἀδικίαν, καὶ δὲν ἔχῃ οὔτε κοντινὸν συγγενῆ, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ ἐπιστραφῇ τὸ ποσόν, τότε τὸ ποσὸν τῆς ἐξιλεώσεως θὰ ἐπιστραφῇ εἰς τὸν Κύριον, διὰ τὸν ἱερέα. Τοῦτο θὰ ἐπιστραφῇ μαζὶ μὸ τὸ κριάρι, ποὺ θὰ θυσιασθῇ ὡς ἐξιλαστήριος προσφορά, διὰ τοῦ ὁποίου θὰ συγχωρηθῇ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν του ἐκεῖνος ποὺ ἔκαμε τὴν ὑλικὴν ἀδικίαν.
9 καὶ πᾶσα ἀπαρχὴ κατὰ πάντα τὰ ἁγιαζόμενα ἐν υἱοῖς ᾿Ισραήλ, ὅσα ἐὰν προσφέρωσι Κυρίῳ, τῷ ἱερεῖ αὐτῷ ἔσται. 9 Ολα τα πρωτόλεια, οι πρώτοι ώριμοι καρποί, που θα προσφέρουν οι Ισραηλίται στον Κυριον, θα ανήκουν στον ιερέα. 9 Ἐπίσης κάθε πρῶτος ὥριμος καρπὸς καὶ κάθε ἁγία προσφορά, ποὺ ἀφιερώνονται εἰς τὸν Κύριον, ποὺ θὰ προσφέρουν οἱ Ἰσραηλῖται εἰς τὸν Ναόν, θὰ ἀνήκουν εἰς τὸν ἱερέα.
10 καὶ ἑκάστου τὰ ἡγιασμένα αὐτοῦ ἔσται· καὶ ἀνήρ, ὃς ἂν δῷ τῷ ἱερεῖ, αὐτῷ ἔσται. 10 Και ο,τι άλλο οιοσδήποτε από τους Ισραηλίτας προσφέρει στον ναόν, θα ανήκη στον ιερέα. Και γενικώς στον ιερέα θα ανήκη ο,τι θα δώση κανείς εις αυτόν δι' οιανδήποτε αιτίαν”. 10 Καὶ κάθε ἅγια προσφορά, ποὺ θὰ προσφερθῇ ἀπὸ ἰδιῶτες εἰς τὸν Κύριον, θὰ ἀνήκῃ εἰς τὸν ἱερέα· γενικῶς ὀτιδήποτε προσφέρῃ κάποιος εἰς τὸν ἱερέα δι' ἄλλον λόγον, θὰ ἀνήκῃ καὶ αὐτὸ εἰς τὸν ἱερέα».
11 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· 11 Ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν λέγων· 11 Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε:
12 λάλησον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· ἀνδρὸς ἀνδρός, ἐὰν παραβῇ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ ὑπεριδοῦσα παρίδῃ αὐτὸν 12 “λάλησον και ειπέ στους Ισραηλίτας· εάν μία ύπανδρος γυνή καταφρονήση τον άνδρα της, καταπατήση την συζυγικήν πίστιν 12 «Νὰ ὁμιλήσῃς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτες καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς: Ἐὰν ἡ σύζυγος κάποιου παραστρατήσῃ καὶ περιφρονήσῃ τὸν σύζυγόν της, παραβῇ τὴν συζυγικὴν πίστιν καὶ τὸν ἀπατήσῃ·
13 καὶ κοιμηθῇ τις μετ' αὐτῆς κοίτην σπέρματος, καὶ λάθῃ ἐξ ὀφθαλμῶν τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς καὶ κρύψῃ, αὐτὴ δὲ ᾖ μεμιασμένη καὶ μάρτυς μὴ ἦν μετ' αὐτῆς, καὶ αὐτὴ μὴ ᾖ συνειλημμένη, 13 και κοιμηθή με άλλον εις διάπραξιν αμαρτίας και διαφύγη την αντίληψιν του ανδρός της, κρύψη δε η ιδία το αμάρτημά της, είναι αυτή οπωσδήποτε μολυσμένη, έστω και αν δεν συνελήφθη επ' αυτοφώρω. 13 καὶ ἐὰν κοιμηθῇ μαζί της ἄλλος, ξένος ἄνθρωπος καὶ ἔλθῃ εἰς σαρκικὴν ἕνωσιν μὲ αὐτήν, τὸ γεγονὸς δὲ τοῦτο διαφύγῃ ἀπὸ τὴν προσοχὴν τοῦ συζύγου της, αὐτὴ δὲ ἀποκρύψῃ τὴν ἁμαρτίαν της ἀπὸ τὸν ἄνδρα της -ἐν τούτοις αὐτὴ εἶναι πράγματι μολυσμένη καὶ ἔνοχος, ἔστω καὶ ἂν δὲν ὑπάρχῃ αὐτόπτης μάρτυρας, καὶ αὐτὴ δὲν ἔχῃ συλληφθῇ ἐπ' αὐτοφώρῳ -
14 καὶ ἐπέλθῃ αὐτῷ πνεῦμα ζηλώσεως καὶ ζηλώσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, αὐτὴ δὲ μεμίανται, ἢ ἐπέλθῃ αὐτῷ πνεῦμα ζηλώσεως καὶ ζηλώσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, αὐτὴ δὲ μὴ ᾖ μεμιασμένη, 14 Εάν ο σύζυγός της την υποψιασθή και την ζηλοτυπήση όχι αδίκως, διότι αυτή έχει ήδη μολυνθή, εάν ακόμη κάποιος σύζυγος εις περίπτωσιν κατά την οποίαν η σύζυγός του δεν έχει μολυνθή, υποψιασθή αυτήν αδίκως και την ζηλοτυπήση, εις τας περιπτώσεις αυτάς 14 καὶ ὁ σύζυγός της, ἐπειδὴ ὑπωψιάσθη κάτι, ἐζηλοτύπησε ὄχι ἄδικα, διότι αὐτὴ ἔχει ἤδη μολυνθῆ· ἢ ὁ σύζυγός της τὴν ὑπωψιάσθη καὶ τὴν ἐζηλοτύπησε ἄδικα, διότι ἡ σύζυγός του δὲν ἔχει μολυνθῆ, τότε καὶ εἰς τὶς δύο αὐτὲς περιπτώσεις
15 καὶ ἄξει ὁ ἄνθρωπος τὴν γυναῖκα αὐτοῦ πρὸς τὸν ἱερέα καὶ προσοίσει τὸ δῶρον περὶ αὐτῆς, τὸ δέκατον τοῦ οἰφὶ ἄλευρον κρίθινον, οὐκ ἐπιχεεῖ ἐπ' αὐτὸ ἔλαιον, οὐδὲ ἐπιθήσει ἐπ' αὐτὸ λίβανον· ἔστι γὰρ θυσία ζηλοτυπίας, θυσία μνημοσύνου, ἀναμιμνήσκουσα ἁμαρτίαν. 15 ο σύζυγος αυτός θα οδηγήση την σύζυγόν του εις τον ιερέα, θα προσφέρη το δώρον του δι' αυτήν, θα προσφέρη εν δέκατον του οιφί (δύο περίπου χιλιόγραμμα) αλεύρι κρίθινον, χωρίς να χύση επάνω εις αυτό έλαιον και χωρίς να θέση επάνω εις αυτό λιβάνι, διότι πρόκειται περί θυσίας ζηλοτυπίας, θυσίας η οποία υπενθυμίζει αμαρτίαν καταπατήσεως συζυγικής πίστεως. 15 ὁ σύζυγος θὰ φέρῃ τὴν γυναῖκα του καὶ θὰ τὴν παρουσιάσῃ εἰς τὸν ἱερέα· θὰ προσφέρῃ τὸ ὡρισμένον δῶρον του δι' αὐτὴν εἰς τὸν ἱερέα, τὸ ὁποῖον εἶναι 126 δράμια ἀλεύρι ἀπὸ κριθάρι. Εἰς τὸ ἀλεύρι αὐτὸ δὲν θὰ χύσῃ λάδι οὔτε θὰ προσθέσῃ λιβάνι· διότι τὸ δῶρον τοῦτο δὲν εἶναι θυσία ἁμαρτίας, ἀλλὰ θυσία ζηλοτυπίας· εἶναι θυσία ποὺ ἐνθυμίζει ἁμαρτίαν· θυσία ποὺ γίνεται διὰ νὰ φανερωθῇ ἐὰν ἡ ὑποψία διὰ τὴν καταπάτησιν τῆς συζυγικῆς πίστεως εἶναι ἀληθινὴ ἢ ὄχι.
16 καὶ προσάξει αὐτὴν ὁ ἱερεὺς καὶ στήσει αὐτὴν ἔναντι Κυρίου, 16 Ο ιερεύς θα οδηγήση και θα στήση αυτήν ορθίαν ενώπιον της Σκηνής του Κυρίου, 16 Ὁ ἱερεὺς θὰ φέρῃ τὴν γυναῖκα, διὰ τὴν ὁποίαν ὑπάρχει ἡ καχυποψία, καὶ θὰ τὴν στήσῃ ἐμπρὸς εἰς τὴν Σκηνήν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος δηλώνει τὴν παρουσίαν του μὲ τὸ ὑπερφυσικὸν σύννεφον.
17 καὶ λήψεται ὁ ἱερεὺς ὕδωρ καθαρὸν ζῶν ἐν ἀγγείῳ ὀστρακίνῳ καὶ τῆς γῆς τῆς οὔσης ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου, καὶ λαβὼν ὁ ἱερεὺς ἐμβαλεῖ εἰς τὸ ὕδωρ. 17 θα λάβη ύδωρ καθαρόν από πηγήν μέσα εις πήλινον δοχείον, θα πάρη χώμα από το έδαφος, όπου ευρίσκεται η Σκηνή του Μαρτυρίου, το οποίον θα ρίψη μέσα στο δοχείον του ύδατος. 17 Κατόπιν ὁ ἱερεὺς θὰ λάβῃ εἰς πήλινον δοχεῖον (μικρὴν γαβάθαν) νερὸν καθαρόν, πηγαῖον καὶ ὀλίγον χῶμα, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸ δάπεδον τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, καὶ εἶναι ἁγιασμένον ἕνεκα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ· τὸ χῶμα αὐτὸ θὰ τὸ ρίψῃ εἰς τὸ νερόν, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὴν μικρὴν γαβάθαν.
18 καὶ στήσει ὁ ἱερεὺς τὴν γυναῖκα ἔναντι Κυρίου καὶ ἀποκαλύψει τὴν κεφαλὴν τῆς γυναικὸς καὶ δώσει ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτῆς τὴν θυσίαν τοῦ μνημοσύνου, τὴν θυσίαν τῆς ζηλοτυπίας, ἐν δὲ τῇ χειρὶ τοῦ ἱερέως ἔσται τὸ ὕδωρ τοῦ ἐλεγμοῦ τοῦ ἐπικαταρωμένου τούτου. 18 Ο ιερεύς θα τοποθετήση την γυναίκα ενώπιον της Σκηνής του Κυρίου, θα ξεσκεπάση την κεφαλήν της και θα δώση εις τα χέρια της την θυσίαν, που υπενθυμίζει την αμαρτίαν της, την θυσίαν της ζηλοτυπίας. Ο δε ιερεύς θα κρατή εις τα χέρια του το νερό, δια της κατάρας του οποίου θα εξακριβωθή η αθωότης η ενοχή της γυναικός. 18 Κατόπιν ὁ ἱερεὺς θὰ στήσῃ τὴν γυναῖκα ἐμπρὸς εἰς τὴν Σκηνήν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος δηλώνει τὴν παρουσίαν του μὲ τὸ ὑπερφυσικὸν συννεφον, καὶ θὰ ξεσκεπάσῃ τὴν κεφαλὴν τῆς γυναικός, διὰ νὰ δηλώσῃ ὅτι ὅλα εἶναι γνωστὰ καὶ φανερὰ εἰς τὸν Θεὸν· καὶ θὰ βάλῃ εἰς τὰ χέρια της τὴν θυσίαν, ποὺ ἐνθυμίζει τὴν ἁμαρτίαν της, τὴν θυσίαν τῆς ζηλοτυπίας· ὁ δὲ ἱερεὺς θὰ κρατῇ εἰς τὰ χέρια του τὴν μικρὴν γαβάθαν μὲ τὸ νερόν, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ ἐλεγχθῇ μὲ κατᾶραν ἡ ἀθωότης ἢ ἡ ἐνοχὴ τῆς γυναικός.
19 καὶ ὁρκιεῖ αὐτὴν ὁ ἱερεύς, καὶ ἐρεῖ τῇ γυναικί· εἰ μὴ κεκοίμηταί τις μετὰ σοῦ, εἰ μὴ παραβέβηκας μιανθῆναι ὑπὸ τὸν ἄνδρα τὸν σεαυτῆς, ἀθῴα ἴσθι ἀπὸ τοῦ ὕδατος τοῦ ἐλεγμοῦ τοῦ ἐπικαταρωμένου τούτου· 19 Θα ορκίση αυτήν ο ιερεύς και θα της είπη· Εάν δεν εκοιμήθη κανείς ανήρ μετά σου, εάν δεν κατεπάτησες την συζυγικήν πίστιν του ανδρός σου, ώστε να μολυνθής, θα είσαι ανέπαφος από, το κατηραμένον αυτό ύδωρ του ελεγμού. 19 Κατόπιν ὁ ἱερεὺς θὰ καλέσῃ τὴν γυναῖκα νὰ ὁρκισθῇ καὶ θὰ τῆς εἰπῇ: Ἐὰν δὲν ἐκοιμήθη κανένας ἄνδρας μαζί σου καὶ ἐὰν δὲν ἔχῃς μολυνθῆ μὲ τὸ νὰ παραβῇς τὴν συζυγικὴν πίστιν μὲ ἄλλον ἄνδρα, θὰ εἶσαι ἀθῳα καὶ δὲν θὰ πάθῃς τίποτε ἀπὸ τὸ ἐλεγκτικὸν αὐτὸ νερόν, τὸ ὁποῖον προσφέρεται εὶς σὲ μὲ κατάραν.
20 εἰ δὲ σὺ παραβέβηκας ὕπανδρος οὖσα, ἢ μεμίανσαι καὶ ἔδωκέ τις τὴν κοίτην αὐτοῦ ἐν σοί, πλὴν τοῦ ἀνδρός σου· 20 Εάν όμως συ εξ εαυτής παρέβης την συζυγικήν πίστιν, καίτοι είσαι ύπανδρος, η οπωσδήποτε υπεχώρησες και εμολύνθης από άλλον άνδρα, που δεν είναι ιδικός σου, θα σε υποβάλω στον όρκον του ελεγμού. 20 Ἐὰν ὅμως ἔχῃς παραβῇ τὴν συζυγικὴν πίστιν, ἐνῷ εἶσαι ὕπανδρος, καὶ ἐὰν ἔχῃς μολυνθῇ μὲ τὸ ἁμάρτημα τῆς μοιχείας, διότι κάποιος ξένος ἄνδρας ἔχει κοιμηθῆ μαζί σου ἐκτὸς ἀπὸ τὸν νόμιμον σύζυγόν σου, θὰ σὲ ὁρκίσω μὲ τὸν ὅρκον τοῦ ἐλεγμοῦ
21 καὶ ὁρκιεῖ ὁ ἱερεὺς τὴν γυναῖκα ἐν τοῖς ὅρκοις τῆς ἀρᾶς ταύτης, καὶ ἐρεῖ ὁ ἱερεὺς τῇ γυναικί· δῴη σε Κύριος ἐν ἀρᾷ καὶ ἐνόρκιον ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ σου, ἐν τῷ δοῦναι Κύριον τὸν μηρόν σου διαπεπτωκότα, καὶ τὴν κοιλίαν σου πεπρησμένην, 21 Θα ορκίση ο ιερεύς την γυναίκα αυτήν με τους όρκους της κατάρας και θα της είπη· Ο Κυριος να σε καταρασθή, να σε καταστήση αποκρουστικόν παράδειγμα κατηραμένου ανθρώπου εν μέσω του λαού σου, να σαπίση και πέση ο μηρός σου, να πρησθή η κοιλία σου, 21 Θὰ ὁρκίσῃ λοιπὸν ὁ ἱερεὺς τὴν γυναῖκα μὲ τοὺς ὅρκους τῆς κατάρας αὐτῆς καὶ θὰ τῆς εἰπῇ: Εἴθε ὁ Κύριος νὰ σὲ καταρασθῇ καὶ νὰ σὲ καταστήσῃ παράδειγμα καταραμένου ψευδόρκου μεταξὺ τοῦ λαοῦ σου, μὲ τὸ νὰ σαπίσῃ καὶ πέσῃ ὁ μηρός σου καὶ νὰ πρησθῇ ἡ κοιλία σου.
22 καὶ εἰσελεύσεται τὸ ὕδωρ τὸ ἐπικαταρώμενον τοῦτο εἰς τὴν κοιλίαν σου πρῆσαι γαστέρα καὶ διαπεσεῖν μηρόν σου. καὶ ἐρεῖ ἡ γυνή· γένοιτο, γένοιτο. 22 να εισέλθη το ύδωρ τούτο της κατάρας εις την κοιλίαν σου, ώστε αυτή να πρησθή και να πέση σάπιος ο μηρός σου”. Η γυνή θα απαντήση· “Γένοιτο, γένοιτο”. 22 Αὐτὸ τὸ καταράμενον νερὸν θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὰ σπλάγχνα σου, ὥστε νὰ πρησθῇ ἡ κοιλιά σου καὶ νὰ σαπίσῃ καὶ πέσῃ ὁ μηρός σου. Εἰς τὸν ὅρκον αὐτὸν ἡ γυναῖκα θὰ ἀπαντήσῃ: Βεβαίως· συμφωνῶ· ἂς γίνῃ ἔτσι· ἂς γίνῃ ἔτσι.
23 καὶ γράψει ὁ ἱερεὺς τὰς ἀρὰς ταύτας εἰς βιβλίον, καὶ ἐξαλείψει εἰς τὸ ὕδωρ τοῦ ἐλεγμοῦ τοῦ ἐπικαταρωμένου. 23 Ο ιερεύς θα γράψη εις ένα χαρτί τας κατάρας αυτάς, τας οποίας θα σβήση βυθίζων το χαρτί στο κατηραμένον ύδωρ. 23 Ὁ ἱερεὺς θὰ καταγράψῃ τὶς κατάρες αὐτὲς εἰς βιβλίον, καὶ θὰ βυθίσῃ τοῦτο εἰς τὸ καταράμενον νερόν, διὰ νὰ τὶς ξεπλύνῃ εἰς αὐτό.
24 καὶ ποτιεῖ τὴν γυναῖκα τὸ ὕδωρ τοῦ ἐλεγμοῦ τοῦ ἐπικαταρωμένου, καὶ εἰσελεύσεται εἰς αὐτὴν τὸ ὕδωρ τὸ ἐπικαταρώμενον τοῦ ἐλεγμοῦ. 24 Θα ποτίση την γυναίκα με το κατηραμένον ύδωρ του ελεγμού και θα εισέλθη εις αυτήν το ύδωρ τούτο. 24 Καὶ θὰ ποτίσῃ τὴν γυναῖκα μὲ τὸ ἐλεγκτικὸν καὶ καταράμενον αὐτὸ νερόν, καὶ τὸ νερὸν τοῦτο θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὰ σπλάγχνα της.
25 καὶ λήψεται ὁ ἱερεὺς ἐκ χειρὸς τῆς γυναικὸς τὴν θυσίαν τῆς ζηλοτυπίας καὶ ἐπιθήσει τὴν θυσίαν ἔναντι Κυρίου καὶ προσοίσει αὐτὴν πρὸς τὸ θυσιαστήριον, 25 Θα λάβη έπειτα ο ιερεύς από το χέρι της γυναικός αυτής την θυσίαν της ζηλοτυπίας, θα παρουσιάση αυτήν ενώπιον του Κυρίου και θα την προσφέρη στο θυσιαστήριον. 25 Προτοῦ ἡ γυναῖκα πιῇ τὸ νερόν, ὁ ἱερεὺς θὰ πάψῃ ἀπὸ τὰ χέρια της τὴν θυσίαν τῆς ζηλοτυπίας καὶ θὰ βάλῃ τὴν θυσίαν αὐτὴν ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον καὶ θὰ τὴν προσφέρῃ εἰς τὸ θυσιαστήριον.
26 καὶ δράξεται ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τῆς θυσίας τὸ μνημόσυνον αὐτῆς καὶ ἀνοίσει αὐτὸ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ μετὰ ταῦτα ποτιεῖ τὴν γυναῖκα τὸ ὕδωρ. 26 Θα πάρη μίαν χούφταν από την θυσίαν την υπενθυμίζουσαν την αμαρτίαν της, θα προσφέρη το περιεχόμενον της χούφτας στο θυσιαστήριον και μετά ταύτα θα ποτίση την γυναίκα με το κατηραμένον ύδωρ του ελεγμού. 26 Καὶ ὁ ἱερεὺς θὰ πάρῃ μίαν δράκα ἀπὸ τὴν θυσίαν αὐτήν, ἡ ὁποία ὑπενθυμίζει τὴν ἁμαρτίαν τῆς μοιχείας, καὶ θὰ προσφέρῃ τὴν θυσίαν αὐτὴν εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ κατόπιν θὰ ποτίσῃ τὴν γυναῖκα μὲ τὸ καταράμενον καὶ ἐλεγκτικὸν νερόν.
27 καὶ ἔσται, ἐὰν ᾖ μεμιασμένη καὶ λήθῃ λάθη τὸν ἄνδρα αὐτῆς, καὶ εἰσελεύσεται εἰς αὐτὴν τὸ ὕδωρ τοῦ ἐλεγμοῦ τὸ ἐπικαταρώμενον, καὶ πρησθήσεται τὴν κοιλίαν, καὶ διαπεσεῖται ὁ μηρὸς αὐτῆς, καὶ ἔσται ἡ γυνὴ εἰς ἀρὰν τῷ λαῷ αὐτῆς. 27 Τοτε θα συμβη εν εκ των δύο. Εάν η γυνή είναι όντως μολυσμένη και έχη διαφύγει την προσοχήν του ανδρός της, θα εισέλθη το κατηραμένον ύδωρ του ελεγμού εις αυτήν, θα πρησθή η κοιλία τας, θα σαπίση και θα πέση ο μηρός της, και αυτή θα είναι κατηραμένη εν μέσω του λαού. 27 Ὅταν ἡ γυναῖκα πιῇ τὸ νερὸν αὐτό, θὰ συμβῇ τοῦτο: Ἐὰν εἶναι πράγματι μολυσμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν τῆς μοιχείας καὶ ὑπῆρξεν ἄπιστη εἰς τὸν ἄνδρα της, τὸ γεγονὸς δὲ αὐτὸ διέφυγε τὴν προσοχήν του, θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὰ σπλάγχνα της τὸ ἐλεγκτικὸν καὶ καταράμενον νερὸν καὶ θὰ πρησθῇ ἡ κοιλιά της καὶ θὰ σαπίσῃ καὶ θὰ πέσῃ ὁ μηρός της καὶ θὰ εἶναι ἡ γυναῖκα παράδειγμα καταραμένου προσώπου μεταξὺ τοῦ λαοῦ της.
28 ἐὰν δὲ μὴ μιανθῇ ἡ γυνὴ καὶ καθαρὰ ᾖ, καὶ ἀθῴα ἔσται καὶ ἐκσπερματιεῖ σπέρμα. 28 Εάν όμως δεν έχη μολυνθή και είναι καθαρά και αθώα, δεν θα πάθη τίποτε και θα αποκτήση τέκνα. 28 Ἐὰν ὅμως ἡ γυναῖκα δεν ἔχῃ μολυνθῆ μὲ τὴν ἁμαρτίαν τῆς μοιχείας καὶ εἶναι καθαρὴ καὶ ἀθώα, δὲν θὰ πάθῃ τίποτε· ἡ ἀθωότητά της θὰ ἀποδειχθῇ, διότι θὰ εἶναι ἱκανὴ νὰ συλλάβῃ καὶ νὰ γεννήσῃ τέκνα.
29 οὗτος ὁ νόμος τῆς ζηλοτυπίας, ᾧ ἂν παραβῇ ἡ γυνὴ ὕπανδρος οὖσα καὶ μιανθῇ· 29 Αυτός είναι ο νόμος της ζηλοτυπίας δια την περίπτωσιν, κατά την οποίαν η ύπανδρος γυνή θα καταπατήση την συζυγικήν πίστιν και θα μολυνθή, 29 Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τῆς ζηλοτυπίας, εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν μία γυναῖκα θὰ ἀπατήσῃ τὸν σύζυγόν της, καὶ ἐνῷ εἶναι ὕπανδρος παραβῇ τὴν συζυγικὴν πίστιν καὶ μολυνθῇ μὲ τὴν ἁμαρτίαν τῆς μοιχείας·
30 ἢ ἄνθρωπος, ᾧ ἐὰν ἐπέλθῃ ἐπ' αὐτὸν πνεῦμα ζηλώσεως καὶ ζηλώσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ στήσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ ἔναντι Κυρίου, καὶ ποιήσῃ αὐτῇ ὁ ἱερεὺς πάντα τὸν νόμον τοῦτον· 30 η, εάν ο σύζυγός της καταληφθή υπό αδικαιολογήτου ζηλοτυπίας και υποψιασθή αναιτίως την γυναίκα του, αυτός θα την παρουσιάση ενώπιον του Κυρίου και ο ιερεύς θα κάμη όλα όσα ο νόμος της ζηλοτυπίας ορίζει. 30 ἢ ὅταν ἕνας ἄνδρας κυριευθῇ ἀπὸ ἀδικαιολόγητον ζηλοτυπίαν εἰς βάρος τῆς γυναίκας του, διότι τὴν ὑποψιάζεται ὅτι τὸν ἀπατᾷ· εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν τῆς καχυποψίας θὰ στήσῃ τὴν γυναῖκα του ἐμπρὸς εις τὴν Σκηνήν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος δηλώνει τὴν παρουσίαν του μὲ τὸ ὑπερφυσικὸν σύννεφον, καὶ ὁ ἱερεὺς θὰ ἐκτελέσῃ ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα ὁρίζει ὁ νόμος.
31 καὶ ἀθῷος ἔσται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἁμαρτίας, καὶ ἡ γυνὴ ἐκείνη λήψεται τὴν ἁμαρτίαν αὐτῆς. 31 Εάν η γυνή αποδειχθή ένοχος θα λάβη την ποινήν της αμαρτίας της, ο δε σύζυγός της θα είναι απηλλαγμένος από κάθε ευθύνην”. 31 Τότε ὁ μὲν σύζυγος θὰ εἶναι ἀθῶος ἀπὸ τὸ ἁμάρτημα τῆς καχυποψίας καὶ τῆς ζηλοτυπίας, ἢ δὲ γυναῖκα ἐκείνη θὰ λάβῃ τὴν ποινὴν τῆς ἁμαρτίας της καὶ θὰ ὑποστῇ τὶς συνέπειες τῆς ἐνοχῆς της». Εἶπε τότε ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Τώρα θὰ ἰδῇς αὐτά, ποὺ πρόκειται νὰ κάμω εἰς τὸν Φαραώ. Ἀναλαμβάνω ἑγὼ τὴν ὑπόθεσιν. Τὸ παντοδύναμον χέρι μου θὰ τὸν ὑποχρεώσῃ νὰ ἀφήσῃ ἐλευθέρους τοὺς Ἰσραηλίτας. Ὁ πανίσχυρος βραχίων μου θὰ τὸν πιέσῃ, ὥστε νὰ ἀναγκασθῇ νὰ τοὺς βγάλῃ ἀπὸ τὴν χώραν του».