Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΡΙΘΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 (ΚΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ εἶπε Βαλαὰμ τῷ Βαλάκ· οἰκοδόμησόν μοι ἐνταῦθα ἑπτὰ βωμοὺς καὶ ἑτοίμασόν μοι ἐνταῦθα ἑπτὰ μόσχους καὶ ἑπτὰ κριούς. 1 Ο Βαλαάμ είπεν στον Βαλάκ· “κτίσε μου εδώ επτά βωμούς και ετοίμασέ μου επτά μοσχάρια και επτά κριούς”. 1 Ο Βαλαὰμ εἶπεν εἰς τὸν Βαλάκ: «Κτίσε μου εἰς τὸν ὑψηλὸν αὐτὸν τόπον ἑπτὰ θυσιαστήρια· φέρε καὶ ἐτοίμασέ μου ἐδῶ ἑπτὰ μοσχάρια καὶ ἑπτὰ κριάρια».
2 καὶ ἐποίησε Βαλὰκ ὃν τρόπον εἶπεν αὐτῷ Βαλαάμ, καὶ ἀνήνεγκε μόσχον καὶ κριὸν ἐπὶ τὸν βωμόν. 2 Ο Βαλάκ έκαμε όπως του είπεν ο Βαλαάμ και έφερεν ένα μοσχάρι και ένα κριον δια τον κάθε βωμόν. 2 Ὁ βασιλιᾶς Βαλὰκ ἔκαμεν, ὅπως τοῦ εἶπεν ὁ μάντις Βαλαάμ, καὶ ἔφερε καὶ ἐθυσίασε ἕνα μοσχάρι καὶ ἕνα κριάρι εἰς κάθε θυσιαστήριον.
3 καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρὸς Βαλάκ· παράστηθι ἐπὶ τῆς θυσίας σου, καὶ πορεύσομαι εἴ μοι φανεῖται ὁ Θεὸς ἐν συναντήσει, καὶ ρῆμα, ὃ ἐάν μοι δείξῃ, ἀναγγελῶ σοι. καὶ παρέστη Βαλὰκ ἐπὶ τῆς θυσίας αὐτοῦ, καὶ Βαλαὰμ ἐπορεύθη ἐπερωτῆσαι τὸν Θεὸν καὶ ἐπορεύθη εὐθεῖαν. 3 Του είπε δε ο Βαλαάμ· “στάσου εδώ κοντά εις την θυσίαν σου, και εγώ θα προχωρήσω μήπως τυχόν και φανή ο Θεός εις συνάντησίν μου. Εάν ναι, τον λόγον τον οποίον θα μου φανερώση, θα σου τον γνωστοποιήσω”. Ο Βαλάκ εστάθη πράγματι κοντά στον βωμόν της θυσίας, ενώ ο Βαλαάμ επροχώρησε να ερωτήση τον Θεόν. Κατ' ευθείαν εμπρός εβάδισε. 3 Καὶ ὁ Βαλαὰμ εἶπε πρὸς τὸν Βαλάκ: «Στάσου ἐδῶ πλάϊ ἀπὸ τὴν θυσίαν σου καὶ ἐγὼ θὰ προχωρήσω, μήπως τυχὸν παρουσιασθῇ εἰς ἐμὲ ὁ Θεὸς ἐρχόμενος εἰς συνάντησίν μου, καὶ τὸν λόγον, ποὺ θὰ μοῦ ἀποκαλύψῃ (μὲ λόγια ἤ μἐ σημεῖα), θὰ σοῦ τὸν γνωστοποιήσω». Ὁ Βαλὰκ ἐστάθη κοντὰ εἰς τὴν θυσίαν του καί, ἐνῷ τὰ ζῶα ἐκαίοντο εἰς τὸ θυσιαστήριον, ὁ Βαλαὰμ ἐπροχώρησε μόνος νὰ ἐρωτήσῃ τὸν Θεὸν ἐπῆγε διὰ νὰ μάθῃ πράγματι τὶ ἔπρεπε νὰ κάμῃ.
4 καὶ ἐφάνη ὁ Θεὸς τῷ Βαλαάμ, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Βαλαάμ· τοὺς ἑπτὰ βωμοὺς ἡτοίμασα καὶ ἀνεβίβασα μόσχον καὶ κριὸν ἐπὶ τὸν βωμόν. 4 Παρουσιάσθη όντως ο Θεός στον Βαλαάμ, και προς Αυτόν είπεν ο Βαλαάμ· “ητοίμασα επτά βωμούς, έθεσα επάνω στον καθένα από αυτούς ένα μοσχάρι και ένα κριόν”. 4 Καὶ ὁ Θεὸς ἐφανερώθη (μὲ μορφὴν ἀγγέλου ἤ μὲ ἐσωτερικὴν ἔλλαμψιν) εἰς τὸν Βαλαάμ· καὶ ὁ Βαλαὰμ εἶπεν εἰς τὸν Θεόν: «Ἐτοίμασα τὰ ἑπτὰ θυσιαστήρια καὶ ἔβαλα εἰς κάθε θυσιαστήριον ἀπὸ ἕνα μοσχάρι καὶ ἀπὸ ἕνα κριάρι».
5 καὶ ἐνέβαλεν ὁ Θεὸς ρῆμα εἰς τὸ στόμα Βαλαὰμ καὶ εἶπεν· ἐπιστραφεὶς πρὸς Βαλὰκ οὕτω λαλήσεις. 5 Ο Θεός έβαλεν στο στόμα του Βαλαάμ τον λόγον, που έπρεπε να πη, και του είπε· “γύρισε προς τον Βαλάκ και θα ομιλήσης προς αυτόν, όπως εγώ σε ωδήγησα”. 5 Καὶ ὁ Θεὸς ἔβαλε εἰς τὸ στόμα τοῦ Βαλαὰμ τὸν λόγον αὐτὸν καὶ εἶπε: «Ἀφοῦ γυρίσῃς πίσω εἰς τὸν βασιλιᾶ Βαλάκ, νὰ τοῦ ὁμιλήσῃς ἔτσι».
6 καὶ ἀπεστράφη πρὸς αὐτόν, καὶ ὅδε ἐφειστήκει ἐπὶ τῶν ὁλοκαυτωμάτων αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες Μωὰβ μετ' αὐτοῦ. καὶ ἐγενήθη πνεῦμα Θεοῦ ἐπ' αὐτῷ, 6 Επέστρεψεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ. Εκείνος δε ήτο όρθιος κοντά εις τα ολοκαυτώματα, μαζή δε με αυτόν και οι Μωαβίται άρχοντες. Πνεύμα Θεού ήλθεν στον Βαλαάμ, 6 Ὁ Βαλαὰμ ἐγύρισε πίσω εἰς τὸν Βαλάκ. Καὶ νά· ἐκεῖνος ἐστέκετο κοντὰ εἰς τὰ ζῶα, ποὺ ἐθυσιάζοντο ὡς ἰδικά του ὁλοκαυτώματα, μαζί του δὲ ἐστέκοντο ἐκεῖ καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς Μωάβ. Καὶ ἦλθε ἐπάνω εἰς τὸν Βαλαὰμ πνεῦμα Θεοῦ·
7 καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν· ἐκ Μεσοποταμίας μετεπέμψατό με Βαλάκ, βασιλεὺς Μωάβ, ἐξ ὀρέων ἀπ' ἀνατολῶν λέγων· δεῦρο ἄρασαί μοι τὸν ᾿Ιακὼβ καὶ δεῦρο ἐπικατάρασαί μοι τὸν ᾿Ισραήλ. 7 ο οποίος ήρχισε παραβολικόν λόγον και είπεν· “ο Βαλάκ, ο βασιλεύς των Μωαβιτών, έστειλε και με εκάλεσε από την Μεσοποταμίαν, από τα όρη της Ανοτολής, και μου είπε· Ελα εδώ και προς χάριν μου καταράσου τον ισραηλιτικόν λαόν. 7 καὶ ἀφοῦ ἄρχισε τὸν λόγον του μὲ μορφὴν ἀποφθεγματικὴν καὶ παραβολικήν, ποὺ κρύπτει σωτήρια μαθήματα, εἶπε: «Ὁ Βαλάκ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Μωάβ, ἔστειλε καὶ μὲ ἐκάλεσε ἀπὸ τὴν Μεσοποταμίαν, ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Ἀνατολῆς καὶ μοῦ εἶπε· ἔλα ἐδῶ καὶ καταράσου πρὸς χάριν μου τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ· ἔλα ἐδῶ καὶ ἀναθεμάτισε πρὸς χάριν μου τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
8 τί ἀράσωμαι ὃν μὴ ἀρᾶται Κύριος, ἢ τί καταράσωμαι ὃν μὴ καταρᾶται ὁ Θεός; 8 Πως όμως εγώ θα καταρασσθώ εκείνον, τον οποίον ο Κυριος δεν καταράται; Τι ειδός κατάρας θα είπω εναντίον εκείνου, τον οποίον ο Θεός δεν καταράται; 8 Ἀλλὰ πῶς ἠμπορῶ νὰ καταρασθῶ αὐτόν, τὸν ὁποῖον δὲν καταρᾶται ὁ Κύριος; Ἢ πῶς ἠμπορῶ νὰ ἀναθεματίσω ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον δὲν ἀναθεματίζει ὁ Θεός;
9 ὅτι ἀπὸ κορυφῆς ὀρέων ὄψομαι αὐτὸν καὶ ἀπὸ βουνῶν προσνοήσω αὐτόν. ἰδοὺ λαὸς μόνος κατοικήσει καὶ ἐν ἔθνεσιν οὐ συλλογισθήσεται. 9 Διότι βλέπω τον λαόν αυτόν από την κορυφήν των ορέων, τον εννοώ πολύ καλά από τα βουνά, επί των οποίων ευρίσκομαι. Και ιδού ότι ο λαός αυτός θα κατοική μόνος του, δεν θα σαγκαταριθμήται και δεν θα κατατάσσεται μεταξύ των άλλων λαών. 9 Διότι ἀπὸ τὴν κορυφὴν αὐτὴν τῶν βουνῶν βλέπω τὸν λαὸν τοῦτον καὶ ἀπὸ τὴν κορυφὴν τῶν λόφων, ὅπου εὑρίσκομαι, τὸν παρατηρῶ καὶ τὸν καταλαβαίνω πολὺ καλά. Νά· εἶναι λαὸς μοναδικός, ὁ ὁποῖος θὰ κατοικήσει μόνος καὶ δὲν θὰ ἀναμιχθῇ οὔτε θὰ συνενωθῇ μὲ τοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαούς.
10 τίς ἐξηκριβάσατο τὸ σπέρμα ᾿Ιακώβ, καὶ τίς ἐξαριθμήσεται δήμους ᾿Ισραήλ; ἀποθάνοι ἡ ψυχή μου ἐν ψυχαῖς δικαίων, καὶ γένοιτο τὸ σπέρμα μου ὡς τὸ σπέρμα τούτων. 10 Ποιός εξηκρίβωσε το πλήθος των απογόνων του Ιακώβ και ποιός θα ημπορέση να μετρήση τας φυλάς του Ισραήλ; Κανείς. Είθε δε να απέθνησκα και εγώ μαζή με τους δικαίους αυτούς ανθρώπους και οι απόγονοί μου να γίνουν πολυάριθμοι και ισχυροί, όπως είναι οι απόγονοι αυτών”. 10 Ποῖος ἠμπορεῖ νὰ ἑξακριβώσῃ πόσοι εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακὼβ καὶ ποῖος ἠμπορεῖ νὰ ἀριθμήσῃ ἔστω τοὺς δήμους τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ; Ἀσφαλῶς κανείς. Εἴθε καὶ ἐγὼ νὰ ἀποθάνω εἰρηνικὰ μὲ τοὺς δικαίους αὐτοὺς ἀνθρώπους· εἴθε καὶ οἱ ἀπόγονοι οἱ ἰδικοί μου νὰ αὐξηθοῦν, νὰ πληθύνουν καὶ νὰ εὐτυχήσουν σὰν τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ».
11 καὶ εἶπε Βαλὰκ πρὸς Βαλαάμ· τί πεποίηκάς μοι; εἰς κατάρασιν ἐχθρῶν μου κέκληκά σε, καὶ ἰδοὺ εὐλόγηκας εὐλογίαν. 11 Ο Βαλάκ είπε τότε προς τον Βαλαάμ· “τι μου έκαμες; Εγώ σε εκάλεσα να καταρασθής τους εχθρούς μου και ιδού ότι συ τους ευλόγησες ευλογίαν μεγάλην”. 11 Καὶ ὁ Βαλὰκ εἶπε πρὸς τὸν Βαλαάμ: «Τί μοῦ ἔκαμες; Ἐγὼ σὲ ἐκάλεσα διὰ νὰ καταρασθῇς τοὺς ἐχθρούς μου καὶ νά· ἐσὐ εὐλόγησες ὅλους μὲ τελείαν εὐλογίαν!
12 καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρὸς Βαλάκ· οὐχὶ ὅσα ἂν ἐμβάλῃ ὁ Θεὸς εἰς τὸ στόμα μου, τοῦτο φυλάξω λαλῆσαι; 12 Είπεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ· “δεν σου είπα, ότι όσα θα βάλη ο Θεός στο στόμα μου, αυτά θα προσέξω να σου είπω;” 12 Ὁ Βαλαὰμ ἀπάντησε εἰς τὸν Βαλάκ: «Δεν σοῦ τὸ εἶπα ἀπὸ τὴν ἀρχὴν καὶ δὲν σοῦ τὸ προανήγγειλα ὅτι μόνον ὅσα θὰ βάλῃ εἰς τὸ στόμα μου ὁ Θεός, αὐτὰ θὰ προσέξω νὰ σοῦ εἰπῶ;»
13 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Βαλάκ· δεῦρο ἔτι μετ' ἐμοῦ εἰς τόπον ἄλλον, ἐξ οὗ οὐκ ὄψει αὐτὸν ἐκεῖθεν, ἀλλ' ἢ μέρος τι αὐτοῦ ὄψει, πάντας δὲ οὐ μὴ ἴδῃς, καὶ κατάρασαί μοι αὐτὸν ἐκεῖθεν. 13 Ο Βαλάκ είπε προς τον Βαλαάμ· “έλα και πάλιν μαζή μου εις άλλον τόπον, από τον οποίον δεν θα ίδης όλους τους Ισραηλίτας, αλλά ένα μέρος από τον λαόν αυτών. Δεν θα τους ίδης όλους. Από εκεί καταράσου αυτόν τον λαόν προς χάριν μου”. 13 Ὁ Βαλὰκ εἶπε πρὸς τὸν Βαλαάμ: «Ἔλα καὶ πάλιν, σὲ παρακαλῶ, μαζί μου εἰς ἄλλον τόπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον δὲν θὰ βλέπῃς ὁλόκληρον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, παρὰ ἕνα μόνον μέρος τοῦ λαοῦ. Ὅλους δὲν θὰ τοὺς ἰδῇς· σὺ ὅμως θὰ καταρασθῇς ὅλους πρὸς χάριν μου ἀπὸ ἐκεῖ».
14 καὶ παρέλαβεν αὐτὸν εἰς ἀγροῦ σκοπιὰν ἐπὶ κορυφὴν λελαξευμένου καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ ἑπτὰ βωμοὺς καὶ ἀνεβίβασε μόσχον καὶ κριὸν ἐπὶ τὸν βωμόν. 14 Παρέλαβεν αυτόν και τον ωδήγησεν εις υψηλόν μέρος ένος ορεινού αγρού εις την κορυφήν του “Λελαξευμένου”, του όρους δηλ. Ναβαύ. Εκτισεν εκεί επτά βωμούς και επάνω στον κάθε βωμόν έθεσεν ανά ένα μοσχάρι και ανά ένα κριόν. 14 Ὁ βασιλιᾶς Βαλὰκ παρέλαβε τὸν μάντιν Βαλαὰμ καὶ τὸν ὠδήγησε εἰς ὑηλὸν μέρος ἐνὸς χωραφιοῦ, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους «Λαξευμένου», δηλαδὴ τοῦ ὅρους Ναβαῦ. Ἐκεῖ ὁ Βαλὰκ ἔκτισε ἑπτὰ θυσιαστήρια καὶ ἔφερε καὶ ἐθυσίασε ἕνα μοσχάρι καὶ ἕνα κριάρι εἰς κάθε θυσιαστήριον.
15 καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρός Βαλάκ· παράστηθι ἐπὶ τῆς θυσίας σου, ἐγὼ δὲ πορεύσομαι ἐπερωτῆσαι τὸν Θεόν. 15 Ο Βαλαάμ είπε προς τον Βαλάκ· “στάσου κοντά εις την θυσίαν σου και εγώ θα προχωρήσω να ερωτήσω τον Θεόν”. 15 Ὁ Βαλαὰμ εἶπε πρὸς τὸν Βαλάκ: «Στάσου ἐδῶ πλάι ἀπὸ τὴν θυσίαν σου καὶ ἐγὼ θὰ προχωρήσω διὰ νὰ ἐρωτήσω τὸν Θεόν».
16 καὶ συνήντησεν ὁ Θεὸς τῷ Βαλαὰμ καὶ ἐνέβαλε ρῆμα εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἀποστράφηθι πρὸς Βαλὰκ καὶ τάδε λαλήσεις. 16 Ο Θεός συνήντησε τον Βαλαάμ, έβαλε λόγον στο στόμα του και του είπε· “γύρισε προς τον Βαλάκ και θα του είπης, ο,τι εγώ θα θέσω στο στόμα σου”. 16 Καὶ ὁ Θεὸς συνήντησε (μὲ μορφὴν ἀγγέλου ἢ με ἐσωτερικὴν ἔλλαμψιν) τὸν Βαλαὰμ καὶ ἔβαλε εἰς τὸ στόμα του τὸν λόγον αὐτὸν καὶ εἶπε: «Γύρισε πίσω τὸν Βαλὰκ καὶ νὰ τοῦ εἰπῇς αὐτὰ ποὺ θὰ σοῦ εἰπῶ ἐγώ».
17 καὶ ἀπεστράφη πρὸς αὐτόν, καὶ ὅδε ἐφειστήκει ἐπὶ τῆς ὁλοκαυτώσεως αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες Μωὰβ μετ' αὐτοῦ. καὶ εἶπεν αὐτῷ Βαλάκ· τί ἐλάλησε Κύριος; 17 Επέστρεψεν ο Βαλαάμ προς αυτόν, που ήτο όρθιος κοντά εις τα ολοκαυτώματά του· μαζή του δε ήσαν και όλοι οι άρχοντες των Μωαβιτών. Ηρώτησε δε αυτόν ο Βαλάκ· “τι σου είπεν ο Κυριος;” 17 Ὁ Βαλαὰμ ἐγύρισε πίσω εἰς τὸν Βαλάκ. Καὶ νά· ἐκεῖνος ἐστέκετο κοντὰ εἰς τὰ ζῶα, ποὺ ἐθυσιάζοντο ἰδικά του ὁλοκαυτώματα, μαζί του δὲ ἐστέκοντο ἐκεῖ καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς Μωάβ. Ὁ Βαλάκ, ὅταν εἶδε τὸν Βαλαάμ, τὸν ἐρώτησε: «Τί σοῦ εἶπε καὶ τί σοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος;»
18 καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν· ἀνάστηθι Βαλάκ, καὶ ἄκουε· ἐνώτισαι μάρτυς, υἱὸς Σεπφώρ. 18 Ο Βαλαάμ ήρχισε τον αλληγορικόν του λόγον και είπε· “σήκω, Βαλάκ, και άκουε· παιδί του Σεπφώρ, άνοιξε τα αυτιά σου να ακούσης ο ίδιος. 18 Ὁ Βαλαάμ, ἀφοῦ ἄρχισε τὸν λόγον του μὲ μορφὴν ἀποφθεγματικὴν καὶ παραβολικήν, ποὺ κρύπτει σωτήρια μαθήματα, εἶπε: «Σήκω ἐπάνω, πρόσεξε, βασιλιᾶ Βαλάκ, καὶ ἄκουε· ἄκουέ μου, υἱὲ τοῦ Σεπφώρ, καὶ γίνε αὐτήκοος μάρτυρας τῶν ὅσων θὰ σοῦ εἰπῶ.
19 οὐχ ὡς ἄνθρωπος ὁ Θεὸς διαρτηθῆναι, οὐδ' ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἀπειληθῆναι· αὐτὸς εἴπας, οὐχὶ ποιήσει; λαλήσει, καὶ οὐχὶ ἐμμενεῖ; 19 Ο αληθινός Θεός δεν είναι όπως ο άνθρωπος, ώστε να εξαπατηθή, δεν είναι όπως οι υιοί των ανθρώπων, ώστε να φοβηθή απειλάς. Αυτός είπε και δεν θα το εκτελέση; Θα ομιλήση αυτός και δεν θα επιμείνη μέχρι τέλους εις αυτό που είπε; 19 Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς σὰν τὸν ἄνθρωπον, ὥστε νὰ ἀπατηθῇ καὶ νὰ μεταβάλῃ γνώμην ἀπὸ τὴν μίαν στιγμὴν εἰς τὴν ἄλλην· οὔτε εἶναι σὰν τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ καμφθῇ ἀπὸ φοβέρες καὶ ἀπειλές. Αὐτὸς τὸ εἶπε καὶ τὸ ὑπεσχέθη· εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ τὸ κάμῃ; Θὰ εἴπῃ κάτι καὶ δὲν θὰ ἐπιμείνῃ εἰς αὐτὸ ποὺ εἶπε; Εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἀθετήσῃ καὶ νὰ μὴ τὸ ἐκτελέση;
20 ἰδοὺ εὐλογεῖν παρείλημμαι· εὐλογήσω καὶ οὐ μὴ ἀποστρέψω. 20 Ιδού εγώ έλαβα την διαταγήν να ευλογήσω, θα ευλογήσω και δεν θα κάμω διαφορετικά. 20 Νά· ἐγὼ ἔλαβα ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐντολὴν νὰ εὐλογήσω τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν. Τὸν εὐλόγησα λοιπὸν καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἀκυρώσω καὶ νὰ ἀποσύρω τὴν εὐλογίαν.
21 οὐκ ἔσται μόχθος ἐν ᾿Ιακώβ, οὐδὲ ὀφθήσεται πόνος ἐν ᾿Ισραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ, τὰ ἔνδοξα ἀρχόντων ἐν αὐτῷ· 21 Δεν θα υπάρχη κατάθλιψις και βαρύς σωματικός κόπος στους απογόνους του Ιακώβ, καμμία λύπη και αγωνία δεν θα παρουσιασθή στους Ισραηλίτας. Κυριος ο Θεός αυτών είναι μαζή των, όλαι αι τιμαί και αι δόξαι των αρχόντων υπάρχουν στον λαόν αυτόν. 21 Δὲν θὰ ὑπάρχῃ κακοπάθεια, δυστυχία, ταραχὴ καὶ κόπος σωματικὸς εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ· οὔτε θλῖψις, ἀγωνία καὶ ψυχικὴ λύπη εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες. Κύριος ὁ Θεός των εἶναι μαζὶ μὲ τὸν λαὸν αὐτὸν καὶ οἱ χαρές, οἱ ἐπευφημίες καὶ οἱ δόξες ὅλων τῶν ἀρχόντων εὑρίσκονται μεταξὺ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.
22 Θεὸς ὁ ἐξαγαγὼν αὐτοὺς ἐξ Αἰγύπτου· ὡς δόξα μονοκέρωτος αὐτῷ. 22 Ο Θεός είναι εκείνος, που έβγαλεν αυτούς ελευθέρους από την Αίγυπτον. Η δύναμις του λαού αυτού είναι όμοια προς την δύναμιν του ισχυρού ρινοκέρωτος. 22 Ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἐλευθέρωσε τοὺς Ἰσραηλῖτες ἀπὸ τὴν δουλείαν καὶ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. Ἡ δύναμις τοῦ λαοῦ αὐτοῦ εἶναι σὰν τὴν δύναμιν τοῦ ἀγρίου ἐκείνου ζώου, τοῦ ὁποίου ὃλη ἡ δύναμις συγκεντρώνεται εἰς ἕνα καὶ μόνον κέρας.
23 οὐ γάρ ἐστιν οἰωνισμὸς ἐν ᾿Ιακώβ, οὐδὲ μαντεία ἐν ᾿Ισραήλ· κατὰ καιρὸν ρηθήσεται ᾿Ιακὼβ καὶ τῷ ᾿Ισραήλ, τί ἐπιτελέσει ὁ Θεός. 23 Δεν ισχύει δια τους απογόνους του Ιακώβ κανένας ειδωλολατρικός οιωνός, ούτε μαγεία και μαντεία, διότι ο Θεός κατά τον κατάλληλον καιρόν αποκαλύπτει στους Ισραηλίτας τι θα κάμη. 23 Ἀσφαλῶς δὲν ἰσχύει εἰδωλολατρικὴ μαντεία ἐναντίον τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακὼβ οὔτε μαγεία ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν· διότι καὶ τώρα καὶ εἰς κάθε ἐποχὴν ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ, εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες, καὶ τοὺς πληροφορεῖ τί θὰ κάμῃ.
24 ἰδοὺ λαὸς ὡς σκύμνος ἀναστήσεται καὶ ὡς λέων γαυρωθήσεται· οὐ κοιμηθήσεται, ἕως φάγῃ θήραν, καὶ αἷμα τραυματιῶν πίεται. 24 Ιδού ο λαός αυτός θα εγερθή ωσάν νεαρός λέων, θα καμαρώση την μεγαλοπρέπειάν του ως μεγάλος λέων. Δεν θα κοιμηθή πριν κατασπαράξη την λεία του και πριν πίη το αίμα εκείνων, που θα φονεύση”. 24 Νά, λαός, ποὺ θὰ σηκωθῇ καὶ θὰ ἀναφανῇ σὰν μικρὸ σφριγηλὸ λιοντάρι καὶ θὰ αὐξηθῇ δυνατὸς σὰν μεγαλόπρεπο, ὑπερήφανο λιοντάρι. Δὲν θὰ κοιμηθῇ, προτοῦ νὰ καταβροχθίσῃ θήραμα καὶ προτοῦ νὰ πίῇη τὸ αἷμα ἐκείνων, τοὺς ὁποίους θὰ τραυματίσῃ καὶ θὰ θανατώσῃ».
25 καὶ εἶπε Βαλὰκ πρὸς Βαλαάμ· οὔτε κατάραις καταράσῃ μοι αὐτὸν οὔτε εὐλογῶν μὴ εὐλογήσῃς αὐτόν. 25 Καταστενοχωρημένος ο Βαλάκ είπε προς τον Βαλαάμ· “ούτε με κατάρες θα μου καταρασθής αυτόν τον λαόν, αλλ' ούτε πάλιν με ευλογίας θα τον ευλογήσης”. 25 Ὁ Βαλὰκ εἶπε τότε πρὸς τὸν Βαλαάμ: «Σταμάτα· τί κάνεις ἐκεῖ; Ἐπὶ τέλους μὴ καταρᾶσαι τοὺς Ἰσραηλῖτες μὲ κατάρες, ἀλλὰ καὶ μὴ τοὺς εὐλογῇς μὲ εὐλογίες!»
26 καὶ ἀποκριθεὶς Βαλαὰμ εἶπε τῷ Βαλάκ· οὐκ ἐλάλησά σοι λέγων, τὸ ρῆμα, ὃ ἐὰν λαλήσῃ ὁ Θεός, τοῦτο ποιήσω; 26 Απεκρίθη ο Βαλαάμ και του είπεν· “δεν ωμίλησα και δεν σου είπα, ότι εγώ θα κάμω σύμφωνα με εκείνο που θα μου είπη ο Θεός;” 26 Ὁ Βαλαὰμ ὅμως ἀπεκρίθη καὶ εἶπε πρὸς τὸν Βαλάκ: «Δὲν σοῦ εἶπα εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, ὅτι θὰ εἴπω τοὺς λόγους ἐκείνους, ποὺ θὰ μὲ διατάξῃ ὁ Θεὸς νὰ εἴπω; Ὅτι θὰ κάμω ὅ,τι μοῦ εἰπῇ ὁ Θεός;»
27 Καὶ εἶπε Βαλὰκ πρὸς Βαλαάμ· δεῦρο παραλάβω σε εἰς τόπον ἄλλον, εἰ ἀρέσει τῷ Θεῷ, καὶ κατάρασαί μοι αὐτὸν ἐκεῖθεν. 27 Είπε ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ· “έλα θα σε πάρω και θα σε οδηγήσω εις άλλον τόπον· μήπως τυχόν και αρέσει αυτό στον Θεόν και από εκεί μου καταρασθής τον ισραηλιτικόν λαόν”. 27 Ὁ Βαλὰκ εἶπε πρὸς τὸν Βαλαάμ: «Ἔλα, σὲ παρακαλῶ, νὰ σὲ ὁδηγήσω εἰς ἄλλον τόπον, μήπως ὁ τόπος αὐτὸς ἀρέσῃ εἰς τὸν Θεὸν καὶ κατορθώσῃς ἀπὸ ἐκεῖ νὰ καταρασθῇς πρὸς χάριν μου τὸν λαὸν αὐτὸν (τὸν Ἰσραηλιτικόν)».
28 καὶ παρέλαβε Βαλὰκ τὸν Βαλαὰμ ἐπὶ κορυφὴν τοῦ Φογὼρ τὸ παρατεῖνον εἰς τὴν ἔρημον. 28 Παρέλαβε, λοιπόν, ο Βαλάκ τον Βαλαάμ και τον ωδήγησεν εις την κορυφήν του όρους Φογώρ, το οποίον εκτείνεται εις την έρημον. 28 Ὁ Βαλὰκ ὠδήγησε καὶ ἀνέβασε τὸν Βαλαὰμ εἰς τήν (ὑψηλοτέραν) κορυφὴν τοῦ ὅρους τῆς χώρας του, τοῦ Φογώρ (ἢ Φεγὼρ ἢ Βεέλ - Φεγώρ), τὸ ὁποῖον δεσπόζει καὶ βλέπει πρὸς τὴν ἔρημον.
29 καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρὸς Βαλάκ· οἰκοδόμησόν μοι ὧδε ἑπτὰ βωμοὺς καὶ ἑτοίμασόν μοι ὧδε ἑπτὰ μόσχους καὶ ἑπτὰ κριούς. 29 Είπεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ· “κτίσε μου πάλιν εδώ επτά βωμούς και ετοίμασέ μου επτά μοσχάρια και επτά κριούς”. 29 Καὶ ὁ Βαλαὰμ εἶπε πρὸς τὸν Βαλάκ: «Κτίσε μου ἐδῶ ἑπτὰ θυσιαστήρια καὶ φέρε μου ἐδῶ ἑπτὰ μοσχάρια καὶ ἑπτὰ κριάρια».
30 καὶ ἐποίησε Βαλὰκ καθάπερ εἶπεν αὐτῷ Βαλαάμ, καὶ ἀνήνεγκε μόσχον καὶ κριὸν ἐπὶ τὸν βωμόν. 30 Ο Βαλάκ έκαμεν, όπως ακριβώς του είπεν ο Βαλαάμ, και έθεσεν επάνω στον κάθε βωμόν ανά ένα μοσχάρι και ανά ένα κριόν. 30 Ὁ βασιλιᾶς Βαλὰκ ἔκαμε, ὅπως ἀκριβῶς τοῦ εἶπε ὃ μάντις Βαλαάμ· ἔφερε καὶ ἐθυσίασε ἕνα μοσχάρι καὶ ἕνα κριάρι εἰς κάθε θυσιαστήριον.