Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Εἴ τις οὖν παράκλησις ἐν Χριστῷ, εἴ τι παραμύθιον ἀγάπης, εἴ τις κοινωνία Πνεύματος, εἴ τις σπλάγχνα καὶ οἰκτιρμοί, | 1 Εαν, λοιπόν, ω Φιλιππήσιοι, θέλετε να με παρηγορήσετε τώρα, που ευρίσκομαι φυλακισμένος και δέσμιος, εάν επιθυμήτε με την αγάπην σας να με παραμυθήσετε εις την θλίψιν μου, εάν μετέχετε στο αυτό Αγιον Πνεύμα, που μετέχω και εγώ, εάν έχετε σπλάγχνα καλωσύνης και οικτιρμούς και με συμπονήτε δι' όσα τώρα πάσχω, | 1 Εν ὀνόματι λοιπὸν τῆς πορηγορίας, τὴν ὁποίαν οἰ Χριστιανοὶ ἠμποροῦν νὰ δώσουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον λόγῳ τῆς κοινωνίας των μὲ τὸν Χριστόν· ἐν ὀνόματι τῆς παραμυθίας ποὺ προέρχεται ἐξ ἀγάπης· ἐὰν μετέχετε καὶ σεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπηλαύσατε τὰ χαρίσματά του· ἐὰν ἔχετε εὐσπλαγχνίαν καὶ οἰκτιρμοὺς καὶ μὲ συμπονῆτε δι’ ὅσα ὑποφέρω τώρα, |
2 πληρώσατέ μου τὴν χαρὰν ἵνα τὸ αὐτὸ φρονῆτε, τὴν αὐτὴν ἀγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῦντες, | 2 κάμετε πλήρη και τελείαν την χαράν μου. Και θα ολολκληρωθή πράγματι η χαρά μου, εάν φροντίζετε και αγωνίζεσθε να καλιεργήτε και κρατήτε όλοι το αυτό φρόνημα, έχοντες την ιδίαν αγάπην μεταξύ σας, εάν γίνεσθε σαν μια ψυχή και μια καρδία, όλοι με ένα και το αυτό αληθινόν φρόνημα, | 2 γεμίσατε ὅλον τὸ μέτρον τῆς χαρᾶς, ποὺ ἠμπορεῖ νὰ αἰσθανθῇ ἡ καρδία μου. Θὰ πληρωθῇ δὲ τὸ μέτρον τῆς χαρᾶς μου, ἐὰν φροντίσετε νὰ ἔχετε τὰ αὐτὰ ὅλοι φρονήματα καὶ ἰδανικά. Θὰ ἐπιτύχετε δὲ τοῦτο, ἐὰν ἀγαπᾶσθε μεταξύ σας εἰς τὸν αὐτὸν βαθμὸν ὅλοι, καὶ ἐὰν γίνεσθε μία ψυχὴ ὅλοι διὰ τῆς πλήρους μεταξύ σας συμφωνίας, ἔχοντες ὅλοι ἕνα φρόνημα, |
3 μηδὲν κατὰ ἐριθείαν ἢ κενοδοξίαν, ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν. | 3 χωρίς τίποτε να πράττετε από φατριασμόν και ιδιοτέλειαν η από κενοδοξίαν, αλλά δια της ταπεινοφροσύνης να θεωρή ο ένας τον άλλον ανώτερον από τον ευατόν του και να τον τιμά και να τον σέβεται. | 3 χωρὶς τίποτε νὰ πράττετε ἢ νὰ φρονῆτε ἐκ φατριασμοῦ καὶ ἀντιζηλίας ἢ ἐκ κενοδοξίας. Ἀλλὰ διὰ τῆς ταπεινοφροσύνης νὰ θεωρῇ ὁ καθένας σας τοὺς ἄλλους ὅλους ὑπερτέρους καὶ ἀνωτέρους ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ ὡς τοιούτους νὰ τοὺς σέβεται καὶ νὰ τοὺς τιμᾷ. |
4 μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοπεῖτε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστος. | 4 Μη κυττάζετε κατά ένα τρόπον στενόκαρδον και μη επιδιώκετε ο καθένας τα ατομικά του συμφέροντα, αλλ' α επιζητή και ας εξυπηρετη και τα συμφέροντα των άλλων. | 4 Μὴ ἐπιδιώκετε ἕκαστος τὰ συμφέροντά του ἢ ἐκεῖνα, ποὺ ἀρέσουν εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἀλλ’ ἂς ἐπιζητῇ ἕκαστος καὶ τὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων. |
5 τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, | 5 Διότι πρέπει στούτον να μιμηθήτε τον Κυριον· να καλλιεργήσετε δηλαδή το φρόνημα της ταπεινοφροσύνης απέναντι των άλλων και της αγάπης προς τους άλλους, το οποίον υπήρχε και στον Ιησούν Χριστόν. | 5 Διότι ἐφ’ ὅσον εἶσθε μαθηταὶ καὶ ἀκόλουθοι καὶ δοῦλοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ μιμηθῆτε τὴν ταπείνωσιν καὶ αὐταπάρνησίν του. Ἂς ὑπάρχῃ λοιπὸν μέσα σας αὐτὸ τὸ φρόνημα τῆς ταπεινώσεως καὶ αὐταπαρνήσεως, ποὺ ὑπῆρχε καὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. |
6 ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, | 6 Ο Χριστός δηλαδή καίτοι είχε την αυτήν ουσίαν και τα αυτά άπειρα ιδιώματα με τον Θεόν και ως ζωντανή, αυτουσία και απαράλλακτος εικών του Θεού υπήρχε εν μορφή Θεού, δεν εθεώρησε, ότι έχει εξ αρπαγής το να είναι ίσος με τον Θεόν. (Δι' αυτό δε και δεν εφοβήθη να αποθέση κατά συγκατάβασιν και οικονομίαν δι' ημάς την δόξαν της θεότητός του), | 6 Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δηλαδή, καίτοι εἶχε τὴν αὐτὴν οὐσίαν καὶ φύσιν πρὸς τὸν Θεόν καὶ ὡς ἀπαράλλακτος καὶ ζωντανὴ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχεν ἐν μορφὴ Θεοῦ, δὲν ἐθεώρησεν ὅτι εἶχεν ἐξ ἁρπαγῆς τὴν ἰσότητά του πρὸς τὸν Θεόν ὥστε νὰ μὴ τολμᾷς νὰ ἀποθέσῃ τὸ ἀρπαγέν, ἐκ φόβου μήπως τὸ χάσῃ· |
7 ἀλλ’ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, | 7 αλλά άδειασε, τρόπον τινά, τον εαυτόν του και εμίκρυνε μόνος του την άπειρον δόξαν της θεότητός του προσκαίρως και έλαβε μορφήν δούλου, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους. | 7 ἀλλ’ ἐκένωσε τὸν ἑαυτόν του, διότι ἐμίκρυνε μόνος του πρὸς καιρὸν τὴν δόξαν καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς θεότητός του καὶ ἔλαβε μορφὴν δούλου, γενόμενος ὅμοιος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. |
8 καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. | 8 Και ευρέθη έτσι κατά το σχήμα και την εμφάνισιν σαν απλούς άνθρωπος, ενώ δεν έπαυσε ούτε επί στιγμήν να είναι και τέλειος Θεός, και εταπείνωσε τον ευατόν του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου και μάλιστα θανάτου σταυρικού, του πλέον φρικτού και ταπεινωτικού. | 8 Καὶ κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν φαινόμενον εὑρέθη σὰν ἄνθρωπος, ἐνῶ πραγματικῶς δὲν ἦτο μόνον ἄνθρωπος, ὅπως ἐφαίνετο, ἀλλ’ ἦτο συγχρόνως καὶ Θεός. Καὶ ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτόν του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ, ποὺ εἶναι ὁ πλέον ὀδυνηρὸς καὶ ἐπονείδιστος θάνατος. |
9 διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, | 9 Δι' αυτήν του δε την ταπείνωσιν και υπακοήν τον ύψωσε και τον εδόξασε με το παραπάνω ο Θεός και ως άνθρωπον και του εχάρισε το όνομα Κυριος, που είναι ανώτερον από κάθε άλλο όνομα του ουρανού και της γης. | 9 Διὰ τὴν ταπείνωσιν δὲ καὶ ὑπακοὴν αὐτὴν ὁ Θεὸς ὑπερύψωσεν αὐτὸν καὶ ὡς ἄνθρωπον καὶ τοῦ ἐχάρισεν ὄνομα, τὸ ὄνομα Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ εἶναι παραπάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο ὄνομα. |
10 ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, | 10 Και τον υπερύψωσε, δια να καμφθή στο όνομα του Ιησού κάθε γόνατον με ευλάβειαν και σεβασμόν και να προσκυνήσουν τον Ιησούν οι επουράνιοι άγγελοι και οι επίγειοι άνθρωποι και αυτά ακόμη τα πονηρά πνεύματα, που είναι εις τα καταχθόνια, να υποταχθούν με φόβον και τρόμον ενώπιον της θείας του δυνάμεως και δόξης. | 10 Τὸν ὑπερύψωσεν, ἵνα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καμφθῇ ταπεινῶς κάθε γόνατον καὶ προσκυνήσουν λατρευτικὰ τὸν Ἰησοῦν καὶ οἰ ἐν οὐρανοῖς ἄγγελοι κα οἰ ἐπὶ τῆς γῆς ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὸ ὄντα ποὺ εἶναι εἰς τὰ καταχθόνια, ὅπως οἱ δαίμονες, μετὰ τρόμου νὰ ὑποκλιθοῦν πρὸ τοῦ μεγαλείου του. |
11 καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός. | 11 Και έτσι κάθε γλώσσα να διαλαλήση με όλην της την δύναμιν, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κυριος του ουρανού και της γης· και η διακήρυξις αυτή θα γίνεται εις δόξαν του Θεού και Πατρός (ο οποίος έτσι εσχεδίασε την σωτηρίαν των ανθρώπων και την δόξαν του ενανθρωπήσαντος Υιού του). | 11 Καὶ ἔτσι κάθε γλῶσσα νὰ ὁμολογήσῃ δυνατὰ καὶ καθαρά, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Κύριος. Καὶ ἡ ὁμολογία αὐτὴ καὶ ἀναγνώρισις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Κυρίου καταλήγει εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός. |
12 Ὥστε, ἀγαπητοί μου, καθὼς πάντοτε ὑπηκούσατε, μὴ ὡς ἐν τῇ παρουσίᾳ μου μόνον, ἀλλὰ νῦν πολλῷ μᾶλλον ἐν τῇ ἀπουσίᾳ μου, μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε· | 12 Ωστε, αγαπητοί μου, όπως και προηγουμένως πάντοτε υπηκούσατε στο κήρυγμα του Ευαγγελίου και εμιμήθητε την ταπείνωσιν και την αγάπην του Χριστού, έτσι και τώρα, όχι μόνον όταν είμαι παρών, αλλά πολύ περισσότερον τώρα που είμαι απών, με φόβον και τρόμον να εργάζεσθε και να αγωνίζεσθε, δια να ολοκληρώσετε την σωτηρίαν σας. | 12 Ὥστε, ἀγαπητοί μου, τὸ συμπέρασμά μας ἀπὸ αὐτά, ποὺ σᾶς εἶπα, εἶναι τοῦτο: Νὰ μιμηθῆτε τὸν Χριστόν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτόν σας. Καθὼς δηλαδὴ πάντοτε εἰς τὸ παρελθὸν ὑπηκούσατε, ἔτσι καὶ τώρα, ὄχι μόνον ὅταν ἤμην παρὼν μεταξύ σας, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον τώρα κατὰ τὴν ἀπουσίαν μου, μὲ φόβον καὶ τρόμον νὰ ἐργάζεσθε διὰ νὰ φέρετε εἰς πέρας τὴν σωτηρίαν σας. |
13 ὁ Θεὸς γάρ ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς εὐδοκίας. | 13 Είναι ιερώτατον και μέγιστον το έργον αυτό, διότι ο Θεός είναι εκείνος ο οποίος ενεργεί εις σας και δίδει την χάριν του, ώστε να θέλετε την σωτηρίαν σας και να ενεργήτε με προθυμίαν, δια να πραγματοποιηθή η αγαθή του θέλησις δια την ιδικήν σας σωτηρίαν. | 13 Λέγω μὲ φόβον καὶ μὲ τρόμον, διότι πρόκειται περὶ ἔργου, τὸ ὁποῖον ἐργάζεται ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς καὶ ὄχι ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, ποὺ ἀποτελεσματικῶς ἐργάζεται μέσα σας καὶ τὸ νὰ θέλετε καὶ τὸ νὰ ἐνεργῆτε διὰ νὰ πληρωθῇ ἡ ἀγαθή του θέλησις τοῦ νὰ σωθῆτε. Ὁ Θεός, χωρὶς νὰ ἐκμηδενίζῃ τὴν ἐλευθερίαν σας, δημιουργεῖ μέσα σας καὶ τὴν θέλησιν τὴν καλήν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπόφασιν καὶ τὴν προθυμίαν, ἀκόμη δὲ καὶ σᾶς ἐνισχύει νὰ ἐργασθῆτε τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας σας. |
14 πάντα ποιεῖτε χωρὶς γογγυσμῶν καὶ διαλογισμῶν, | 14 Ολα όσα ο Θεός διατάσσει πρέπει να τα εφαρμόζετε χωρίς να γογγύζετε, ότι τάχα είναι δύσκολα και πολλά, και χωρίς να γεννώνται μέσα σας διαλογισμοί αμφιβολίας και κλονισμοί, αν είναι ορθά και απαραίτητα, όσα το θείον θέλημα επιβάλλει. | 14 Ὅλα ὅσα ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας σας, κάμετέ τα χωρὶς γογγυσμούς, ὅτι τάχα ὁ Θεὸς σᾶς ἐπιβάλλει ὑπερβολικὰ ἡ ἀνυπόφορα καὶ θλιβερά, καὶ χωρὶς ἐσωτερικὰς ἀμφιβολίας καὶ ταλαντεύσεις περὶ τοῦ ἂν εἶναι ὀρθαὶ καὶ δίκαιοι αἱ ἐντολαὶ καὶ αἱ βουλαὶ τῆς θείας Προνοίας. |
15 ἵνα γένησθε ἄμεμπτοι καὶ ἀκέραιοι, τέκνα Θεοῦ ἀμώμητα ἐν μέσῳ γενεᾶς σκολιᾶς καὶ διεστραμμένης, ἐν οἷς φαίνεσθε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ, | 15 Δια να γίνετε έτσι άμεμπτοι και ακατηγόρητοι εις την συμπεριφοράν σας, άδολοι, καθαροί και άρτιοι κατά τον χαρακτήρα και την ψυχήν, άξια τέκνα του Θεού, απηλλαγμένα από κάθε ηθικόν ρύπον μέσα εις μίαν γενεάν ανθρώπων δολίων και διεστραμμένων, μεταξύ των οποίων σεις φαίνεσθε σαν φωτεινά αστέρια στον κόσμον. | 15 Κάμετ τα ὅλα μὲ προθυμίαν, διὰ νὰ γίνετε ἄμεμπτοι εἰς τὴν ἐξωτερικν σας συμπεριφορὰν καὶ εἰλικρινεῖς εἰς τὰ ἐσωτερικα σας ἐλατήρια καὶ διαθέσεις, τέκνα Θεοῦ ἐλεύθερα ἀπὸ κάθε ἠθικὴν λέραν ἐν μέσῳ μιᾶς γενεᾶς ἀνθρώπων στρεβλῶν καὶ διεστραμμένων, ὅπως εἶναι οἰ σύγχρονοί μας ἄνθρωποι. Ἀλλὰ σεῖς μεταξὺ αὐτῶν φαίνεσθε σὰν φωτεινὰ ἀστέρια μέσα εἰς κόσμον σκοτεινόν, |
16 λόγον ζωῆς ἐπέχοντες, εἰς καύχημα ἐμοὶ εἰς ἡμέραν Χριστοῦ, ὅτι οὐκ εἰς κενὸν ἔδραμον οὐδὲ εἰς κενὸν ἐκοπίασα. | 16 Κρατείτε, λοιπόν, σταθερά, χωρίς αμφιβολίας και χαλαρότητας, τον λόγον του Ευαγγελίου, που είναι ζωή και μεταδίδει ζωήν. Αυτό δε θα είναι και δι' εμέ καύχημα κατά την μεγάλην ημέραν της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, διότι θα φανή έτσι, ότι δεν έτρεξα ανωφελώς ούτε και εκοπίασα χωρίς αποτέλεσμα. | 16 καὶ κρατεῖτε στερεὰ καὶ ἐφαρμόζετε τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ ἔχει ζωτικότητα καὶ μεταδίδει ζωήν. Καὶ θέλω νὰ γίνετε ἄμεμπτοι καὶ νὰ κρατῆτε τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου, διὰ νὰ εἶσθε κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καύχημά μου, ποὺ θὰ μαρτυρῇ καὶ θὰ ἀποδεικνύῃ, ὅτι δὲν ἔτρεξα ἀνωφελῶς, οὔτε ἐκοπίασα μάταια, ἀλλ’ ἡ διδασκαλία μου καὶ οἰ κόποι μου ἔφεραν καρποὺς πλουσίους. |
17 Ἀλλ’ εἰ καὶ σπένδομαι ἐπὶ τῇ θυσίᾳ καὶ λειτουργίᾳ τῆς πίστεως ὑμῶν, χαίρω καὶ συγχαίρω πᾶσιν ὑμῖν· | 17 Αλλά και αν ακόμη χύνω σαν σπονδήν σταγόνα προς σταγόνα το αίμα μου εις την θυσίαν μου, την οποίαν ως ιεράν λειτουργίαν προσφέρω προς τον Θεόν, δια να διακονήσω εις την ιδικήν σας πίστιν, (και αν υφίσταμαι βαρυτάτας θλίψεις προς χάριν σας μέχρι και του θανάτου) χαίρω δι' αυτό και χαίρω μαζή με όλους σας δια τα σωτήρια αποτελέσματα, που θα φέρη εις σας αυτή η σπονδή μου. | 17 Ἀλλὰ καὶ τὸ αἷμα μου ἀκόμη ἂν χύνω σὰν σπονδὴν ἐπάνω εἰς τὴν θυσίαν, ποὺ ὡς λειτουργίαν προσφέρω εἰς τὸν Θεόν καὶ ἡ θυσία καὶ λειτουργία μου αὐτὴ εἶναι ἡ πίστις σας, τὴν ὁποίαν συνετέλεσα νὰ ἀποκτήσετε καὶ ὡς ἔργον ἱερὰς λατρείας προσφέρω εἰς τὸν Θεόν χαίρω διότι γίνομαι σπονδὴ καὶ χαίρω μαζὶ μὲ ὅλους σας διὰ τὸ σωτήριον ἀποτέλεσμα, ποὺ ἔρχεται πρὸς ὠφέλειάν σας. |
18 τὸ δ’ αὐτὸ καὶ ὑμεῖς χαίρετε καὶ συγχαίρετέ μοι. | 18 Το ίδιο να αισθάνεσθε και σεις, να μη λυπήσθε, αλλά να χαίρετε δια την σωτηρίαν σας, να χαίρετε δε ακόμη μαζή μου δια τας θυσίας μου. | 18 Ἀκριβῶς δὲ τὸ ἴδιον νὰ κάνετε καὶ σεῖς. Μὴ λυπῆσθε διόλου. Ἀλλὰ χαίρετε διὰ τὴν πίστιν σας καὶ συγχαίρετέ με διὰ τὸ μαρτύριόν μου. |
19 Ἐλπίζω δὲ ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ Τιμόθεον ταχέως πέμψαι ὑμῖν, ἵνα κἀγὼ εὐψυχῶ γνοὺς τὰ περὶ ὑμῶν· | 19 Εχων όμως πεποίθησιν στον Κυριον ελπίζω, ότι σύντομα θα στείλω εις σας τον Τιμόθεον, δια να χαρώ και εγώ και ευφρανθώ, όταν με την επιστροφήν του μου δώση καλάς πληροφορίας δια σας. | 19 Καίτοι δὲ ὁμιλῶ περὶ μαρτυρίου μου, στηριζόμενος ὅμως εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν ἐλπίζω νὰ λάβῃ εὐνοϊκὸν τέλος ἡ ὑπόθεσίς μου καὶ να σᾶς στείλω γρήγορα τὸν Τιμόθεον διὰ να καλοκαρδίσω καὶ ἐγώ, ὅταν λάβω καλὰς εἰδήσεις διὰ σᾶς. |
20 οὐδένα γὰρ ἔχω ἰσόψυχον, ὅστις γνησίως τὰ περὶ ὑμῶν μεριμνήσει· | 20 Σας στέλλω δε τον Τιμόθεον, διότι δεν έχω κανένα άλλον, που να έχη την αυτήν με έμενα αγάπην, το αυτό ενδιαφέρον και τα αυτά φρονήματα, ο οποίος θα φροντίση ειλικρινώς και ανιδιοτελώς δια τα ζητήματά σας. | 20 Προτιμῶ δὲ τὸν Τιμόθεον διὰ τὴν ἀποστολὴν αὐτήν, διότι δὲν ἔχω κανένα, ποὺ νὰ ἔχῃ τὰ ἴδια ἀκριβῶς αἰσθήματα μὲ ἐμέ, ὁ ὁποῖος εἰλικρινῶς, χωρὶς ἰδιοτέλειαν καὶ ἐγωϊσμον θὰ φροντίσῃ διὰ τὰς ὑποθέσεις σας. |
21 οἱ πάντες γὰρ τὰ ἑαυτῶν ζητοῦσιν, οὐ τὰ Χριστοῦ Ἰησοῦ. | 21 Διότι όλοι κατά την εποχήν αυτήν ζητούν και επιδιώκουν με ιδιοτέλειαν τα συμφέροντά των, τας ανέσεις και αναπαύσεις των και όχι αυτά που θέλει ο Χριστός. | 21 Καὶ δὲν ἔχω κανένα ἄλλον ποὺ νά μου ὁμοιάζῃ, διότι ὅλοι ζητοῦν τὰ συμφέροντά των καὶ τὰς ἀναπαύσεις των καὶ ὄχι ἐκεῖνα, ποὺ θέλει ὁ Ἰησοῦς Χριστός. |
22 τὴν δὲ δοκιμὴν αὐτοῦ γινώσκετε, ὅτι ὡς πατρὶ τέκνον σὺν ἐμοὶ ἐδούλευσεν εἰς τὸ εὐαγγέλιον. | 22 Την δοκιμασμένην άλλωστε ειλικρίνειαν και αφοσίωσιν στο έργον του Χριστού και αρετήν του την γνωρίζετε, διότι μέχρι σήμερον έχει συνεργασθή μαζή μου στο έργον του Ευαγγελίου με τέτοιαν προθυμίαν και υπακοήν, σαν το αγαπητό παιδί με το στοργικό πατέρα του. | 22 Τοῦ Τιμοθέου ὅμως τὴν δοκιμασμένην ἀρετὴν τὴν γνωρίζετε, διότι σὰν τέκνον, ποὺ συνεργάζεται μὲ τὸν πατέρα του, ἔτσι καὶ ὁ Τιμόθεος ἐδούλευσε μαζί μου εἰς τὴν διάδοσιν τοῦ εὐαγγελίου. |
23 τοῦτον μὲν οὖν ἐλπίζω πέμψαι ὡς ἂν ἀπίδω τὰ περὶ ἐμὲ ἐξαυτῆς· | 23 Αυτόν, λοιπόν, ελπίζω να στείλω εις σας, αμέσως μόλις ίδω την καλήν έκβασιν της δίκης μου. | 23 Τοῦτον λοιπὸν ἐλπίζω νὰ σᾶς στείλω, μόλις ἴδω τὴν ἔκβασιν τῆς ὑποθέσεώς μου, τὴν αὐτὴν ἡμέραν, ποὺ θὰ τελειώσῃ ἡ δίκη μου. |
24 πέποιθα δὲ ἐν Κυρίῳ ὅτι καὶ αὐτὸς ταχέως ἐλεύσομαι. | 24 Εχω δε την πεποίθησιν, που μου την δίδει ο Κυριος, ότι και εγώ ο ίδιος γρήγορα θα έλθω στους Φιλίππους. | 24 Ἔχω δὲ τὴν πεποίθησιν, ποὺ μοῦ τὴν ἐμπνέει ἡ κοινωνία καὶ σχέσις μου πρὸς τὸν Κύριον, ὅτι καὶ ἑγὼ ὁ ἴδιος γρήγορα θὰ ἔλθω. |
25 Ἀναγκαῖον δὲ ἡγησάμην Ἐπαφρόδιτον τὸν ἀδελφὸν καὶ συνεργὸν καὶ συστρατιώτην μου, ὑμῶν δὲ ἀπόστολον καὶ λειτουργὸν τῆς χρείας μου, πέμψαι πρὸς ὑμᾶς, | 25 Εκρινα δε απαραίτητον να σας στείλω τώρα προ του Τιμοθέου τον Επαφρόδιτον, τον αδελφόν μου εν Χριστώ και τον συνεργάτην μου στο Ευαγγέλιον και τον συστρατιώτην μου στους αγώνας μου. Αυτός άλωστε είναι και ιδικός σας απεσταλμένος προς εμέ, που μου προσέφερε τας υπηρεσίας του εις την ανάγκην που είχα, φέρνοντάς μου συγχρόνως και την ιδικήν σας χρηματικήν συνδρομήν. | 25 Ἔκρινα δὲ ἀναγκαῖον νὰ σᾶς στείλω τώρα ἀμέσως τὸν Ἐπαφρόδιτον, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀδελφός μου ἐν Χριστῷ καὶ συνεργάτης μου εἰς τὸ κήρυγμα καὶ συστρατιώτης μου εἰς τὸν ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς πίστεως. Ἀλλ’ εἶναι καὶ ἰδικός σας ἀπεσταλμένος καὶ λειτουργός, ὁ ὁποῖος ἔφερε τὴν συνδρομήν, ποὺ μοῦ ἐστείλατε, καὶ ὑπηρέτησεν εἰς τὴν ἀνάγκην, ποὺ εἶχα ἕνεκα τῆς στερήσεως χρημάτων. |
26 ἐπειδὴ ἐπιποθῶν ἦν πάντας ὑμᾶς, καὶ ἀδημονῶν διότι ἠκούσατε ὅτι ἠσθένησε. | 26 Απεφάσισα δε να τον στείλω, επειδή πάρα πολύ εποθούσε ίδη όλους σας και ευρίσκετο εις στενοχωρίαν και ανησυχίαν, επειδή επληροφορηθήκατε ότι ησθένησε και εδικιμάσατε δι' αυτό λύπην. | 26 Ἔκρινα δὲ ἀναγκαῖον νὰ σᾶς τὸν στείλω, ἐπειδὴ ἐποθοῦσε πολὺ ὅλους σας καὶ ἐστενοχωρεῖτο, διότι ἠκούσατε, ὅτι ἠσθένησε καὶ ἐδοκιμάσατε λύπην, ἀπὸ τὴν ὁποίαν θέλει τώρα να σᾶς ἀπαλλάξῃ διὰ τῆς παρουσίας του. |
27 καὶ γὰρ ἠσθένησε παραπλήσιον θανάτου· ἀλλ’ ὁ Θεὸς αὐτὸν ἠλέησεν, οὐκ αὐτὸν δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐμέ, ἵνα μὴ λύπην ἐπὶ λύπην σχῶ. | 27 Και πραγματικά ησθένησε πολύ βαρειά, ώστε επλησίασε και αυτόν τον θάνατον, αλλ' ο Θεός τον ελέησε και του ξαναέδωσε την υγείαν του. Και δεν ηλέησε μόνον αυτόν, αλλά και εμέ, δια να μη δοκιμάσω από τον θάνατον του λύπην επάνω εις την άλλην λύπην, που δοκιμάζω από την φυλάκισιν και τα δεσμά. | 27 Καὶ ἀληθῶς ἠσθένησε βαρεῖα καὶ ἐπλησίασε νὰ ἀποθάνη. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς τὸν ἠλέησε καὶ τοῦ ἐχάρισε τὴν ὑγείαν διὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσῃ πρὸς πνευματικὴν ὠφέλειάν του. Δὲν ἠλέησε δὲ ὁ Θεὸς μόνον αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ἑμὲ διὰ νὰ μὴ δοκιμάσω λύπην ἐκ τοῦ θανάτου του ἐπάνω εἰς τὴν ἄλλην ἀπὸ τὴν φυλάκισίν μου λύπην. |
28 σπουδαιοτέρως οὖν ἔπεμψα αὐτὸν, ἵνα ἰδόντες αὐτὸν πάλιν χαρῆτε, κἀγὼ ἀλυπότερος ὦ. | 28 Δι' αυτό και έσπευσα το συντομώτερον να τον στείλω προς σας, ώστε να τον ίδετε πάλιν μεταξύ σας υγιή και να χαρήτε· να μετριασθή δε έτσι και η ιδική μου λύπη, διότι θα σκέπτωμαι, ότι επαύσατε σεις να λυπήσθε δια τον Επαφρόδιτον. | 28 Ἔστειλα λοιπὸν αὐτὸν γρηγορώτερα παρ’ ὅσον ἐὰν δὲν ἀρρώσταινε, διὰ νὰ τὸν ἰδῆτε καὶ χαρῆτε πάλιν καὶ ἑγὼ νὰ εἶμαι ὀλιγώτερον λυπημένος, ἐπειδὴ ὁπωσδήποτε θὰ παρηγοροῦμαι ἀπὸ τὴν ἰδέαν, ὅτι ἐπαύσατε νὰ λυπῆσθε σεῖς. |
29 προσδέχεσθε οὖν αὐτὸν ἐν Κυρίῳ μετὰ πάσης χαρᾶς, καὶ τοὺς τοιούτους ἐντίμους ἔχετε, | 29 Δεχθήτε τον, λοιπόν, με θερμήν αγάπην, όπως ο Κυριος θέλει, και με κάθε χαράν. Γενικώς δε τέτοιους εναρέτους ανθρώπους και προθύμους εργάτας του Ευαγγελίου να τους τιμάτε πάντοτε. | 29 Δεχθῆτε τον λοιπὸν μὲ ἐγκαρδιότητα καὶ ὅπως ὁ Κύριος θέλει, μὲ πᾶσαν χαράν, τέτοιας δὲ ἀξίας ἀνθρώπους νὰ τοὺς τιμᾶτε. |
30 ὅτι διὰ τὸ ἔργον Χριστοῦ μέχρι θανάτου ἤγγισε, παραβουλευσάμενος τῇ ψυχῇ ἵνα ἀναπληρώσῃ τὸ ὑμῶν ὑστέρημα τῆς πρός με λειτουργίας. | 30 Και ο Επαφρόδιτος είναι άξιος τέτοιας τιμής, διότι δια το έργον του Χριστού έφθασε εις τα πρόθυρα του θανάτου, καταφρονήσας και αυτήν την ζωήν του και εκτεθείς στον έσχατον κίνδυνον, δια να αναπληρώση ο,τι σεις, παρά την καλήν σας διάθεσιν, δεν ημπορούσατε να κάμετε· να με υπηρετήση δηλαδή σαν αντιπρόσωπος σας εις την Ρωμην. | 30 Καὶ εἶναι πράγματι ὁ Ἐπαφρόδιτος ἄξιος τιμῆς, διότι διὰ τὸ ἔργον τοῦ Χριστοῦ ἐπλησίασε μέχρι θανάτου καὶ ἐξέθεσε εἰς ἔσχατον κίνδυνον τὴν ζωήν του, διὰ νὰ ἀναπληρώσῃ ἐκεῖνο, ποὺ δὲν ἠμπορούσατε νὰ κάμετε σεῖς. Διότι εἰς καιρόν, ποὺ δὲν ἠμπορούσατε νὰ μὲ ὑπηρετήσετε, σᾶς ἀντιπροσώπευσε καὶ ἐξ ὀνόματός σας ἔφερε εἰς τὴν Ρώμην τὸ δῶρον, τὸ ὁποῖον ἦτο θυσία ἱερὰ πρὸς τὸν Θεόν. |