Ο Άγιος Οσιομάρτυς Συνέσιος συναριθμείται και αυτός μαζί με τους μοναχούς Βενέδικτο, Τιμόθεο και Παύλο της ιεράς μονής Κωνσταμονίτου (βλέπε ίδια ημέρα), μεταξύ των μοναχών και των απλών Χριστιανών που συνελήφθησαν από τον Ρουμπούτ πασά στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης και στο Άγιον Όρος, αμέσως μετά την έναρξη της Επαναστάσεως του 1821 μ.Χ., οδηγήθηκαν στην πόλη, βασανίσθηκαν ανηλεώς και θανατώθηκαν με μαρτυρικό τρόπο. Εκτενείς πληροφορίες για το βίο και το μαρτύριο του Οσιομάρτυρος μας παραθέτει ο μοναχός Δοσίθεος Κωνσταμονίτης στο έργο του «Νέον Υπόμνημα των νεοφανών Ιερομαρτύρων και Οσιομαρτύρων», το οποίο συνέγραψε πιθανόν μεταξύ των ετών 1830 – 1844 μ.Χ., λίγα χρόνια μετά τα συμβάντα.
Ο Οσιομάρτυρας Συνέσιος καταγόταν από την Ανατολή και ιδιαίτερη πατρίδα του ήταν το χωριό Τρίγλια της επαρχίας Προύσης της Μικράς Ασίας. Όταν έφθασε σε ηλικία γάμου εγκατέλειψε τους οικείους του και γεμάτος ζήλο για τη μοναχική ζωή πήγε στο Άγιον Όρος. Στην αρχή πήγε στη μονή Ιβήρων, όπου μόναζαν ο αδελφός του Θεόφιλος και ο θείος του Γεράσιμος. Με τις δικές τους συστάσεις κατέληξε στη μονή Κωνσταμονίτου. Εκεί βρήκε κάποιο μοναχό Ναθαναήλ, υιό του οικονόμου παπά Δημητρίου από την ιδιαίτερη πατρίδα του. Αυτός τον παρακίνησε και παρέμεινε ως δόκιμος και στη συνέχεια εκάρη μοναχός.
Μετά την Επανάσταση του 1821 μ.Χ. και τις επιδρομές των Τούρκων στις μονές του Αγίου Όρους, και πιο συγκεκριμένα όταν για δεύτερη φορά μοναχοί, και μεταξύ αυτών και ο Συνέσιος, με επικεφαλής τον επίτροπο του Αγίου Όρους Σπανδωνή, οδηγήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, φυλακίσθηκαν και με διαταγή του Ρουμπούτ πασά τους βασάνισαν σκληρά με το αιτιολογικό ότι δεν απεκάλυψαν τους κρυμμένους θησαυρούς των μοναστηριών. Επί δυόμιση χρόνια οι μοναχοί, και μαζί μ’ αυτούς και ο Συνέσιος, φυλακισμένοι υφίσταντο τα σκληρά βασανιστήρια, μαρτυρώντας τελικά για την πίστη τους το 1824 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, Τριγλίας πέλων, χαίρων ἤσκησας, ἐν Ὄρει Ἄθῳ, Ὁσιομάρτυς Κυρίου Συνέσιε· καὶ μαρτυρίου ἀνύσας τὸ στάδιον, μαρτυρικῆς ἠξιώθης λαμπρότητος· ὅθεν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς νουνεχὴς καὶ μοναστὴς θεόληπτος, μαρτυρικῆς εὐκλείας κατηξίωσαι, καταπαλαίσας τὸν ἀλάστορα,, τῇ ἀνενδότῳ καρτερίᾳ σου· διὸ διπλοῖς στεφάνοις κατηγλάϊσαι, παρὰ Χριστοῦ Ὁσιομάρτυς ἔνδοξε· διό σε Συνέσιε γεραίρομεν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Τριγλίας θεῖος βλαστός, καὶ τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ, Μοναζόντων συγκοινωνός· χαίροις ὁ ἀθλήσας, ὐπὲρ Χριστοῦ νομίμως, Συνέσιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.