(από το ρήμα μέμνω) = ο σταθερός, ο επίμονος.
Mέμνων ο θείος του Θεού μεμνημένος,Kαι τους υπ’ αυτόν τούτο ποιείν ηξίου.
Ο Άγιος Μέμνων Αρχιεπίσκοπος Εφέσου απεβίωσε ειρηνικά. Ορισμένοι Συναξαριστές, λανθασμένα τον αναφέρουν σαν επίσκοπο Ιεροσολύμων.