(απο το λατινικό lux-cis = φώς) = ο φωτισμένος, αυτός που λάμπει από ωραιότητα.
Πρὸς ὕψος ἀνήνεγκε τὸν Λουκᾶν στῦλος,Λουκᾶς δὲ τὸν νοῦν πρὸς Θεόν, πρὸς ὃν τρέχει.
Ο Όσιος Λουκάς έζησε στα μέσα του 10ου αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από τη Μικρά Ασία. Οι γονείς του, Χριστόφορος και Καλή, τον ανέθρεψαν σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου. Υπηρέτησε σαν στρατιώτης και όχι μόνο διατήρησε την αγνότητά του, αλλά και επηρέαζε προς το καλό νεαρούς συστρατιώτες του, που είχαν ροπή στη διαφθορά.Αργότερα ο Λουκάς έγινε ιερέας και αφιερώθηκε στο φωτισμό των ψυχών της ενορίας του. Κατόπιν ανέβηκε ασκούμενος στον Όλυμπο, από 'κει στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα στη Χαλκηδόνα, όπου έστησε την καλύβα του πάνω σ' ένα στύλο.Από το νέο του ασκητικό ορμητήριο, πήγαινε σε διάφορα μέρη και κήρυττε τον λόγο του Θεού και έκανε πολλά θαύματα. Πάνω στον στύλο αυτό ο Λουκάς, πέρασε 45 ολόκληρα χρόνια και απεβίωσε με θαυμαστή πνευματική λαμπρότητα.