(πολύ + εύχομαι) = ο πολυπόθητος.
Ἰὼβ καθέδραν, φημὶ δὴ τὴν κοπρίαν,Ὁ Πολύευκτος εἶχεν εἰς τιμωρίαν.
Ο Άγιος Πολύευκτος μαρτύρησε, αφού τον έχωσαν μέσα σε κοπριά.