(από το Θεός + δούλος) = ο αφωσιωμένος στον Θεό.
(ευ + άγρα) = ο καλός θηρευτής, ο επιτυγχάνων τις επιδιώξεις του.
Έλληνας συγγραφέας του 6ου μ.Χ. αιώνα.
ο ευτυχής
Εις την ΘεοδούληνΣύνδουλον ουκ έφριττε πυρ Θεοδούλη,Θεώ τιθείσα δουλικώς τας ελπίδας.Εις τον Ελλάδιον και ΒοηθόνΘείον Βοηθόν συν Κομενταρησίω,Δόξης κατηξίωσε Χριστού, το ξίφος.Εις τον Ευάγριον και ΜακάριονΒληθέντες εις πυρ οσφράδια Κυρίω,Ώφθητε Μακάριε Ευάγριέ τε.
Τὴν θεοδούλην ἐκ ξίφους τεθνηκέναι,Δοῦλοι Θεῶν κρίνουσι τῶν ψευδωνύμων.
Η Αγία Θεοδούλη έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) και ήταν από τη Διοκαισάρεια της Κιλικίας. Στη βία του έπαρχου Πελάγιου ν' αρνηθεί τον Χριστό αντέτασσε, ότι είναι και θα μείνει χριστιανή. Ο Πελάγιος τότε την υπέβαλε σε μαρτύρια, από τα όποια όμως, η γυναικεία φύση της, στάθηκε ανώτερη με τη δύναμη της θείας χάρης. Και τέτοια υπήρξε η εντύπωση της σεμνότατης και ηρωϊκής διαγωγής της, ώστε και οι άνθρωποι του έπαρχου, που ήταν πριν μεταξύ των βασανιστών της, του δήλωσαν ότι παραδέχονται σα Θεό τους τον Ιησού Χριστό. Την έριξε λοιπόν, μαζί με τον Εύάγριο και τον Μακάριο στό καμίνι. Δύο άλλοι, ο Ελλάδιος και ο Βοηθός, αποκεφαλίστηκαν. Και έτσι ο περίλαμπρος ουρανός των μαρτύρων του Χριστού, στολίστηκε και με τους νέους αυτούς εξαίσιους αστέρες.