Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΡΟΥΘ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ Βοὸζ ἀνέβη ἐπὶ τὴν πύλην, καὶ ἐκάθισεν ἐκεῖ, καὶ ἰδοὺ ὁ ἀγχιστεὺς παρεπορεύετο, ὃν ἐλάλησε Βοόζ. καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Βοόζ· ἐκκλίνας κάθισον ὧδε, κρύφιε. καὶ ἐξέκλινε καὶ ἐκάθισε. 1 Ο Βοόζ πράγματι επήγεν εις την πύλην της Βηθλεέμ και εκάθησεν εκεί. Και ιδού, διήρχετο από εκεί ο συγγενής της Ρούθ, που είχε περισσότερα δικαιώματα γάμου με αυτήν. Τον εκάλεσεν ο Βοόζ και του είπε· “φίλε, γύρισε προς τα εδώ και κάθησε”. Εκείνος κατηυθύνθη προς τον Βοόζ και εκάθησεν εκεί. 1 Καὶ ὁ Βοὸζ ἀνέβη εἰς τὴν πύλην τῆς Βηθλεὲμ καὶ ἐκάθισεν ἐκεῖ. Καὶ ἰδοὺ ὁ συγγενὴς ὁ στενότερος ἐπέρνα ἀπ’ ἐκεῖ, τὸν ὁποῖον ἐφώναξεν ὁ Βοὸζ καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Βοόζ: «Στρίψε καὶ κάθισε ἐδῶ, κύριε». Καὶ ἔστριψε πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ ἐκάθισε.
2 καὶ ἔλαβε Βοὸζ δέκα ἄνδρας ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων τῆς πόλεως καὶ εἶπε· καθίσατε ὧδε· καὶ ἐκάθισαν. 2 Αμέσως ο Βοόζ εκάλεσε δέκα από τους γεροντοτέρους της πόλεως και τους είπε· “καθήσατε και σεις εδώ”. Εκείνοι εκάθησαν. 2 Καὶ προσεκάλεσεν ὁ Βοὸζ δέκα ἄνδρας ἀπὸ τοὺς προεστοὺς καὶ ἐξέχοντας τῆς πόλεως Βηθλεὲμ καὶ εἶπε: «Καθίσατε καὶ σεῖς ἐδῶ». Καὶ ἐκάθισαν.
3 καὶ εἶπε Βοὸζ τῷ ἀγχιστεῖ· τὴν μερίδα τοῦ ἀγροῦ, ἥ ἐστι τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν τοῦ ᾿Ελιμέλεχ, ἣ δέδοται Νωεμὶν τῇ ἐπιστρεφούσῃ ἐξ ἀγροῦ Μωάβ, 3 Είπε δε ο Βοόζ στον συγγενή της Ρούθ· “το μερίδιον του αγρού, το οποίον ανήκεν στον συγγενή μας τον Ελιμέλεχ, έχει δοθή και ευρίσκεται εις την κυριότητα της Νωεμίν, η οποία επέστρεψεν από τους αγρούς της Μωάβ. Αυτό δε έχει εκτεθή προς πώλησιν. 3 Καὶ εἶπεν ὁ Βοὸζ εἰς τὸν συγγενῆ: «Ὁ ἀγρὸς ποὺ ὡς μερίδιον κληρωθὲν εἰς αὐτὸν ἀνήκει εἰς τὸν συγγενῆ μας τὸν Ἐλιμέλεχ, καὶ ὁ ὁποῖος ἐδόθη εἰς τὴν Νωεμίν, ἡ ὁποία ἐπέστρεψεν ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς Μωάβ, πρόκειται νὰ πωληθῇ.
4 κἀγὼ εἶπα· ἀποκαλύψω τὸ οὖς σου λέγων· κτῆσαι ἐναντίον τῶν καθημένων καὶ ἐναντίον τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ μου· εἰ ἀγχιστεύεις, ἀγχίστευε· εἰ δὲ μὴ ἀγχιστεύεις, ἀνάγγειλόν μοι καὶ γνώσομαι· ὅτι οὐκ ἔστι πάρεξ σοῦ τοῦ ἀγχιστεῦσαι, κἀγώ εἰμι μετὰ σέ. ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι, ἀγχιστεύσω. 4 Εσκέφθηκα λοιπόν και είπα· θα ανακοινώσω εις σε αυτό το ζήτημα προτείνων να αγοράσης αυτόν τον αγρόν επί παρουσία των δέκα τούτων μαρτύρων, που κάθονται κοντά μας και ενώπιον των άλλων πρεσβυτέρων του λαού μου. Εάν λοιπόν, ως στενώτερος συγγενής του Ελιμέλεχ, θέλης να το αγοράσης, αγόρασέ το. Ειπέ το δε και εις εμέ, δια να γνωρίζω. Σου προτείνω αυτά διότι έπειτα από σε εγώ είμαι ο στενώτερος συγγενής του Ελιμέλεχ”. Εκείνος απήντησεν· “εγώ είμαι πράγματι ο στενώτερος συγγενής και εγώ θα αγοράσω το τμήμα αυτό του αγρού”. 4 Καὶ ἐγὼ εἶπα: Θὰ σοῦ καταστήσω ἀκουστὴν εἰς τὸ οὖς σου τὴν εἴδησιν αὐτὴν λέγοντας· λαβὲ ὡς ἰδιοκτησίαν σου καὶ δήλωσε τοῦτο ἔμπροσθεν τῶν προεστώτων τοῦ λαοῦ τῆς πόλεως Βηθλεέμ, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκω καὶ ἐγώ. Ἐὰν ἀγοράζῃς τὸ κτῆμα ὡς συγγενὴς ἀναλαμβάνων καὶ τὰς ἄλλας συγγενικὰς ὑποχρεώσεις, ποὺ ἐπιβάλλει ὁ νόμος, ἀγόρασέ το. Ἐὰν ὅμως δὲν ἀγοράζῃς αὐτὸ μὲ τὰς βαρυνούσας αὐτὸ συγγενικὰς ὑποχρεώσεις, πληροφόρησέ με καὶ θὰ λάβω τοῦτον ἐπίσημον ἐνώπιόν τοῦ δικαστηρίου τούτου γνῶσιν· διότι δὲν ὑπάρχει ἐκτὸς σοῦ ἄλλος στενότερος συγγενὴς διὰ νὰ τὸ ἀγοράσῃ· καὶ ἐγὼ εἶμαι ὕστερα ἀπὸ σὲ στενὸς συγγενής». Αὐτὸς δὲ εἶπεν: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ πλησιέστερος συγγενὴς καὶ θὰ ἐξαγοράσω ἐγὼ τὸ κτῆμα»,
5 καὶ εἶπε Βοόζ· ἐν ἡμέρᾳ τοῦ κτήσασθαί σε τὸν ἀγρὸν ἐκ χειρὸς Νωεμὶν καὶ παρὰ Ροὺθ τῆς Μωαβίτιδος γυναικὸς τοῦ τεθνηκότος, καὶ αὐτὴν κτήσασθαί σε δεῖ ὥστε ἀναστῆσαι τὸ ὄνομα τοῦ τεθνηκότος ἐπὶ τῆς κληρονομίας αὐτοῦ. 5 Ο Βοόζ προσέθεσε· “την ημέραν όμως, κατά την οποίαν θα αγοράσης τον αγρόν από την Νωεμίν και από την Ρουθ την Μωαβίτιδα, σύζυγον του αποθανόντος υιού του Ελιμέλεχ, είσαι υποχρεωμένος να λάβης και ως σύζυγον την Ρούθ, ώστε να αναδείξης κληρονόμους του αποθανόντος και να αναζήση το όνομά του εις την κληρονομίαν”. 5 Καὶ εἶπεν ὁ Βοόζ: «Κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν πρόκειται νὰ λάβῃς ὡς κτῆμα τὸν ἀγρὸν ἀπὸ τὴν χεῖρα τῆς Νωεμὶν καὶ ἀπὸ τὴν Ροὺθ τὴν Μωαβίτισσαν, τὴν γυναῖκα τοῦ ἀποθαμένου, πρέπει καὶ αὐτὴν νὰ τὴν ἀποκτήσῃς γυναῖκα, ὥστε νὰ ἀναστήσῃς τὸ ὄνομα τοῦ ἀποθαμένου ἐπὶ τῆς κληρονομίας του διὰ τοῦ τέκνου, τὸ ὁποῖον θὰ ἀποκτήσης δι' αὐτῆς καὶ τὸ ὁποῖον θὰ φέρῃ τὸ ὄνομα τοῦ ἀαθᾳνόντος».
6 καὶ εἶπεν ὁ ἀγχιστεύς· οὐ δυνήσομαι ἀγχιστεῦσαι ἐμαυτῷ, μή ποτε διαφθείρω τὴν κληρονομίαν μου· ἀγχίστευσον σεαυτῷ τὴν ἀγχιστείαν μου, ὅτι οὐ δυνήσομαι ἀγχιστεῦσαι. 6 Ο στενός εκείνος συγγενής είπε τότε· “δεν θα ημπορέσω εγώ να αγοράσω δια λογαριασμόν μου τον αγρόν, μήπως τυχόν και φθείρω την ιδικήν μου κληρονομίαν. Αγόρασε συ αυτήν μου την κληρονομίαν, διότι εγώ δεν θέλω και δεν θα ημπορέσω υπό τοιούτους όρους να την εξαγοράσω”. 6 Καὶ εἶπεν ὁ συγγενής: «Δὲν θὰ ἠμπορέσω νὰ ἐξαγοράσω διὰ λογαριασμόν μου τὸ κτῆμα μὲ τὴν ὑποχρέωσιν αὐτὴν τῆς συγγενείας, διὰ νὰ μὴ σβήσω καὶ καταστρέφω τοὺς ἰδικούς μου κληρονόμους. Ἑξαγόρασε σὺ διὰ λογαριασμόν σου τὸ δικαίωμά μου τοῦτο ἐπὶ τῆς συγγενικῆς κληρονομίας, διότι ἐγὼ δὲν θὰ ἠμπορέσω νὰ τὸ ἑξαγοράσω».
7 καὶ τοῦτο τὸ δικαίωμα ἔμπροσθεν ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ ἐπὶ τὴν ἀγχιστείαν καὶ ἐπὶ τὸ ἀντάλλαγμα τοῦ στῆσαι πάντα λόγον, καὶ ὑπελύετο ἀνὴρ τὸ ὑπόδημα αὐτοῦ καὶ ἐδίδου τῷ πλησίον αὐτοῦ τῷ ἀγχιστεύοντι τὴν ἀγχιστείαν αὐτοῦ, καὶ τοῦτο ἦν μαρτύριον ἐν ᾿Ισραήλ. 7 Ο δε νομικός όρος, η νομική πράξις, μεταξύ των Ισραηλιτών δια την μεταβίβασιν κυριότητος εις περίπτωσιν αγοράς η ανταλλαγής, ώστε να είναι έγκυρος η συμφωνία, ήτο εξής· Εκείνος, που μετεβίβαζε την κυριότητα του κτήματος, έλυε και αφαιρούσε το υπόδημά του και έδιδεν αυτό εις εκείνον, στον οποίον περιήρχοντο πλέον τα δικαιώματα κτήσεως. Αυτό το σύμβολον ήτο επίσημος μαρτυρία της γενομένης πράξεως. 7 Καὶ τοῦτο ἴσχυε κατὰ παλαιὰν συνήθειαν μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐν σχέσει πρὸς τὸ δικαίωμα, ὅπερ ἐκ τῆς συγγενείας προέκυπτεν εἰς κτῆμα τι καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἀνταλλαγὴν τῶν κτητόρων τοῦ κτήματος, ἤρκει δὲ τοῦτο, ἵνα σταθῇ καὶ λάβῃ κῦρος πᾶσα διὰ λόγου συμφωνία· ἔλυε δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ παρῃτεῖτο τοῦ δικαιώματός του, τὸ ὑπόδημά του καὶ τὸ ἔδιδεν εἰς τὸν πλησίον τουῦ, ποὺ ἐξηγόραζε τὸ ἐκ τῆς συγγενείας κτῆμα μετὰ τῶν ὑποχρεώσεων, τὰς ὁποίας ἡ συγγένεια τοῦ ἐπέβαλλε. Καὶ ἡ συμβολικὴ αὐτὴ πράξις ἦτο ἐπίσημος μαρτυρία περὶ τῆς παραχωρήσεως καὶ μεταβιβάσεως, ἔχουσα κῦρος μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
8 καὶ εἶπεν ὁ ἀγχιστεὺς τῷ Βοόζ· κτῆσαι σεαυτῷ τὴν ἀγχιστείαν μου· καὶ ὑπελύσατο τὸ ὑπόδημα αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτῷ. 8 Ο έχων, λοιπόν, τα πρώτα δικαιώματα της αγοράς είπεν στον Βοόζ· “αγόρασε συ δια λογαριασμόν σου το κτήμα τούτο”. Ελυσε δε αμέσως το υπόδημά του και το παρέδωσεν στον Βοόζ. 8 Καὶ εἶπεν ὁ συγγενὴς ὁ στενότερος εἰς τὸν Βοόζ: «Ἐξαγόρασε σὺ διὰ λογαριασμόν σου τὸ κτῆμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου λόγω τῆς συγγενείας ἔχω δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις ἐγώ». Καὶ ἔλυσε τὸ ὑπόδημά του καὶ τὸ ἔδωκεν εἰς αὐτόν.
9 καὶ εἶπε Βοὸζ τοῖς πρεσβυτέροις καὶ παντὶ τῷ λαῷ· μάρτυρες ὑμεῖς σήμερον, ὅτι κέκτημαι πάντα τὰ τοῦ ᾿Ελιμέλεχ καὶ πάντα, ὅσα ὑπάρχει τῷ Χελαιὼν καὶ τῷ Μααλὼν ἐκ χειρὸς Νωεμίν· 9 Είπε τότε ο Βοόζ στους γεροντοτέρους και εις όλους όσοι έτυχε να ευρεθούν εκεί· “όλοι σεις είσθε σήμερα μάρτυρες ότι εγώ αγοράζω από τα χέρια της Νωεμίν όλα όσα ανήκουν στον Ελιμέλεχ, επομένως και όλα όσα ανήκον στους δύο υιούς του τον Χελαιών και Μααλών. 9 Καὶ εἶπεν ὁ Βοὸζ πρὸς τοὺς προεστοὺς καὶ εἰς ὅλον τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἒν τῷ μεταξὺ συναχθῇ: «Σεῖς εἶσθε σήμερον μάρτυρες, ὅτι ἔγινα κύριος εἰς ὅλα ὅσα ἀνήκουν εἰς τὸν Ἐλιμέλεχ, καὶ εἰς ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὸν Χελαιὼν καὶ τὸν Μααλών, ἑξαγοράσας αὐτὰ ἀπὸ τὴν χεῖρα τῆς Νωεμίν.
10 καί γε Ροὺθ τὴν Μωαβῖτιν τὴν γυναῖκα Μααλὼν κέκτημαι ἐμαυτῷ εἰς γυναῖκα τοῦ ἀναστῆσαι τὸ ὄνομα τοῦ τεθνηκότος ἐπὶ τῆς κληρονομίας αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐξολοθρευθήσεται τὸ ὄνομα τοῦ τεθνηκότος ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ ἐκ τῆς φυλῆς λαοῦ αὐτοῦ· μάρτυρες ὑμεῖς σήμερον. 10 Επί πλέον λαμβάνω ως σύζυγόν μου την Ρούθ, την Μωαβίτιδα, σύζυγον του αποθανόντος Μααλών, δια να αναζήση το όνομα του αποθανόντος επί της κληρονομίας του. Ετσι δε δεν θα χαθή το όνομά του μεταξύ των συγγενών του και της φυλής του λαού του. Σεις είσθε σήμερον μάρτυρες”. 10 Καὶ ὡσαύτως τὴν Ρούθ, ποὺ εἶναι Μωαβίτισσα καὶ ὑπῆρξε γυναῖκα τοῦ Μααλών, τὴν ἀποκτῶ σύζυγόν μου διὰ να ἀναστήσω τὸ ὄνομα τοῦ ἀποθαμένου ἐπὶ τῆς κληρονομίας τοῦυ· καὶ οὕτω διὰ τοῦ τέκνου, ποὺ θὰ γεννηθῇ ἐκ τῆς Ροὺθ καὶ θὰ εἶναι κληρονόμος τοῦ Μααλών, δὲν θὰ χαθῇ καὶ δὲν θὰ ἑξαλειφθῇ τὸ ὄνομα τοῦ ἀποθαμένου ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ λαοῦ του. Μάρτυρες τῶν ὑποσχέσεών μου αὐτῶν καὶ τῶν ὑποχρεώσεων, τὰς ὁποίας ἀναλαμβάνω, εἶσθε σεῖς σήμερον».
11 καὶ εἴποσαν πᾶς ὁ λαὸς οἱ ἐν τῇ πύλῃ· μάρτυρες. καὶ οἱ πρεσβύτεροι εἴποσαν· δῴη Κύριος τὴν γυναῖκά σου τὴν εἰσπορευομένην εἰς τὸν οἶκόν σου ὡς Ραχὴλ καὶ ὡς Λείαν, αἳ ᾠκοδόμησαν ἀμφότεροι τὸν οἶκον τοῦ ᾿Ισραὴλ καὶ ἐποίησαν δύναμιν ἐν ᾿Εφραθά, καὶ ἔσται ὄνομα ἐν Βηθλεέμ· 11 Ολος ο λαός που ευρίσκετο εις την πύλην, απήντησαν· “ναι, είμεθα μάρτυρες”. Οι δε πρεσβύτεροι προσέθεσαν· “είθε ο Κυριος να αξιώση την γυναίκα σου, η οποία σήμερον εισέρχεται στον οίκον σου, να ομοιάση με την Ραχήλ και την Λείαν, αι οποίαι με τα γεννηθέντα από αυτάς τέκνα εδημιούργησαν το μεγάλο έθνος του Ισραήλ και απέκτησαν τιμήν και δύναμιν εις την Εφραθά και όνομα εις την Βηθλεέμ. 11 Καὶ εἶπαν ὅλος ὁ λαός, ποὺ εἶχε συναχθῇ εἰς τὴν πύλην: «Εἴμεθα μάρτυρες τῶν βεβαιώσεών σου». Καὶ οἱ προεστοὶ εἶπαν: «Εἴθε ὁ Κύριος νὰ καταστήσῃ τὴν γυναῖκα σου, ποὺ ἐμβαίνει εἰς τὸ σπίτι σου, σὰν τὴν Ραχὴλ καὶ τὴν Λείαν, αἱ ὁποῖαι διὰ τῶν τέκνων ποὺ ἐγέννησαν ἔκτισαν τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἐποίησαν γένος ἰσχυρὸν καὶ δυνατὸν ἐν τῇ Ἐφραθᾷ καὶ θὰ εἶναι ἑξακουστὸν τὸ ὄνομά των ἐν τῇ Βηθλεέμ.
12 καὶ γένοιτο ὁ οἶκός σου ὡς ὁ οἶκος Φαρές, ὃν ἔτεκε Θάμαρ τῷ ᾿Ιούδᾳ, ἐκ τοῦ σπέρματος οὗ δώσει Κύριός σοι ἐκ τῆς παιδίσκης ταύτης. 12 Ευχόμεθα επίσης να αναδειχθή η οικογένειά σου ωσάν την οικογένειαν του Φαρές, τον οποίον εγέννησεν η Θαμαρ δια του Ιούδα, να αναδειχθή δια του απογόνου, τον οποίον θα δώση εις σε αυτή η δούλη σου, η Ρούθ”. 12 Καὶ εἴθε νὰ γίνῃ ὁ οἶκος σου πολυπληθὴς σὰν τὸν οἶκον τοῦ προπάτορος μας Φαρές, τὸν ὁποῖον ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἰούδαν ἡ Θάμαρ, ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους, τοὺς ὁποίους θὰ σοῦ δώσῃ ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν νέαν αὐτήν».
13 καὶ ἔλαβε Βοὸζ τὴν Ρούθ, καὶ ἐγενήθη αὐτῷ εἰς γυναῖκα, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν, καὶ ἔδωκεν αὐτῇ Κύριος κύησιν, καὶ ἔτεκεν υἱόν. 13 Ενυμφεύθη λοιπόν ο Βοόζ την Ρούθ, έλαβεν αυτήν ως σύζυγόν τοθυ και ήλθεν εις συνάφειαν με αυτήν. Ο δε Κυριος την ηυλόγησεν, ώστε να συλλάβη και να γεννήση υιόν. 13 Καὶ ἔλαβεν ὁ Βοὸζ εἰς τὴν οἰκίαν του τὴν Ροὺθ καὶ ἔγινε σύζυγός του καὶ συνῆλθε μετ' αὐτῆς καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὴν ὁ Κύριος ἐγκυμοσύνην καὶ ἐγέννησεν υἱόν.
14 καὶ εἶπαν αἱγυναῖκες πρὸς Νωεμίν· εὐλογητὸς Κύριος, ὃς οὐ κατέλυσέ σοι σήμερον τὸν ἀγχιστέα, καὶ καλέσαι τὸ ὄνομά σου ἐν ᾿Ισραήλ, 14 Αι δε γυναίκες της Βηθλεέμ έλεγαν με συγκίνησιν εις την Νωεμίν· “ας είναι δοξασμένος ο Κυριος, ο οποίος δεν σε αφήκε σήμερον χωρίς στενόν συγγενή σου και έτσι θα συνεχισθή και θα δοξασθή το όνομά σου μεταξύ των Ισραηλιτών. 14 Καὶ εἶπαν αἱ γυναῖκες πρὸς τὴν Νωεμὶν εὐχαριστημέναι καὶ αὐταὶ διὰ τὴν χαράν της: «Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος σήμερον δὲν ἐπέτρεψε νὰ στερηθῇς τὸν συγγενῆ σου, ποὺ ἐξηγόρασε τὴν κληρονομίαν τοῦ πεθαμένου παιδιοῦ σου καὶ ηὐδόκησε νὰ μὴ σβησθῇ, ἀλλὰ νὰ καλῆται τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ σου ἐν μέσῳ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
15 καὶ ἔσται σοι εἰς ἐπιστρέφοντα ψυχὴν καὶ τοῦ διαθρέψαι τὴν πολιάν σου, ὅτι ἡ νύμφη ἡ ἀγαπήσασά σε ἔτεκεν αὐτόν, ἥ ἐστιν ἀγαθή σοι ὑπὲρ ἑπτὰ υἱούς. 15 Θα ανακουφίση δε την ψυχήν σου, θα είναι τροφή και στήριγμα εις τα γηρατεία σου, διότι η νύμφη σου, η οποία τόσον πολύ σε ηγάπησεν, εγέννησεν αυτόν τον υιόν, και η οποία δια τούτο αξίζει περισσότερον από επτά υιούς”. 15 Καὶ θὰ εἶναι διὰ σὲ τὸ παιδίον, ποὺ ἐγεννήθη, παρηγορία καὶ ἀνακούφισις τῆς ψυχῆς σου καὶ διὰ νὰ σὲ διατρέφῃ εἰς τὰ προχωρημένα γηρατεῖα σου, διότι ἐγέννησεν αὐτὸν ἡ νύμφη, ποὺ σὲ ἠγάπησε καὶ ἡ ὁποία εἶναι διὰ σὲ πολὺ καλλίτερα ἀπὸ πολλοὺς υἱούς».
16 καὶ ἔλαβε Νωεμὶν τὸ παιδίον καὶ ἔθηκεν εἰς τὸν κόλπον αὐτῆς καὶ ἐγενήθη αὐτῷ εἰς τιθηνόν. 16 Επήρεν η Νωεμίν το παιδί της Ρούθ, το έθεσεν εις την αγκάλην της και ανέλαβεν αυτή να το αναθρέψη. 16 Καὶ ἐπῆρεν ἡ Νωεμὶν τὸ παιδίον εἰς τὰ χέρια καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς τὸν κόλπον της ἐκδηλώνουσα τὴν ἀγάπην της πρὸς αὐτὸ καὶ ἔγινε τροφὸς καὶ παραμάννα του.
17 καὶ ἐκάλεσαν αὐτοῦ αἱ γείτονες ὄνομα λέγουσαι· ἐτέχθη υἱὸς τῇ Νωεμίν· καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ωβήδ· οὗτος πατὴρ ᾿Ιεσσαὶ πατρὸς Δαυίδ. 17 Αι γειτόνισσαι έδωσαν εις αυτό όνομα λέγουσαι· “εγεννήθη παιδί εις την Νωεμίν”. Ωνόμασαν αυτό Ωβήδ. Αυτός είναι ο πατήρ του Ιεσσαί, πατρός του Δαυΐδ. 17 Καὶ μὲ τὴν ἄδειαν τοῦ Βοὸζ ἔβαλαν τὸ ὄνομά του αἱ γειτόνισσαι, λέγουσαι γεμᾶται χαράν: «Ἐγεννήθη υἱὸς εἰς τὴν Νωεμίν». Καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄνομά του Ὠβήδ. Αὐτὸς εἶναι πατὴρ τοῦ Ἰεσσαί, ὁ ὁποῖος πάλιν ὑπῆρξε πατὴρ τοῦ Δαβίδ.
18 καὶ αὗται αἱ γενέσεις Φαρές· Φαρὲς ἐγέννησε τὸν ᾿Εσρώμ, 18 Αυτοί δε είναι οι απόγονοι του Φαρές· ο Φαρές εγέννησε τον Εσρώμ, 18 Καὶ αὐταί, ποὺ ἀπαριθμοῦνται κατωτέρω, εἶναι αἱ γενεαὶ τοῦ Φαρές· ὁ Φαρὲς ἐγέννησε τὸν Ἐσρώμ.
19 ᾿Εσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αράν, καὶ ᾿Αρὰν ἐγέννησε τὸν ᾿Αμιναδάβ, 19 ο Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράν, ο Αράν εγέννησε τον Αμιναδάβ, 19 Ὁ Ἐσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀράν· καὶ ὁ Ἀρὰν ἐγέννησε τὸν Ἀμιναδάβ.
20 καὶ ᾿Αμιναδὰβ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, καὶ Ναασσὼν ἐγέννησε τὸν Σαλμάν, 20 Ο Αμιναδάβ εγέννησε τον Ναασών, ο Ναασών εγέννησε τον Σαλμάν 20 Καὶ ὁ Ἀμιναδὰβ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, καὶ ὁ Ναασσὼν ἐγέννησε τὸν Σαλμών.
21 καὶ Σαλμὰν ἐγέννησε τὸν Βοόζ, καὶ Βοὸζ ἐγέννησε τὸν ᾿Ωβήδ, 21 ο Σαλμάν εγέννησε τον Βοόζ, ο Βοόζ εγέννησε τον Ωβήδ, 21 Καὶ ὁ Σαλμὼν ἐγέννησε τὸν Βοόζ· καὶ ὁ Βοὸζ ἐγέννησε τὸν Ὠβήδ.
22 καὶ ᾿Ωβὴδ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιεσσαί, καὶ ᾿Ιεσσαὶ ἐγέννησε τὸν Δαυίδ. 22 ο Ωδήδ εγέννησε τον Ιεσσαί και ο Ιεσσαί εγέννησε τον Δαυΐδ. 22 Καὶ ὁ Ὠβὴδ ἐγέννησε τὸν Ἰεσσαὶ καὶ ὁ Ἰεσσαὶ ἐγέννησε τὸν Δαβίδ.