Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐκάθισε μετὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς. εἶπε δὲ αὐτῇ Νωεμὶν ἡ πενθερὰ αὐτῆς· θύγατερ, οὐ μὴ ζητήσω σοι ἀνάπαυσιν, ἵνα εὖ γένηταί σοι; | 1 Εκάθισεν η Ρούθ μετά το πέρας του θερισμού μαζή με την πενθεράν της. Η Νωεμίν, η πενθερά της, της είπε· “κόρη μου, εγώ δεν είμαι υποχρεωμένη να αναζητήσω και εύρω δια σε τόπον και τρόπον αναπαύσεώς σου, ώστε να ζήσης από εδώ και πέρα ευτυχισμένη; | 1 Καὶ ἀφοῦ ἐτελείωσεν ὁ θερισμός, ἐκάθισεν ἡ Ροὺθ μὲ τὴν πενθεράν της ὑπηρετοῦσα καὶ ἀνακουφίζουσα αὐτήν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ἡ Νωεμίν, ἡ πενθερά της: «Κόρη μου, νὰ μὴ ζητήσω διὰ σὲ ἀνάπαυσιν καὶ ἀνακούφισιν, ὥστε νὰ ζήσῃς εἰς τὸ μέλλον εὐτυχισμένη; |
2 καὶ νῦν οὐχὶ Βοὸζ γνώριμος ἡμῶν, οὗ ἦς μετὰ τῶν κορασίων αὐτοῦ; ἰδοὺ αὐτὸς λικμᾷ τὸν ἅλωνα τῶν κριθῶν ταύτῃ τῇ νυκτί. | 2 Λοιπόν, δεν ηξεύρεις ότι ο Βοόζ, εις τας υπηρετρίας του οποίου έχεις προσκολληθή, είναι συγγενής μας; Ιδού, ότι αυτός λιχνίζει το κριθάρι του στο αλώνι κατά την νύκτα αυτήν. | 2 Καὶ τώρα δὲν εἶναι στενὸς γνωστὸς καὶ συγγενής μας ὁ Βοόζ, μὲ τὰς ὑπηρετρίας τοῦ ὁποίου ἦσο, ὅταν συνέλεγες στάχυα; Ἰδοὺ αὐτὸς κατ' αὐτὴν τὴν νύκτα λιχνίζει τὸ γεμᾶτον ἀπὸ τὰ κριθάρια του ἁλῶνι. |
3 σὺ δὲ λούσῃ καὶ ἀλείψῃ καὶ περιθήσεις τὸν ἱματισμόν σου ἐπί σεαυτῇ καὶ ἀναβήσῃ ἐπὶ τὸν ἅλω· μὴ γνωρισθῇς τῷ ἀνδρὶ ἕως τοῦ συντελέσαι αὐτὸν τοῦ φαγεῖν καὶ πιεῖν· | 3 Συ να λουσθής, να αλειφθής με αρωματικον έλαιον, να φορέσης το καλύτερόν σου φόρεμα και να μεταβής στο αλώνι του. Πρόσεξε όμως να μη σε γνωρίση, έως ότου τελείωση το φαγητόν και το ποτόν. | 3 Σὺ δὲ θὰ λουσθῇς καὶ θὰ ἀλειφθῇς με εὐῶδες ἔλαιον καὶ θὰ περιβληθῇς τὰ καλά σου ἐνδύματα, καὶ θὰ ἀνέβης εἰς τὸ ἁλώνιον. Νὰ μὴ σὲ ἴδῃ καὶ νὰ μὴ σὲ ἀντιληφθῇ ὁ Βοόζ, μέχρις ὅτου τελειώσῃ οὗτος τὸ φαγητὸν καὶ τὸ ποτόν του. |
4 καὶ ἔσται ἐν τῷ κοιμηθῆναι αὐτόν, καὶ γνώσῃ τὸν τόπον ὅπου κοιμᾶται ἐκεῖ, καὶ ἐλεύσῃ καὶ ἀποκαλύψεις τὰ πρὸς ποδῶν αὐτοῦ καὶ κοιμηθήσῃ, καὶ αὐτὸς ἀπαγγελεῖ σοι ἃ ποιήσεις. | 4 Οταν δε θα μεταβή αυτός να κοιμηθή θα προσέξης τον τόπον, όπου θα κοιμάται. Θα πλησιάσης και συ εκεί, θα ανασύρης το σκέπασμα από τα πόδια του και θα κοιμηθής εκεί. Αυτός δε όταν εξυπνήσης, θα σου πη, τι πρέπει να κάμης”. | 4 Καὶ ἀκολούθως, ὅταν αὐτὸς κοιμηθῇ, θὰ παρατηρήσῃς καὶ θὰ μάθῃς τὸν τόπον, ὅπου κοιμᾶται, καὶ ἐκεῖ θὰ ἒλθῃς καὶ θὰ ἀνασηκώσῃς τὰ πλησίον τῶν ποδῶν του σκεπάσματα καὶ θὰ κοιμηθῇς. Καὶ αὐτός, ὅταν ἐξυπνήσῃ, θὰ σοῦ εἴπῃ ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει να κάμῃς». |
5 εἶπε δὲ Ροὺθ πρὸς αὐτήν· πάντα ὅσα ἂν εἴπῃς, ποιήσω. | 5 Η Ρούθ απήντησε προς αυτήν· “όλα όσα μου είπες θα πράξω”. | 5 Εἶπε δὲ ἡ Ροὺθ πρὸς αὐτήν: «Ὅλα ὅσα θὰ μοῦ εἴπῃς, θὰ τὰ κάμω». |
6 καὶ κατέβη εἰς τὸν ἅλω καὶ ἐποίησε κατὰ πάντα, ὅσα ἐνετείλατο αὐτῇ ἡ πενθερὰ αὐτῆς. | 6 Κατέβηκε πράγματι στο αλώνι και έκαμε όλα όσα της είχε δώσει εντολήν η πενθερά της. | 6 Καὶ κατέβη εἰς τὸ ἁλώνιον ἡ Ροὺθ καὶ ἔκαμεν ὅλα, ὅσα τῆς παρήγγειλεν ἡ πενθερά της. |
7 καὶ ἔφαγε Βοὸζ καὶ ἔπιε καὶ ἠγαθύνθη ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ ἦλθε κοιμηθῆναι ἐν μερίδι τῆς στοιβῆς· ἡ δὲ ἦλθε κρυφῇ καὶ ἀπεκάλυψε τὰ πρὸς ποδῶν αὐτοῦ. | 7 Ο Βοόζ έφαγεν, έπιεν, ηυφράνθη η καρδία του και έπειτα ήλθε να κοιμηθή εις κάποιο άκρον της θημωνιάς. Η Ρούθ ήλθεν εκεί κρυφίως, ανέσυρε το σκέπασμα των ποδών του Βοόζ και εκοιμήθη εκεί. | 7 Καὶ ἔφαγεν ὁ Βοὸζ καὶ ἔπιε καὶ εὐφράνθη ἡ καρδία του πλήρης εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν πληθύναντα τὰ γεννήματα τῶν ἀγρῶν του Κύριον, καὶ ἦλθε νὰ κοιμηθη εἰς κάποιο ἄκρον τοῦ σωροῦ τῆς κριθῆς. Ἡ δὲ Ροὺθ ἦλθε κρυφίως καὶ χωρὶς νὰ τὴν ἀντιληφθῇ κανεὶς καὶ ἐσήκωσε τὰ πλησίον τῶν ποδῶν του σκεπάσματα, καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ. |
8 ἐγένετο δὲ ἐν τῷ μεσονυκτίῳ καὶ ἐξέστη ὁἀνὴρ καὶ ἐταράχθη, καὶ ἰδοὺ γυνὴ κοιμᾶται πρὸς ποδῶν αὐτοῦ. | 8 Κατά το μεσονύκτιον εξύπνησεν ο Βοόζ, εξεπλάγη και εταράχθη, διότι χωρίς να το φαντάζεται, είδε μίαν γυναίκα να κοιμάται κοντά εις τα πόδια του. | 8 Συνέβη δὲ κατὰ τὸ μεσονύκτιον, ὅταν ὁ Βοὸζ ἀφυπνίσθη, καὶ ἐξεπλάγη οὗτος καὶ ἐταράχθη, ἀπὸ τὸ ὅτι ἰδοὺ μία γυναῖκα ἐκοιμᾶτο πλησίον τῶν ποδῶν του. |
9 εἶπε δέ· τίς εἶ σύ; ἡ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ροὺθ ἡ δούλη σου, καὶ περιβαλεῖς τὸ πτερύγιόν σου ἐπὶ τὴν δούλην σου, ὅτι ἀγχιστεὺς εἶ σύ. | 9 Ο Βοόζ την ηρώτησε· “ποία είσαι συ;” Εκείνη είπεν· “εγώ είμαι η Ρούθ, η δούλη σου. Σκέπασε την δούλην σου με το άκρον του ιματίου σου εις δείγμα της προστασίας, την οποίαν πρέπει να της προσφέρης, διότι είσαι συγγενής μου”. | 9 Εἶπε δὲ ὁ Βοόζ:«Ποία εἶσαι σύ, ποὺ τέτοια ὥρα εὐρέθης ἐδῶ;» Αὐτὴ δὲ εἶπεν: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ρούθ, ἡ δούλη σου. Καὶ θὰ καταδεχθῇς νὰ ρίψῃς ἐπάνω εἰς ἐμὲ τὴν δούλην σου τὸ ἄκρον τοῦ ἐνδύματός σου καὶ νὰ μὲ σκεπάσῃς μὲ αὐτό, γινόμενος προστάτης μου, διότι σὺ εἶσαι συγγενής μου». |
10 καὶ εἶπε Βοόζ· εὐλογημένη σὺ τῷ Κυρίῳ Θεῷ, θύγατερ, ὅτι ἠγάθυνας τὸ ἔλεός σου τὸ ἔσχατον ὑπὲρ τὸ πρῶτον, μὴ πορευθῆναί σε ὀπίσω νεανιῶν, εἴτοι πτωχὸς εἴτοι πλούσιος. | 10 Ο Βοόζ είπε προς αυτήν· “κόρη μου, ας είσαι ευλογημένη από τον Κυριον και Θεόν, διότι αυτή η στοργή και η καλωσύνη σου είναι μεγαλύτερα από την προηγουμένην, που έδειξες προς την πενθεράν σου, αφού δεν εξέλεξες να υπανδρευθής νέους, είτε πτωχοί είτε πλούσιοι είναι αυτοί. | 10 Καὶ εἶπεν ὁ Βοόζ: «Εἴθε νὰ εἶσαι εὐλογημένη ἀπὸ Κύριον τὸν Θεόν, κόρη μου, διότι ἔδειξες ἀγαθωτέραν τὴν συμπάθειαν καὶ συμπεριφοράν σου κατὰ τὴν ἐσχάτην αὐτὴν περίπτωσιν παραπάνω ἀπὸ τὴν πρώτην, ὅτε διεκρίθης διὰ τὴν ἀφοσίωσίν σου εἰς τὴν πενθεράν σου· δὲν ἐπῆγες δηλαδὴ ὀπίσω ἀπὸ νέους, διὰ νὰ ὑπανδρευθῇς νεαρὸν ἄνδρα, εἴτε πτωχὸς εἴτε πλούσιος εἶναι αὐτός. |
11 καὶ νῦν, θύγατερ, μὴ φοβοῦ· πάντα, ὅσα ἐὰν εἴπῃς, ποιήσω σοι· οἶδε γὰρ πᾶσα φυλὴ λαοῦ μου ὅτι γυνὴ δυνάμεως εἶ σύ. | 11 Και τώρα, κόρη μου, μη φοβήσαι· όλα όσα μου είπες θα κάμω προς χάριν σου, διότι όλος ο λαός της πόλεώς μου αυτής γνωρίζει ότι συ είσαι γυνή ενάρετος και ισχυράς θελήσεως. | 11 Καὶ τώρα, κόρη μου, μὴ φοβᾶσαι· δὲν πρόκειται νὰ πράξω τίποτε, ὥστε νὰ ἐκτεθῇ ἡ ὑπόληψίς σου· τουναντιον ὅλα ὅσα θὰ μοῦ εἴπῃς, καὶ γάμον ἀκόμη ἄν μου ζητήσῃς, θὰ τὰ κάμω πρὸς χάριν σου. Διότι ὁλόκληρος ἡ φυλὴ τοῦ λαοῦ, ποὺ κατοικεῖ εἰς τὴν πόλιν αὐτήν, γνωρίζει ὅτι σὺ εἶσαι γυναῖκα ἐνάρετος, ὥστε νὰ πολιτεύεσαι κατὰ τὰς ἐπιταγὰς τοῦ καθήκοντος. |
12 καὶ νῦν ὁ ἀληθῶς ἀγχιστεὺς ἐγώ εἰμι. καί γέ ἐστιν ἀγχιστεὺς ἐγγίων ὑπὲρ ἐμέ. | 12 Λοιπόν, πράγματι, εγώ είμαι συγγενής σου. Υπάρχει όμως εδώ και ενας άλλος, ο οποίος είναι στενώτερος συγγενής σου από εμέ. | 12 Καὶ τώρα ἐγὼ εἶμαι πράγματι καὶ ἀληθῶς συγγενὴς τοῦ πενθεροῦ σου· ὑπάρχει ὅμὼς ἄλλος συγγενὴς πλησιέστερος καὶ περισσότερον στενὸς ἀπὸ ἐμέ. |
13 αὐλίσθητι τὴν νύκτα, καὶ ἔσται τὸ πρωΐ, ἐὰν ἀγχιστεύσῃ σε, ἀγαθόν, ἀγχιστευέτω· ἐὰν δὲ μὴ βούληται ἀγχιστεῦσαί σε, ἀγχιστεύσω σε ἐγώ, ζῇ Κύριος· κοιμήθητι ἕως τὸ πρωΐ. | 13 Κοιμήσου αυτήν την νύκτα εδώ και αύριον το πρωί θα ερωτήσω αυτόν σχετικώς· αν θελήση εκείνος να σε νυμφευθή, καλώς. Ας σε παρή σύζυγόν του. Εάν όμως εκείνος δεν θελήση να σε νυμφευθή, θα σε πάρω εγώ σύζυγόν μου. Ζων ενώπιόν μας είναι ο Κυριος που με ακούει. Κοιμήσου εδώ έως το πρωι”. | 13 Κοιμήσου ἐδῶ εἰς τὸ ὕπαιθρον κατὰ τὴν νύκτα καὶ θὰ γίνῃ τὸ πρωῒ τὸ ἑξῆς: Ἐὰν ὁ στενότερος αὐτὸς συγγενὴς σὲ κρατήσῃ κατὰ τὸ δικαίωμα τῆς συγγενείας, ἔχει καλῶς· ἂς σὲ κρατήσῃ αὐτὸς ὡς σύζυγον ἐὰν ὅμως δὲν θελήσῃ νὰ σὲ νυμφευθῇ ὡς στενότερος συγγενής, θὰ σὲ πάρω ἐγὼ σύζυγον συμφώνως πρὸς τὴν περὶ συγγενείας ἐντολὴν τοῦ νόμου· εἶναι ζωντανὸς ὁ Κύριος καὶ ἀκούει τὴν ὑπόσχεσιν ποὺ σοῦ δίδω. Κοιμήσου ἥσυχα ἕως τὸ πρωΐ». |
14 καὶ ἐκοιμήθη πρὸς ποδῶν αὐτοῦ ἕως πρωΐ. ἡ δὲ ἀνέστη πρὸ τοῦ ἐπιγνῶναι ἄνδρα τὸν πλησίον αὐτοῦ· καὶ εἶπε Βοόζ· μὴ γνωσθήτω ὅτι ἦλθε γυνὴ εἰς τὸν ἅλω. | 14 Εκοιμήθη πράγματι η Ρούθ κοντά εις τα πόδια του Βοόζ έως το πρωι. Πολύ δε πρωί εξύπνησεν εις ώραν, κατά την οποίαν, λόγω του σκότους, δεν ημπορούσε να αναγνωρίση ο ενας άνθρωπος τον άλλον. Εξ άλλου δε και ο Βοόζ είπεν στους περί αυτόν· “προσέξατε, κανείς δεν πρέπει να μάθη ότι ήλθεν αυτή η γυναίκα στο αλώνι”. | 14 Καὶ ἐκοιμήθη ἡ Ροὺθ πλησίον εἰς τὰ πόδια του ἕως τὸ πρωΐ. Αὕτη δὲ ἠγέρθη πολὺ πρωΐ, εἰς ὥραν ποὺ δὲν ἠμποροῦσεν ὁ ἄνθρωπος νὰ διακρίνῃ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πλησίον του, ὥστε νὰ γνωρίσῃ αὐτόν, ποῖος εἶναι. Καὶ εἶπεν ὁ Βοὸζ εἰς τοὺς ἀνθρώπούς του: «Νὰ μὴ γίνῃ γνωστόν, ὅτι ἀπόψε ἦλθε γυνὴ εἰς τὸ ἁλώνιον, διότι τὸ πρᾶγμα θὰ παρεξηγηθῇ». |
15 καὶ εἶπεν αὐτῇ· φέρε τὸ περίζωμα τὸ ἐπάνω σου. καὶ ἐκράτησεν αὐτό, καὶ ἐμέτρησεν ἓξ κριθῶν καὶ ἐπέθηκεν ἐπ᾿ αὐτήν· καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν. | 15 Είπε δε ο Βοόζ εις την Ρούθ· “φέρε το ιμάτιον, που έχεις ρίξει επάνω σου”. Το επήρεν ο Βοόζ, έβαλεν εις αυτό εξ μέτρα κριθής και το εφόρτωσεν εις αυτήν. Αυτός δε εισήλθεν εις την πόλιν Βηθλεέμ. | 15 Καὶ εἶπεν ὁ Βοὸζ εὶς αὐτήν: «Φέρε τὸν μανδύαν, τὸν ὁποῖον ἔχεις ἐπάνω σου»· καὶ τὸν ἐκράτησεν ὁ Βοὸζ μὲ τὰ χέρια του καὶ ἔρριψε μὲ τὸ μέτρον ἓξ μέτρα κριθῇς καὶ τὸν ἐφώρτωσεν ἐπάνω της. Καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ ἔφυγεν ἡ Ρούθ, ἐμβῆκε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν πόλιν. |
16 καὶ Ροὺθ εἰσῆλθε πρὸς τὴν πενθερὰν αὐτῆς· ἡ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θύγατερ· καὶ εἶπεν αὐτῇ πάντα, ὅσα ἐποίησεν αὐτῇ ὁ ἀνήρ. | 16 Η Ρούθ επανήλθεν προς την πενθεράν της, η οποία και την ηρώτησε· “κόρη μου, τι έκαμες;” Εκείνη δε διηγήθη εις αυτήν όλα όσα της είπε και έπραξεν ο Βοόζ. | 16 Καὶ ἡ Ροὺθ ἐμβῆκε πρὸς συνάντησιν τῆς πενθερᾶς της. Αὐτὴ δὲ τῆς εἶπε: «Κόρη μου, ἦλθες;» Καὶ ἡ Ροὺθ εἶπεν εἰς αὐτὴν ὅλα ὅσα εἶχε κάμει δι' αὐτὴν ὁ Βοόζ. |
17 καὶ εἶπεν αὐτῇ· τὰ ἓξ τῶν κριθῶν ταῦτα ἔδωκέ μοι, ὅτι εἶπε πρός με· μὴ εἰσέλθῃς κενὴ πρὸς τὴν πενθεράν σου. | 17 Προσέθεσε δε ακόμη· “αυτά τα εξ μέτρα κριθής μου τα έδωκεν ο Βοόζ και μου είπε· Παρε τα δια να μην επανέλθης εις την πενθεράν σου με αδειανά τα χέρια”. | 17 Καὶ εἶπεν εἰς τὴν Νωεμίν: «Τὰ ἓξ αὐτὰ μέτρα τῆς κριθῆς μου τὰ ἔδωκε μὲ τὴν δικαιολογίαν ποὺ μοῦ εἶπε: «Μὴ ἐπιστρέψῃς εἰς τὴν πενθεράν σου μὲ χεῖρας ἀδειανὰς καὶ χωρὶς νὰ τῆς πᾶς τίποτε». |
18 ἡ δὲ εἶπε· κάθου, θύγατερ, ἕως τοῦ ἐπιγνῶναί σε πῶς οὐ πεσεῖται ρῆμα· οὐ γὰρ μὴ ἡσυχάσῃ ὁ ἀνήρ, ἕως ἂν τελεσθῇ τὸ ρῆμα σήμερον. | 18 Η δε Νωεμίν της είπε· “κάθησε εδώ, κόρη μου, μέχρις ότου μάθης, ποίαν έκβασιν θα λάβη αυτή η υπόθεσις. Διότι ο άνθρωπος αυτός δεν θα ησυχάση, μέχρις ότου φέρη εις πέρας το ζήτημα αυτό”. | 18 Αὐτὴ δὲ εἶπε: «Κάθησε, κόρη μου, ἥσυχη, ἕως ὅτου πληροφορηθῇς διὰ τῶν πραγμάτων, πῶς δὲν θὰ πέσῃ χαμένος καὶ ἀπραγματοποίητος λόγος ἀπὸ ἐκείνους ποὺ σοῦ εἶπεν ὁ Βοόζ. Διότι δὲν θὰ ἠσυχάσῃ ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἕως ὅτου λάβῃ τέλος ἐντὸς τῆς ἡμέρας ἡ ὑπόθεσις». |